Οι πολυάριθμες διακρίσεις καταδεικνύουν την προσήλωσή της εταιρείας στη βιώσιμη ανάπτυξη, την καινοτομία και την παροχή αξίας στους καταναλωτές, τους εργαζομένους και την κοινωνία.
Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων: «Όχι» σε διπλές καταδίκες για το ίδιο αδίκημα
Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων: «Όχι» σε διπλές καταδίκες για το ίδιο αδίκημα
Ηχηρό ράπισμα αποτελεί για την Ελλάδα πρωτοποριακή απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΔΔΑ)
Ηχηρό ράπισμα αποτελεί για την Ελλάδα πρωτοποριακή απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΔΔΑ), η οποία υποχρεώνει τις αρμόδιες αρχές να αποζημιώσουν πολίτες που διώχθηκαν και δικάστηκαν σε δυο επίπεδα -ποινικά και διοικητικά- για το ίδιο αδίκημα. Πρόκειται για παγιωμένο σχεδόν ελληνικό φαινόμενο, που εκθέτει τη χώρα διεθνώς καθώς σύμφωνα με την απόφαση, τέτοιου είδους πρακτικές παραβιάζουν το τεκμήριο της αθωότητας αλλά και τα ατομικά δικαιώματα.
Η απόφαση, την οποία παρουσιάζει το «Πρώτο Θέμα» εκδόθηκε πρόσφατα – και αναμένεται να αποτελέσει «οδηγό» για χιλιάδες Έλληνες που ταλαιπωρούνται με διπλές διώξεις και καταδίκες, για οικονομικά εγκλήματα, όπως λαθρεμπορία, έκδοση εικονικών τιμολογίων, τυχερά παίγνια, παραβίαση προσωπικών δεδομένων, κ.ά.
Με την απόφασή του το ΕΔΔΑ δικαιώνονται τρεις Έλληνες πολίτες, σε βάρος των οποίων είχε ασκηθεί ποινική δίωξη για λαθρεμπορία. Ο πρώτος κατηγορήθηκε ότι είχε πωλήσει μεταξύ 1993 και 1995, ως ιδιοκτήτης ενός πρατηρίου υγρών καυσίμων, 110.000 λίτρα βενζίνης και 221.000 λίτρα ντίζελ χωρίς πιστοποιητικά αγοράς. Ωστόσο, στις 21 Ιουνίου του 2000, το ποινικό δικαστήριο της Πάτρας τον αθώωσε από την κατηγορία με αμετάκλητη απόφασή του.
Σε βάρος του δεύτερου πολίτη ασκήθηκε ποινική δίωξη για εισαγωγή στην Ελλάδα, τον Νοέμβριο του 1992, δύο πολυτελών αυτοκινήτων - μάρκας «Ferrari» και «Mercedes» - χωρίς την καταβολή φόρων και τελωνειακών δικαιωμάτων. Επιπλέον, κατηγορήθηκε ότι οδηγούσε τα οχήματα χωρίς να έχει λάβει άδεια των τελωνειακών αρχών και ότι είχε καταφύγει σε τεχνάσματα, όπως αλλαγή των πινακίδων κυκλοφορίας. Λίγα χρόνια αργότερα ο συγκεκριμένος πολίτης, αθωώθηκε από το ποινικό δικαστήριο για την κατηγορία της λαθρεμπορίας, που του είχε αρχικά απαγγελθεί όπως και για το αδίκημα που αφορούσε στην αλλαγή πινακίδων.
Ο τρίτος εμπλεκόμενος είχε διωχθεί επειδή το 1986 είχε εισάγει στη χώρα δώδεκα ηλεκτρονικές συσκευές,ένα κυνηγετικό όπλο, ένα βαρούλκο και μια συσκευή βίντεο χωρίς να καταβάλλει δασμούς. Τρία χρόνια μετά τη δίωξη εκδόθηκε η απόφαση του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου που τον καταδίκασε για το αδίκημα της λαθρεμπορίας, ωστόσο, 15 χρόνια μετά η Δικαιοσύνη κατέληξε με αμετάκλητη απόφασή της σε απαλλακτική κρίση.
Παράλληλα, όμως με τις ποινικές δίκες για τους τρεις κατηγορούμενους «έτρεχε» και η διοικητική διαδικασία, κατά τη διάρκεια της οποίας τους είχαν επιβληθεί υψηλά πρόστιμα για το αδίκημα της λαθρεμπορίας. Και οι τρεις είχαν προσκομίσει στα διοικητικά δικαστήρια, τις αποφάσεις των ποινικών δικαστηρίων με τις οποίες απαλλάσσονταν από το αδίκημα της λαθρεμπορίας.
Η απόφαση, την οποία παρουσιάζει το «Πρώτο Θέμα» εκδόθηκε πρόσφατα – και αναμένεται να αποτελέσει «οδηγό» για χιλιάδες Έλληνες που ταλαιπωρούνται με διπλές διώξεις και καταδίκες, για οικονομικά εγκλήματα, όπως λαθρεμπορία, έκδοση εικονικών τιμολογίων, τυχερά παίγνια, παραβίαση προσωπικών δεδομένων, κ.ά.
Με την απόφασή του το ΕΔΔΑ δικαιώνονται τρεις Έλληνες πολίτες, σε βάρος των οποίων είχε ασκηθεί ποινική δίωξη για λαθρεμπορία. Ο πρώτος κατηγορήθηκε ότι είχε πωλήσει μεταξύ 1993 και 1995, ως ιδιοκτήτης ενός πρατηρίου υγρών καυσίμων, 110.000 λίτρα βενζίνης και 221.000 λίτρα ντίζελ χωρίς πιστοποιητικά αγοράς. Ωστόσο, στις 21 Ιουνίου του 2000, το ποινικό δικαστήριο της Πάτρας τον αθώωσε από την κατηγορία με αμετάκλητη απόφασή του.
Σε βάρος του δεύτερου πολίτη ασκήθηκε ποινική δίωξη για εισαγωγή στην Ελλάδα, τον Νοέμβριο του 1992, δύο πολυτελών αυτοκινήτων - μάρκας «Ferrari» και «Mercedes» - χωρίς την καταβολή φόρων και τελωνειακών δικαιωμάτων. Επιπλέον, κατηγορήθηκε ότι οδηγούσε τα οχήματα χωρίς να έχει λάβει άδεια των τελωνειακών αρχών και ότι είχε καταφύγει σε τεχνάσματα, όπως αλλαγή των πινακίδων κυκλοφορίας. Λίγα χρόνια αργότερα ο συγκεκριμένος πολίτης, αθωώθηκε από το ποινικό δικαστήριο για την κατηγορία της λαθρεμπορίας, που του είχε αρχικά απαγγελθεί όπως και για το αδίκημα που αφορούσε στην αλλαγή πινακίδων.
Ο τρίτος εμπλεκόμενος είχε διωχθεί επειδή το 1986 είχε εισάγει στη χώρα δώδεκα ηλεκτρονικές συσκευές,ένα κυνηγετικό όπλο, ένα βαρούλκο και μια συσκευή βίντεο χωρίς να καταβάλλει δασμούς. Τρία χρόνια μετά τη δίωξη εκδόθηκε η απόφαση του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου που τον καταδίκασε για το αδίκημα της λαθρεμπορίας, ωστόσο, 15 χρόνια μετά η Δικαιοσύνη κατέληξε με αμετάκλητη απόφασή της σε απαλλακτική κρίση.
Παράλληλα, όμως με τις ποινικές δίκες για τους τρεις κατηγορούμενους «έτρεχε» και η διοικητική διαδικασία, κατά τη διάρκεια της οποίας τους είχαν επιβληθεί υψηλά πρόστιμα για το αδίκημα της λαθρεμπορίας. Και οι τρεις είχαν προσκομίσει στα διοικητικά δικαστήρια, τις αποφάσεις των ποινικών δικαστηρίων με τις οποίες απαλλάσσονταν από το αδίκημα της λαθρεμπορίας.
Τα ελληνικά όμως διοικητικά δικαστήρια έκριναν πως δεν δεσμεύονταν από την κρίση των ποινικών δικαστηρίων για το σχηματισμό της δικής του δικανικής πεποίθησης. Προχωρούσαν έτσι στην επικύρωση των προστίμων που είχαν αρχικά επιβληθεί στους τρεις πολίτες από τις αρμόδιες διοικητικές υπηρεσίες και τα οποία -κατά βάση - αντιπροσώπευαν το διπλάσιο του οφειλόμενου ποσού ως φόρων και δασμών για τα προϊόντα που είχαν εισάγει στη χώρα.
Με βασικό επιχείρημα ότι παραβιάζεται το τεκμήριο της αθωότητας τους άλλα και τα ατομικά τους δικαιώματα οι τρεις πολίτες προσέφυγαν στο ΕΔΔΑ εγκαλώντας την Ελλάδα και υποστήρίζ0ντας ότι δεν μπορεί να τιμωρούνται διπλά, δηλαδή και με ποινική καταδίκη και με πρόστιμα για το ίδιο αδίκημα. Οι προσφυγές τους έγιναν δεκτές από το ΕΔΔΑ, το οποίο, μεταξύ άλλων, στην απόφαση που εξέδωσε αναφέρει: «Στις περιπτώσεις αυτές τα διοικητικά δικαστήρια ουσίας έκριναν, μετά τη διενέργεια διαφορετικής αξιολόγησης των στοιχείων των δικογραφιών από εκείνης των ποινικών δικαστηρίων, ότι οι προσφεύγοντες είχαν διαπράξει τις ίδιες παραβάσεις λαθρεμπορίας για τις οποίες είχαν προηγουμένως αθωωθεί από τα ποινικά δικαστήρια. Αυτές οι κρίσεις επικυρώθηκαν στη συνέχεια στον τελευταίο βαθμό, από το Συμβούλιο της Επικρατείας. Λαμβάνοντας υπόψη την ταύτιση της φύσης των δύο υπό κρίση διαδικασιών, των περιστατικών της διαφοράς και των στοιχείων που συνιστούν τις εν λόγω παραβάσεις, το Δικαστήριο κρίνει ότι το παραπάνω συμπέρασμα των διοικητικών δικαστηρίων παραβίασε την αρχή του τεκμηρίου της αθωότητας των προσφευγόντων που είχε ήδη εδραιωθεί με τις αθωωτικές αποφάσεις των ποινικών δικαστηρίων».
Μιλώντας στο «Πρώτο Θέμα» ο ποινικολόγος - εδικός στα ανθρώπινα δικαιώματα - κ. Βασίλης Χειρδάρης που χειρίστηκε τις δυο από τις τρεις προσφυγές αναφέρει: «Με την απόφαση του ΕΔΔΑ, η ως άνω πρακτική των ελληνικών δικαστηρίων κρίθηκε ότι παραβιάζει τα ατομικά δικαιωμάτα και συγκεκριμένα το τεκμήριο αθωότητας (σε περίπτωση αθωωτικής αμετάκλητης απόφασης ποινικού δικαστηρίου) και το δικαίωμα να μη δικαστεί κανείς και να μην καταδικαστεί δεύτερη φορά για την ίδια πράξη (ne bis in idem). Σύμφωνα με το Δικαστήριο του Στρασβούργου, τα υπέρογκα διοικητικά πρόστιμα λόγω των σοβαρών συνεπειών που επισύρουν έχουν ποινικό χαρακτήρα, εξομοιώνονται δηλαδή με ποινή. Ως εκ τούτου, ναι μεν οι δυο διαδικασίες (ποινική και διοικητική) δεν εμποδίζονται να κινηθούν παράλληλα, όμως, θα πρέπει, όταν η μία οριστικοποιείται να ακυρώνεται η άλλη. Με δυό λόγια: α) όταν η ποινική δίκη δεν έχει ολοκληρωθεί κατά την έναρξη της διοικητικής, το ποινικό δικαστήριο οφείλει να αναστείλει τη δίκη μέχρι εκδόσεως αμετάκλητης απόφασης και στη συνέχεια να παύσει την ποινική δίωξη. β) όταν το διοικητικό δικαστήριο διαπιστώσει ότι έχει εκδοθεί αμετάκλητη ποινική απόφαση, υποχρεούται να ακυρώσει το πρόστιμο ή τέλος που επιβλήθηκε από τις αρμόδιες αρχές».
Με βασικό επιχείρημα ότι παραβιάζεται το τεκμήριο της αθωότητας τους άλλα και τα ατομικά τους δικαιώματα οι τρεις πολίτες προσέφυγαν στο ΕΔΔΑ εγκαλώντας την Ελλάδα και υποστήρίζ0ντας ότι δεν μπορεί να τιμωρούνται διπλά, δηλαδή και με ποινική καταδίκη και με πρόστιμα για το ίδιο αδίκημα. Οι προσφυγές τους έγιναν δεκτές από το ΕΔΔΑ, το οποίο, μεταξύ άλλων, στην απόφαση που εξέδωσε αναφέρει: «Στις περιπτώσεις αυτές τα διοικητικά δικαστήρια ουσίας έκριναν, μετά τη διενέργεια διαφορετικής αξιολόγησης των στοιχείων των δικογραφιών από εκείνης των ποινικών δικαστηρίων, ότι οι προσφεύγοντες είχαν διαπράξει τις ίδιες παραβάσεις λαθρεμπορίας για τις οποίες είχαν προηγουμένως αθωωθεί από τα ποινικά δικαστήρια. Αυτές οι κρίσεις επικυρώθηκαν στη συνέχεια στον τελευταίο βαθμό, από το Συμβούλιο της Επικρατείας. Λαμβάνοντας υπόψη την ταύτιση της φύσης των δύο υπό κρίση διαδικασιών, των περιστατικών της διαφοράς και των στοιχείων που συνιστούν τις εν λόγω παραβάσεις, το Δικαστήριο κρίνει ότι το παραπάνω συμπέρασμα των διοικητικών δικαστηρίων παραβίασε την αρχή του τεκμηρίου της αθωότητας των προσφευγόντων που είχε ήδη εδραιωθεί με τις αθωωτικές αποφάσεις των ποινικών δικαστηρίων».
Μιλώντας στο «Πρώτο Θέμα» ο ποινικολόγος - εδικός στα ανθρώπινα δικαιώματα - κ. Βασίλης Χειρδάρης που χειρίστηκε τις δυο από τις τρεις προσφυγές αναφέρει: «Με την απόφαση του ΕΔΔΑ, η ως άνω πρακτική των ελληνικών δικαστηρίων κρίθηκε ότι παραβιάζει τα ατομικά δικαιωμάτα και συγκεκριμένα το τεκμήριο αθωότητας (σε περίπτωση αθωωτικής αμετάκλητης απόφασης ποινικού δικαστηρίου) και το δικαίωμα να μη δικαστεί κανείς και να μην καταδικαστεί δεύτερη φορά για την ίδια πράξη (ne bis in idem). Σύμφωνα με το Δικαστήριο του Στρασβούργου, τα υπέρογκα διοικητικά πρόστιμα λόγω των σοβαρών συνεπειών που επισύρουν έχουν ποινικό χαρακτήρα, εξομοιώνονται δηλαδή με ποινή. Ως εκ τούτου, ναι μεν οι δυο διαδικασίες (ποινική και διοικητική) δεν εμποδίζονται να κινηθούν παράλληλα, όμως, θα πρέπει, όταν η μία οριστικοποιείται να ακυρώνεται η άλλη. Με δυό λόγια: α) όταν η ποινική δίκη δεν έχει ολοκληρωθεί κατά την έναρξη της διοικητικής, το ποινικό δικαστήριο οφείλει να αναστείλει τη δίκη μέχρι εκδόσεως αμετάκλητης απόφασης και στη συνέχεια να παύσει την ποινική δίωξη. β) όταν το διοικητικό δικαστήριο διαπιστώσει ότι έχει εκδοθεί αμετάκλητη ποινική απόφαση, υποχρεούται να ακυρώσει το πρόστιμο ή τέλος που επιβλήθηκε από τις αρμόδιες αρχές».
Ακολουθήστε το protothema.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr
ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ
Ειδήσεις
Δημοφιλή
Σχολιασμένα