Τα μυστικά της Ελένης Ζιώγα

Τα μυστικά της Ελένης Ζιώγα

Τα πέτρινα παιδικά χρόνια, ο μεγάλος έρωτας,η «μικρή» μαμά, οι μεγάλες απώλειες, το «χέρι του Θεού», το χάρισμα της πένας, η υποκριτική, η δύναμη του λόγου. Η Ελένη Ζιώγα επιστρέφει στο θεατρικό σανίδι μέσα από μια παράσταση-αναπαράσταση της δικής της ζωής...

Τα μυστικά της Ελένης Ζιώγα
Ο  όρος «μυθιστορηματική» θα μπορούσε να έχει φτιαχτεί ειδικά για τη βιογραφία της Ελένης Ζιώγα. Αυτές τις μέρες υπενθυμίζει στο κοινό τις ιδιότητές της τής συγγραφέως και της ηθοποιού, διασκευάζοντας το «Οπως τα κούρντισες, Θε’ μου», ένα μυθιστόρημα του πατέρα της Βασίλη Ζιώγα, το οποίο και παρουσιάζει σαν μονόλογο στο «Μικρό Παλλάς» υπό τον τίτλο «Το μυστικό της κυρίας Ελεν»: «Eίναι φόρος τιμής στον πατέρα μου που μας έφυγε πρόωρα, σε πολύ νέα ηλικία, πριν από 12 χρόνια. Είχα την ανάγκη να δείξω την ανθρώπινη πλευρά ενός μεγάλου συγγραφέα.

Να φωτίσω τη βιογραφία του. Δίχως καμία πρόθεση για αγιοποιήσεις και δοξαστικά. Ο πατέρας μου δεν τα σήκωνε αυτά. Τα θεωρούσε ανόητα. Απλώς έκανα μια προσπάθεια να δω μέσα απ’ τα μάτια της γιαγιάς μου, της “Κυρίας Ελεν” -όπως ήταν το επαγγελματικό της-, τον βαθύτερο πυρήνα της ψυχής του. Να τον καταλάβω εγώ και να τον καταλάβουν και οι άλλοι. Μέσα απ’ αυτή τη διαδρομή, όμως, εντέλει κατάλαβα πολλά και για τη γιαγιά μου...».



Με πυξίδα το πάθος

Κλείσιμο
Αλλά τα μυστικά της πραγματικής Ελένης Ζιώγα δεν είναι και τόσο μυστικά: είτε ακολουθούσε τον ανήλικό της έρωτα στα 16 και γινόταν μάνα στα 19, είτε αργότερα έγραφε σουξέ όπως το «Τσιγάρο» του Γιάννη Κότσιρα, η πυξίδα στις περιπέτειες του βίου της ήταν πάντα το πάθος. Το ασίγαστο πάθος για τη δημιουργία, τις έντονες και αληθινές συγκινήσεις και, βέβαια, τον ίδιο τον έρωτα. Το μεγάλο και συναρπαστικό ταξίδι της άρχισε από τα μικράτα της, καθώς γεννήθηκε σε μια αντισυμβατική οικογένεια. Πατέρας θεατρικός συγγραφέας, μητέρα μουσικός. Σε ένα σπίτι όπου το λαϊκό τραγούδι της εποχής καταδικάζεται σε αποκλεισμό σαν άκρως επικίνδυνο για την πνευματική της ακεραιότητα, η μικρή Ελένη λικνίζεται στις μελωδίες του Μπαχ και του Μπετόβεν.



Οταν χτυπά το κουδούνι της εξώπορτας συνήθως είναι ο Μάνος Χατζιδάκις. Ή ο Ελύτης. Ή ο Γκάτσος, ο Καρούζος, ο Αργυράκης, ο Μουρσελάς. Ωστόσο, «τα χρόνια εκείνα μας έδερναν τρελές αφραγκίες», θυμάται σήμερα η Ελένη. «Ο πατέρας μου, από τους σπουδαιότερους συγγραφείς της εποχής του -κατά τη γνώμη μου σε διεθνές επίπεδο-, ήταν παραδομένος στο άγριο δημιουργικό του ένστικτο. Το θέατρο που έγραφε ήταν ιδιαίτερα πρωτοποριακό για την εποχή του, με αποτέλεσμα να μην μπορούμε να βιοποριστούμε απ’ αυτό. Οπότε αναγκαστικά αιμοδότες ήταν οι παππούδες μου εκατέρωθεν. Ζούσα λίγο σαν το κοριτσάκι με τα σπίρτα στη σουρεαλιστική εκδοχή του.



Από τη μία τα καλά σχολεία που με έστελναν οι παππούδες μου, από την άλλη το σπίτι και η ανέχειά μας. Γι’ αυτό ξεκίνησα από νωρίς να κάνω περιστασιακές δουλειές. Στα 13 μου έπιασα τις ώρες που δεν είχα σχολείο την πρώτη μου δουλειά σαν μπέιμπι σίτερ. Φύλαγα παιδάκια ξένων που δούλευαν την Ελλάδα. Σ’ αυτό το ξεκίνημα χρωστάω και τη σχέση μου με τη δουλειά γενικότερα. Μου έγινε κάτι σαν δεύτερη φύση». Η προσωπική της επανάσταση ήταν ζήτημα χρόνου: στα 16 της κομμάτιασε την καθωσπρέπει μάσκα της Αρσακειάδας και τον πρώτο καιρό της Μεταπολίτευσης έκανε κήρυγμα μέσα στο σχολείο ως πρόεδρος της τάξης της για τα δικαιώματα των εργαζομένων και την ισότητα των φύλων. Ταυτόχρονα αφηνόταν να παρασυρθεί από έναν παράφορο εφηβικό έρωτα.

H εγκυμοσύνη στα 18 και το φελινικό σχολείο
Ο πρώτος της έρωτας και πατέρας του παιδιού της ήταν κάτι σαν ροκ σταρ για τη μικρή Ελένη: «Ηταν μουσικός και με θυμάμαι 16χρονο κοριτσάκι να περπατάω στα κακόφημα τότε καλντερίμια της Πλάκας για να βρω τον αγαπημένο μου στο κουλτουριάρικο στέκι όπου έπαιζε, κι από πίσω να με ακολουθούν ένα τσούρμο ναύτες, πιστεύοντας πιθανώς ότι θα μπορούσα να τους εξασφαλίσω μια... ενδιαφέρουσα νύχτα. Δεν έβλεπαν ούτε τις αρβύλες στα πόδια μου, ούτε το αμπέχονο που φορούσα! Και το αστείο είναι ότι δεν φοβόμουν, αισθανόμουν αλώβητη». Η Ελένη «αναγκάζει» τον πρώτο άνθρωπο που αγάπησε να τελειώσει το Λύκειο με αντίτιμο να εγκαταλείψει εκείνη το Αρσάκειο και να τον ακολουθήσει στο σχολείο της επιλογής του, αλλά και στο σπίτι του! Εκείνος δέχεται και κερδίζει όχι μόνο την παιδεία που είχε εγκαταλείψει, αλλά και τη μόνιμη συμβίωση με την αγαπημένη του.




«Θυμάμαι που ήρθε με ένα τρίκυκλο και φορτώσαμε όλα τα έπιπλα της εφηβικής μου κρεβατοκάμαρας. Ετσι. Απονα. Χωρίς δεύτερη σκέψη εγκατέλειψα το πατρικό μου. Οι γονείς μου πήγαν να τρελαθούν. Ούτε που τους σκέφτηκα. Γραφτήκαμε λοιπόν για τις δύο τελευταίες τάξεις του Λυκείου και οι δύο σε ένα ιδιωτικό της συμφοράς, καθόμαστε στο ίδιο θρανίο και βέβαια αντιγράφαμε ο ένας απ’ τον άλλον. Αυτό το σχολείο είναι όμως το θέμα... Αυτό το απίθανο φελινικό σκηνικό. Τότε το διασκέδαζα, αλλά σήμερα βλέπω ακόμα εφιάλτες... Ποιος μπορεί να διανοηθεί ότι σε μια τάξη θα είναι ταυτόχρονα ένας γιος νεκροθάφτη, μια τραγουδίστρια-γλάστρα ενός από τα περιώνυμα σκυλάδικα της εποχής, ένας κασκασντέρ και ανάμεσά τους μια Αρσακειάδα; Οι συμμαθητές μου ήταν άγρια παιδιά, βγαλμένα από τη “Ζούγκλα του μαυροπίνακα”, αλλά όσο περίεργο κι αν ακούγεται, μέσα σε εκείνο το γκροτέσκο σκηνικό ξεκίνησε η προσωπική μου καλλιτεχνική διαδρομή».



Hταν η περίοδος όπου η Ελένη έκανε το μεγάλο μακροβούτι στη ζωή, ιδιαίτερα όταν έμεινε έγκυος στην κόρη της, για την οποία δεν σταμάτησε ποτέ να επαναλαμβάνει: «Ο μοναδικός λόγος για τον οποίο ήρθα σ’ αυτό τον κόσμο είναι η Μυρτώ!». Είχε προηγηθεί ένας «γάμος ανήλικης» στα 17 με την απρόθυμη υπογραφή έγκρισης του πατέρα της και μετά τη γέννηση του παιδιού της η εισαγωγή της στη Φιλοσοφική και το διαζύγιο. «Φεύγω απ’ το σπίτι μ’ ένα παιδί δύο ετών στην αγκαλιά και ούτε ένα δίφραγκο -τότε ήταν τα δίφραγκα!- στην τσέπη». Στα 21 της νοικιάζει ένα υπόγειο κάπου στον Λυκαβηττό και αρχίζει να ξαναζεί. «Είναι οξύμωρο, αλλά σ’ εκείνο το υπόγειο έκανα μια υπέροχη πτήση προς τον ουρανό». Η Ελένη τότε, παράλληλα με το πανεπιστημιο, έπιασε δουλειά σαν σερβιτόρα στη «Ράτκα», διάσημο από τότε καλλιτεχνικό στέκι, και αργότερα άνοιξε μαζί με την αδελφή της το δικό της μπαρ, το «Πάρτυ». Και όπως εξομολογείται η ίδια, «είχα τα πάντα. Τις σπουδές μου, τη δουλειά μου, το παιδί μου... Είχα και τον έρωτα. Για τον “παλιοέρωτα” τα έχω κάνει όλα κι εκείνος τα “πάντα” για μένα. Με εκτόξευσε στο σύμπαν, αλλά και με τσάκισε στη γη... Τώρα σκέφτομαι ότι με την πυρετώδη ιδιοσυγκρασία μου η κόρη μου ήταν για μένα ζώνη ασφαλείας. Γιατί πάνω απ’ όλους και όλα έβαζα την αγάπη μου γι’ αυτήν και έτσι αναγκαστικά ισορροπούσα. Αν δεν υπήρχε αυτό το φρένο στη ζωή μου, αν ο Θεός δεν είχε επιτρέψει να υπάρξει, ειλικρινά δεν ξέρω σήμερα πού θα βρισκόμουν».



Ψηλά, χαμηλά και ψηλά ξανά
Η τραγωδία όμως περίμενε τη νεαρή Ελένη τη στιγμή που νόμιζε ότι είχε βρει ισορροπία... Ο πατέρας της κόρης της σκοτώνεται σε τροχαίο και η Ελένη μαθαίνει απότομα πώς είναι ο πόνος της απώλειας. Ταυτόχρονα τα οικονομικά της είναι πολύ προβληματικά. Δοκιμάζει τη δημοσιογραφία στην εφημερίδα «Πρώτη», όπου ξεχωρίζει αμέσως, και μάλιστα τόσο πολύ ώστε ο Δήμος Μαυρομάτης, ένας δάσκαλος του επαγγέλματος που διαβάζει τα κείμενά της, την ενθαρρύνει να εγκαταλείψει τις εφημερίδες και νa ασχοληθεί με τη λογοτεχνία. Aλλο ένα σταυροδρόμι στη ζωή της και ακριβώς όταν βρέθηκε εκεί, η Ελένη γνώρισε τον άντρα της ζωής της, τον σκηνοθέτη Νίκο Κουτελιδάκη, «έναν ατόφιο καλλιτέχνη», όπως τον χαρακτηρίζει η ίδια, και επιπλέον: «Εναν ακέραιο και έντιμο άνθρωπο που έκανε τους πάγους να λιώσουν στην ψυχή μου».

Η επόμενη κίνησή της ήταν να ασχοληθεί με αυτό που ανέκαθεν αγαπούσε: την Τέχνη. Η πρώτη πράξη γίνεται σαν παιχνίδι. Ανεβάζουν σε σκηνοθεσία του Νίκου Κουτελιδάκη και μαζί με την αγαπημένη της φίλη, την ηθοποιό Λουκία Πιστιόλα, την πρώτη της θεατρική παράσταση, τις «Χρωματιστές γυναίκες», ένα έργο του πατέρα της. Στη συνέχεια παίρνει μαθήματα υποκριτικής, πειραματίζεται με το θέατρο και παράλληλα μεταμορφώνεται σε μια στιχουργό-μηχανή παραγωγής επιτυχιών. Γράφει τραγούδια για τον Παναγιώτη Καλαντζόπουλο, την Ευανθία Ρεμπούτσικα, τον Γιάννη Κότσιρα, την Ελλη Πασπαλά και πολλούς άλλους.




Παρ’ όλα αυτά, η Ελένη νιώθει ότι έχει περίσσευμα δημιουργικής ενέργειας, γι’ αυτό και γράφει και σενάρια για σίριαλ όπως το «Σαν αδελφές», «Φύγαμε», «Alma Libre» και «Μετράω στιγμές». Κερδίζει θριαμβευτικά το στοίχημα της τηλεθέασης, αποκτά ορκισμένους εχθρούς και άλλους τόσους ορκισμένους φίλους, ενώ αργότερα πια, στα πιο πρόσφατα χρόνια της, δοκιμάζει ξανά το σοκ της απώλειας με τον θάνατο των γονιών της.

Η βουτιά στο χάος και «το χέρι του Θεού»

Βυθίζεται στην κατάθλιψη, χάνει κάθε ενδιαφέρον για τη ζωή, ώσπου «ξαφνικά ένιωσα ένα χέρι να με τραβάει απ’ τα μαλλιά και να με βγάζει απ’ το πηγάδι. Ποιος το ’κανε αυτό; Κάποιοι τον λένε Θεό... Αυτό που ξέρω πάντως είναι πως αν δεν είχε επέμβει αυτή η δύναμη να με ταρακουνήσει, να μου δείξει την άλλη μεριά του φεγγαριού, δεν ξέρω πού θα βρισκόμουν τώρα. Σε αντίθεση με την προηγούμενη κατάσταση, τώρα με πλημμύριζε μια βεβαιότητα για τον θρίαμβο του καλού μέσα μας. Αφηνόμουν στην αίσθηση της απόλυτης ελευθερίας που μου παραχωρούσε αυτή η βεβαιότητα. Σιγά-σιγά κατάλαβα ότι όλο το κόλπο για να είσαι πραγματικά ελεύθερος είναι να ενστερνίζεσαι τη θεία τρέλα.

Τι πιο τρελό από το να συγχωρείς τους εχθρούς σου -πράγμα φαινομενικά αφύσικο, εφόσον σύμφωνα με τα ένστικτα οφείλεις να αμύνεσαι απέναντι σ’ εκείνον που σε βλάπτει-, αλλά παράλληλα και τι πιο ελεύθερο. Σε αυτήν ακριβώς την απόλυτη αντινομία προς τη φύση βιώνω πια την αναρχική ελευθερία που αναζητούσα στις περιπλανήσεις μου…».
Και απ’ ό,τι φαίνεται, αυτός ο θηλυκός Ροβινσώνας έχει ακόμα μπροστά του θάλασσες...
Ακολουθήστε το protothema.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr

ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ

Ειδήσεις Δημοφιλή Σχολιασμένα
δειτε ολες τις ειδησεις

Δείτε Επίσης