Με βασικό στόχο να συνδυάζει την εξέλιξη με τη βιωσιμότητα, η Schneider Electric δημιουργεί θετικό αντίκτυπο αξιοποιώντας στο μέγιστο την ενέργεια και τους διαθέσιμους πόρους.
Ο «κόκκινος» καπετάνιος
Ο «κόκκινος» καπετάνιος
Ο εφοπλιστής γιος του ΕΑΜίτη που έπειτα από μια ιδιαίτερα επιτυχημένη πορεία στη ναυτιλία θέλει να αναλάβει το τιμόνι του Θρύλου, την ομάδα που λατρεύει από πιτσιρικάς
Στα σαράντα τρία του χρόνια, έχοντας διανύσει επιτυχημένη πορεία στη ναυτιλία, ο Βαγγέλης Μαρινάκης δείχνει να θέλει να ικανοποιήσει ένα παιδικό όνειρο: να αναλάβει το τιμόνι του Ολυμπιακού, της ομάδας που λάτρεψε ως πιτσιρικάς, την εποχή δηλαδή που ο πατέρας του τον μύησε στην κουλτούρα του Θρύλου.
Ανθρωπος δραστήριος, δημιουργικός, ευθύς αλλά και καβγατζής, ο Μαρινάκης ανήκει σε εκείνη τη γενιά των νέων επιχειρηματιών της ναυτιλίας που, αν και κινούνται με ευκολία στην παγκόσμια αγορά και σκέφτονται εντελώς διεθνοποιημένα, κουβαλούν παραδοσιακές αρχές. Μπορεί να τον δει κανείς το πρωί να κλείνει μια μεγάλη συμφωνία με τον πρόεδρο της BP και το ίδιο βράδυ να τρώει με τους φίλους του σε ένα ταπεινό κουτούκι στον Πειραιά - ή να διαπληκτίζεται στο γήπεδο για ένα φάουλ σε βάρος της ομάδας του.
Ο πατέρας του, Μιλτιάδης, που προέρχεται πολιτικά από το ΕΑΜ, ήδη εφοπλιστής από τη δεκαετία του '70, πιστεύει στη δημόσια εκπαίδευση και στέλνει τον μοναχογιό του (και μοναχοπαίδι) στο δημόσιο σχολείο. Το κάνει και για έναν επιπλέον λόγο: θεωρεί ότι ο γιος του, τον οποίο προετοιμάζει μεθοδικά για να τον διαδεχτεί κάποτε στις επιχειρήσεις του, θα πρέπει να μάθει τη ζωή «και από την καλή και από την ανάποδη». Πιστεύει δηλαδή ότι τα ακριβά και «αποστειρωμένα» ιδιωτικά σχολεία λειτουργούν σαν φυτώρια αναπαραγωγής της καλής κοινωνίας, χάνοντας την πραγματική ζωή. Και η ζωή στη ναυτιλία είναι οπωσδήποτε πιο σύνθετη και κυρίως πιο απρόβλεπτη. Για να επιβιώσεις στη θάλασσα χρειάζεται τσαμπουκάς, αλλά και ανθρωπιά. Ο Μιλτιάδης Μαρινάκης είναι άρχοντας. Είναι εργατικός και νοικοκύρης, αλλά και γλεντζές - και τρελαίνεται για τον χαβαλέ της αντροπαρέας. Μεγαλώνει τον γιο του με τις αρχές αυτές. «Πατέρας και γιος», θυμάται ένας σημερινός βουλευτής της Ν.Δ. που υπήρξε φίλος του Μιλτιάδη, «είναι αυτοκόλλητοι. Ο Μιλτιάδης έπαιρνε τον Βαγγέλη από πιτσιρικά μαζί του παντού. Στο γήπεδο, στη δουλειά, στα ταξίδια. Ηθελε να τον εκπαιδεύσει και να τον μυήσει από μικρό στην αληθινή ζωή».
Ανθρωπος δραστήριος, δημιουργικός, ευθύς αλλά και καβγατζής, ο Μαρινάκης ανήκει σε εκείνη τη γενιά των νέων επιχειρηματιών της ναυτιλίας που, αν και κινούνται με ευκολία στην παγκόσμια αγορά και σκέφτονται εντελώς διεθνοποιημένα, κουβαλούν παραδοσιακές αρχές. Μπορεί να τον δει κανείς το πρωί να κλείνει μια μεγάλη συμφωνία με τον πρόεδρο της BP και το ίδιο βράδυ να τρώει με τους φίλους του σε ένα ταπεινό κουτούκι στον Πειραιά - ή να διαπληκτίζεται στο γήπεδο για ένα φάουλ σε βάρος της ομάδας του.
Ο πατέρας του, Μιλτιάδης, που προέρχεται πολιτικά από το ΕΑΜ, ήδη εφοπλιστής από τη δεκαετία του '70, πιστεύει στη δημόσια εκπαίδευση και στέλνει τον μοναχογιό του (και μοναχοπαίδι) στο δημόσιο σχολείο. Το κάνει και για έναν επιπλέον λόγο: θεωρεί ότι ο γιος του, τον οποίο προετοιμάζει μεθοδικά για να τον διαδεχτεί κάποτε στις επιχειρήσεις του, θα πρέπει να μάθει τη ζωή «και από την καλή και από την ανάποδη». Πιστεύει δηλαδή ότι τα ακριβά και «αποστειρωμένα» ιδιωτικά σχολεία λειτουργούν σαν φυτώρια αναπαραγωγής της καλής κοινωνίας, χάνοντας την πραγματική ζωή. Και η ζωή στη ναυτιλία είναι οπωσδήποτε πιο σύνθετη και κυρίως πιο απρόβλεπτη. Για να επιβιώσεις στη θάλασσα χρειάζεται τσαμπουκάς, αλλά και ανθρωπιά. Ο Μιλτιάδης Μαρινάκης είναι άρχοντας. Είναι εργατικός και νοικοκύρης, αλλά και γλεντζές - και τρελαίνεται για τον χαβαλέ της αντροπαρέας. Μεγαλώνει τον γιο του με τις αρχές αυτές. «Πατέρας και γιος», θυμάται ένας σημερινός βουλευτής της Ν.Δ. που υπήρξε φίλος του Μιλτιάδη, «είναι αυτοκόλλητοι. Ο Μιλτιάδης έπαιρνε τον Βαγγέλη από πιτσιρικά μαζί του παντού. Στο γήπεδο, στη δουλειά, στα ταξίδια. Ηθελε να τον εκπαιδεύσει και να τον μυήσει από μικρό στην αληθινή ζωή».
Από το ΕΑΜ στη ναυτιλία
Ο Μιλτιάδης Μαρινάκης γεννήθηκε το 1930 στο Ηράκλειο της Κρήτης. Η οικογένειά του είναι ευκατάστατοι επιχειρηματίες που ειδικεύονται στις επισκευές πλοίων και στις μεταφορές. Η οικογένεια έχει και τα πιο γνωστά χυτήρια στην Κρήτη που κατασκευάζουν καμπάνες για εκκλησίες. Κάνουν μάλιστα και εξαγωγές στην Ιταλία και τη Γαλλία. Για τα χυτήρια αυτά γράφει και ο Καζαντζάκης στον «Ζορμπά». Στην Κατοχή η οικογένεια θα καταστραφεί οικονομικά και θα προσχωρήσει στο ΕΑΜ και στην Αντίσταση. Ο Μιλτιάδης μάλιστα θα γίνει στον Εμφύλιο και μέλος της ΕΠΟΝ. Ευτυχώς στην Κρήτη δεν θα χυθεί ελληνικό αίμα όπως στην ηπειρωτική Ελλάδα και μετά τον πόλεμο η οικογένεια θα ξεκινήσει από το μηδέν. Στα τέλη του '50, ο Μιλτιάδης, αφού παντρευτεί τον νεανικό του έρωτα, την Ειρήνη Καρακατσάνη, θα εγκατασταθεί στον Πειραιά. Θα κάνει αυτό που ξέρει: θα επισκευάζει πλοία και σιγά-σιγά θα μπει στην ποντοπόρο ναυτιλία. Το 1967 θα έρθει και το μοναχοπαίδι του Μιλτιάδη και της Ειρήνης, ο Βαγγέλης. Η οικογένεια έχει εγκατασταθεί στην Πειραϊκή και θα αρχίσει να ευημερεί.
Ο Μιλτιάδης εμπνέει σεβασμό και εισπράττει την αγάπη φίλων και απλών ανθρώπων στον Πειραιά. Είναι απλός, μπεσαλής -κιμπάρης λένε όσοι τον έζησαν από κοντά- και βοηθάει, χωρίς να το διατυμπανίζει, όσους έχουν ανάγκη. «Αν καταλάβαινε ότι ένας φίλος του ή γνωστός του έχει ανάγκη», λέει ένας παλιός Πειραιώτης που γνώρισε τον Μιλτιάδη, «τον καλούσε και χωρίς πολλά-πολλά τον ξελάσπωνε χωρίς να περιμένει ανταλλάγματα».
