Η Ελλάδα σε άσπρο-μαύρο
28.01.2011
13:45
Οι Beatles με λαϊκούς οργανοπαίκτες στην Αράχοβα το 1969...
ΚΕΙΜΕΝΟ: ΓΙΩΡΓΟΣ ΞΕΠΑΠΑΔΑΚΟΣ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ: ΑΡΧΕΙΟ ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗ ΣΑΡΡΗΚΩΣΤΑ
O τρομοκράτης στο μπαλκόνι της ισραηλινής ολυμπιακής ομάδας το ’72 στο Μόναχο. Το τεθω-ρακισμένο στην πύλη του Πολυτεχνείου. Η θριαμβευτική άφιξη του Χομεϊνί στην Τεχεράνη. Οι εικόνες του έχουν κάνει πολλές φορές τον γύρο του κόσμου. Ο γκουρού του διεθνούς φωτορεπορτάζ Λούις Μποκάρντι τον αποκαλούσε «άνθρωπο-ορχήστρα» και ήταν ο ίδιος που κάποτε στη Νέα Υόρκη του πρότεινε να αντικαταστήσει τον σιδηρόδρομο του ονόματός του με το Aris Saris. O λόγος για τον Αριστοτέλη Σαρρηκώστα, τον πρώτο Ελληνα φωτορεπόρτερ που υπήρξε μόνιμος συνεργάτης του Associated Press για 34 ολόκληρα χρόνια. Παλαίμαχος πια, θυμάται πώς άρχισαν όλα, ανακαλεί μνήμες από τα γεγονότα που κάλυψε, συγκρίνει το χτες με το σήμερα και μιλάει για τον σκοπό του φωτορεπορτάζ, που δεν είναι άλλος από την απεικόνιση της παγκόσμιας ιστορίας.
«Γεννήθηκα το 1937 στην Καισαριανή από Μικρασιάτες γονείς. Φτωχά χρόνια, δύσκολα. Μια μάνα, έξι παιδιά κι ο πατέρας μακαρίτης από τον χειμώνα του ’41. Στην εφηβεία πια θέλησα ν’ ακολουθήσω την αδερφή μου και τον γαμπρό μου που είχαν μεταναστεύσει στη Βραζιλία. Πήγα κοντά τους και δούλεψα πρώτα στο επιπλοποιείο τους και μετά σ’ ένα ελληνικό εστιατόριο που ανοίξαμε στον Παρανά. Δυόμισι χρόνια έμεινα εκεί, μετά ναυτικός, τρίτος μηχανικός σε τάνκερ χιώτικο, ώσπου μια φορά πιάσαμε λιμάνι στο Σεν Λούις και δεν ξαναγύρισα στο πλοίο. Εφυγα στα 15 μου από την Ελλάδα και ξαναγύρισα στα 20 από νοσταλγία, αλλά και για να πάω φαντάρος. Μετά, έκανα ξανά τα χαρτιά μου για έξω, παρά την αντίθετη γνώμη της μητέρας μου. Εκείνη τότε παρακάλεσε έναν γείτονα να με πάρει στη δουλειά του. Ο Κλεισθένης Δασκαλάκος ήταν συνέταιρος με τον Δεληκάρη και τον Καπασακάλη σε ένα φωτογραφικό πρακτορείο στην πλατεία Καρύτση, που λεγόταν «Ενωσις». Τα βρήκα αμέσως με τον εργοδότη μου. Σε μια βδομάδα θα ’λεγε στη μητέρα μου πως δεν κάνω γι’ αυτή τη δουλειά. Ετσι θα είχα μια παραπάνω δικαιολογία να φύγω. Αλλά η μυρωδιά των χημικών, τα υλικά της στερέωσης, η μαγική εμφάνιση της εικόνας στο χαρτί μέσα στον σκοτεινό θάλαμο γέννησαν μέσα μου ένα πρωτόγνωρο σκίρτημα και άρχισα ο ίδιος να δίνω παράταση στην προσωρινή αυτή απασχόληση. Κάποια στιγμή το «Βήμα»
ή «Τα Νέα» -δεν θυμάμαι- μας ανέθεσαν μια «καμπάνια» - έτσι έλεγαν τότε τις αποστολές. Ηθελαν εικόνες από το ζυθοποιείο του Φιξ και καθώς δεν υπήρχε άλλος διαθέσιμος να πάει, μου έδωσαν μια παλιά RoleyFlex και με έστειλαν. Εξι μήνες μετά ήμουν κανονικός φωτογράφος στην «Ομάδα» και καθώς μου άρεσε πολύ το ποδόσφαιρο, κάθε Κυριακή πήγαινα στα γήπεδα. Μαζί μου είχα μια ασήκωτη Graflex με έξι σασί 10Χ12,5 που μπορούσαν να βγάλουν 12 πόζες όλες κι όλες, έμπαινε δεν έμπαινε το γκολ. Ο Σιδέρης, ο Καμάρας κι ο Δομάζος ήταν οι πρώτοι ήρωες που απαθανάτισα». Από τις βολίδες του Δομάζου στη Λεωφόρο ως τις ρουκέτες του ισραηλινού στρατού στα υψίπεδα του Γκολάν η απόσταση ήταν τεράστια.
Ο βετεράνος φωτορεπόρτερ θεωρεί ότι βρέθηκε τόσο νωρίς στην πρώτη γραμμή του πυρρός από καθαρή τύχη: «Στα μέσα του ’60, το Reuters, το UPI και το Associated Press δεν είχαν μόνιμους φωτορεπόρτερ εδώ και όποτε συνέβαινε κάτι στην Ελλάδα -Ανένδοτος, Ιουλιανά, διαδηλώσεις για την Κύπρο- ζητούσαν πάντα φωτογραφίες από εμάς. Ημουν ο μόνος που μιλούσε αγγλικά στο πρακτορείο της ‘‘Ενωσης’’. Ετσι γνωρίστηκα με τους ξένους ανταποκριτές, είδαν τη δουλειά μου, και το γραφείο του Associated Press στη Αθήνα μου πρότεινε συμβόλαιο.
Mέσα σε μια μέρα άλλαξε όλη μου η πορεία». Η πολιτική ατμόσφαιρα έπαιξε ασφαλώς τον ρόλο της. «Στην Αθήνα τότε επικρατούσε μεγάλος αναβρασμός», θυμάται ο φωτορεπόρτερ, «μια κυριολεκτικά έκρυθμη κατάσταση που οδήγησε στο πραξικόπημα της 21ης Απριλίου. Αλλά και πριν τη χούντα, η Αστυνομία ήταν κράτος εν κράτει. Δυο βόλτες στο κέντρο αρκούσαν για να βγάλω μια καλή εικόνα και να τη στείλω στα διεθνή ΜΜΕ». Τι πάει να πει όμως «καλή εικόνα»; Με ποιον τρόπο το αποσπασματικό στιγμιότυπο μετατρέπεται σε ιστορικό ντοκουμέντο; Αρκούσε ο ξυλοδαρμός μιας φοιτήτριας στη Σταδίου για να εκφράσει την ατμόσφαιρα που επικρατούσε στην προ-απριλιανή Αθήνα; Ο ίδιος γελάει πικρά: «Μια φορά ένας αστυνομικός, ο Α50 (σ.σ.: θυμόταν ακόμα τον αριθμό στο σιρίτι του!), άφησε τη διαδηλώτρια για να περιλάβει εμένα. Εφαγα πολλές κλοτσιές στην κοιλιακή χώρα και χαμηλότερα. Με μετέφεραν στο νοσοκομείο και παραλίγο να με κλείσουν μέσα για παραβάσεις του νόμου 4.000 περί τεντιμποϊσμού.
Αλλά για να επανέλθω στο ερώτημά σας, νομίζω ναι. Κάποιες λεπτομέρειες σε δεύτερο πλάνο, όπως μια αιμόφυρτη διαδηλώτρια, αρκούν. Μπορούν να μεταμορφωθούν σε γεγονότα πρώτης γραμμής, αντικατοπτρίζοντας το πολιτικό κλίμα που επικρατεί σε μια χώρα. Αυτή είναι και η μαγεία, η οπτική ποίηση του φωτορεπορτάζ».
O τρομοκράτης στο μπαλκόνι της ισραηλινής ολυμπιακής ομάδας το ’72 στο Μόναχο. Το τεθω-ρακισμένο στην πύλη του Πολυτεχνείου. Η θριαμβευτική άφιξη του Χομεϊνί στην Τεχεράνη. Οι εικόνες του έχουν κάνει πολλές φορές τον γύρο του κόσμου. Ο γκουρού του διεθνούς φωτορεπορτάζ Λούις Μποκάρντι τον αποκαλούσε «άνθρωπο-ορχήστρα» και ήταν ο ίδιος που κάποτε στη Νέα Υόρκη του πρότεινε να αντικαταστήσει τον σιδηρόδρομο του ονόματός του με το Aris Saris. O λόγος για τον Αριστοτέλη Σαρρηκώστα, τον πρώτο Ελληνα φωτορεπόρτερ που υπήρξε μόνιμος συνεργάτης του Associated Press για 34 ολόκληρα χρόνια. Παλαίμαχος πια, θυμάται πώς άρχισαν όλα, ανακαλεί μνήμες από τα γεγονότα που κάλυψε, συγκρίνει το χτες με το σήμερα και μιλάει για τον σκοπό του φωτορεπορτάζ, που δεν είναι άλλος από την απεικόνιση της παγκόσμιας ιστορίας.
«Γεννήθηκα το 1937 στην Καισαριανή από Μικρασιάτες γονείς. Φτωχά χρόνια, δύσκολα. Μια μάνα, έξι παιδιά κι ο πατέρας μακαρίτης από τον χειμώνα του ’41. Στην εφηβεία πια θέλησα ν’ ακολουθήσω την αδερφή μου και τον γαμπρό μου που είχαν μεταναστεύσει στη Βραζιλία. Πήγα κοντά τους και δούλεψα πρώτα στο επιπλοποιείο τους και μετά σ’ ένα ελληνικό εστιατόριο που ανοίξαμε στον Παρανά. Δυόμισι χρόνια έμεινα εκεί, μετά ναυτικός, τρίτος μηχανικός σε τάνκερ χιώτικο, ώσπου μια φορά πιάσαμε λιμάνι στο Σεν Λούις και δεν ξαναγύρισα στο πλοίο. Εφυγα στα 15 μου από την Ελλάδα και ξαναγύρισα στα 20 από νοσταλγία, αλλά και για να πάω φαντάρος. Μετά, έκανα ξανά τα χαρτιά μου για έξω, παρά την αντίθετη γνώμη της μητέρας μου. Εκείνη τότε παρακάλεσε έναν γείτονα να με πάρει στη δουλειά του. Ο Κλεισθένης Δασκαλάκος ήταν συνέταιρος με τον Δεληκάρη και τον Καπασακάλη σε ένα φωτογραφικό πρακτορείο στην πλατεία Καρύτση, που λεγόταν «Ενωσις». Τα βρήκα αμέσως με τον εργοδότη μου. Σε μια βδομάδα θα ’λεγε στη μητέρα μου πως δεν κάνω γι’ αυτή τη δουλειά. Ετσι θα είχα μια παραπάνω δικαιολογία να φύγω. Αλλά η μυρωδιά των χημικών, τα υλικά της στερέωσης, η μαγική εμφάνιση της εικόνας στο χαρτί μέσα στον σκοτεινό θάλαμο γέννησαν μέσα μου ένα πρωτόγνωρο σκίρτημα και άρχισα ο ίδιος να δίνω παράταση στην προσωρινή αυτή απασχόληση. Κάποια στιγμή το «Βήμα»
ή «Τα Νέα» -δεν θυμάμαι- μας ανέθεσαν μια «καμπάνια» - έτσι έλεγαν τότε τις αποστολές. Ηθελαν εικόνες από το ζυθοποιείο του Φιξ και καθώς δεν υπήρχε άλλος διαθέσιμος να πάει, μου έδωσαν μια παλιά RoleyFlex και με έστειλαν. Εξι μήνες μετά ήμουν κανονικός φωτογράφος στην «Ομάδα» και καθώς μου άρεσε πολύ το ποδόσφαιρο, κάθε Κυριακή πήγαινα στα γήπεδα. Μαζί μου είχα μια ασήκωτη Graflex με έξι σασί 10Χ12,5 που μπορούσαν να βγάλουν 12 πόζες όλες κι όλες, έμπαινε δεν έμπαινε το γκολ. Ο Σιδέρης, ο Καμάρας κι ο Δομάζος ήταν οι πρώτοι ήρωες που απαθανάτισα». Από τις βολίδες του Δομάζου στη Λεωφόρο ως τις ρουκέτες του ισραηλινού στρατού στα υψίπεδα του Γκολάν η απόσταση ήταν τεράστια.
Ο βετεράνος φωτορεπόρτερ θεωρεί ότι βρέθηκε τόσο νωρίς στην πρώτη γραμμή του πυρρός από καθαρή τύχη: «Στα μέσα του ’60, το Reuters, το UPI και το Associated Press δεν είχαν μόνιμους φωτορεπόρτερ εδώ και όποτε συνέβαινε κάτι στην Ελλάδα -Ανένδοτος, Ιουλιανά, διαδηλώσεις για την Κύπρο- ζητούσαν πάντα φωτογραφίες από εμάς. Ημουν ο μόνος που μιλούσε αγγλικά στο πρακτορείο της ‘‘Ενωσης’’. Ετσι γνωρίστηκα με τους ξένους ανταποκριτές, είδαν τη δουλειά μου, και το γραφείο του Associated Press στη Αθήνα μου πρότεινε συμβόλαιο.
Mέσα σε μια μέρα άλλαξε όλη μου η πορεία». Η πολιτική ατμόσφαιρα έπαιξε ασφαλώς τον ρόλο της. «Στην Αθήνα τότε επικρατούσε μεγάλος αναβρασμός», θυμάται ο φωτορεπόρτερ, «μια κυριολεκτικά έκρυθμη κατάσταση που οδήγησε στο πραξικόπημα της 21ης Απριλίου. Αλλά και πριν τη χούντα, η Αστυνομία ήταν κράτος εν κράτει. Δυο βόλτες στο κέντρο αρκούσαν για να βγάλω μια καλή εικόνα και να τη στείλω στα διεθνή ΜΜΕ». Τι πάει να πει όμως «καλή εικόνα»; Με ποιον τρόπο το αποσπασματικό στιγμιότυπο μετατρέπεται σε ιστορικό ντοκουμέντο; Αρκούσε ο ξυλοδαρμός μιας φοιτήτριας στη Σταδίου για να εκφράσει την ατμόσφαιρα που επικρατούσε στην προ-απριλιανή Αθήνα; Ο ίδιος γελάει πικρά: «Μια φορά ένας αστυνομικός, ο Α50 (σ.σ.: θυμόταν ακόμα τον αριθμό στο σιρίτι του!), άφησε τη διαδηλώτρια για να περιλάβει εμένα. Εφαγα πολλές κλοτσιές στην κοιλιακή χώρα και χαμηλότερα. Με μετέφεραν στο νοσοκομείο και παραλίγο να με κλείσουν μέσα για παραβάσεις του νόμου 4.000 περί τεντιμποϊσμού.
