Διοικητικοί Δικαστές: Απρεπείς και συκοφαντικές οι τοποθετήσεις Πολάκη
Διοικητικοί Δικαστές: Απρεπείς και συκοφαντικές οι τοποθετήσεις Πολάκη
Οι δικαστές κρούουν τον κώδωνα του κινδύνου στην κυβέρνηση- Σκληρή ανακοίνωση από τους εισαγγελείς - Νέα πυρά Παπαγγελόπουλου: Αντιπολιτευτική και συντεχνιακή η στάση των εισαγγελέων - ΔΣΑ: Κυβερνητική δυσανεξία έναντι της νομιμότητας
UPD:
25
ΣΧΟΛΙΑ
Μορφή.... καταιγίδας προσλαμβάνουν οι αντιδράσεις κατά της κυβέρνησης και πρωτοκλασάτων υπουργών της για τις επιθέσεις που εξαπολύονται καθημερινά σε βάρος της Δικαιοσύνης και των δικαστών.
Η μια μετά την άλλη οι ανακοινώσεις και οι δηλώσεις επικρίνουν τα βέλη που δέχεται τόσο η Δικαιοσύνη ως θεσμός, όσο και οι ίδιοι οι δικαστές και οι εισαγγελείς.
Σήμερα οι διοικητικοί δικαστές χαρακτήρισαν απρεπείς και συκοφαντικές τις τοποθετήσεις Πολάκη. Όπως αναφέρει η Ένωση «ο υπουργός γνωρίζει πολύ καλά ότι ουδέποτε αμφισβητήσαμε ότι έχουμε τέτοια υποχρέωση, ενώ, άλλωστε, όλοι οι δικαστές υποβάλλουμε κάθε έτος εμπρόθεσμα τις εν λόγω δηλώσεις».
«Η συκοφαντία», προσθέτει, «επιτείνεται εκ του ότι ο υπουργός γνωρίζει ότι εμείς αμφισβητήσαμε δικαστικά όχι καθαυτή την υποχρέωση, αλλά συγκεκριμένες ειδικότερες ρυθμίσεις της οικείας υπ’ αρ. 1846/13.10.2016 κοινής απόφασης των υπουργών Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και Οικονομικών (ΦΕΚ Β΄ 3300/13.10.2016), ιδίως αναφορικά με την ανάθεση του ελέγχου των δηλώσεων περιουσιακής κατάστασης των δικαστικών λειτουργών σε όργανο μη συγκροτούμενο τουλάχιστον κατά πλειοψηφία από δικαστικούς λειτουργούς, αλλά και με τον τρόπο υποβολής των δηλώσεων (ηλεκτρονικά), ο οποίος προσβάλλει το ατομικό δικαίωμα στην προστασία των προσωπικών δεδομένων λόγω του κινδύνου διαρροής και δημοσιοποίησης των προσωπικών στοιχείων των υπόχρεων».
Πυρά Παπαγγελόπουλου
Όμως, νέα πυρά κατά της Δικαιοσύνης εξαπέλυσε ο αναπληρωτής υπουργός Δημήτρης Παπαγγελόπουλος, ο οποίος αναφερόμενος στην Ένωση Δικαστών και Εισαγγελέων, υποστήριξε ότι η στάση τους είναι αντιπολιτευτική και συντεχνιακή.
Η Ένωση Εισαγγελέων Ελλάδος (Ε.Ε.Ε.) με μία σκληρή ανακοίνωσή της έκρουε τον κώδωνα του κινδύνου στην κυβέρνηση, ενώ χαρακτηρίζει αδικαιολόγητες και ατεκμηρίωτες τις επιθέσεις εναντίον της Δικαιοσύνης και των λειτουργών της.
Η μια μετά την άλλη οι ανακοινώσεις και οι δηλώσεις επικρίνουν τα βέλη που δέχεται τόσο η Δικαιοσύνη ως θεσμός, όσο και οι ίδιοι οι δικαστές και οι εισαγγελείς.
Σήμερα οι διοικητικοί δικαστές χαρακτήρισαν απρεπείς και συκοφαντικές τις τοποθετήσεις Πολάκη. Όπως αναφέρει η Ένωση «ο υπουργός γνωρίζει πολύ καλά ότι ουδέποτε αμφισβητήσαμε ότι έχουμε τέτοια υποχρέωση, ενώ, άλλωστε, όλοι οι δικαστές υποβάλλουμε κάθε έτος εμπρόθεσμα τις εν λόγω δηλώσεις».
«Η συκοφαντία», προσθέτει, «επιτείνεται εκ του ότι ο υπουργός γνωρίζει ότι εμείς αμφισβητήσαμε δικαστικά όχι καθαυτή την υποχρέωση, αλλά συγκεκριμένες ειδικότερες ρυθμίσεις της οικείας υπ’ αρ. 1846/13.10.2016 κοινής απόφασης των υπουργών Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και Οικονομικών (ΦΕΚ Β΄ 3300/13.10.2016), ιδίως αναφορικά με την ανάθεση του ελέγχου των δηλώσεων περιουσιακής κατάστασης των δικαστικών λειτουργών σε όργανο μη συγκροτούμενο τουλάχιστον κατά πλειοψηφία από δικαστικούς λειτουργούς, αλλά και με τον τρόπο υποβολής των δηλώσεων (ηλεκτρονικά), ο οποίος προσβάλλει το ατομικό δικαίωμα στην προστασία των προσωπικών δεδομένων λόγω του κινδύνου διαρροής και δημοσιοποίησης των προσωπικών στοιχείων των υπόχρεων».
Πυρά Παπαγγελόπουλου
Όμως, νέα πυρά κατά της Δικαιοσύνης εξαπέλυσε ο αναπληρωτής υπουργός Δημήτρης Παπαγγελόπουλος, ο οποίος αναφερόμενος στην Ένωση Δικαστών και Εισαγγελέων, υποστήριξε ότι η στάση τους είναι αντιπολιτευτική και συντεχνιακή.
Η Ένωση Εισαγγελέων Ελλάδος (Ε.Ε.Ε.) με μία σκληρή ανακοίνωσή της έκρουε τον κώδωνα του κινδύνου στην κυβέρνηση, ενώ χαρακτηρίζει αδικαιολόγητες και ατεκμηρίωτες τις επιθέσεις εναντίον της Δικαιοσύνης και των λειτουργών της.
Παράλληλα, οι εισαγγελείς θέτουν ευθέως θέμα Δημοκρατίας τονίζοντας ότι οι εν λόγω δηλώσεις και αναφορές «βάλλουν ευθέως κατά της ίδιας της Δημοκρατίας».
Μάλιστα, σημειώνουν οι εισαγγελείς όταν οι επιθέσεις αυτές σε βάρος της Δικαιοσύνης, «προέρχονται από φορείς εξουσίας που είναι ταγμένοι να υπηρετούν και να προστατεύουν τη Δημοκρατία, συνιστούν φαινόμενο λυπηρό και επικίνδυνο για αυτήν».
Ακόμη, η Ε.Ε.Ε. καλεί όποιον γνωρίζει συγκεκριμένες ενέργειες δικαστικών λειτουργών που αντιβαίνουν στα καθήκοντά τους, «να απευθυνθεί άμεσα στα θεσμικά όργανα της Δικαιοσύνης, αντί να αναφέρει ως γεγονότα, πραγματικές ή προσχηματικές υποψίες του, προκαλώντας απαράδεκτη γενίκευση που αμφισβητεί τη λειτουργική και προσωπική ανεξαρτησία αυτών και βλάπτει ευθέως το θεσμό της Δικαιοσύνης».
Πάντως, ένα χαρακτηριστικό και ασυνήθιστο είναι ότι στην ανακοίνωσή της η Ε.Ε.Ε. κάνει ονομαστική αναφορά τόσο τον αναπληρωτή υπουργό Δικαιοσύνης Δημήτρη Παπαγγελόπουλο, όσο και τον αναπληρωτή υπουργό Υγείας, Παύλο Πολάκη.
Την ανακοίνωση της Ε.Ε.Ε. την υπογράφουν 6 από τα 9 μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου της. Αναλυτικότερα, την υπογράφουν ο αντιπρόεδρος Δημήτριος Μητρουλιάς, η αναπληρώτρια γενική γραμματέας Χριστιάνα Φραγκιά, η ταμίας Αρετή Σκαφίδα και τα μέλη Νικόλαος Καλλίδης, Σπυριδούλα Σταυράτη και Σωτήριος Μπουγιούκος. Αντίθετα δεντην υπογράφουν ο πρόεδρος της Ε.Ε.Ε. Δημήτρης Ασπρογέρακας, ο γενικός γραμματέας Παρασκευάς Αδάμης και το μέλος Ροζαλία Λάλη.
Πριν την ανακοίνωση της Ε.Ε.Ε. είχε προηγηθεί ανάλογη ανακοίνωση της Ένωσης Δικαστών και Εισαγγελέων (Ε.Δ.Ε.), η οποία μάλιστα απαντούσε ευθέως στον Πρωθυπουργό Αλέξη Τσίπρα για τη φράση του «θεσμικό εμπόδιο», φράση την οποία χαρακτηρίζει η Ε.Δ.Ε. ως άκρως επικίνδυνη λογική, που τελικά συμβάλλει καθοριστικά στην αμφισβήτηση του κράτους δικαίου».
Η Ε.Δ.Ε. εκφράζει τη δυσαρέσκειά της για τον ανεύθυνο τρόπο με τον οποίο όργανα της Πολιτείας προσεγγίζουν ζητήματα απονομής της Δικαιοσύνης, ενώ παράλληλα επικρίνει τους αναπληρωτές υπουργούς Υγείας και Δικαιοσύνης Παύλο Πολάκη και Δημήτρη Παπαγγελόπουλο, αντίστοιχα για τις δηλώσεις τους.
Παράλληλα, η Ε.Δ.Ε. υπογραμμίζει ότι «οι αστήρικτες και συκοφαντικές επιθέσεις στη Δικαιοσύνη και η αθεμελίωτη κριτική στις αποφάσεις που εκδίδονται δεν μπορούν να χρησιμοποιούνται ούτε ως απόδειξη εντιμότητας και διαφάνειας του πολιτικού προσωπικού, ούτε ως μαρτυρία φιλολαϊκού και φιλεργατικού προσανατολισμού μιας κυβέρνησης» και προσθέτει ότι «Η ζημία που γίνεται στη χώρα και στη Δημοκρατία από τέτοιες δηλώσεις είναι ανυπολόγιστη».
Από την πλευρά του ο Δικηγορικός Σύλλογος Αθηνών (Δ.Σ.Α.) σε ανακοίνωσή του κάνει λόγο κυβερνητική δυσανεξία έναντι της νομιμότητας με αφορμή την απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας για την πενταετή παραγραφή των φορολογικών υποθέσεων, αλλά και για την απόφαση της Αρχή Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα ως προς τη χρήση POS από τους δικηγόρους.
Ακόμη, ο Δ.Σ.Α. αναφέρει ότι προ ολίγων ημερών η Ολομέλεια του Συμβουλίου της Επικρατείας εξέδωσε ομόφωνη απόφαση, «η οποία έταμε το ζήτημα της παραγραφής της εξουσίας της φορολογικής διοίκησης για διαπίστωση παραβάσεων, με γνώμονα τις συνταγματικές αρχές του κράτους δικαίου και της ασφάλειας δικαίου» και συνεχίζει: «Μετά την θορυβώδη, σκωπτική και προσβλητική αντιμετώπιση από υπουργικά χείλη, ο Πρωθυπουργός αποδοκίμασε την απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου χαρακτηρίζοντάς τη "θεσμικό εμπόδιο"».
Με τη σειρά τους δύο πρώην πρόεδροι του Δ.Σ.Α., ο Δημήτρης Παξινός και ο Γιάννης Αδαμόπουλος σε κοινή δήλωσή τους χαρακτηρίζουν κατακριτέα την ανεπανάληπτη παρεμβατική δραστηριότητας της κυβέρνησης στο έργο της Δικαιοσύνης που άλλοτε επιχειρείται να παρουσιαστεί ως υποβοηθητική και άλλοτε ως δημιουργικά επικριτική, ενώ σημειώνουν ότι η κυβέρνηση έχει ακράδαντα πιστέψει ότι ο διάλογος μεταξύ των εξουσιών μπορεί να είναι «καφενειακός», τηλεφωνικός ή εν γένει εξωθερμικός.
Ειδικότερα, η ανακοίνωση της Ένωσης Εισαγγελέων Ελλάδος έχει ως εξής:
«Το Διοικητικό Συμβούλιο της Ένωσης Εισαγγελέων Ελλάδας, με αφορμή τις πρόσφατες δηλώσεις του αναπληρωτή υπουργού Δικαιοσύνης στη Βουλή, στις 5.7.2017 και την «κριτική» που άσκησε ο αναπληρωτής υπουργός Υγείας σε αποφάσεις των Ανώτατων Δικαστηρίων της χώρας, επισημαίνει τα εξής:
Η Δικαιοσύνη συνιστά τον τρίτο και πλέον αξιόπιστο πυλώνα της Δημοκρατίας. Από τη θέση σε ισχύ του Συντάγματος, οι λειτουργοί της ασκούν υπεύθυνα και μέσα στα συνταγματικά πλαίσια τα καθήκοντά τους, μεταξύ των οποίων είναι και ο έλεγχος, μέσω των δικαστικών αποφάσεων, της εκτελεστικής εξουσίας, προς όφελος του Ελληνικού λαού.
Κατά συνέπεια, οι αδικαιολόγητες και ατεκμηρίωτες επιθέσεις εναντίον της Δικαιοσύνης και των λειτουργών της, βάλλουν ευθέως κατά της ίδιας της Δημοκρατίας και όταν προέρχονται από φορείς εξουσίας που είναι ταγμένοι να υπηρετούν και να προστατεύουν τη Δημοκρατία, συνιστούν φαινόμενο λυπηρό και επικίνδυνο για αυτήν.
Η Ε.Ε.Ε. καλεί όποιον γνωρίζει συγκεκριμένες ενέργειες δικαστικών λειτουργών που αντιβαίνουν στα καθήκοντά τους, να απευθυνθεί άμεσα στα θεσμικά όργανα της Δικαιοσύνης, αντί να αναφέρει ως γεγονότα, πραγματικές ή προσχηματικές υποψίες του, προκαλώντας απαράδεκτη γενίκευση που αμφισβητεί τη λειτουργική και προσωπική ανεξαρτησία αυτών και βλάπτει ευθέως το θεσμό της Δικαιοσύνης.
Καλούμε τους συναδέλφους μας εισαγγελικούς λειτουργούς να αδιαφορήσουν για τις ανοίκειες δηλώσεις που βλέπουν το φως της δημοσιότητας το τελευταίο χρονικό διάστημα από διάφορους λειτουργούς της εκτελεστικής εξουσίας και να συνεχίσουν να πράττουν το καθήκον τους, επιδεικνύοντας το σθένος και το ήθος που αρμόζει στους Έλληνες Εισαγγελείς.
Η Ε.Ε.Ε., συναισθανόμενη την ευθύνη που έχει απέναντι στους Έλληνες πολίτες, δηλώνει ότι οι Έλληνες εισαγγελείς εκτελούν, όπως οφείλουν τα καθήκοντά τους, τηρώντας απαρέγκλιτα το Σύνταγμα και τους νόμους και θα συνεχίσουν να το πράττουν, όπως έχουν υποχρέωση απέναντι στον Ελληνικό λαό, τηρώντας τον όρκο του».
Ένωση Δικαστών και Εισαγγελέων
Η ανακοίνωση της Ένωσης Δικαστών και Εισαγγελέων έχει ως εξής:
«Τον τελευταίο καιρό παρατηρούμε μια νέα κλιμακούμενη επίθεση της εκτελεστικής κατά της δικαστικής εξουσίας. Αμφισβητείται δε για πρώτη φορά σε τέτοια έκταση η νομιμότητα των αποφάσεων των τριών ανωτάτων δικαστηρίων της χώρας μας και μάλιστα των Ολομελειών αυτών.
Με αφορμή τις δηλώσεις του αναπληρωτή υπουργού Δικαιοσύνης στην Βουλή στις 5.7.2017 και την σφοδρή κριτική του αναπληρωτή υπουργού Υγείας σε δικαστικές αποφάσεις η Ένωση Δικαστών και Εισαγγελέων εκφράζει τη δυσαρέσκειά της για τον ανεύθυνο τρόπο με τον οποίο όργανα της Πολιτείας προσεγγίζουν ζητήματα απονομής της Δικαιοσύνης.
Είναι κατ’ αρχήν κοινά αποδεκτό ότι κάθε έρευνα για την διαπίστωση πειθαρχικών ή και ποινικών παραπτωμάτων δικαστικών λειτουργών κατά την εκτέλεση των δικαιοδοτικών τους καθηκόντων είναι επιβεβλημένη.
Για την έρευνα όμως αυτή αρμοδιότητα έχουν μόνο τα προβλεπόμενα από το Σύνταγμα όργανα, ενώ είναι ανεπίτρεπτη η εκ των προτέρων "έκδοση αποφάσεων" από οποιονδήποτε.
Οι αστήρικτες και συκοφαντικές επιθέσεις στη Δικαιοσύνη και η αθεμελίωτη κριτική στις αποφάσεις που εκδίδονται δεν μπορούν να χρησιμοποιούνται ούτε ως απόδειξη «εντιμότητας» και «διαφάνειας» του πολιτικού προσωπικού, ούτε ως μαρτυρία φιλολαϊκού και φιλεργατικού προσανατολισμού μιας Κυβέρνησης.
Ιδιαίτερα όταν για τη θεμελίωση της επιχειρηματολογίας εκλαϊκεύονται επιστημονικές έννοιες και τους προσδίδεται εντελώς αντιεπιστημονικό περιεχόμενο με μοναδική επιδίωξη καιροσκοπικά πολιτικά οφέλη.
Η αντιμετώπιση της Δικαιοσύνης ως «θεσμικού εμποδίου» είναι άκρως επικίνδυνη λογική, που τελικά συμβάλλει καθοριστικά στην αμφισβήτηση του κράτους δικαίου.
Η ζημία που γίνεται στην χώρα και στην Δημοκρατία από τέτοιες δηλώσεις είναι ανυπολόγιστη. Οι δικαστικοί και εισαγγελικοί λειτουργοί προασπίζονται και περιφρουρούν την ανεξαρτησία της Δικαιοσύνης που αποτελεί το τελευταίο καταφύγιο για κάθε αδικημένο πολίτη».
Η ανακοίνωση του Δικηγορικού Συλλόγου Αθηνών έχει ως εξής:
«Προ ολίγων ημερών η Ολομέλεια του Συμβουλίου της Επικρατείας εξέδωσε ομόφωνη απόφαση, η οποία έταμε το ζήτημα της παραγραφής της εξουσίας της φορολογικής διοίκησης για διαπίστωση παραβάσεων, με γνώμονα τις συνταγματικές αρχές του κράτους δικαίου και της ασφάλειας δικαίου.
Μετά τη θορυβώδη, σκωπτική και προσβλητική αντιμετώπιση από υπουργικά χείλη, ο Πρωθυπουργός αποδοκίμασε την απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου χαρακτηρίζοντάς την "θεσμικό εμπόδιο".
Προχθές, η Αρχή Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα έκρινε ομόφωνα, επιλαμβανόμενη προσφυγής του Δ.Σ.Α., ότι η επιβολή υποχρεωτικής εγκατάστασης τερματικών POS από τους δικηγόρους δεν είναι σύννομη. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η Αρχή είχε πλήρη αρμοδιότητα προς τούτο καθώς εκ του νόμου ελέγχει την ύπαρξη ή ανυπαρξία νομίμου ερείσματος κάθε πράξης, η οποία αφορά σε επεξεργασία προσωπικών δεδομένων (άρθρο 4 ν. 2472/1997). Παρά ταύτα, κύκλοι του Υπουργείου Οικονομικών δημοσιοποίησαν την πρόθεσή τους να αδιαφορήσουν για την κρισιολόγηση της Αρχής και να επιβάλουν αναγκαστικώς το μέτρο που κρίθηκε παράνομο (βλ. Δημοσίευμα ΑΠΕ της 5.7.2017).
Το δίδυμο των παραπάνω φαινομένων δείχνει συνεπή δυσανεξία έναντι της νομιμότητας. Είναι γνωστό ότι σε ένα κράτος δικαίου οι αποφάσεις των Δικαστηρίων και των Ανεξαρτήτων Αρχών, υπόκεινται μεν σε κριτική, γίνονται όμως σεβαστές από την εκτελεστική εξουσία. Σε αντίθετη περίπτωση ενεργοποιούνται οι προβλεπόμενες κυρώσεις, εν προκειμένω δε (για το ζήτημα των POS) οι αστικές, διοικητικές και ποινικές κυρώσεις του ν. 2472/1997».
Η κοινή δήλωση των πρώην προέδρων του Δ.Σ.Α. κ.κ. Παξινού και Αδαμόπουλου έχει ως εξής:
«Ο τρόπος που διενεργείται ο «διάλογος» μεταξύ των τριών πολιτειακών λειτουργιών, νομοθετικής, εκτελεστικής και δικαστικής, όπως βέβαια και η ποιότητα και το περιεχόμενό του, είναι δείγμα ωριμότητας μιας δημοκρατίας. Γιατί η συνταγματικά κατοχυρωμένη διάκριση αυτών των λειτουργιών όχι μόνο δεν απαγορεύει μια τέτοια αλληλεπίδραση, αλλά, αντιθέτως, την καθιστά αναγκαία για τον λειτουργικό αλληλοέλεγχο των εξουσιών και την ευρυθμία μιας συντεταγμένης Πολιτείας. Υπάρχει όμως μια επιτακτική προϋπόθεση: Ο «διάλογος» να είναι αυστηρά θεσμικός, δηλαδή να διεξάγεται μεταξύ οργάνων και όχι προσώπων, και πάντοτε εντός του πλαισίου των αρμοδιοτήτων τους: με τα νομοθετήματα, τις διοικητικές πράξεις, τις δικαστικές αποφάσεις.
Στην ελληνική δημόσια θεσμική σφαίρα, ιδίως το πρόσφατο χρονικό διάστημα, είναι προφανές ότι κάποιοι έχουν παρερμηνεύσει τις συνθήκες διεξαγωγής ενός τέτοιου διαλόγου, έχοντας ακράδαντα πιστέψει ότι μπορεί να είναι "καφενειακός", τηλεφωνικός ή εν γένει εξωθεσμικός. Γινόμαστε καθημερινά μάρτυρες ανεπανάληπτης παρεμβατικής δραστηριότητας στο έργο της Δικαιοσύνης που άλλοτε επιχειρείται να παρουσιαστεί ως υποβοηθητική και άλλοτε ως δημιουργικά επικριτική. Υπό όλες όμως τις εκδοχές και χωρίς αναγωγή στα υποκειμενικά κριτήρια της βούλησης, είναι κατακριτέα. Γιατί προκαλείται από αναρμόδια πρόσωπα, και όχι από αρμόδια όργανα.
Οι εκτροπές των εκπροσώπων των δύο άλλων λειτουργιών δεν απαλλάσσει ασφαλώς τη Δικαιοσύνη από το βάρος της θεσμικής αναδιοργάνωσης και της αυτοκάθαρσης, όπου αυτό απαιτείται, καθώς και από την ανάγκη να υπηρετεί τη θεσμική αποστολή της και υπό το εξειδικευμένο πρίσμα της εθνικής συγκυρίας που βιώνουμε παρατεταμένα. Δυστυχώς, στα τελευταία επτά χρόνια, τα ανώτατα Δικαστήρια της χώρας σε καίρια για τον Ελληνικό λαό θέματα, αγνόησαν τις διατάξεις του Συντάγματος. Εφάρμοσαν το «δίκαιο της ανάγκης», συρρικνώνοντας διαχρονικά δικαιώματα με αποτέλεσμα -και για το λόγο αυτό- ο Ελληνικός λαός να δυσπιστεί σε κάθε τι που βλέπει και ακούει.
Κανείς όμως δεν μπορεί να επιτρέψει, ιδιαίτερα όταν προέρχεται από τον νομικό κόσμο, η αφετηρία για τη βελτίωση της Δικαιοσύνης να έχει αντισυνταγματικά ερείσματα. Με το να επικαλείται κανείς την προαγωγή ενός αγαθού παραβιάζοντάς το, όπως με το να παραβιάζει το νόμο για να προαγάγει δήθεν τη Δικαιοσύνη, καθιστά την προσπάθειά του εξ ορισμού αντιφατική και προσχηματική».
Μάλιστα, σημειώνουν οι εισαγγελείς όταν οι επιθέσεις αυτές σε βάρος της Δικαιοσύνης, «προέρχονται από φορείς εξουσίας που είναι ταγμένοι να υπηρετούν και να προστατεύουν τη Δημοκρατία, συνιστούν φαινόμενο λυπηρό και επικίνδυνο για αυτήν».
Ακόμη, η Ε.Ε.Ε. καλεί όποιον γνωρίζει συγκεκριμένες ενέργειες δικαστικών λειτουργών που αντιβαίνουν στα καθήκοντά τους, «να απευθυνθεί άμεσα στα θεσμικά όργανα της Δικαιοσύνης, αντί να αναφέρει ως γεγονότα, πραγματικές ή προσχηματικές υποψίες του, προκαλώντας απαράδεκτη γενίκευση που αμφισβητεί τη λειτουργική και προσωπική ανεξαρτησία αυτών και βλάπτει ευθέως το θεσμό της Δικαιοσύνης».
Πάντως, ένα χαρακτηριστικό και ασυνήθιστο είναι ότι στην ανακοίνωσή της η Ε.Ε.Ε. κάνει ονομαστική αναφορά τόσο τον αναπληρωτή υπουργό Δικαιοσύνης Δημήτρη Παπαγγελόπουλο, όσο και τον αναπληρωτή υπουργό Υγείας, Παύλο Πολάκη.
Την ανακοίνωση της Ε.Ε.Ε. την υπογράφουν 6 από τα 9 μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου της. Αναλυτικότερα, την υπογράφουν ο αντιπρόεδρος Δημήτριος Μητρουλιάς, η αναπληρώτρια γενική γραμματέας Χριστιάνα Φραγκιά, η ταμίας Αρετή Σκαφίδα και τα μέλη Νικόλαος Καλλίδης, Σπυριδούλα Σταυράτη και Σωτήριος Μπουγιούκος. Αντίθετα δεντην υπογράφουν ο πρόεδρος της Ε.Ε.Ε. Δημήτρης Ασπρογέρακας, ο γενικός γραμματέας Παρασκευάς Αδάμης και το μέλος Ροζαλία Λάλη.
Πριν την ανακοίνωση της Ε.Ε.Ε. είχε προηγηθεί ανάλογη ανακοίνωση της Ένωσης Δικαστών και Εισαγγελέων (Ε.Δ.Ε.), η οποία μάλιστα απαντούσε ευθέως στον Πρωθυπουργό Αλέξη Τσίπρα για τη φράση του «θεσμικό εμπόδιο», φράση την οποία χαρακτηρίζει η Ε.Δ.Ε. ως άκρως επικίνδυνη λογική, που τελικά συμβάλλει καθοριστικά στην αμφισβήτηση του κράτους δικαίου».
Η Ε.Δ.Ε. εκφράζει τη δυσαρέσκειά της για τον ανεύθυνο τρόπο με τον οποίο όργανα της Πολιτείας προσεγγίζουν ζητήματα απονομής της Δικαιοσύνης, ενώ παράλληλα επικρίνει τους αναπληρωτές υπουργούς Υγείας και Δικαιοσύνης Παύλο Πολάκη και Δημήτρη Παπαγγελόπουλο, αντίστοιχα για τις δηλώσεις τους.
Παράλληλα, η Ε.Δ.Ε. υπογραμμίζει ότι «οι αστήρικτες και συκοφαντικές επιθέσεις στη Δικαιοσύνη και η αθεμελίωτη κριτική στις αποφάσεις που εκδίδονται δεν μπορούν να χρησιμοποιούνται ούτε ως απόδειξη εντιμότητας και διαφάνειας του πολιτικού προσωπικού, ούτε ως μαρτυρία φιλολαϊκού και φιλεργατικού προσανατολισμού μιας κυβέρνησης» και προσθέτει ότι «Η ζημία που γίνεται στη χώρα και στη Δημοκρατία από τέτοιες δηλώσεις είναι ανυπολόγιστη».
Από την πλευρά του ο Δικηγορικός Σύλλογος Αθηνών (Δ.Σ.Α.) σε ανακοίνωσή του κάνει λόγο κυβερνητική δυσανεξία έναντι της νομιμότητας με αφορμή την απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας για την πενταετή παραγραφή των φορολογικών υποθέσεων, αλλά και για την απόφαση της Αρχή Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα ως προς τη χρήση POS από τους δικηγόρους.
Ακόμη, ο Δ.Σ.Α. αναφέρει ότι προ ολίγων ημερών η Ολομέλεια του Συμβουλίου της Επικρατείας εξέδωσε ομόφωνη απόφαση, «η οποία έταμε το ζήτημα της παραγραφής της εξουσίας της φορολογικής διοίκησης για διαπίστωση παραβάσεων, με γνώμονα τις συνταγματικές αρχές του κράτους δικαίου και της ασφάλειας δικαίου» και συνεχίζει: «Μετά την θορυβώδη, σκωπτική και προσβλητική αντιμετώπιση από υπουργικά χείλη, ο Πρωθυπουργός αποδοκίμασε την απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου χαρακτηρίζοντάς τη "θεσμικό εμπόδιο"».
Με τη σειρά τους δύο πρώην πρόεδροι του Δ.Σ.Α., ο Δημήτρης Παξινός και ο Γιάννης Αδαμόπουλος σε κοινή δήλωσή τους χαρακτηρίζουν κατακριτέα την ανεπανάληπτη παρεμβατική δραστηριότητας της κυβέρνησης στο έργο της Δικαιοσύνης που άλλοτε επιχειρείται να παρουσιαστεί ως υποβοηθητική και άλλοτε ως δημιουργικά επικριτική, ενώ σημειώνουν ότι η κυβέρνηση έχει ακράδαντα πιστέψει ότι ο διάλογος μεταξύ των εξουσιών μπορεί να είναι «καφενειακός», τηλεφωνικός ή εν γένει εξωθερμικός.
Ένωση Εισαγγελέων Ελλάδος
Ειδικότερα, η ανακοίνωση της Ένωσης Εισαγγελέων Ελλάδος έχει ως εξής:
«Το Διοικητικό Συμβούλιο της Ένωσης Εισαγγελέων Ελλάδας, με αφορμή τις πρόσφατες δηλώσεις του αναπληρωτή υπουργού Δικαιοσύνης στη Βουλή, στις 5.7.2017 και την «κριτική» που άσκησε ο αναπληρωτής υπουργός Υγείας σε αποφάσεις των Ανώτατων Δικαστηρίων της χώρας, επισημαίνει τα εξής:
Η Δικαιοσύνη συνιστά τον τρίτο και πλέον αξιόπιστο πυλώνα της Δημοκρατίας. Από τη θέση σε ισχύ του Συντάγματος, οι λειτουργοί της ασκούν υπεύθυνα και μέσα στα συνταγματικά πλαίσια τα καθήκοντά τους, μεταξύ των οποίων είναι και ο έλεγχος, μέσω των δικαστικών αποφάσεων, της εκτελεστικής εξουσίας, προς όφελος του Ελληνικού λαού.
Κατά συνέπεια, οι αδικαιολόγητες και ατεκμηρίωτες επιθέσεις εναντίον της Δικαιοσύνης και των λειτουργών της, βάλλουν ευθέως κατά της ίδιας της Δημοκρατίας και όταν προέρχονται από φορείς εξουσίας που είναι ταγμένοι να υπηρετούν και να προστατεύουν τη Δημοκρατία, συνιστούν φαινόμενο λυπηρό και επικίνδυνο για αυτήν.
Η Ε.Ε.Ε. καλεί όποιον γνωρίζει συγκεκριμένες ενέργειες δικαστικών λειτουργών που αντιβαίνουν στα καθήκοντά τους, να απευθυνθεί άμεσα στα θεσμικά όργανα της Δικαιοσύνης, αντί να αναφέρει ως γεγονότα, πραγματικές ή προσχηματικές υποψίες του, προκαλώντας απαράδεκτη γενίκευση που αμφισβητεί τη λειτουργική και προσωπική ανεξαρτησία αυτών και βλάπτει ευθέως το θεσμό της Δικαιοσύνης.
Καλούμε τους συναδέλφους μας εισαγγελικούς λειτουργούς να αδιαφορήσουν για τις ανοίκειες δηλώσεις που βλέπουν το φως της δημοσιότητας το τελευταίο χρονικό διάστημα από διάφορους λειτουργούς της εκτελεστικής εξουσίας και να συνεχίσουν να πράττουν το καθήκον τους, επιδεικνύοντας το σθένος και το ήθος που αρμόζει στους Έλληνες Εισαγγελείς.
Η Ε.Ε.Ε., συναισθανόμενη την ευθύνη που έχει απέναντι στους Έλληνες πολίτες, δηλώνει ότι οι Έλληνες εισαγγελείς εκτελούν, όπως οφείλουν τα καθήκοντά τους, τηρώντας απαρέγκλιτα το Σύνταγμα και τους νόμους και θα συνεχίσουν να το πράττουν, όπως έχουν υποχρέωση απέναντι στον Ελληνικό λαό, τηρώντας τον όρκο του».
Ένωση Δικαστών και Εισαγγελέων
Η ανακοίνωση της Ένωσης Δικαστών και Εισαγγελέων έχει ως εξής: «Τον τελευταίο καιρό παρατηρούμε μια νέα κλιμακούμενη επίθεση της εκτελεστικής κατά της δικαστικής εξουσίας. Αμφισβητείται δε για πρώτη φορά σε τέτοια έκταση η νομιμότητα των αποφάσεων των τριών ανωτάτων δικαστηρίων της χώρας μας και μάλιστα των Ολομελειών αυτών.
Με αφορμή τις δηλώσεις του αναπληρωτή υπουργού Δικαιοσύνης στην Βουλή στις 5.7.2017 και την σφοδρή κριτική του αναπληρωτή υπουργού Υγείας σε δικαστικές αποφάσεις η Ένωση Δικαστών και Εισαγγελέων εκφράζει τη δυσαρέσκειά της για τον ανεύθυνο τρόπο με τον οποίο όργανα της Πολιτείας προσεγγίζουν ζητήματα απονομής της Δικαιοσύνης.
Είναι κατ’ αρχήν κοινά αποδεκτό ότι κάθε έρευνα για την διαπίστωση πειθαρχικών ή και ποινικών παραπτωμάτων δικαστικών λειτουργών κατά την εκτέλεση των δικαιοδοτικών τους καθηκόντων είναι επιβεβλημένη.
Για την έρευνα όμως αυτή αρμοδιότητα έχουν μόνο τα προβλεπόμενα από το Σύνταγμα όργανα, ενώ είναι ανεπίτρεπτη η εκ των προτέρων "έκδοση αποφάσεων" από οποιονδήποτε.
Οι αστήρικτες και συκοφαντικές επιθέσεις στη Δικαιοσύνη και η αθεμελίωτη κριτική στις αποφάσεις που εκδίδονται δεν μπορούν να χρησιμοποιούνται ούτε ως απόδειξη «εντιμότητας» και «διαφάνειας» του πολιτικού προσωπικού, ούτε ως μαρτυρία φιλολαϊκού και φιλεργατικού προσανατολισμού μιας Κυβέρνησης.
Ιδιαίτερα όταν για τη θεμελίωση της επιχειρηματολογίας εκλαϊκεύονται επιστημονικές έννοιες και τους προσδίδεται εντελώς αντιεπιστημονικό περιεχόμενο με μοναδική επιδίωξη καιροσκοπικά πολιτικά οφέλη.
Η αντιμετώπιση της Δικαιοσύνης ως «θεσμικού εμποδίου» είναι άκρως επικίνδυνη λογική, που τελικά συμβάλλει καθοριστικά στην αμφισβήτηση του κράτους δικαίου.
Η ζημία που γίνεται στην χώρα και στην Δημοκρατία από τέτοιες δηλώσεις είναι ανυπολόγιστη. Οι δικαστικοί και εισαγγελικοί λειτουργοί προασπίζονται και περιφρουρούν την ανεξαρτησία της Δικαιοσύνης που αποτελεί το τελευταίο καταφύγιο για κάθε αδικημένο πολίτη».
Δικηγορικός Σύλλογος Αθηνών
Η ανακοίνωση του Δικηγορικού Συλλόγου Αθηνών έχει ως εξής:
«Προ ολίγων ημερών η Ολομέλεια του Συμβουλίου της Επικρατείας εξέδωσε ομόφωνη απόφαση, η οποία έταμε το ζήτημα της παραγραφής της εξουσίας της φορολογικής διοίκησης για διαπίστωση παραβάσεων, με γνώμονα τις συνταγματικές αρχές του κράτους δικαίου και της ασφάλειας δικαίου.
Μετά τη θορυβώδη, σκωπτική και προσβλητική αντιμετώπιση από υπουργικά χείλη, ο Πρωθυπουργός αποδοκίμασε την απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου χαρακτηρίζοντάς την "θεσμικό εμπόδιο".
Προχθές, η Αρχή Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα έκρινε ομόφωνα, επιλαμβανόμενη προσφυγής του Δ.Σ.Α., ότι η επιβολή υποχρεωτικής εγκατάστασης τερματικών POS από τους δικηγόρους δεν είναι σύννομη. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η Αρχή είχε πλήρη αρμοδιότητα προς τούτο καθώς εκ του νόμου ελέγχει την ύπαρξη ή ανυπαρξία νομίμου ερείσματος κάθε πράξης, η οποία αφορά σε επεξεργασία προσωπικών δεδομένων (άρθρο 4 ν. 2472/1997). Παρά ταύτα, κύκλοι του Υπουργείου Οικονομικών δημοσιοποίησαν την πρόθεσή τους να αδιαφορήσουν για την κρισιολόγηση της Αρχής και να επιβάλουν αναγκαστικώς το μέτρο που κρίθηκε παράνομο (βλ. Δημοσίευμα ΑΠΕ της 5.7.2017).
Το δίδυμο των παραπάνω φαινομένων δείχνει συνεπή δυσανεξία έναντι της νομιμότητας. Είναι γνωστό ότι σε ένα κράτος δικαίου οι αποφάσεις των Δικαστηρίων και των Ανεξαρτήτων Αρχών, υπόκεινται μεν σε κριτική, γίνονται όμως σεβαστές από την εκτελεστική εξουσία. Σε αντίθετη περίπτωση ενεργοποιούνται οι προβλεπόμενες κυρώσεις, εν προκειμένω δε (για το ζήτημα των POS) οι αστικές, διοικητικές και ποινικές κυρώσεις του ν. 2472/1997».
Δημήτρης Παξινός και Γιάννης Αδαμόπουλος
Η κοινή δήλωση των πρώην προέδρων του Δ.Σ.Α. κ.κ. Παξινού και Αδαμόπουλου έχει ως εξής:
«Ο τρόπος που διενεργείται ο «διάλογος» μεταξύ των τριών πολιτειακών λειτουργιών, νομοθετικής, εκτελεστικής και δικαστικής, όπως βέβαια και η ποιότητα και το περιεχόμενό του, είναι δείγμα ωριμότητας μιας δημοκρατίας. Γιατί η συνταγματικά κατοχυρωμένη διάκριση αυτών των λειτουργιών όχι μόνο δεν απαγορεύει μια τέτοια αλληλεπίδραση, αλλά, αντιθέτως, την καθιστά αναγκαία για τον λειτουργικό αλληλοέλεγχο των εξουσιών και την ευρυθμία μιας συντεταγμένης Πολιτείας. Υπάρχει όμως μια επιτακτική προϋπόθεση: Ο «διάλογος» να είναι αυστηρά θεσμικός, δηλαδή να διεξάγεται μεταξύ οργάνων και όχι προσώπων, και πάντοτε εντός του πλαισίου των αρμοδιοτήτων τους: με τα νομοθετήματα, τις διοικητικές πράξεις, τις δικαστικές αποφάσεις.
Στην ελληνική δημόσια θεσμική σφαίρα, ιδίως το πρόσφατο χρονικό διάστημα, είναι προφανές ότι κάποιοι έχουν παρερμηνεύσει τις συνθήκες διεξαγωγής ενός τέτοιου διαλόγου, έχοντας ακράδαντα πιστέψει ότι μπορεί να είναι "καφενειακός", τηλεφωνικός ή εν γένει εξωθεσμικός. Γινόμαστε καθημερινά μάρτυρες ανεπανάληπτης παρεμβατικής δραστηριότητας στο έργο της Δικαιοσύνης που άλλοτε επιχειρείται να παρουσιαστεί ως υποβοηθητική και άλλοτε ως δημιουργικά επικριτική. Υπό όλες όμως τις εκδοχές και χωρίς αναγωγή στα υποκειμενικά κριτήρια της βούλησης, είναι κατακριτέα. Γιατί προκαλείται από αναρμόδια πρόσωπα, και όχι από αρμόδια όργανα.
Οι εκτροπές των εκπροσώπων των δύο άλλων λειτουργιών δεν απαλλάσσει ασφαλώς τη Δικαιοσύνη από το βάρος της θεσμικής αναδιοργάνωσης και της αυτοκάθαρσης, όπου αυτό απαιτείται, καθώς και από την ανάγκη να υπηρετεί τη θεσμική αποστολή της και υπό το εξειδικευμένο πρίσμα της εθνικής συγκυρίας που βιώνουμε παρατεταμένα. Δυστυχώς, στα τελευταία επτά χρόνια, τα ανώτατα Δικαστήρια της χώρας σε καίρια για τον Ελληνικό λαό θέματα, αγνόησαν τις διατάξεις του Συντάγματος. Εφάρμοσαν το «δίκαιο της ανάγκης», συρρικνώνοντας διαχρονικά δικαιώματα με αποτέλεσμα -και για το λόγο αυτό- ο Ελληνικός λαός να δυσπιστεί σε κάθε τι που βλέπει και ακούει.
Κανείς όμως δεν μπορεί να επιτρέψει, ιδιαίτερα όταν προέρχεται από τον νομικό κόσμο, η αφετηρία για τη βελτίωση της Δικαιοσύνης να έχει αντισυνταγματικά ερείσματα. Με το να επικαλείται κανείς την προαγωγή ενός αγαθού παραβιάζοντάς το, όπως με το να παραβιάζει το νόμο για να προαγάγει δήθεν τη Δικαιοσύνη, καθιστά την προσπάθειά του εξ ορισμού αντιφατική και προσχηματική».
UPD:
25
ΣΧΟΛΙΑ
Ακολουθήστε το protothema.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr
ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ
Ειδήσεις
Δημοφιλή
Σχολιασμένα