Ο Στάθης Δράκος γεννήθηκε και μεγάλωσε στη Χαλκίδα στις αρχές των 90’s. Από τότε που θυμάται τον εαυτό του, είχε μια μανία με τις εικόνες και τα λόγια. Πάντα ρωτούσε, πάντα ήθελε να μαθαίνει, πάντα πειραματιζόταν με πράγματα που συνήθως άφηνε στη μέση. «Με θυμάμαι να έχω την ανάγκη να ζωγραφίσω πράγματα που έβλεπα στο βουνό, στο ποτάμι ή ακόμα και ανθρώπους που μπορεί να μου έκαναν εντύπωση στο αστικό τοπίο. Έτσι, από πολύ μικρός ξεκίνησα μαθήματα ζωγραφικής και εικαστικών στη σχολή του Δημήτρη Μυταρά. Προφανώς αυτό δεν οδήγησε πουθενά, μια και το ταλέντο μου περιοριζόταν -και συνεχίζει να περιορίζεται- στη δεξιοτεχνία ενός οκτάχρονου.
»Όπως και να’χει, δεν στεναχωριόμουν ιδιαίτερα, μια και έκανα πολλά και διαφορετικά πράγματα από τότε μέχρι την εφηβεία μου. Πράγματα που φάνηκε αργότερα πως είχαν να μου προσφέρουν κάτι (όπως το ωδείο), και άλλα που πέρασαν και δεν ακούμπησαν». Τα χρόνια πέρασαν, βιώνοντας μια κάπως συμβατική αλλά και δύσκολη σε ορισμένα σημεία ενηλικίωση, ενώ τα 18 του τον βρίσκουν σε μια πόλη την οποία αγάπησε τόσο, ώστε εννέα χρόνια μετά (τώρα, σαν να λέμε) να γυρνάει πίσω με μεγάλη χαρά, με οποιαδήποτε ασήμαντη αφορμή. «Η Πάτρα υπήρξε σημαντικός σταθμός. Σπουδαστής του τμήματος Μηχανικών Η/Υ και Πληροφορικής, έμαθα να ζω μόνος, να θέτω στόχους, να δουλεύω πάνω στη μουσική και να αρχίζω πλέον να παράγω τη δική μου τέχνη».
«Ήταν μια πολύ λυτρωτική στιγμή για μένα και θυμάμαι ακόμα το βάρος που έφυγε από πάνω μου όταν ηχογράφησα το πρώτο μου τραγούδι. Είπα από μέσα μου ένα μικρό “επιτέλους”, ενώ το να καταθέτω τις σκέψεις και τα συναισθήματά μου μέσα σε πρωτότυπα τραγούδια παραμένει από τότε μέχρι σήμερα το αγαπημένο μου χόμπι». Όπως εξήγει, λατρεύει τα ταξίδια. Αγαπάει το χρώμα και την ελευθερία της θάλασσας, επισκέπτεται πόλεις και προορισμούς με τους οποίους πιθανόν να μην έχει τίποτα κοινό, παρατηρεί τα κτίρια και τους ανθρώπους. Όλα αυτά τον κάνουν να νιώθει ότι αναπλάθουν, και αναδημιουργούν πολλές φορές, την άποψη που έχει για την αισθητική, την τέχνη και κυρίως για τις συμπεριφορές των ανθρώπων.
«Ήταν πολύ συγκινητική η στιγμή που μπήκαμε στο στούντιο με τη Δήμητρα Γαλάνη για να ηχογραφήσουμε τον νέο μας δίσκο, ο οποίος κυκλοφορεί το ερχόμενο φθινόπωρο από τη Minos EMI», μου λέει αλλάζοντας θέμα στην κουβέντα μας. «O Νίκος Μωραίτης έχει καταφέρει, κατά τη γνώμη μου, να δώσει ένα πολύ ιδιαίτερο χρώμα στα μουσικά θέματα των τραγουδιών, αναδεικνύοντας έτσι την πιο αγνή, απλή και γεμάτη μνήμες πλευρά των κομματιών. Αυτό, σε συνδυασμό με τη ιστορική και πάντα σύγχρονη φωνή της Δήμητρας, μου άφησε από τις πρώτες κιόλας απόπειρες ηχογραφήσεων, ένα αίσθημα χαράς, περηφάνιας και ολοκλήρωσης. Ένα αίσθημα που υπάρχει ακόμα και μάλλον θα αργήσει πολύ να αποσβέσει».
Οι ηχογραφήσεις έγιναν από τον Διονύση Μπάστα στο Noisebox studio, στην Πάτρα. Εκεί δηλαδή που ηχογράφησε και το "In Colors". Στα κρουστά και στα τύμπανα βρισκόταν ο αδελφικός του φίλος και ντράμερ των Minor Project, Αλέξανδρος Μπαλτάς, ενώ στις τρομπέτες (οι οποίες παίζουν πολύ σημαντικό ρόλο στον ήχο του δίσκου), ο Ιάσων Βάκρινος. Παρότι είχε περάσει πολύς καιρός από τότε, ο ήχος του πρώτου δίσκου υπήρξε σαφέστατα πρότυπο για τη νέα δουλειά. Το πρώτο τραγούδι που μόλις κυκλοφόρησε και φέρει το όνομα του δίσκου είναι το «Βαλς των Χαμένων Μετά». «Σκοπός του κομματιού ήταν να αποτελέσει ένα μικρό ταξίδι που θα ενώνει δύο διαφορετικούς κόσμους. Ο ένας είναι ο σημερινός, ενώ ο δεύτερος απροσδιόριστος. Το βαλς είναι διαχρονικό, οπότε και η καλύτερη επιλογή για να εξυπηρετήσει έναν τέτοιο σκοπό».
Το ύφος του, είναι ελαφρώς εμβατηριακό, με τους στίχους του Νίκου να χαιρετίζουν με σεβασμό τον Μάνο Χατζιδάκι για τις αναμνήσεις και την παιδεία που έχει καταφέρει να ενθυλακώσει στο DNA του σύγχρονου Έλληνα. Παράλληλα, δουλεύει με τους Minor Project μία σειρά νέων τραγουδιών τα οποία θα αρχίσουν να κυκλοφορούν σταδιακά μέσα στην επόμενη χρονιά, ενώ για το καλοκαίρι είναι προγραμματισμένος ένας μικρός αριθμός εμφανίσεων στην πρωτεύουσα και σε κάποια γειτονικά φεστιβάλ, με τελευταίο σταθμό τα Αισχύλεια στο τέλος του ερχόμενου Σεπτεμβρίου.