Δεν είναι κοσμικός, συχνάζει σε κουτούκια στον Πειραιά και στο Πέραμα και νυχτοπερπατάει στα κλασικά μαγαζιά της εποχής: στη «Φαντασία», στην «Αθηναία» και στους υπόλοιπους ναούς της νυχτερινής Αθήνας και του Πειραιά. Στα ίδια μαγαζιά συχνάζει την ίδια εποχή και ο Σωκράτης Κόκκαλης, που κάνει παρέα με τον Γιάννη Πατέρα, θείο του πρώην προέδρου του Παναθηναϊκού. Γιάννης Πατέρας και Μιλτιάδης Μαρινάκης είναι φίλοι. Ο Μιλτιάδης Μαρινάκης είναι φανατικός Ολυμπιακός. Τρέχει στα γήπεδα και συχνά ακολουθεί την ομάδα στις μετακινήσεις της, για τις ανάγκες του πρωταθλήματος, στην επαρχία. Τον Βαγγέλη τον παίρνει τις Κυριακές στο «Καραϊσκάκη». Το 1979, όταν μετά την αποχώρηση του Γουλανδρή παίρνουν τον Ολυμπιακό οι εφοπλιστές (Μαρινάκης, Νταϊφάς, Χανδρής, Χατζηιωάννου, Νομικός, Γουρδομιχάλης κ.ά.), ο Μιλτιάδης πρωτοστατεί στην κίνηση στήριξης της ομάδας. Το σχήμα είναι πολυμετοχικό και ο Μιλτιάδης αναλαμβάνει γενικός αρχηγός της ομάδας. Εχει και μάτι σκάουτερ. Εχει ήδη ανακαλύψει τον Νίκο Βαμβακούλα -που έπαιζε στην ομάδα του Λαυρίου- και τον κάνει δώρο στην ομάδα. Το 1981, στο πρώτο ματς του πρωταθλήματος, με προπονητή τον Παναγούλια, ο κόουτς αποφασίζει να χρησιμοποιήσει ως βασικό τερματοφύλακα τον Νίκο Σαργκάνη, που είχε έρθει στον Ολυμπιακό με μεταγραφή το ίδιο καλοκαίρι. Ο τότε βασικός τερματοφύλακας Χρήστος Αρβανίτης αντιδρά και γκρινιάζει αρνούμενος να δεχτεί την απόφαση του Παναγούλια. Ο Μιλτιάδης αρχίζει να εκνευρίζεται και κάποια στιγμή τον πιέζει με το χέρι για να τον καθίσει στην καρέκλα στο λόμπι του ξενοδοχείου που βρίσκεται η ομάδα. Από την πίεση σπάει η καρέκλα και ο Αρβανίτης πέφτει στο πάτωμα. Ο Αρβανίτης κάνει τον τραυματισμένο για να μην κάτσει στον πάγκο. Για να διασκεδάσει ο Μιλτιάδης την ανησυχία του Παναγούλια, που φοβάται ότι αν δεν πάει καλά ο Σαργκάνης δεν θα έχει πλέον αλλαγή, του λέει: «Μη φοβάσαι! Αν χρειαστεί να τον βγάλεις θα βάλουμε τερματοφύλακα τον Βαμβακούλα». Δεν χρειάστηκε. Ο Σαργκάνης σκίζει από το πρώτο ματς και καθιερώνεται στην ομάδα! Ο Βαγγέλης Μαρινάκης παρακολουθεί και καταγράφει. Είναι ευγενικό παιδί, αλλά «τσαμπουκαλεύεται» εύκολα. Σε ένα ματς για το Κύπελλο το 1982 στη Λεωφόρο με τον Παναθηναϊκό, έχει κάνει κοπάνα με πέντε συμμαθητές του για να παρακολουθήσει τον αγώνα. Στο ματς εκείνο ο Θρύλος αδικήθηκε κατάφωρα και όταν είδε να βρίζουν τον πατέρα του, που καθόταν στον πάγκο, μπήκε στη φωτιά και πλακώθηκε στο ξύλο. Ηταν δεν ήταν δεκαπέντε χρονών.
Είναι έξυπνος, δραστήριος, αλλά δεν είναι επιμελής μαθητής. Προτιμά το σχολείο της ζωής.
Απλός, μπεσαλής, κιμπάρης και Ολυμπιακός
Ο Μιλτιάδης εμπνέει σεβασμό και εισπράττει την αγάπη φίλων και απλών ανθρώπων στον Πειραιά. Είναι απλός, μπεσαλής -κιμπάρης λένε όσοι τον έζησαν από κοντά- και βοηθάει, χωρίς να το διατυμπανίζει, όσους έχουν ανάγκη. «Αν καταλάβαινε ότι ένας φίλος του ή γνωστός του έχει ανάγκη», λέει ένας παλιός Πειραιώτης που γνώρισε τον Μιλτιάδη, «τον καλούσε και χωρίς πολλά-πολλά τον ξελάσπωνε χωρίς να περιμένει ανταλλάγματα».
Δεν είναι κοσμικός, συχνάζει σε κουτούκια στον Πειραιά και στο Πέραμα και νυχτοπερπατάει στα κλασικά μαγαζιά της εποχής: στη «Φαντασία», στην «Αθηναία» και στους υπόλοιπους ναούς της νυχτερινής Αθήνας και του Πειραιά. Στα ίδια μαγαζιά συχνάζει την ίδια εποχή και ο Σωκράτης Κόκκαλης, που κάνει παρέα με τον Γιάννη Πατέρα, θείο του πρώην προέδρου του Παναθηναϊκού. Γιάννης Πατέρας και Μιλτιάδης Μαρινάκης είναι φίλοι. Ο Μιλτιάδης Μαρινάκης είναι φανατικός Ολυμπιακός. Τρέχει στα γήπεδα και συχνά ακολουθεί την ομάδα στις μετακινήσεις της, για τις ανάγκες του πρωταθλήματος, στην επαρχία. Τον Βαγγέλη τον παίρνει τις Κυριακές στο «Καραϊσκάκη». Το 1979, όταν μετά την αποχώρηση του Γουλανδρή παίρνουν τον Ολυμπιακό οι εφοπλιστές (Μαρινάκης, Νταϊφάς, Χανδρής, Χατζηιωάννου, Νομικός, Γουρδομιχάλης κ.ά.), ο Μιλτιάδης πρωτοστατεί στην κίνηση στήριξης της ομάδας. Το σχήμα είναι πολυμετοχικό και ο Μιλτιάδης αναλαμβάνει γενικός αρχηγός της ομάδας. Εχει και μάτι σκάουτερ. Εχει ήδη ανακαλύψει τον Νίκο Βαμβακούλα -που έπαιζε στην ομάδα του Λαυρίου- και τον κάνει δώρο στην ομάδα. Το 1981, στο πρώτο ματς του πρωταθλήματος, με προπονητή τον Παναγούλια, ο κόουτς αποφασίζει να χρησιμοποιήσει ως βασικό τερματοφύλακα τον Νίκο Σαργκάνη, που είχε έρθει στον Ολυμπιακό με μεταγραφή το ίδιο καλοκαίρι. Ο τότε βασικός τερματοφύλακας Χρήστος Αρβανίτης αντιδρά και γκρινιάζει αρνούμενος να δεχτεί την απόφαση του Παναγούλια. Ο Μιλτιάδης αρχίζει να εκνευρίζεται και κάποια στιγμή τον πιέζει με το χέρι για να τον καθίσει στην καρέκλα στο λόμπι του ξενοδοχείου που βρίσκεται η ομάδα. Από την πίεση σπάει η καρέκλα και ο Αρβανίτης πέφτει στο πάτωμα. Ο Αρβανίτης κάνει τον τραυματισμένο για να μην κάτσει στον πάγκο. Για να διασκεδάσει ο Μιλτιάδης την ανησυχία του Παναγούλια, που φοβάται ότι αν δεν πάει καλά ο Σαργκάνης δεν θα έχει πλέον αλλαγή, του λέει: «Μη φοβάσαι! Αν χρειαστεί να τον βγάλεις θα βάλουμε τερματοφύλακα τον Βαμβακούλα». Δεν χρειάστηκε. Ο Σαργκάνης σκίζει από το πρώτο ματς και καθιερώνεται στην ομάδα! Ο Βαγγέλης Μαρινάκης παρακολουθεί και καταγράφει. Είναι ευγενικό παιδί, αλλά «τσαμπουκαλεύεται» εύκολα. Σε ένα ματς για το Κύπελλο το 1982 στη Λεωφόρο με τον Παναθηναϊκό, έχει κάνει κοπάνα με πέντε συμμαθητές του για να παρακολουθήσει τον αγώνα. Στο ματς εκείνο ο Θρύλος αδικήθηκε κατάφωρα και όταν είδε να βρίζουν τον πατέρα του, που καθόταν στον πάγκο, μπήκε στη φωτιά και πλακώθηκε στο ξύλο. Ηταν δεν ήταν δεκαπέντε χρονών.
Είναι έξυπνος, δραστήριος, αλλά δεν είναι επιμελής μαθητής. Προτιμά το σχολείο της ζωής.
Ακολουθήστε το protothema.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr
ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ
Ειδήσεις
Δημοφιλή
Σχολιασμένα