«Το Συμβούλιο της Επικρατείς είναι υποχρεωμένο υπό τις νέες συνθήκες, νομικές και πραγματικές, που είναι εντελώς διαφορετικές από το παρελθόν να χαράξει νέα νομολογία».
Αυτό τόνισε ο πρόεδρος του Συμβουλίου της Επικρατείας Σωτήρης Ρίζος επί έδρας στην Ολομέλεια του Ανωτάτου Ακυρωτικού Δικαστηρίου, σηματοδοτώντας με τον τρόπο αυτό ότι ξεκινάει να πνέει ένας άλλος αέρας στο δικαστήριο αυτό.
Στην Ολομέλεια του ΣτΕ συζητήθηκαν οι υποθέσεις της περικοπής των κυρίων και επικουρικών συντάξεων, ενώ πλέον των παρατηρήσεων του κ. Ρίζου και οι σύμβουλοι Επικρατείας έθεσαν ερωτήματα στους δικηγόρους που χειρίστηκαν τις υποθέσεις.
Παράλληλα, κατά την συζήτηση των υποθέσεων οι συνήγοροι υποστήριξαν ότι στην Ελλάδα πρέπει να εφαρμοστεί ο Κώδικας του Συμβουλίου της Ευρώπης που προβλέπει κατώτερη σύνταξη τα 500 ευρώ.
Στο σημείο αυτό ο κ. Ρίζος έθεσε το ερώτημα: «Γιατί πρέπει να υπάρξει το όριο των 500 ευρώ στις συντάξεις που προβλέπει ο Κώδικας του Συμβουλίου της Ευρώπης» και προσέθεσε: «Το Σύνταγμα μας διαφοροποιείται από τα πολλά της Ευρώπης, καταγράφοντας συγκεκριμένα κοινωνικά δικαιώματα. Ενδιαφέρεται το Σύνταγμα για κάτι το συνολικό και ενιαίο. Οι διακρίσεις του νομοθέτη (σ.σ.: κύριες και επικουρικές συντάξεις) δεν έχουν μεγάλη σημασία από άποψη Συντάγματος. Ενδιαφέρει η αξιοπρεπής διαβίωση με συντάξεις κοντά στις εν ενεργεία αποδοχές. Ο συνταξιούχος δεν είναι όπως βλέπουμε στον Τύπο, ατυχήσας ή εξοβελιστέος από την ζωή, έχει συμβάλει στον εθνικό πλούτο με την εργασία του».
Με αφορμή την αναφορά που έγινε κατά την ακροαματική διαδικασία ότι δεν υπάρχουν αναλογιστικές μελέτες για τις μειώσεις των συντάξεων, ο πρόεδρος του ΣτΕ τόνισε: «Δεν λαμβάνεται υπόψη τι μπορεί να στερείται ο ασφαλισμένος, λείπει το να δούμε που κατανέμει το κράτος τους πόρους όταν χρηματοδοτεί για παράδειγμα τις Τράπεζες με πολλά εκατομμύρια, αλλά όχι τους ασφαλιστικούς οργανισμούς που είναι νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου.
Από την πλευρά τους οι σύμβουλοι Επικρατείας επί έδρας έθεσαν στους δικηγόρους ορισμένα ερωτήματα, όπως: