Από την Δέσποινα Κορεντίνη
Ένα νεοκλασικό Αμαρουσιώτικο οίκημα
φιλοξενεί τον περιώνυμο «Bυσσινόκηπο», που ως κεντρικός ήρωας μονοπωλεί το κοινωνικό
ενδιαφέρον.
Μπαίνοντας μπροστά από την κλειδαρότρυπα, γινόμαστε θιασώτες του φθίνοντα
ρομαντισμού και του άρχοντα ρεαλισμού. Σαν πίνακας ζωγραφικής, το ένδοξο παρελθόν της
ρώσικης αριστοκρατίας ξεκρεμιέται από τον τοίχο και την θέση του παίρνει ο ιστορικός υλισμός.
Ξεκρεμάστηκαν και οι ξεχασμένες συναισθηματικές υπάρξεις των ενοίκων αφού κι αυτές
δημοπρατήθηκαν από την ιδιοτέλεια και τον εγωισμό. Έχοντας ως παρατηρητήριο τον κάτασπρο
βυσσινόκηπο, η ονειροπαρμένη οικογένεια της Λιούμπα Αντρέγεβνα γίνεται ο παρατηρητής
των κατακόκκινων αλλαγών που τους προλαβαίνουν. Βιώνοντας ξεχωριστά ο κάθε ήρωας
τον δικό του βυσσινόκηπο, ταυτοποιείται και ολοκληρώνεται.
Ως κοινωνικά προσδιορισμένες
φιγούρες «ανοίγουν» το σπίτι τους και μας προσκαλούν να χορέψουμε στους ρυθμούς της
ρώσικης κουλτούρας.
Ο Τσέχωφ, με ένα λεπτεπίλεπτο χιούμορ, χωρίς χυδαιότητες και ανάρμοστες συναισθηματικές
εξάρσεις, αποτυπώνει συγγραφικά το αριστοκρατικό elegance και ορίζει διακριτικά το ταξικό
φράγμα, που εν τέλει διαπερνάται. Ο Βυσσινόκηπος του δεν καθορίζει μόνο τον τίτλο του
έργου αλλά και την τύχη της οικογένειας και προοικονομεί τις επερχόμενες κοινωνικοπολιτικές
ανακατατάξεις. Μαζί με τις βυσσινιές φυτεύτηκαν όνειρα που ποτίστηκαν με αγάπη,
καρποφόρησαν και ξεπουλήθηκαν για να έρθει νέα ζωή, ανάπτυξη και πρόοδος.
Η αδιαμφισβήτητη κλασικότητα και διαχρονικότητα του έργου κινητοποιεί και την σοπράνο
Τζένη Δριβάλα για την σκηνοθεσία του. Η Λιούμπα, ο Λεωνίδας, η Άννια, η Βάρια, ο Πέτια, ο
Λοπάχιν, ο Γιάσσα, η Ντουνιάσσα και ο Φίρς ενσαρκώνονται και λειτουργούν ως προσωπεία
ανθρώπων σε κρίση. Οι κωμικοτραγικές πλευρές αυτών των ηρώων αναδύονται από το παίξιμο
τους σε έναν υπαρκτό χωροχρόνο. Αποπνέοντας τον αέρα της σιγουριάς και της πείρας,
κάνει είσοδο η Τζένη Δριβάλα στον ρόλο της ώριμης, με εφηβική γοητεία, κυρίας Λιούμπα
Αντρέγεβνα.
Ο ρόλος της έχει μελετηθεί καλά από την ίδια, τον έχει αφουγκραστεί σε πειστικό
βαθμό και δεν δείχνει να τον αποχωρίζεται και μετά την παράσταση. Ως αιθεροβάμων Λεωνίδας
Γκάγεφ, αδερφός της Λιούμπα, ο νεαρός Βασίλης Ασημάκης που αν και του είναι ηλικιακά
κόντρα ρόλος, δεν χάνει υποκριτικά, ισορροπώντας στο παίξιμο του όλες τις πλευρές του
ρόλου του. Η Μαρία Κοντογούρη υποδύεται την κόρη της Λιούμπα, την Άννια, βγάζοντας το
απαιτούμενο ρομαντικό στοιχείο. Η Ερμίνα Γεράρδη κρατάει με υπευθυνότητα, τον ρόλο της
τυπικής συμπονετικής Βάρια.
Στο ρόλο του αιώνιου φοιτητή-ποιητή Πέτια Τροφίμωφ, ο Ανδρέας
Παπαγιαννάκης που είναι φύσει και θέσει στην εποχή του έργου. Με ένα επιτηδευμένο τακτ
εμφανίζεται και ο αρχοντοχωριάτης Λοπάχιν, ένας ρόλος που έχει δοθεί, δικαίως, στον Γιάννη
Μπόγρη.
Ο Αλέξανδρος Γάβαρης και η Ελένη Μονιώδη, ως Γιάσσα και Ντουνιάσσα αντίστοιχα,
δίνουν ένα χαρακτήρα κωμικό στην υπόθεση και με επιτυχία ανταποκρίνονται στο μοτίβο της
υπηρεσίας. Στα plus του Α.Γάβαρη είναι το τραγουδιστικό κομμάτι του στην τρίτη πράξη.
Last but not least, εμφανίζεται ο κύριος Γαβριήλ Αντωνέλλος ως υπερήλικος θεόκουφος πιστός
υπηρέτης Φιρς, που εκπλήσσει τόσο με την άρτια εμφάνισή του όσο και με τις φωνητικές του
δυνατότητες. Συνολικά, οικειοποιήθηκαν όλοι οι ρόλοι και οι ηθοποιοί εγκλιματίστηκαν στο
πνεύμα της εποχής.
Οι οποιεσδήποτε σκηνοθετικές ατέλειες καλύφθηκαν από την εξαίρετη επιλογή του χώρου και
το μουσικοχορευτικό κομμάτι, που και τα δύο προεπιλεγμένα έξυπνα, αποτέλεσαν τα highlight
της παράστασης. Μιας παράστασης δια χειρός Τ.Δριβάλα, στην οποία διέκρινα την κουλτούρα,
εκτίμησα την προσεγμένη ποιότητά της και την χειροκρότησα.