Ακόμα και στα φετινά
Όσκαρ 2016, όχι μόνο υπήρχε «ελληνική» παρουσία στις υποψηφιότητες, αλλά ο Ελληνοαυστραλός Μιχάλης Παλαιοδήμος βραβεύτηκε με το Όσκαρ καλύτερης ταινίας μικρού μήκους για το «Stutterer», για το οποίο έκανε την διεύθυνση φωτογραφίας. Η ιστορία των Ελλήνων στα Όσκαρ όμως πηγαίνει πολύ πίσω...
Την ατμόσφαιρα εκείνο το βράδυ του 1944, στο θέατρο Grauman του Λος Άντζελες, δεν την χαρακτήριζες σύμφωνα με τις μαρτυρίες της εποχής και «την πιο εορταστική», και ας δίδονταν για 16η φορά τα Όσκαρ. Σε μια υφήλιο που φλεγόταν στο καμίνι του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, η πιο διάσημη τελετή απονομής βραβείων της 7ης Τέχνης, συγκέντρωσε πάντως τους σταρ της εποχής. Ήταν εκείνη την βραδιά που ακούστηκε για πρώτη φορά ελληνικό όνομα, αυτό της
Κατίνας Παξινού. Η μεγάλη ηθοποιός απέσπασε το βραβείο ερμηνείας Β' γυναικείου, για τον ρόλο της Πιλάρ στο φιλμ «Για ποιόν χτυπά η καμπάνα», βασισμένο στο ομώνυμο βιβλίο του Έρνεστ Χέμινγουεϊ. Ήταν η πρώτη φορά που οι οι νικητές και οι νικήτριες Β΄ ρόλων πήραν χρυσό αγαλματίδιο, αφού μέχρι τότε τους απένειμαν τιμητική πλακέτα.
Δεκαέξι χρόνια αργότερα, έρχεται η στιγμή του μεγάλου
Μάνου Χατζηδάκι. Μια από τις πέντε υποψηφιότητες Όσκαρ που διεκδικεί η ταινία του αυτοεξόριστου τότε Ζυλ Ντασέν «Ποτέ τη Κυριακή» είναι και αυτή για την καλύτερη μουσική. Όταν ακούγεται το όνομά του, του κάκου τον αναζητούν. Ο Χατζηδάκης δεν πήγε στην απονομή, για την ακρίβεια δεν ενδιαφέρθηκε καθόλου για τον θόρυβο που ακολούθησε την βράβευσή του. Το χρυσό αγαλματίδιο δεν βρισκόταν ποτέ σε κάποια περίοπτη θέση μέσα στο σπίτι του και σύμφωνα με διάφορες ιστορίες, ή ήταν παρατημένο σε κάποιο κουτί, ή... χάθηκε κατά την διαδρομή του από τις ΗΠΑ προς την Ελλάδα. Μάλιστα, όταν του ζητήθηκε να ποζάρει με τον «κ. Όσκαρ», επιστρατεύθηκε το βραβείο της Παξινού για την απαραίτητη πόζα.