Check point Έβρος

Περιπολία στη γραμμή όπου τελειώνει η ε.ε. κι αρχίζει η διακίνηση ανθρώπων, όπου οι συνοριοφύλακες έρχονται αντιμέτωποι με ορδές απεγνωσμένων προσφύγων. Στο καυτό σύνορο της Ευρώπης

Κείμενο: Αλέξανδρος Μωρέλλας
Φωτογραφίες: Αλεξάνδρα Χαρμπαλη

Η κόκκινη πινέζα, που είναι «καρφιτσωμένη» στον ψηφιακό χάρτη του Google Earth σε λίγο θα γίνει κίτρινη. Ο αστυνομικός διευθυντής Ορεστιάδας Γιώργος Σαλαμάγκας -μια αυθεντική «κινηματογραφική» φυσιογνωμία αστυνομικού διοικητή με λευκά μαλλιά, μουστάκι και αξιοζήλευτη διανοητική σβελτάδα- κοιτάζει την οθόνη του υπολογιστή έχοντας σκάσει ένα μικρό χαμόγελο. Είναι Κυριακή πρωί, 23 Ιανουαρίου 2011. Ούτε μεγαλοστομίες ούτε θριαμβολογίες ούτε «μπάτσικοι» κομπασμοί. Μια δυνατή ρουφηξιά ελληνικού καφέ, ένα μειδίαμα ανακούφισης και, με ζωγραφισμένη την ικανοποίηση στο πρόσωπό του, με ενημερώνει για τον επιχειρησιακό απολογισμό της προηγούμενης βραδιάς: «Επειτα από πέντε μερόνυχτα καταφέραμε και πιάσαμε ακόμα έναν διακινητή λαθρομεταναστών. Είχε μαζί του πέντε άτομα, τα οποία μετέφερε με φουσκωτή βάρκα στην Ελλάδα. Από τις 10 το βράδυ τού την είχαμε στημένη χτες, αλλά η σύλληψη έγινε τις πρώτες πρωινές ώρες. Πού να βλέπατε τα παιδιά της ομάδας μας που τον συνέλαβαν… Μούσκεμα είχανε γίνει όλοι τους από τη βροχή». «Σε ποιο σημείο τον πιάσατε;» ρωτάω. «Να, εδώ», μου απαντάει. Γυρίζει την οθόνη προς το μέρος μου και μου δείχνει την κόκκινη ψηφιακή πινέζα που έχει τοποθετήσει ανάμεσα σε δεκάδες άλλες κίτρινες, στην ηλεκτρονική γεωφυσική απεικόνιση των ποτάμιων συνόρων Ελλάδας - Τουρκίας του Νομού Εβρου, όπως την παρουσιάζει με απόλυτη ακρίβεια το δορυφορικό πρόγραμμα του Google Earth. «Ηρθε η ώρα κι αυτή η πινέζα να γίνει κίτρινη, τον συλλάβαμε κι αυτόν… Κλείνει για λίγο το συγκεκριμένο πέρασμα για τους διακινητές», μου εξηγεί ο κ. Σαλαμάγκας και με ένα γρήγορο κλικ στο ποντίκι προχωρά στην επινίκια αλλαγή χρώματος. Κόκκινη πινέζα σημαίνει για τον διοικητή πως το σταμπαρισμένο πέρασμα είναι ενεργό και ο διακινητής μεταναστών παραμένει ασύλληπτος.

Μόλις όμως ο «βαρκάρης», όπως αποκαλούνται οι εν πλω διακινητές στην αστυνομική αργκό, πέσει στη φάκα η ψηφιακή πινέζα θα γίνει κίτρινη. Η σύγχρονη τεχνολογία στην υπηρεσία της συνοριοφύλαξης. Από τις θερμικές διόπτρες μέχρι το Ιντερνετ. Το επιβάλλει προφανώς η δραματική περίσταση. Οι 3.520 μετανάστες που έλιωσαν, το 2009, τις φτέρνες τους παραβιάζοντας τα σύνορα της Ελλάδας από τον χώρο εποπτείας της Αστυνομικής
Διεύθυνσης Ορεστιάδας, μέσα σε έναν χρόνο έγιναν 36.000 - οι 26.000 από αυτούς προτίμησαν τη διέλευση από τη 12,5 χλμ. γραμμή των χερσαίων συνόρων, οι υπόλοιποι 10.000 το ρίσκαραν από το ποτάμι.

Με τον έναν ή με τον άλλο τρόπο η ουσία είναι πάντως πως το χωριό Νέα Βύσσα Ορεστιάδας, το πλησιέστερο
σημείο γειτνίασης του Νομού Εβρου με την Τουρκία, μετατράπηκε σε γέφυρα των αναστεναγμών. Ή, για την ακρίβεια, στο μονοπάτι που ενώνει το χάος με την απελπισία. Ο Εβρος είναι το άκρο, το σύνορο, το όριο. Στις αντοχές, στη γεωγραφία, στην κυριαρχία. Ο Εβρος αποτελεί τη διαχωριστική γραμμή όχι απλώς ανάμεσα στην Ελλάδα και την Τουρκία ή ανάμεσα στην εθνική και την κοινή λογική. Για χιλιάδες ανθρώπους μοιάζει πια με τεντωμένο σκοινί στο οποίο επιλέγουν να περπατήσουν ισορροπώντας ανάμεσα στη μιζέρια που κληρονόμησαν και το όνειρο που σχημάτισαν για μια καλύτερη ζωή. Ωστόσο, συχνά το σκοινί, όπως και το όνειρο, δεν κρατάνε για πολύ. Και ειδικά στην περίπτωση αυτών των μεταναστών που επιλέγουν καθημερινά να διασχίσουν τον Εβρο το σκοινί αυτό αποδεικνύεται σημαντικότερο από το όνειρο, γιατί αν δεν τους κρατήσει, το πιο πιθανό είναι, αντί για την καλύτερη ζωή, να τους «χαρίσει» τον θάνατο… Σηκώνω την κουκούλα μου. Μπαίνω στο λευκό τζιπ της Αστυνομίας και ξεκινάμε για τα σύνορα. Μπορεί ως φαντάρος να γλίτωσα τη μετάθεση στον Εβρο, όμως σήμερα θα συμμετάσχω σε μια κανονική περιπολία.

Η φωνή του ιμάμη είναι η μόνη που παρεμβάλλεται στην πρωινή ησυχία. Στα 300 μέτρα μπροστά μας αγγίζουμε την Τουρκία. Τη βλέπουμε, την αισθανόμαστε, την ακούμε. Το μόνο που μας χωρίζει είναι το ποτάμι. Βρισκόμαστε ανατολικά των ποτάμιων συνόρων της Ορεστιάδας, στο σημείο «8», όπως το έχουν ονομάσει οι συνοριοφύλακες, σε ένα μαγικό μέρος με συγκλονιστική άγρια ομορφιά. Πανύψηλα δέντρα, αστραφτερό νερό, βλάστηση που παραπέμπει σε τροπική ζούγκλα. Μόνο που τα αχανή χιλιόμετρα της συνοριογραμμής, αντί να εξελιχθούν σε
τουριστικό θέρετρο ή να χρησιμεύσουν για σκηνογραφικό ντεκόρ, μετατράπηκαν σε έναν καταραμένο τόπο, διάσημο πια μόνο για το αδιάκοπο σαφάρι διακινητών και λαθρομεταναστών, το οποίο ανάγκασε κανάλια, ξένους ανταποκριτές και αναρίθμητους δημοσιογράφους, όπως εγώ, να επιστρατεύσουν τα πιο βαριά χειμωνιάτικά τους και να ταξιδέψουν μέχρι το τέλος -ή την αρχή- της Ελλάδας -ανάλογα πώς την κοιτάει κανείς. «Από πού έρχονται;», «Ποια είναι η ταρίφα του διακινητή;», «Θα βοηθήσει ο φράχτης του Παπουτσή;». Οσο εκπαιδευμένοι είναι οι συνοριοφύλακες στη διαχείριση των μεταναστών χωρίς έγγραφα, άλλο τόσο αναγκάστηκαν να γίνουν και στη διαχείριση των χιλιάδων δημοσιογραφικών ερωτημάτων που διατυπώθηκαν μέσα σε λίγους μήνες από το MEGA Channel μέχρι το BBC.

Ο Βασίλης, ο Γιώργος και ο Σταύρος μαζί με τον Γερμανό συνάδελφό τους από τη Frontex θα αποτελέσουν τους ξεναγούς μου στην περιοχή. Ολα τα κλιμάκια, όλες οι περίπολοι είναι μικτές. Τα 175 μέλη της Frontex (της Ευρωπαϊκής Υπηρεσίας Φύλαξης των Συνόρων) και οι Ελληνες συνοριοφύλακες της αστυνομικής διεύθυνσης Ορεστιάδας από τον περασμένο Νοέμβριο δρουν και κινούνται καθημερινά από κοινού, στην προσπάθεια αποτροπής παράνομης εισόδου μεταναστών χωρίς έγγραφα στην ελληνική επικράτεια. Οι «λαγοί», όπως τους αποκαλούν λόγω της κωδικής ονομασίας της επιχείρησης ταχείας επέμβασης στα σύνορα που ξεκίνησε εδώ και 3 μήνες (Rapid Border Intervention Team - RABIT), έχουν βοηθήσει σημαντικά τους Ελληνες συναδέλφους τους, τόσο με την πείρα τους σε θέματα παράνομης μετανάστευσης όσο και με την υλικοτεχνική τους υποδομή. Η Ευρώπη προφανώς «θορυβήθηκε» από τον ανθρώπινο χείμαρρο, που μπούκαρε από τη νοτιοανατολική της θύρα, μέσα στο 2010, και αποφάσισε να συνδράμει πριν τα απόνερα της λαθρομετανάστευσης φτάσουν στην κεντρική της «αυλή». Προς το παρόν, πάντως, η δική μας περίπολος έχει «θορυβηθεί» από την παρουσία μιας φουσκωτής βάρκας που είναι δεμένη στην τούρκικη πλευρά του ποταμού Εβρου. «Πόσο καιρό είναι η βάρκα εκεί;» ρωτάει ο Σταύρος τον Βασίλη, που γνωρίζει την περιοχή σαν την παλάμη του. Εκείνος κάνει δύο βήματα μπροστά, στέκεται με τα χέρια στη μέση και ενώ τα λασπωμένα του άρβυλα πατικώνουν την άκρη της ελληνικής όχθης, με μια γρήγορη ματιά ακτινογραφεί το ύποπτο φουσκωτό. «Δεν υπάρχει πρόβλημα, ανήκει σε ψαρά η βάρκα», θα αποφανθεί και το σφιγμένο βλέμμα του Σταύρου θα ηρεμήσει. Ανάμεσα στα γυμνά από φύλλα καβάκια, τα λασπώδη στενά μονοπάτια και τους ενοχλητικούς ξεραμένους θάμνους , η περίπολος ψάχνει για ίχνη. Ενα μουλιασμένο πακέτο τσιγάρα, ένα μουχλιασμένο σάντουιτς, ένας μουσκεμένος σκούφος, μια νωπή πατημασιά ίσως και να τους οδηγήσουν σε κάποιον που πιθανόν να μην έγινε αντιληπτός από τα παρατηρητήρια και τις θερμικές διόπτρες. Για το καλό του, μακάρι να βρεθεί σύντομα. Τα παιδιά της περιπόλου έχουν αρκετές ιστορίες να διηγηθούν από νεκρούς μετανάστες. Τους θυμούνται όλους. Εχουν αποτυπώσει βαθιά μέσα τους τα πάντα: ημερομηνία, ώρα, τον τόπο όπου βρέθηκαν, τις τελευταίες τους λέξεις: «Help! Help!». Αλλοι ξεψύχησαν από κρυοπαγήματα, άλλοι πέθαναν από πνιγμό, όλοι επειδή ακούσανε έναν εγκληματία διακινητή να τους διαβεβαιώνει: «Δεν τρέχει τίποτα. Μπες στο νερό και κολύμπα. Μπροστά σου είναι η Ελλάδα. Εκεί είναι η ζωή». Αμ δε. Οπλοφορείς, έτσι δεν είναι;». «Ναι, αλλά εδώ δεν υπάρχουν κανόνες εμπλοκής. Μπορείς, άλλωστε, να σηκώσεις όπλο σε μια έγκυο γυναίκα;» μου απαντάει ο Βασίλης. Δέκα χρόνια συνοριοφύλακας. Γεννήθηκε στη Νέα Βύσσα. Γνωρίζει αυτά τα μέρη καλύτερα από τον καθένα, έμαθε να διαχειρίζεται κάθε κρίση με αξιοζήλευτη ψυχραιμία. Οι διακινητές -οι περισσότεροι Τούρκοι, όπως λένε οι πληροφορίες, με άκρες και προσβάσεις στα διαφθαρμένα κομμάτια του Στρατού - προτιμούν να δράσουν τις πρώτες πρωινές ώρες, όταν μπορούν να έχουν την ελάχιστη ορατότητα προς την ελληνική πλευρά προκειμένου να αποφύγουν κάποια ενέδρα. Μία μέθοδος είναι η βάρκα. Τη δένουν με ένα σκοινί στην τουρκική πλευρά και από την άλλη την αφήνουν να περάσει στην ελληνική μέχρι να φτάσει σε κάποια από τις 500 νησίδες που βρίσκονται στον ποταμό. Οταν οι λαθρομετανάστες αποβιβαστούν, την τραβάνε πίσω για να επιβιβαστεί το επόμενο γκρουπ. Πώς θα φύγουν από κει οι απελπισμένοι ταξιδιώτες; Δικό τους πρόβλημα. Ο συγκεκριμένος τρόπος «αποβίβασης» δεν θα τους στοιχίσει πολύ άλλωστε: 200 με 500 ευρώ. Αν όμως ο βαρκάρης τούς μεταφέρει ο ίδιος σε ελληνικό έδαφος, τότε η ταρίφα ανεβαίνει γιατί μαζί ανεβαίνει και η πιθανότητα σύλληψής του... Αν πάντως ο μετανάστης καταφέρει να περάσει στο ελληνικό έδαφος, τότε θα επιδιώξει να συλληφθεί ώστε να μπει στην προβλεπόμενη από τις διεθνείς συνθήκες διαδικασία, η οποία θα τον οδηγήσει από τη σύλληψη στο πολυπόθητο χαρτί της απελευθέρωσης με τη δέσμευση μέσα σε 30 μέρες να εγκαταλείψει τη χώρα από μόνος του. Για να γίνουν όλα αυτά αρκεί να πείσει πως κατάγεται είτε από την Παλαιστίνη είτε από τη Σομαλία είτε από το Αφγανιστάν, από χώρες δηλαδή που δεν απελαύνονται οι αιτούντες άσυλο. Τελευταίος σταθμός και ανάχωμα πριν από την ελευθερία: το Τμήμα Συνοριακής Φύλαξης Κυπρίνου, όπου μεταφέρονται όλοι οι λαθρομετανάστες προκειμένου να δακτυλοσκοπηθούν, να φωτογραφηθούν, να εξεταστούν ιατρικά και να διευρυνθεί η πραγματική τους ταυτότητα. Oχι, δεν είναι η μπασκέτα στον προαύλιο χώρο, δεν είναι η γόπα από το τελειωμένο τσιγάρο του συνοδοιπόρου, ούτε καν το καθημερινό σάντουιτς της εταιρείας catering, που λαχταράει ο μετανάστης. Είναι αυτή η στάση του ΚΤΕΛ Εβρου, ακριβώς απ’ έξω από τη σιδερένια πόρτα του καταλύματος, που την κοιτάει μέσα από τα κάγκελα του παραθύρου του, ονειρεύεται τη φυγή του και μαζί τού φεύγει και το μυαλό.

Από πού είσαι;», «Από τη Νιγηρία». «Γιατί ήρθες;», «Εχω συγγενείς στην Ισπανία, ήθελα να πάω να τους βρω. Γνωρίζετε πώς είναι η κατάσταση στη χώρα μου». «Πόσα χρήματα έδωσες για να μπεις παράνομα στην Ελλάδα;». «Δεν έδωσα χρήματα. Κάποιος με βοήθησε». «Γιατί τον προστατεύεις;». «Δεν προστατεύω κανέναν, κάποιος με βοήθησε». Ο Αμπού Οσμάν είναι 28 ετών. Με κοιτάει με απελπισία μέσα από τα σίδερα του παραθύρου του και προσπαθεί μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα να μου περιγράψει το δράμα του. Δίπλα στον Οσμάν, μόλις μας παίρνει χαμπάρι, έρχεται και ο Νικολάι από τη Ρωσία. Μετά ο Αμάνου από τη Νιγηρία. Μαζεύονται πολλοί και αρχίζει ξαφνικά η μία προσωπική ιστορία να επικαλύπτει την άλλη. «Θέλουμε μόνο να φύγουμε. Εχουμε χρήματα. Δεν έχουμε ανάγκη να κλέψουμε. Θα φύγουμε από την Ελλάδα», με διαβεβαιώνουν. «Μετάνιωσες που επέλεξες αυτό τον τρόπο να έρθεις;» ρωτάω τον Οσμάν. «Τώρα ναι, αλλά αν έμενα στη χώρα μου, θα πέθαινα. Αυτό είναι σίγουρο». Κοντεύει απόγευμα Κυριακής. Κλείνω το τετράδιο, πατάω το stop στο κασετοφωνάκι, χαιρετάω με ένα νεύμα τον Οσμάν και γυρίζω την πλάτη. Αφήνω τον Σαλαμάγκα στην αγωνία του, να καταμετρά τις κόκκινες και τις κίτρινες πινέζες, τα παιδιά της συνοριοφυλακής να συλλέγουν τα σκόρπια απομεινάρια από τις καθημερινές «αφίξεις» που κατάντησαν ρουτίνα, τους προσωρινούς κρατούμενους στο Τμήμα Συνοριακής Φύλαξης Κυπρίνου να ζαχαρώνουν τη στάση του ΚΤΕΛ Εβρου και τους διακινητές να τρίβουν τα χέρια τους. Εχω γυρίσει πολλές φορές την πλάτη, είναι η αλήθεια - όλοι μας άλλωστε αυτό κάνουμε, αυτή είναι η δική μας ρουτίνα. Ωστόσο τούτη η φορά, ομολογώ, ήταν η πιο δύσκολη.
Ακολουθήστε το protothema.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr