Captain my Captain!
23.06.2011
10:01
Ούτε ο πιο ευφάνταστος σεναριογράφος δεν θα μπορούσε να είχε σκαρφιστεί τα πράγματα που έχει κάνει ο κιθαρίστας των Rolling Stones. Ευτυχώς για μας, ο ίδιος όχι μόνο τα θυμάται, αλλά παραδόξως ζει ακόμα και μπορεί να τα μοιραστεί μαζί μας.
Κείμενο: Ελενα Χρηστοπούλου
Ούτε ο πιο ευφάνταστος σεναριογράφος δεν θα μπορούσε να είχε σκαρφιστεί τα πράγματα που έχει κάνει ο κιθαρίστας των Rolling Stones. Ευτυχώς για μας, ο ίδιος όχι μόνο τα θυμάται, αλλά παραδόξως ζει ακόμα και μπορεί να τα μοιραστεί μαζί μας.
Όσο απίθανο κι αν φαίνεται, ο Κιθ Ρίτσαρντς ζει και βασιλεύει. Ο κιθαρίστας των Rolling Stones, που για χρόνια βρισκόταν στις λίστες των ροκ σταρ οι οποίοι αναμένεται να πεθάνουν πριν την ώρα τους, όχι απλώς έχει επιζήσει από μια ζωή αδιανόητων καταχρήσεων, αλλά απολαμβάνει τη ζωή όσο ποτέ. Με την αποκαλυπτική βιογραφία του «Life» να έχει αποσπάσει θερμότατες κριτικές και την επιστροφή του στους «Πειρατές της Καραϊβικής» ως καπετάνιος Τιγκ, ο Ρίτσαρντς αποδεικνύει πως θα περάσει ακόμα καιρός μέχρι να πάει να βρει «τον παλιόφιλό του Λούσιφερ». Ηταν πολύ εύκολο για τον Ρίτσαρντς, όπως αφηγείται ο ίδιος, να επιστρέψει στο μαγικό κόσμο των «Πειρατών της Καραϊβικής». «Ο καπετάνιος Τιγκ δεν είναι ένας πολύπλοκος χαρακτήρας», λέει χαμογελώντας. «Βάζεις το κοστούμι και προτού το καταλάβεις είσαι ο καπετάνιος Τιγκ. Κατά κάποιον τρόπο, το κοστούμι είναι ο καπετάνιος Τιγκ». Ο κιθαρίστας των Rolling Stones φόρεσε για πρώτη φορά το κουστούμι του Τιγκ το 2007 για να εμφανιστεί στην τρίτη ταινία της σειράς των «Πειρατών», «Στο τέλος του κόσμου». Το ευχαριστήθηκε δε τόσο που επέστρεψε για την τέταρτη προσθήκη στη σειρά, στο «Σε άγνωστα νερά», σε σκηνοθεσία Ρομπ Μάρσαλ («Σικάγο», «Εννιά»). Ο Τζόνι Ντεπ από την αρχή του project ήθελε πολύ να συμμετάσχει ο Ρίτσαρντς σ’ αυτή τη νέα περιπέτεια, επί και εκτός της οθόνης. Στο μυαλό του Ντεπ, άλλωστε, οι πειρατές του 18ου αιώνα ήταν σαν τους ροκ σταρ της εποχής, και για τον ίδιο τον Ντεπ ο μεγαλύτερος ροκ σταρ είναι ο Ρίτσαρντς, οπότε η απόφαση ήταν εύκολη.
Eχει ενδιαφέρον το πώς, ενώ τώρα είναι στενοί φίλοι, ο Ρίτσαρντς σε συνέντευξή του στους «New York Times» ομολόγησε πως έβλεπε τον Τζόνι Ντεπ να μπαινοβγαίνει σπίτι του για δύο χρόνια χωρίς να έχει καταλάβει ότι πρόκειται για τον γνωστό σταρ του Χόλιγουντ. Στην αρχή νόμιζε πως πουλούσε ναρκωτικά στον γιο του: «Μου πήρε δύο χρόνια για να καταλάβω ποιος είναι. Ηταν φίλος με τον γιο μου Μάρλον κι ερχόταν σπίτι για να παίξουν παρέα μουσική. Ποτέ δεν ρωτάω τους φίλους του Μάρλον ποιοι είναι, γιατί φοβάμαι ότι θα μου απαντήσουν ότι είναι βαποράκια. Μια μέρα όμως που είχε έρθει και τρώγαμε παρέα, ξαφνικά μου έσκασε: “Ωπ, αυτός, ρε συ, είναι ο Ψαλιδοχέρης!’’».
Κιθαρίστας και ιδρυτικό μέλος των Rolling Stones, ο Ρίτσαρντς τα έχει δει και τα έχει κάνει όλα. Πρόσφατα, μάλιστα, κατέγραψε, με τη βοήθεια του δημοσιογράφου-συγγραφέα Τζέιμς Φοξ τη μοναδική του πορεία από τα προάστια του Λονδίνου στο απόγειο της ροκ φήμης στη βιογραφία του «Life» (κυκλοφορεί προσεχώς και στα ελληνικά σε μετάφραση Γιάννη Νένε από τις εκδόσεις Intro Books). Η ηχητική εκδοχή του βιβλίου ξεκινά με τη φωνή -ποιου άλλου;- του Τζόνι Ντεπ. Ανάμεσα σε πολλά άλλα, ο Ρίτσαρντς ομολογεί πως ένας βασικότατος λόγος που
επέζησε από τις σκληρές καταχρήσεις ήταν γιατί φερόταν στο σώμα του σαν να είναι ναός.
Το παράδοξο είναι πως μόνο μετά την κυκλοφορία της αυτοβιογραφίας του έφτασε στα αφτιά της Disney, εταιρείας παραγωγής των «Πειρατών», πως ο Ρίτσαρντς υπήρξε χρήστης ουσιών. Σύμφωνα μάλιστα με τις φήμες που κυκλοφόρησαν, η εταιρεία θορυβήθηκε τόσο πολύ που παραλίγο να αναθεωρήσει τη συμμετοχή του Ρίτσαρντς στο «Σε άγνωστα νερά», αποσύροντας τις σκηνές όπου εμφανίζεται, κάτι που θα ήταν πραγματικά κρίμα, γιατί η χημεία μεταξύ του Ρίτσαρντς και του Ντεπ και ο αμοιβαίος σεβασμός τους γίνονται εμφανείς στην οθόνη, ακόμα κι αν μοιράζονται μόλις μία σκηνή. «Υποθέτω πως ναι, ισχύει αυτό», λέει ο Ρίτσαρντς. «Αλλά δεν είναι κάτι για το οποίο συζητάμε ή προβληματιζόμαστε. Βγαίνει πολύ φυσικά. Εχεις έναν ρόλο να παίξεις κι αναρωτιέσαι: “Πώς μπορώ να παίξω τον μπαμπά του Τζακ Σπάροου;”. Και αναζητάς τον τρόπο διαρκώς. Ελπίζω να δένει ως σύνολο. Βοηθάει πολύ το γεγονός πως ο Τζόνι είναι πολύ εύκολος στη συνεργασία.
Ούτε ο πιο ευφάνταστος σεναριογράφος δεν θα μπορούσε να είχε σκαρφιστεί τα πράγματα που έχει κάνει ο κιθαρίστας των Rolling Stones. Ευτυχώς για μας, ο ίδιος όχι μόνο τα θυμάται, αλλά παραδόξως ζει ακόμα και μπορεί να τα μοιραστεί μαζί μας.
Όσο απίθανο κι αν φαίνεται, ο Κιθ Ρίτσαρντς ζει και βασιλεύει. Ο κιθαρίστας των Rolling Stones, που για χρόνια βρισκόταν στις λίστες των ροκ σταρ οι οποίοι αναμένεται να πεθάνουν πριν την ώρα τους, όχι απλώς έχει επιζήσει από μια ζωή αδιανόητων καταχρήσεων, αλλά απολαμβάνει τη ζωή όσο ποτέ. Με την αποκαλυπτική βιογραφία του «Life» να έχει αποσπάσει θερμότατες κριτικές και την επιστροφή του στους «Πειρατές της Καραϊβικής» ως καπετάνιος Τιγκ, ο Ρίτσαρντς αποδεικνύει πως θα περάσει ακόμα καιρός μέχρι να πάει να βρει «τον παλιόφιλό του Λούσιφερ». Ηταν πολύ εύκολο για τον Ρίτσαρντς, όπως αφηγείται ο ίδιος, να επιστρέψει στο μαγικό κόσμο των «Πειρατών της Καραϊβικής». «Ο καπετάνιος Τιγκ δεν είναι ένας πολύπλοκος χαρακτήρας», λέει χαμογελώντας. «Βάζεις το κοστούμι και προτού το καταλάβεις είσαι ο καπετάνιος Τιγκ. Κατά κάποιον τρόπο, το κοστούμι είναι ο καπετάνιος Τιγκ». Ο κιθαρίστας των Rolling Stones φόρεσε για πρώτη φορά το κουστούμι του Τιγκ το 2007 για να εμφανιστεί στην τρίτη ταινία της σειράς των «Πειρατών», «Στο τέλος του κόσμου». Το ευχαριστήθηκε δε τόσο που επέστρεψε για την τέταρτη προσθήκη στη σειρά, στο «Σε άγνωστα νερά», σε σκηνοθεσία Ρομπ Μάρσαλ («Σικάγο», «Εννιά»). Ο Τζόνι Ντεπ από την αρχή του project ήθελε πολύ να συμμετάσχει ο Ρίτσαρντς σ’ αυτή τη νέα περιπέτεια, επί και εκτός της οθόνης. Στο μυαλό του Ντεπ, άλλωστε, οι πειρατές του 18ου αιώνα ήταν σαν τους ροκ σταρ της εποχής, και για τον ίδιο τον Ντεπ ο μεγαλύτερος ροκ σταρ είναι ο Ρίτσαρντς, οπότε η απόφαση ήταν εύκολη.
Eχει ενδιαφέρον το πώς, ενώ τώρα είναι στενοί φίλοι, ο Ρίτσαρντς σε συνέντευξή του στους «New York Times» ομολόγησε πως έβλεπε τον Τζόνι Ντεπ να μπαινοβγαίνει σπίτι του για δύο χρόνια χωρίς να έχει καταλάβει ότι πρόκειται για τον γνωστό σταρ του Χόλιγουντ. Στην αρχή νόμιζε πως πουλούσε ναρκωτικά στον γιο του: «Μου πήρε δύο χρόνια για να καταλάβω ποιος είναι. Ηταν φίλος με τον γιο μου Μάρλον κι ερχόταν σπίτι για να παίξουν παρέα μουσική. Ποτέ δεν ρωτάω τους φίλους του Μάρλον ποιοι είναι, γιατί φοβάμαι ότι θα μου απαντήσουν ότι είναι βαποράκια. Μια μέρα όμως που είχε έρθει και τρώγαμε παρέα, ξαφνικά μου έσκασε: “Ωπ, αυτός, ρε συ, είναι ο Ψαλιδοχέρης!’’».
Κιθαρίστας και ιδρυτικό μέλος των Rolling Stones, ο Ρίτσαρντς τα έχει δει και τα έχει κάνει όλα. Πρόσφατα, μάλιστα, κατέγραψε, με τη βοήθεια του δημοσιογράφου-συγγραφέα Τζέιμς Φοξ τη μοναδική του πορεία από τα προάστια του Λονδίνου στο απόγειο της ροκ φήμης στη βιογραφία του «Life» (κυκλοφορεί προσεχώς και στα ελληνικά σε μετάφραση Γιάννη Νένε από τις εκδόσεις Intro Books). Η ηχητική εκδοχή του βιβλίου ξεκινά με τη φωνή -ποιου άλλου;- του Τζόνι Ντεπ. Ανάμεσα σε πολλά άλλα, ο Ρίτσαρντς ομολογεί πως ένας βασικότατος λόγος που
επέζησε από τις σκληρές καταχρήσεις ήταν γιατί φερόταν στο σώμα του σαν να είναι ναός.
Το παράδοξο είναι πως μόνο μετά την κυκλοφορία της αυτοβιογραφίας του έφτασε στα αφτιά της Disney, εταιρείας παραγωγής των «Πειρατών», πως ο Ρίτσαρντς υπήρξε χρήστης ουσιών. Σύμφωνα μάλιστα με τις φήμες που κυκλοφόρησαν, η εταιρεία θορυβήθηκε τόσο πολύ που παραλίγο να αναθεωρήσει τη συμμετοχή του Ρίτσαρντς στο «Σε άγνωστα νερά», αποσύροντας τις σκηνές όπου εμφανίζεται, κάτι που θα ήταν πραγματικά κρίμα, γιατί η χημεία μεταξύ του Ρίτσαρντς και του Ντεπ και ο αμοιβαίος σεβασμός τους γίνονται εμφανείς στην οθόνη, ακόμα κι αν μοιράζονται μόλις μία σκηνή. «Υποθέτω πως ναι, ισχύει αυτό», λέει ο Ρίτσαρντς. «Αλλά δεν είναι κάτι για το οποίο συζητάμε ή προβληματιζόμαστε. Βγαίνει πολύ φυσικά. Εχεις έναν ρόλο να παίξεις κι αναρωτιέσαι: “Πώς μπορώ να παίξω τον μπαμπά του Τζακ Σπάροου;”. Και αναζητάς τον τρόπο διαρκώς. Ελπίζω να δένει ως σύνολο. Βοηθάει πολύ το γεγονός πως ο Τζόνι είναι πολύ εύκολος στη συνεργασία.
Εκείνου είναι η δουλειά του, εγώ το κάνω για να περάσω καλά». Για τον Ρίτσαρντς η επανασύνδεση με τον Ντεπ και το συνεργείο των «Αγνωστων νερών» ήταν σαν να επιστρέφει σπίτι. «Τι φανταστικό συνεργείο!», δηλώνει περιχαρής. «Οποτε έρχομαι στο σετ νιώθω πως είμαι ανάμεσα σε ένα υπέροχο γκρουπ γνωστών και φίλων. Δεν έχω νιώσει ούτε στιγμή ότι με τεστάρουν ή ότι τσεκάρουν αν μπορώ να βγάλω πέρα μια σκηνή ή μια ατάκα. Βασικά, νιώθω λες και είμαι μαζί με μια μπάντα κι αυτό το κάνει πιο εύκολο για μένα να δουλέψω». Υπάρχουν ομοιότητες, όπως λέει ο Ρίτσαρντς, μεταξύ των κόσμων της ηθοποιίας και της μουσικής. Ακόμα και διασυνδέσεις μεταξύ των πειρατών και της rock ’n’ roll, γιατί και οι δύο υφίστανται εκτός της mainstream κοινωνίας. «Η rock ’n’ roll είναι βασικά folk μουσική και η folk μουσική συμπεριλαμβάνει ναυτικά τραγούδια και μουσική που προέρχεται από τον λαό. Οπότε υπάρχει ένας δυνατός δεσμός εδώ», εξηγεί. «Γιατί είναι οι πειρατές τόσο συναρπαστικοί; Υπάρχουν αρκετοί εκεί έξω αυτή τη στιγμή που μιλάμε, δεν έχουν εξαφανιστεί. Αλλά υποθέτω πως οι πειρατές και η rock ’n’ roll έχουν μια αίσθηση επαναστατικότητας, είναι έξω από τα φυσιολογικά, έξω από το ρινγκ». «Η μουσικότητα έχει μεγάλη σχέση με το θέατρο, την ηθοποιία και τις ταινίες, γιατί όλα έχουν να κάνουν με τον ρυθμό και με το πού και πότε θα τονίσεις τα πράγματα», συμπληρώνει. «Είμαι καινούριος σ’ αυτό το παιχνίδι. Ο Τζόνι ξέρει πολλά περισσότερα από μένα. Αλλά όλοι το έχουν κάνει εύκολο για μένα». Υστερα από αυτή του την εμπειρία ο Ρίτσαρντς έχει δει εκ των έσω πώς γυρίζονται οι ταινίες. «Η διαδικασία είναι συναρπαστική και πολύ διαφορετική από αυτό που κάνω εγώ. Οταν δουλεύω, βγαίνω στη σκηνή και “μπουμ!”, δεν υπάρχουν δεύτερες λήψεις». Στο βιβλίο του περιγράφει περισσότερα για το πώς νιώθει όταν παίζει μουσική στη σκηνή: «Η αιώρηση ψηλά στον αέρα είναι μάλλον η πιο κοντινή αναλογία στην αίσθηση που νιώθεις -είτε παίζεις το “Jumpin’ Jack Flash” είτε το “Satisfaction” είτε το “All Down the Line”- όταν συνειδητοποιείς πως έχεις πιάσει το σωστό τέμπο και η μπάντα σε ακολουθεί, είναι σαν να απογειώνεσαι με λίαρ τζετ».
