Χορεύοντας με τη Νάντια Μπουλέ
06.06.2011
18:35
Εργασιομανής, ξανθιά τηλε-παρουσιάστρια, που ξυπνά στις 6 το πρωί αλλά δεν δηλώνει πρωινός τύπος, που τραγουδά απρόσμενα καλά, χορεύει στο «Dancing»...
Εργασιομανής, ξανθιά τηλε-παρουσιάστρια, που ξυπνά στις 6 το πρωί αλλά δεν δηλώνει πρωινός τύπος, που τραγουδά απρόσμενα καλά, χορεύει στο «Dancing», έχει στο βιογραφικό της μια σχέση με τον Γρηγόρη Αρναούτογλου, δεν είναι σε διάθεση να ερωτευτεί, λέει πως έχει κάνει ψυχανάλυση -όχι για τον Γρηγόρη- και μπορεί να κάνει χίλια δυο πράγματα ταυτόχρονα με επιδεξιότητα κοριτσιού του τσίρκου.
Επίσης, κόρη δημάρχου, κορίτσι του μπαμπά που θαυμάζει απεριόριστα τους πολλαπλούς ρόλους της μαμάς της, καλή μαθήτρια, επικοινωνιολόγος με πτυχίο, που ξυπνά λέγοντας στον εαυτό της «τρέχα, έχεις αργήσει πάλι!». Θα μπορούσε να είναι μία τίμια αρχή της αφήγησης για τη Νάντια Μπουλέ, ωστόσο η γεύση που αποκομίζω μετά τις δύο συναντήσεις μας είναι μάλλον αρκετά πιο γήινη. Ισως γιατί μεταξύ καφέ και πρωινού μαγιάτικου ψιλόβροχου ανακαλύψαμε εν τη ρύμη του λόγου πως υπήρξαμε συμφοιτητές, παρότι ποτέ δεν συναντηθήκαμε στα ακαδημαϊκά έδρανα.
Εκείνη τότε έκανε τα πρώτα της βήματα σε γνωστό τηλεοπτικό μουσικό κανάλι. Εκτός από τα τηλεοπτικά στούντιο, όπου βρέθηκε χάρη σε ένα βιογραφικό που έστειλε με πλήρη άγνοια κινδύνου, τα χρόνια της στο πανεπιστήμιο θα μου πει πως λύσσαξε: «Πήγαινα το πρωί στις παραδόσεις, ξεκίνησα μαθήματα φωνητικής, δούλευα στην τηλεόραση, ξεκίνησα να κάνω μαθήματα ισπανικών με την κολλητή μου, έκανα γυμναστική, τα έκανα όλα. Ξύπναγα στις 8 το πρωί και γύρναγα σπίτι μου στις 10 το βράδυ». Οχι δηλαδή ότι τώρα δεν τρέχει από το πρωί ως το βράδυ. Αν ήμουν αστρολόγος θα έλεγα πως ευθύνεται ο συνδυασμός Ζυγού με ωροσκόπο Δίδυμο. Αλλά, είπαμε, με τη Νάντια Μπουλέ η κουβέντα μας είναι γήινη, καθημερινή, σχεδόν φιλική.
θυμάται με νοσταλγία τα καλοκαίρια της στην Κεφαλονιά, τη μητριαρχική φιγούρα της γιαγιάς της αλλά και την κρεατόπιτα, την αυθεντική, όπως μου τονίζει, που έτρωγε από τα χέρια της. Το τηλέφωνό της δεν σταματά να χτυπά, δεν το σηκώνει, μένει εστιασμένη στην κουβέντα μας.
Είναι εδώ. Οχι εδώ και κάπου αλλού. Να πω την αλήθεια μου, εντυπωσιάζομαι από τον συγκροτημένο τρόπο με τον οποίο εκφέρει τον λόγο. Τη ρωτώ για την πολλαπλότητα των ρόλων της: παρουσιάστρια, τραγουδίστρια, χορεύτρια, ραδιοφωνική παραγωγός, Γυναίκα της Χρονιάς, όπως αποφάσισαν πρόσφατα οι αναγνώστες γνωστού μηνιαίου περιοδικού.
«Μικρή», μου λέει, «ήμουν στη χορωδία του Σπύρου Λάμπρου, έκανα διάφορες αθλητικές δραστηριότητες, μεγάλωσα με ελευθερία επιλογών από τους γονείς μου και μετά ήρθαν οι πανελλήνιες εξετάσεις». Τότε, ομολογεί πως ήταν από τις λίγες φορές στη ζωή της που καταπιέστηκε και, απ’ ό,τι μαθαίνω, καταπίεσε και το πρώτο της αγόρι: «Του είχα εξηγηθεί από την αρχή πως δεν είχα χρόνο». Η Νάντια είναι αυθεντικά προσηνής, φύσει κοινωνική, ίσως να παίζει ρόλο το γεγονός ότι διετέλεσε πάλαι ποτέ πρόεδρος σχολικής τάξης.
Επίσης, κόρη δημάρχου, κορίτσι του μπαμπά που θαυμάζει απεριόριστα τους πολλαπλούς ρόλους της μαμάς της, καλή μαθήτρια, επικοινωνιολόγος με πτυχίο, που ξυπνά λέγοντας στον εαυτό της «τρέχα, έχεις αργήσει πάλι!». Θα μπορούσε να είναι μία τίμια αρχή της αφήγησης για τη Νάντια Μπουλέ, ωστόσο η γεύση που αποκομίζω μετά τις δύο συναντήσεις μας είναι μάλλον αρκετά πιο γήινη. Ισως γιατί μεταξύ καφέ και πρωινού μαγιάτικου ψιλόβροχου ανακαλύψαμε εν τη ρύμη του λόγου πως υπήρξαμε συμφοιτητές, παρότι ποτέ δεν συναντηθήκαμε στα ακαδημαϊκά έδρανα.
Εκείνη τότε έκανε τα πρώτα της βήματα σε γνωστό τηλεοπτικό μουσικό κανάλι. Εκτός από τα τηλεοπτικά στούντιο, όπου βρέθηκε χάρη σε ένα βιογραφικό που έστειλε με πλήρη άγνοια κινδύνου, τα χρόνια της στο πανεπιστήμιο θα μου πει πως λύσσαξε: «Πήγαινα το πρωί στις παραδόσεις, ξεκίνησα μαθήματα φωνητικής, δούλευα στην τηλεόραση, ξεκίνησα να κάνω μαθήματα ισπανικών με την κολλητή μου, έκανα γυμναστική, τα έκανα όλα. Ξύπναγα στις 8 το πρωί και γύρναγα σπίτι μου στις 10 το βράδυ». Οχι δηλαδή ότι τώρα δεν τρέχει από το πρωί ως το βράδυ. Αν ήμουν αστρολόγος θα έλεγα πως ευθύνεται ο συνδυασμός Ζυγού με ωροσκόπο Δίδυμο. Αλλά, είπαμε, με τη Νάντια Μπουλέ η κουβέντα μας είναι γήινη, καθημερινή, σχεδόν φιλική.
θυμάται με νοσταλγία τα καλοκαίρια της στην Κεφαλονιά, τη μητριαρχική φιγούρα της γιαγιάς της αλλά και την κρεατόπιτα, την αυθεντική, όπως μου τονίζει, που έτρωγε από τα χέρια της. Το τηλέφωνό της δεν σταματά να χτυπά, δεν το σηκώνει, μένει εστιασμένη στην κουβέντα μας.
Είναι εδώ. Οχι εδώ και κάπου αλλού. Να πω την αλήθεια μου, εντυπωσιάζομαι από τον συγκροτημένο τρόπο με τον οποίο εκφέρει τον λόγο. Τη ρωτώ για την πολλαπλότητα των ρόλων της: παρουσιάστρια, τραγουδίστρια, χορεύτρια, ραδιοφωνική παραγωγός, Γυναίκα της Χρονιάς, όπως αποφάσισαν πρόσφατα οι αναγνώστες γνωστού μηνιαίου περιοδικού.
«Μικρή», μου λέει, «ήμουν στη χορωδία του Σπύρου Λάμπρου, έκανα διάφορες αθλητικές δραστηριότητες, μεγάλωσα με ελευθερία επιλογών από τους γονείς μου και μετά ήρθαν οι πανελλήνιες εξετάσεις». Τότε, ομολογεί πως ήταν από τις λίγες φορές στη ζωή της που καταπιέστηκε και, απ’ ό,τι μαθαίνω, καταπίεσε και το πρώτο της αγόρι: «Του είχα εξηγηθεί από την αρχή πως δεν είχα χρόνο». Η Νάντια είναι αυθεντικά προσηνής, φύσει κοινωνική, ίσως να παίζει ρόλο το γεγονός ότι διετέλεσε πάλαι ποτέ πρόεδρος σχολικής τάξης.
Τη ρωτάω για την κλισέ εικόνα που κι εγώ καμιά φορά έχω για το δίπτυχο «ξανθιά - τηλεπαρουσιάστρια». Και μου ξεδιπλώνει την κοσμοθεωρία της: «Η τηλεόραση δημιουργεί εικόνες στερεοτυπικές. Αν δουν ότι είσαι ξανθιά, μικρή σε ηλικία και χαριτωμένη, πρέπει οπωσδήποτε να είσαι και ανεγκέφαλη, ακαλλιέργητη και χαζή. Δεν είναι έτσι τα πράγματα». Στα 19 της, φοιτήτρια ακόμη και νεοσσός στα μαθήματα φωνητικής, μου λέει πως δέχτηκε πρόταση για δισκογραφικό συμβόλαιο. Δεν το έκανε. Και νομίζω πως έπραξε σοφά. Λίγα χρόνια μετά ήρθαν οι live εμφανίσεις της με τον Μανώλη Λιδάκη. «Μα, είσαι mainstream», της λέω. «Γιατί Λιδάκης και όχι, ας πούμε, Παπαρίζου;». Ιδού η λύση του μυστηρίου: «Πριν από δύο καλοκαίρια ήμουν με μια παρέα στη Χαλκιδική σε ένα μπαρ όπου υπήρχε ένα πιάνο.
Ο ιδιοκτήτης τύχαινε να ξέρει πως τραγουδάω και μου ζήτησε να πω ένα τραγούδι. Τελικά είπα τρία. Στο τέλος, μου είπε πως πρέπει να το κυνηγήσω πιο επισταμένα. Μετά από μερικούς μήνες με πήρε τηλέφωνο και μου ζήτησε να πάω για οντισιόν σε ένα από τα μαγαζιά του όπου θα εμφανιζόταν ο Μανώλης Λιδάκης. Με άκουσε και μου είπε “έλα να είμαστε μαζί”. Δεν είχε ιδέα ποια είμαι, γιατί έπειτα από μερικές ώρες με πήρε τηλέφωνο και με ρώτησε “είσαι αυτή που είναι στην τηλεόραση;”. Περίμενα να ακούσω “δεν τ’ αφήνουμε καλύτερα;”. Αλλά συνέβη το αντίθετο».
Οταν μιλάει για τη μουσική, η Νάντια λάμπει. Μου εξηγεί την αισθητική της συγγένεια με τους ανθρώπους που έχει συνεργαστεί (Λιδάκης, Καλαντζόπουλος, Κίτρινα Ποδήλατα), ότι αυτό που τραγουδάει είναι αυτό που ακούει σπίτι της και περιγράφει τη διαδρομή από τα βινίλια των Beatles και των Queen της οικογενειακής δισκοθήκης, στους Metallica και τους Offspring -επιρροές από τον μεγάλο αδελφό της- και κατόπιν στην αγαπημένη της Sade που ακούει κάθε πρωί στο αυτοκίνητο. Με τον αδελφό της που μόλις απολύθηκε από φαντάρος μένουν μαζί. Δεν προλαβαίνω να τη ρωτήσω αν κάνει δουλειές στο σπίτι.
«Τι θες να με ρωτήσεις; Αν είμαι νοικοκυρά; Ναι, μου αρέσει να είμαι η νοικοκυρά, να μαγειρεύω, να κάνω πράγματα στο σπίτι», μου αντιτείνει με φυσικότητα. Με την ίδια φυσικότητα που θα πει, χωρίς ονοματεπώνυμα και διευθύνσεις, πως είχε περάσει από το μυαλό της να ανοίξει το δικό της σπίτι: «Εχω υπάρξει σε σχέση που πίστευα ότι αν τα πράγματα προχωρούσαν και πήγαιναν καλά θα μπορούσαμε να κάνουμε οικογένεια». Μου λέει πως της αρέσουν οι αλλαγές. Και διορθώνει κατευθείαν τον εαυτό της.
«Μου αρέσουν οι αλλαγές, αλλά όχι οι αλλαγές στις σχέσεις μου: Μου αρέσουν οι μακροχρόνιες και σταθερές σχέσεις. Δεν νομίζω ότι θα πω ποτέ πως βαρέθηκα έναν άνθρωπο». Οι φιλίες της κρατούν από το σχολείο, οι φίλοι της, μου λέει, της δίνουν το κανονικό μέγεθος των πραγμάτων, μακριά από τον παραμορφωτικό καθρέφτη της τηλεόρασης. Τη ρωτώ αν είναι καλύτερη μια σχέση με αναγνωρίσιμο ή μη αναγνωρίσιμο σύντροφο. «Καλύτερες είναι οι σχέσεις που έχουν βαθιά συναισθήματα», μου απαντά. Από την ψυχανάλυση έχει μάθει πως κάθε σχέση που τελειώνει σε βοηθά να γίνεις καλύτερος στην επόμενη.
Από τα εννιά χρόνια δουλειάς της έχει διδαχθεί την ανοσία στις κακοπροαίρετες κριτικές και την κάθετη άρνηση στον ετεροπροσδιορισμό. Θεωρεί άλλωστε, όπως επί λέξει λέει, μεγάλη κουβέντα το «απ’ όσα ακούς μην πιστεύεις τίποτα κι απ’ όσα βλέπεις πίστευε τα μισά». Παρότι είναι αυτό που λέμε παιδί χωρισμένων γονιών, μου αφήνει την εντύπωση πως δεν προικίστηκε με το τραύμα αλλά από έναν απεριόριστο θαυμασμό για τους γονείς της. Από τη μητέρα της, μια γυναίκα που σπούδασε μηχανολόγος-ηλεκτρολόγος στις ΗΠΑ σε μια εποχή που οι γυναίκες δεν το συνήθιζαν, κληρονόμησε τον δυναμισμό αλλά και την ευελιξία της στους πολλούς και διαφορετικούς ρόλους. Από τον πατέρα της, δήμαρχο για τρίτη τετραετία στη Ναύπακτο, την αποφασιστικότητα να αλλάζει τη ζωή του. «Εχεις βγει να μοιράσεις φέιγ βολάν;» της λέω μεταξύ σοβαρού κι αστείου.
«Οχι, αλλά στις εκλογές κατεβαίνω πάντα στο εκλογικό κέντρο», μου απαντά. Κάπως έτσι, μεταξύ αποφασιστικότητας και πολλαπλών ρόλων, βρέθηκε να συμμετέχει και στο «Dancing With The Stars»: «Είχα κάτσει πολύ την περίοδο που μου έγινε η πρόταση, ήμουν και λίγο πεσμένη ψυχολογικά και είπα “βούτα”». Κι απ’ ό,τι φαίνεται είναι διατεθειμένη να το παλέψει μέχρι τέλους, αφού παρότι αυτοπροσδιορίζεται ως εύθραυστη και συναισθηματική δεν γουστάρει να τα παρατάει, όπως μου λέει.
Η Νάντια είναι ένας άνθρωπος που επενδύει στον εαυτό της, όχι ναρκισσιστικά, αλλά εκμεταλλευόμενη τις φυσικές της κλίσεις. Κι αυτό ακόμη κι αν δεν την κάνει νικήτρια στο DWTS, την κάνει σίγουρα καθημερινά στον καθρέφτη της.
Ο ιδιοκτήτης τύχαινε να ξέρει πως τραγουδάω και μου ζήτησε να πω ένα τραγούδι. Τελικά είπα τρία. Στο τέλος, μου είπε πως πρέπει να το κυνηγήσω πιο επισταμένα. Μετά από μερικούς μήνες με πήρε τηλέφωνο και μου ζήτησε να πάω για οντισιόν σε ένα από τα μαγαζιά του όπου θα εμφανιζόταν ο Μανώλης Λιδάκης. Με άκουσε και μου είπε “έλα να είμαστε μαζί”. Δεν είχε ιδέα ποια είμαι, γιατί έπειτα από μερικές ώρες με πήρε τηλέφωνο και με ρώτησε “είσαι αυτή που είναι στην τηλεόραση;”. Περίμενα να ακούσω “δεν τ’ αφήνουμε καλύτερα;”. Αλλά συνέβη το αντίθετο».
Οταν μιλάει για τη μουσική, η Νάντια λάμπει. Μου εξηγεί την αισθητική της συγγένεια με τους ανθρώπους που έχει συνεργαστεί (Λιδάκης, Καλαντζόπουλος, Κίτρινα Ποδήλατα), ότι αυτό που τραγουδάει είναι αυτό που ακούει σπίτι της και περιγράφει τη διαδρομή από τα βινίλια των Beatles και των Queen της οικογενειακής δισκοθήκης, στους Metallica και τους Offspring -επιρροές από τον μεγάλο αδελφό της- και κατόπιν στην αγαπημένη της Sade που ακούει κάθε πρωί στο αυτοκίνητο. Με τον αδελφό της που μόλις απολύθηκε από φαντάρος μένουν μαζί. Δεν προλαβαίνω να τη ρωτήσω αν κάνει δουλειές στο σπίτι.
«Τι θες να με ρωτήσεις; Αν είμαι νοικοκυρά; Ναι, μου αρέσει να είμαι η νοικοκυρά, να μαγειρεύω, να κάνω πράγματα στο σπίτι», μου αντιτείνει με φυσικότητα. Με την ίδια φυσικότητα που θα πει, χωρίς ονοματεπώνυμα και διευθύνσεις, πως είχε περάσει από το μυαλό της να ανοίξει το δικό της σπίτι: «Εχω υπάρξει σε σχέση που πίστευα ότι αν τα πράγματα προχωρούσαν και πήγαιναν καλά θα μπορούσαμε να κάνουμε οικογένεια». Μου λέει πως της αρέσουν οι αλλαγές. Και διορθώνει κατευθείαν τον εαυτό της.
«Μου αρέσουν οι αλλαγές, αλλά όχι οι αλλαγές στις σχέσεις μου: Μου αρέσουν οι μακροχρόνιες και σταθερές σχέσεις. Δεν νομίζω ότι θα πω ποτέ πως βαρέθηκα έναν άνθρωπο». Οι φιλίες της κρατούν από το σχολείο, οι φίλοι της, μου λέει, της δίνουν το κανονικό μέγεθος των πραγμάτων, μακριά από τον παραμορφωτικό καθρέφτη της τηλεόρασης. Τη ρωτώ αν είναι καλύτερη μια σχέση με αναγνωρίσιμο ή μη αναγνωρίσιμο σύντροφο. «Καλύτερες είναι οι σχέσεις που έχουν βαθιά συναισθήματα», μου απαντά. Από την ψυχανάλυση έχει μάθει πως κάθε σχέση που τελειώνει σε βοηθά να γίνεις καλύτερος στην επόμενη.
Από τα εννιά χρόνια δουλειάς της έχει διδαχθεί την ανοσία στις κακοπροαίρετες κριτικές και την κάθετη άρνηση στον ετεροπροσδιορισμό. Θεωρεί άλλωστε, όπως επί λέξει λέει, μεγάλη κουβέντα το «απ’ όσα ακούς μην πιστεύεις τίποτα κι απ’ όσα βλέπεις πίστευε τα μισά». Παρότι είναι αυτό που λέμε παιδί χωρισμένων γονιών, μου αφήνει την εντύπωση πως δεν προικίστηκε με το τραύμα αλλά από έναν απεριόριστο θαυμασμό για τους γονείς της. Από τη μητέρα της, μια γυναίκα που σπούδασε μηχανολόγος-ηλεκτρολόγος στις ΗΠΑ σε μια εποχή που οι γυναίκες δεν το συνήθιζαν, κληρονόμησε τον δυναμισμό αλλά και την ευελιξία της στους πολλούς και διαφορετικούς ρόλους. Από τον πατέρα της, δήμαρχο για τρίτη τετραετία στη Ναύπακτο, την αποφασιστικότητα να αλλάζει τη ζωή του. «Εχεις βγει να μοιράσεις φέιγ βολάν;» της λέω μεταξύ σοβαρού κι αστείου.
«Οχι, αλλά στις εκλογές κατεβαίνω πάντα στο εκλογικό κέντρο», μου απαντά. Κάπως έτσι, μεταξύ αποφασιστικότητας και πολλαπλών ρόλων, βρέθηκε να συμμετέχει και στο «Dancing With The Stars»: «Είχα κάτσει πολύ την περίοδο που μου έγινε η πρόταση, ήμουν και λίγο πεσμένη ψυχολογικά και είπα “βούτα”». Κι απ’ ό,τι φαίνεται είναι διατεθειμένη να το παλέψει μέχρι τέλους, αφού παρότι αυτοπροσδιορίζεται ως εύθραυστη και συναισθηματική δεν γουστάρει να τα παρατάει, όπως μου λέει.
Η Νάντια είναι ένας άνθρωπος που επενδύει στον εαυτό της, όχι ναρκισσιστικά, αλλά εκμεταλλευόμενη τις φυσικές της κλίσεις. Κι αυτό ακόμη κι αν δεν την κάνει νικήτρια στο DWTS, την κάνει σίγουρα καθημερινά στον καθρέφτη της.
Ακολουθήστε το protothema.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr