Στο café του Αμαρουσίου την αναγνωρίζουν σχεδόν όλοι. «Τι τύχη που σας βλέπω από κοντά!» της λένε με θαυμασμό γυναίκες και άντρες όλων των ηλικιών. Εκείνη δείχνει ότι το απολαμβάνει. Δεν έχουν περάσει παρά οκτώ χρόνια από την εποχή που η «νοικοκυρά και μητέρα δύο παιδιών», όπως συστηνόταν, έγινε σταδιακά η πρώτη σε αναγνωσιμότητα Ελληνίδα συγγραφέας. Σύμφωνα δε με έρευνα του Εθνικού Κέντρου Βιβλίου, βρίσκεται ανάμεσα στους πέντε (οι άλλοι τέσσερις είναι οι Καζαντζάκης, Ντοστογέφσκι, Καβάφης, Λουντέμης) που επηρέασαν καθοριστικά τη ζωή των αναγνωστών. Τι έπαιξε ρόλο για τη δική της ζωή; «Ο δύσκολος χωρισμός των γονιών μου. Για να ξεφύγω από την καθημερινότητα, έγραφα παραμύθια. Ήθελα να “ταξιδεύω”» λέει. Στα 21 της παντρεύτηκε, ένιωσε ευτυχισμένη και η ανάγκη για «ταξίδια» σταμάτησε. Στα 37 της, η οικονομική κατάρρευση του συζύγου της την οδήγησε, ως ψυχολογικό διέξοδο, ξανά στη συγγραφή. Έτσι, κυκλοφόρησε το πρώτο της βιβλίο, Τη Μέρα που σε Γνώρισα (θα επανακυκλοφορήσει σύντομα απ’ τις εκδόσεις Ψυχογιός), που ήταν εμπορική αποτυχία. Επανήλθε δυναμικά, στα 41 της, με το Βαλς με Δώδεκα Θεούς και ακολούθησαν εννέα ακόμη βιβλία, που συνολικά ξεπέρασαν σε πωλήσεις το ένα εκατομμύριο αντίτυπα! Μέχρι που, πριν από λίγο καιρό, διαγνώστηκε με λέμφωμα στο στομάχι.
Η περιπέτειά σας τελικά είχε αίσιο τέλος. Πόσο δύσκολο ήταν το μεσοδιάστημα της θεραπείας;
Το πρακτικό κομμάτι ήταν δύσκολο, γιατί δεν θέλησα να αλλάξω το πρόγραμμα των παρουσιάσεων του Με Λένε Ντάτα. Κάθε τρεις εβδομάδες, επέστρεφα στην Αθήνα και έκανα δύο χημειοθεραπείες στη σειρά. Έπειτα έφευγα ξανά.
Ο ψυχολογικός τομέας πώς ήταν;
Το χαμόγελο έρχεται όταν μαθαίνεις ότι αυτό που έχεις είναι ιάσιμο. Αντιμετώπισα τις χημειοθεραπείες σαν αντιβίωση, σαν τη διαδικασία που θα μου έδινε πίσω την υγεία μου. Εκείνο που με απασχολούσε ήταν αν θα μπορούσα να ήμουν δραστήρια. Γιατί, απ’ το να μένω σπίτι μου και να μοιρολογώ, προτιμούσα να είμαι σε επαφή με τους αναγνώστες των βιβλίων μου.
Το ενδεχόμενο να μην κυλούσαν όλα κατ’ ευχήν σάς πέρασε απ’ το μυαλό;
Ούτε καν! Δεν μου επιτρέπω να σκέφτομαι αρνητικά. Κι αυτό, παρότι εξαιτίας των χημειοθεραπειών επήλθε και η εμμηνόπαυση, που από μόνη της είναι δύσκολη κατάσταση για μια γυναίκα.
Η γυναίκα Λένα πώς αντιμετώπισε τις άλλες παραμέτρους; Το ότι, για παράδειγμα, θα έχανε τα μαλλιά της;
Ήταν επώδυνο. Κι ενώ αρνήθηκα να πάρω ηρεμιστικά και να πάω σε ψυχολόγο για την αρρώστια, όταν άρχισα να χάνω τα μαλλιά μου, λύγισα. Δεν πήρα μεν ηρεμιστικά, αλλά...
Κλάψατε;
Πολύ. Μέχρι που συνειδητοποίησα ότι αφού, είχα κάτι ιάσιμο, μου είχε πέσει το λαχείο. Ε, δεν θα καθόμουν να κλάψω για τις τρίχες. Αγόρασα μια ωραία περούκα. Τελικά τη φόρεσα μόνο μία φορά. Δεν είχα λόγους να ντρέπομαι.
Ήταν αυτός ο λόγος που ξυρίσατε το κεφάλι σας;
Ναι.
Πότε το αποφασίσατε;
Πέντε μέρες αφότου έφυγαν οι πρώτες τούφες. Ήμουν καλεσμένη σε μια εκπομπή, όταν, λίγο πριν μπω στο πλατό, μου έμειναν στα χέρια. Σοκαρίστηκα, αλλά έβαλα μπόλικη λακ για να μη φαίνονται τα κενά και βγήκα στον αέρα. Μετά, στο σπίτι, έφυγαν κι άλλες. Την επόμενη μέρα περισσότερες. Κι έπειτα στάθηκα στον καθρέφτη και είπα: «Δεν θα περιμένω το τέλος. Θα το φέρω εγώ». Πήρα την ξυριστική μηχανή στα χέρια μου και σε δέκα λεπτά είχα τελειώσει. Μετά έβαλα το σκουφάκι μου. Κι αν ήμουν περισσότερο δυνατή, ούτε σκουφάκι δεν θα φορούσα. Αλλά δεν είμαι.
Η οικογένειά σας τι είπε;
Με τον άντρα μου καβγαδίσαμε, γιατί δεν ήθελε να βάζω ούτε σκουφάκι. Του είπα ότι θα το έκανα μόνο όταν η εικόνα μου, για μένα, θα έπαυε να είναι αποκρουστική. Τελικά με είδε χωρίς σκουφάκι πριν από τέσσερις μέρες. Τα παιδιά δεν με έχουν δει ακόμη. Για μένα τα μαλλιά είναι το Α και το Ω της θηλυκότητας και τα στερήθηκα ξαφνικά. Περάσαμε ένα δύσκολο καλοκαίρι με αυτό το θέμα. Αλλά τα καταφέραμε.
Δηλαδή;
Μόνο μια σχέση πολύ γερά δομημένη από πριν, όπως η δική μας, μπορεί να αντέξει. Ο Γιώργος είναι τρομερά διακριτικός, αλλά άλλαξε και η δική του ζωή. Δεν ήταν τρελό ότι έπρεπε να χτυπάει πριν μπει στο σπίτι ή στο δωμάτιο, αφού ήθελα να έχω προλάβει να φορέσω το σκουφάκι; Ή να μου μιλάει το πρωί πριν ανοίξει τα μάτια του ώστε να το βάλω; Ζήσαμε πολλά τέτοια «χαριτωμένα». Κάποιες φορές κατορθώναμε να γελάμε, κάποιες άλλες όχι. Για παράδειγμα, όταν πονούσαν τα χέρια μου απ’ τις ενέσεις και ο κόσμος ήθελε να με αγκαλιάσει, ο Γιώργος προσπαθούσε να με καλύψει στα σημεία που πονούσα. Αλλά αυτός ο κόσμος ήταν που παράλληλα μου έδινε δύναμη.
Γιατί;
Την ώρα της υπογραφής του βιβλίου, υπήρχαν πάρα πολλοί που μου ψιθύριζαν στο αυτί: «Κι εγώ το είχα, αλλά δείτε με τώρα...» . Ό,τι κι αν πω, θα αδικήσω αυτό που έζησα. Κάθε φορά γύριζα στο σπίτι με μια μεγάλη τσάντα με ματόχαντρα, αγιασμό, εικόνες, σταυρούς, σημειώματα.
Τι σας έγραφαν;
«Σας έχω τάξει στον Άγιο Ραφαήλ...». Τέτοια ωραία λόγια. Ε, τότε λες «ναι, δεν έχει καμία ελπίδα η αρρώστια». Μόνο από τις προσευχές τόσων ανθρώπων, πώς να είχε; Ήθελα να κλαίω. Σκεφτόμουν «Πώς θα μπορούσε να τους χωρέσει η αγκαλιά μου; Δεν φτάνει που με έφεραν εδώ που με έφεραν, μου δείχνουν τόση αγάπη!». Γιατί για ένα συγγραφέα ο απόλυτος κριτής της δουλειάς του είναι το κοινό. Αυτό τον ανεβάζει ή τον κατεβάζει.
Από τη μια το φανατικό κοινό σας, που λέει πως τα βιβλία σας είναι εθισμός...
Δεν υπάρχει καλύτερη διαφήμιση από τον ψίθυρο του ευχαριστημένου αναγνώστη. Όπως κι εγώ συζητάω με φίλες μου «Το διάβασες αυτό; Α, έχεις χάσει!».
Απ’ την άλλη, όμως, οι σκληρές κριτικές. Μία πρόσφατα ανέφερε πως η «γλωσσική πρωτοτυπία είναι μια άγνωστη χώρα» για σας.
Σωστά. Δεν χρειάζεσαι λεξικό για να διαβάσεις τα βιβλία μου. Γράφω όπως μιλάω και θέλω να ρέει το κείμενο, όπως μου αρέσει να συμβαίνει όταν είμαι κι εγώ αναγνώστρια.
Το σεξ για σας τι ρόλο παίζει; Λένε ότι οι σκηνές στα βιβλία σας παραείναι σεμνότυφες.
Μια χαρά είναι. Αλλά δεν μου αρέσει το προφανές, το «χύμα». Προτιμώ οι εικόνες να αναδύονται από το βιβλίο, όχι να προβάλλονται.
«Η Μαντά δεν διαβάζει ξένη λογοτεχνία. Και τι να την κάνει, όταν υπάρχει ο ελληνικός κινηματογράφος;» έγραψε κάποιος.
Ο καθένας έχει τη δική του οπτική, αλλά για τους βιβλιοκριτικούς μάλλον είμαι ο άνθρωπος που τους αρέσει να αντιπαθούν. Σχετικά με τους ξένους συγγραφείς, ναι, δεν τους προτιμώ, γιατί έχουν διαφορετική νοοτροπία και βιώνουν άλλες καταστάσεις. Θα προτιμήσω όμως να δω τι καινούριο έχει γράψει, για παράδειγμα, ο Ξανθούλης.
Ο Πέτρος Τατσόπουλος πρόσφατα είπε για σας: «Δεν τη θεωρώ συνάδελφό μου ούτε εκείνη με θεωρεί συνάδελφό της. Συγγραφέας δεν είναι “βάζω μερικές λέξεις στη σειρά και βγάζω εκατομμύρια”».
Δεν έχω μιλήσει ποτέ για εκείνον, δεν τον γνωρίζω καν και η αλήθεια είναι ότι δεν έτυχε να διαβάσω βιβλία του. Ντροπή μου, βέβαια, γιατί θα έπρεπε να γνωρίζω τη δουλειά του. Από εκεί και πέρα, η λέξη «συνάδελφος» δεν ταιριάζει στη δική μας κατάσταση. Είμαστε ομότεχνοι.
Όσον αφορά στα χρήματα; Κάθε άνθρωπος που παράγει έργο αμείβεται γι' αυτό. Εγώ θέλω να μου πει ένα συγγραφέα που δεν θέλει να πωλούνται τα βιβλία του. Όλοι θέλουμε αυτό που γράφουμε να το μοιραζόμαστε με πολλούς. Διαφορετικά δεν θα γράφαμε βιβλία, αλλά ημερολόγια που θα τα κρύβαμε στο συρτάρι.
Σας ενοχλούν οι κριτικές;
Καθόλου. Αλλά έχω προσέξει ότι δέχομαι τις χειρότερες από ανθρώπους που δηλώνουν ότι υπηρετούν την κουλτούρα, τον πολιτισμό.
Η επιτυχία στη συγγραφική συνέχειά σας σας απασχολεί;
Όπως όλους. Αλλά δεν κάνω εκπτώσεις. Θα μπορούσα, μετά τη μεγάλη επιτυχία του Το Σπίτι Δίπλα στο Ποτάμι, να αργήσω να ξαναγράψω μέχρι να «ξεχαστεί». Εγώ όμως, όπως κάθε Μάιο, κυκλοφόρησα καινούριο βιβλίο.
Και αν στερέψει η έμπνευσή σας;
Είμαι τόσο χορτασμένη απ’ την αγάπη του κόσμου, που όσο πάει. Τότε θα συστήνομαι ξανά ως νοικοκυρά και ελπίζω πια ως γιαγιά.
Διαβάστε περισσότερα στο PEOPLE που κυκλοφορεί μαζί με το ΘΕΜΑ.