Αλλά για να επανέλθω στο ερώτημά σας, νομίζω ναι. Κάποιες λεπτομέρειες σε δεύτερο πλάνο, όπως μια αιμόφυρτη διαδηλώτρια, αρκούν. Μπορούν να μεταμορφωθούν σε γεγονότα πρώτης γραμμής, αντικατοπτρίζοντας το πολιτικό κλίμα που επικρατεί σε μια χώρα. Αυτή είναι και η μαγεία, η οπτική ποίηση του φωτορεπορτάζ».
Μέχρι το ’67 οι αποστολές του Σαρρηκώστα ήταν ειρηνικές, σε διεθνείς διασκέψεις, σε συναντήσεις κορυφής, σε ντέρμπι και συναυλίες - όπως το θρυλικό φιάσκο με τους Ρόλινγκ Στόουνς στο γήπεδο του Παναθηναϊκού τη 17η Απρίλη του 1967. «Εκείνο το βράδυ», θυμάται, «το γήπεδο ήταν κατάμεστο. Βγήκαν οι Στόουνς και παίξανε το “Satisfaction”, ύστερα θέλησαν να πετάξουν στον κόσμο κόκκινα γαρίφαλα. Τα όργανα της “τάξεως” θορυβήθηκαν, ξέσπασαν συμπλοκές, το συγκρότημα κατέβηκε από τη σκηνή και δεν ξανανέβηκε».
Τα γεγονότα εκείνης της χρονιάς ήταν καταιγιστικά. Tο ίδιο καλοκαίρι ξέσπασε ο Πόλεμος των Εξι Ημερών. «Κάλυψα τα μέτωπα στο Σινά, στη Δυτική Οχθη και στο Γκολάν. Ξαναπήγα στο Ισραήλ το ’73 για τον πόλεμο του Γιομ Κιπούρ και μετά βρέθηκα στον εμφύλιο του Λιβάνου. Επί δέκα χρόνια πήγαινα στη Βηρυτό μένοντας από 40 μέρες τη φορά. Η γυναίκα μου είχε μονίμως ανοιχτό το ραδιόφωνο στις ειδήσεις. Θυμάμαι πόσο αγωνιούσε κάθε βράδυ που της τηλεφωνούσα από το ξενοδοχείο. Δυστυχώς είχα βάλει τη δουλειά πάνω απ’ ό,τι πιο ιερό είχα, την οικογένειά μου, και αισθάνομαι τεράστια ενοχή γι’ αυτό, καθώς απουσίαζα από το μεγάλωμα των παιδιών μου.
Αλλά τότε δεν το καταλάβαινα. Περνούσαν οι ημέρες και άμα αργούσε το πρακτορείο να μου αναθέσει την επόμενη αποστολή, ανησυχούσα. Στο τέλος εξοικειώνεσαι με τη φρίκη. Κοστολογούσα τη ζωή μου 1,5 δραχμή, τόσο έκανε τότε μια σφαίρα. Και ήταν πολλές οι στιγμές που τις άκουσα να περνάνε ξυστά από δίπλα μου. Είδα, κινούμενος με κομβόι στη Δυτική Οχθη, το μπροστινό όχημα να ανατινάζεται από νάρκη. Είδα ισραηλινή κανονιοφόρο να βάζει σημάδι τζιπ τηλεοπτικού συνεργείου στον παραλιακό δρόμο για τη Σιδώνα και να το πετυχαίνει, αφήνοντας πίσω δύο νεκρούς και δύο βαριά τραυματισμένους. Στην Τεχεράνη, τον καιρό της ανατροπής του Σάχη, ανακάλυψα πόσο κρύα είναι η κάννη ενός καλάσνικοφ όταν σου πιέζει τον κρόταφο. Και ως εκ θαύματος δεν άφησα
τα κόκαλά μου στα μέτωπα του πολέμου Ιράν - Ιράκ.
Στάθηκα τυχερός, ενώ άλλοι συνάδελφοι όχι».
Προφανώς χρειάζονται τεράστια ψυχική αντοχή για να ξεπεράσει κάποιος τα ηθικά διλήμματα και να παραμείνει σ’ ένα τέτοιο επάγγελμα. «Τελευταία φορά μου συνέβη τον Ιούλιο του ’94 στη Ρουάντα», λέει ο βετεράνος φωτορεπόρτερ. «Το μακελειό ήταν τέτοιας έκτασης που δεν περιγράφεται. Μου ’ρθε πολλές φορές η σκέψη να πετάξω τη μηχανή και να φύγω τρέχοντας. Είχα σιχαθεί το ανθρώπινο είδος κι εμένα τον ίδιο που συνέχιζα να δουλεύω πάνω από σφαγμένους Τούτσι και Χούτου. Υστερα όμως συνειδητοποιούσα πως αυτή ήταν η αποστολή μου. Δεν ήμουν κυανόκρανος, ούτε διπλωμάτης ειρηνευτικού σχεδίου. Ημουν ένας απλός καταγραφέας της ζοφερής πραγματικότητας. Συνέχισα λοιπόν το μακάβριο έργο μου, να φωτογραφίζω σκοτωμένους και ετοιμοθάνατους. Με παρηγορούσε μονάχα η ιδέα ότι κάποια από αυτές τις εικόνες θα μπορούσε να ευαισθητοποιήσει τη διεθνή κοινή γνώμη».
Ο Τέλης Σαρρηκώστας εργάστηκε για το Associated Press από το 1964 έως το 1998. Υστερα από τέσσερις δεκαετίες και έχοντας δει τις φωτογραφίες του δημοσιευμένες στα μεγαλύτερα έντυπα του κόσμου, η γνώμη του για το πώς πρέπει να καλύπτεται η επικαιρότητα παραμένει ασυμβίβαστη: «Το ρεπορτάζ είναι ρεπορτάζ, κρίνεται εκ του αποτελέσματος. Πολλοί μας αποκαλούν εμπόρους του πόνου και του θανάτου. Δικαίωμά τους. Κάποια πράγματα έχουμε χρέος να τα δείξουμε μόνο και μόνο για να μην ξανασυμβούν. Κι ας είναι φρούδα μια τέτοια ελπίδα. Εφόσον είμαστε εκεί πρέπει να εστιάσουμε. Κι αν οι φακοί και τα διαφράγματα είναι σωστά, τότε το φωτογραφικό ντοκουμέντο μπορεί να αναχθεί σε τέχνη. Εκείνη της περι-εκτικής αφαίρεσης ή, αν προτιμάτε, της ομιλούσας σιωπής».
Τα γεγονότα εκείνης της χρονιάς ήταν καταιγιστικά. Tο ίδιο καλοκαίρι ξέσπασε ο Πόλεμος των Εξι Ημερών. «Κάλυψα τα μέτωπα στο Σινά, στη Δυτική Οχθη και στο Γκολάν. Ξαναπήγα στο Ισραήλ το ’73 για τον πόλεμο του Γιομ Κιπούρ και μετά βρέθηκα στον εμφύλιο του Λιβάνου. Επί δέκα χρόνια πήγαινα στη Βηρυτό μένοντας από 40 μέρες τη φορά. Η γυναίκα μου είχε μονίμως ανοιχτό το ραδιόφωνο στις ειδήσεις. Θυμάμαι πόσο αγωνιούσε κάθε βράδυ που της τηλεφωνούσα από το ξενοδοχείο. Δυστυχώς είχα βάλει τη δουλειά πάνω απ’ ό,τι πιο ιερό είχα, την οικογένειά μου, και αισθάνομαι τεράστια ενοχή γι’ αυτό, καθώς απουσίαζα από το μεγάλωμα των παιδιών μου.
Αλλά τότε δεν το καταλάβαινα. Περνούσαν οι ημέρες και άμα αργούσε το πρακτορείο να μου αναθέσει την επόμενη αποστολή, ανησυχούσα. Στο τέλος εξοικειώνεσαι με τη φρίκη. Κοστολογούσα τη ζωή μου 1,5 δραχμή, τόσο έκανε τότε μια σφαίρα. Και ήταν πολλές οι στιγμές που τις άκουσα να περνάνε ξυστά από δίπλα μου. Είδα, κινούμενος με κομβόι στη Δυτική Οχθη, το μπροστινό όχημα να ανατινάζεται από νάρκη. Είδα ισραηλινή κανονιοφόρο να βάζει σημάδι τζιπ τηλεοπτικού συνεργείου στον παραλιακό δρόμο για τη Σιδώνα και να το πετυχαίνει, αφήνοντας πίσω δύο νεκρούς και δύο βαριά τραυματισμένους. Στην Τεχεράνη, τον καιρό της ανατροπής του Σάχη, ανακάλυψα πόσο κρύα είναι η κάννη ενός καλάσνικοφ όταν σου πιέζει τον κρόταφο. Και ως εκ θαύματος δεν άφησα
τα κόκαλά μου στα μέτωπα του πολέμου Ιράν - Ιράκ.
Στάθηκα τυχερός, ενώ άλλοι συνάδελφοι όχι».
Προφανώς χρειάζονται τεράστια ψυχική αντοχή για να ξεπεράσει κάποιος τα ηθικά διλήμματα και να παραμείνει σ’ ένα τέτοιο επάγγελμα. «Τελευταία φορά μου συνέβη τον Ιούλιο του ’94 στη Ρουάντα», λέει ο βετεράνος φωτορεπόρτερ. «Το μακελειό ήταν τέτοιας έκτασης που δεν περιγράφεται. Μου ’ρθε πολλές φορές η σκέψη να πετάξω τη μηχανή και να φύγω τρέχοντας. Είχα σιχαθεί το ανθρώπινο είδος κι εμένα τον ίδιο που συνέχιζα να δουλεύω πάνω από σφαγμένους Τούτσι και Χούτου. Υστερα όμως συνειδητοποιούσα πως αυτή ήταν η αποστολή μου. Δεν ήμουν κυανόκρανος, ούτε διπλωμάτης ειρηνευτικού σχεδίου. Ημουν ένας απλός καταγραφέας της ζοφερής πραγματικότητας. Συνέχισα λοιπόν το μακάβριο έργο μου, να φωτογραφίζω σκοτωμένους και ετοιμοθάνατους. Με παρηγορούσε μονάχα η ιδέα ότι κάποια από αυτές τις εικόνες θα μπορούσε να ευαισθητοποιήσει τη διεθνή κοινή γνώμη».
Ο Τέλης Σαρρηκώστας εργάστηκε για το Associated Press από το 1964 έως το 1998. Υστερα από τέσσερις δεκαετίες και έχοντας δει τις φωτογραφίες του δημοσιευμένες στα μεγαλύτερα έντυπα του κόσμου, η γνώμη του για το πώς πρέπει να καλύπτεται η επικαιρότητα παραμένει ασυμβίβαστη: «Το ρεπορτάζ είναι ρεπορτάζ, κρίνεται εκ του αποτελέσματος. Πολλοί μας αποκαλούν εμπόρους του πόνου και του θανάτου. Δικαίωμά τους. Κάποια πράγματα έχουμε χρέος να τα δείξουμε μόνο και μόνο για να μην ξανασυμβούν. Κι ας είναι φρούδα μια τέτοια ελπίδα. Εφόσον είμαστε εκεί πρέπει να εστιάσουμε. Κι αν οι φακοί και τα διαφράγματα είναι σωστά, τότε το φωτογραφικό ντοκουμέντο μπορεί να αναχθεί σε τέχνη. Εκείνη της περι-εκτικής αφαίρεσης ή, αν προτιμάτε, της ομιλούσας σιωπής».
Ακολουθήστε το protothema.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr