Νόθος γιος μιας πόρνης και ενός εργάτη ο μικρός Ζαν εγκαταλείφθηκε επτά μήνες μετά τη γέννησή του, το 1910. Παρ' όλο που μεγάλωσε σε στοργικό περιβάλλον, με δύο χωρικούς για γονείς, δεν άργησε να παρουσιάσει τάσεις περιθωριοποίησης. Απόπειρες φυγής από το σπίτι και μικροκλοπές αντικειμένων του χάρισαν τον τίτλο του κλέφτη στα 12 χρόνια του.
Ήταν όμως άριστος μαθητής, γι' αυτό τον στέλνουν σε μια τεχνική σχολή έξω απ' το Παρίσι να μάθει το επάγγελμα του τυπογράφου. Το σκάει αμέσως για να κυνηγήσει το όνειρό του, το σινεμά, στην Αμερική. "Αποφάσισα να απαρνηθώ έναν κόσμο που με είχε απαρνηθεί" έγραψε για την τροπή που πήρε η ζωή του.
Κατατάσσεται στη Λεγεώνα των Ξένων και υπηρετεί στη Βόρεια Αφρική και στη Μέση Ανατολή. Μαγεύεται από τα πάθη των λαών τους και τον απλόχερο ανδρισμό τους. Επιστρέφει στο Παρίσι όπου ζει με μικροκλοπές, μεταξύ άλλων και βιβλίων, και μπαινοβγαίνει στις φυλακές. Εκεί γίνεται συγγραφέας. Τα πρώτα του μυθιστορήματα λογοκρίνονται ως πορνογραφικά και κυκλοφορούν παράνομα.
Η Παναγία των Λουλουδιών(Notre-Dame-des-Fleurs, 1943) αφηγείται τη ζωή της τραβεστί Ντιβίν και του φίλου της, τον κόσμο της νύχτας στη Μονμάρτη. Στο Θαύμα του ρόδου (Le Miracle de la rose, 1946) μιλάει για τα χρόνια του εγκλεισμού του σε αναμορφωτήρια και φυλακές ως τα δεκάξι του. Στον Καβγατζή της Βρέστης (Querelle deBrest, 1947) η ιστορία διαδραματίζεται ανάμεσα στα πρόσωπα ενός μπορντέλου στο ομιχλώδες θαλασσινό τοπίο του λιμανιού της Βρέστης. Ακολουθούν οι Κηδείες (Pompes funèbres, 1948) και το Ημερολόγιο του κλέφτη (Le Journal du voleur, 1949), που κατά τον Σαρτρ δεν είναι απλή αυτοβιογραφία αλλά «μια ιερή κοσμογονία».
Το κείμενο Ό,τι απέμεινε από έναν Ρέμπραντ που σχίστηκε σε μικρά πολύ κανονικά τετραγωνάκια και πετάχτηκε στο αποχωρητήριο δημοσιεύτηκε πρώτη φόρα στο γαλλικό περιοδικό Tel Quel το 1967. Ο τίτλος πρέπει να εκληφθεί κυριολεκτικά: το 1964, ο Ζαν Ζενέ, μετά την αυτοκτονία του συντρόφου του, κατέστρεψε τα χειρόγραφα πάνω στα όποια δούλευε, ένα εκ των οποίων αφορούσε τον Ρέμπραντ. Ωστόσο, λίγο πριν, είχε εμπιστευθεί δύο αποσπάσματα του σε έναν μεταφραστή, κι έτσι αυτά σώθηκαν από την καταστροφή.
H Παράξενη λέξη... δημοσιεύτηκε πρώτη φορά το 1967 στο γαλλικό περιοδικό Tel Quel. Αποτελείται από εικοσιένα παραγράφους, αποσπασματικές και άνισου μήκους, που χωρίζονται μεταξύ τους με αστερίσκους. Μια δομή «Σκέψεων» που συντονίζεται με τις δοκιμιακές αναζητήσεις του 20ού αιώνα.
Ο Ζενέ προτείνει μια παράδοξη ιδέα: «Στις σημερινές πόλεις, ο μόνος τόπος όπου θα μπορούσε να κατασκευαστεί ένα θέατρο είναι το νεκροταφείο. Η επιλογή εξυπηρετεί εξίσου το νεκροταφείο όσο και το θέατρο». Εκκινώντας από την πόλη και τον τόπο του θεάτρου, ο Ζενέ «με την ενεργητική νωχέλεια ενός παιδιού που ξέρει τη σπουδαιότητα του θεάτρου» μιλάει για όλες τις πλευρές του θεατρικού γεγονότος: τον συγγραφέα και το δράμα, τη γλώσσα, τον ηθοποιό και τον «επικήδειο μίμο», και πάνω απ' όλα για τον θεατή και την εμπειρία του. Σκιαγραφώντας τελικά την ιδιαιτερότητα του Θεάτρου, ενός θεάτρου ουτοπικού, «μνημειακού» και μελλούμενου.
Δικαιολογημένα ο Bernard Dort, στο επίμετρο του ειδικά για την ελληνική έκδοση των Μαριονετών του Κλάιστ (Εκδόσεις Άγρα, 1982), περιλαμβάνει το κείμενο αυτό του Ζενέ στα «σπάνια κείμενα που μιλάνε για το θέατρο ̶ μαζί με την “Ομιλία στους ηθοποιούς” στον Άμλετ, ορισμένες Divagationsτου Μαλλαρμέ, το Θέατρο και το Είδωλό του τού Αρτώ (εύκολα θα προσθέταμε και τον “Πρόλογο στο θέατρο” στον Φάουσττου Γκαίτε) ». Και στα «ακόμη σπανιότερα που μας βάζουν μονομιάς μπροστά σε αυτό που στο θέατρο είναι σκανδαλώδες, ανήκουστο, είτε μάλιστα αδύνατο».