Αποσπάσματα από τη συναυλία συνοδεύονται από εικόνες βίας, τις προσπάθειες για επαναφορά της τάξης και τους ίδιους τους Stones να βλέπουν στιγμιότυπα εκ των υστέρων και να σχολιάζουν τα όσα συνέβησαν. Το δεύτερο, το οποίο δανείζεται τον τίτλο του από το ομώνυμό τραγούδι τους, είναι το «Sympathy for the Devil» (1968) του Ζαν Λικ Γκοντάρ. Ο Γάλλος σκηνοθέτης χρησιμοποιεί ως φόντο τις πρόβες και την ηχογράφηση του τραγουδιού για να εστιάσει στα διάφορα σύγχρονα πολιτικά και επαναστατικά κινήματα της εποχής, όπως οι Μαύροι Πάνθηρες, ο φεμινισμός, ο φασισμός. Το τρίτο, και πιο πρόσφατο, σκηνοθετείται από τον Μάρτιν Σκορσέζε, δηλωμένο φαν του συγκροτήματος, ο οποίος περνάει δύο μέρες μαζί με το συγκρότημα στις συναυλίες του στο Beacon Theatre στη Νέα Υόρκη το 2006. Το «Shine a Light», αν και περιέχει αποσπάσματα παλιότερων συνεντεύξεων του συγκροτήματος, δεν προσπαθεί να κάνει αναδρομή στην ιστορία του ή να εξηγήσει τον μύθο του. Με τις 18 κάμερες που καταγράφουν και την παραμικρή κίνηση επί σκηνής, το ντοκιμαντέρ του Σκορσέζε είναι αφιερωμένο στη δύναμη και τον μαγνητισμό των ζωντανών εμφανίσεων των Stones. Λεπτομέρεια για τους παρατηρητικούς: ο Ρίτσαρντς φορά πειρατική καρφίτσα στο πέτο του, δώρο από τον Τζόνι Ντεπ για τη συμμετοχή του στο «Τέλος του κόσμου».
«Life» Η ζωή του όλη
Οι 500 -και κάτι παραπάνω- σελίδες της αυτοβιογραφίας του Ρίτσαρντς είναι το ίδιο πυκνογραμμένες με τα γεγονότα της ζωής του - από τα σκληρά παιδικά του χρόνια στο Dartford στο απόγειο των Rolling Stones. Μόνο οι ασθένειες -έχει υποφέρει από κίρρωση του ήπατος μέχρι καρδιακή ανεπάρκεια- αλλά και η (κατα)χρηση απαγορευμένων ουσιών στην οποία έχει επιδοθεί καθ’ έξιν θα χρειάζονταν από μόνα τόνους χαρτιού για να καταγραφούν. Μέσα στο «Life», το οποίο μεταφράστηκε στα ελληνικά από τον Γιάννη Νένε και πρόκειται να κυκλοφορήσει τις επόμενες εβδομάδες, θα βρει κανείς ρεαλιστικές, σουρεαλιστικές, απίστευτες κι όμως αληθινές σκηνές από τη ζωή ενός ανθρώπου που δικαιούται να φλερτάρει με το βεληνεκές του μύθου. Ο μπόμπιρας Ρίτσαρντς μυήθηκε από νωρίς σε μουσικά ιερά τέρατα, όπως η Μπίλι Χόλιντεϊ, ο Αρμστρονγκ και ο Ελινγκτον, από τη μητέρα του, την ώρα που ο πατέρας του σνόμπαρε την κλίση του στη μουσική. Ο Ρίτσαρντς και ο Τζάγκερ μεγάλωσαν στην ίδια γειτονιά, όμως θα χρειάζονταν αρκετά χρόνια μέχρι την επίσημη, τυχαία γνωριμία τους στο βαγόνι ενός τρένου. Γλαφυρή (σχεδόν τραγικά ειρωνική) είναι η περιγραφή για τη μέρα που σνίφαρε κατά λάθος τις στάχτες του πατέρα του: «Οπως άνοιξα το καπάκι της τεφροδόχου», λέει, «οι στάχτες πετάχτηκαν στο τραπέζι. Δεν μπορούσα έτσι απλά να την πετάξω κάτω, οπότε πήρα τη στάχτη με το δάχτυλό μου και τη σνίφαρα. Χους ην, κατά κύρη, κατά γιο και τέτοια...». Παρά την έξη του στις απαγορευμένες ουσίες, ο κιθαρίστας των Stones περιγράφει ως μεγαλύτερη εξάρτησή του τη μουσική: «Μπορούσα να αποτοξινωθώ από την ηρωίνη αλλά όχι από τη μουσική. Μια νότα οδηγεί σε μια άλλη και ποτέ δεν ξέρεις τι ακριβώς θα ακολουθήσει. Και δε θες να ξέρεις». Παρά τη διάσταση ημίθεου που έχει λάβει, ομολογεί πως ο ίδιος και ο διάσημος εαυτός του ήταν πάντα δύο διαφορετικά πράγματα: «Ποτέ δεν μου άρεσε η δημοσιότητα. Υπήρχε κάτι που δεν μου άρεσε καθόλου σ’ αυτό το κομμάτι της δουλειάς, σ’ όλο αυτό το μπλα-μπλα. Ο Μικ διάλεγε την κολακεία, η οποία είναι κι αυτή σαν ναρκωτικό, εγώ επέλεξα την πρέζα». Για τη γούνα του Τζάγκερ άλλωστε έχει κι άλλα ράμματα, όπως ας πούμε την ομολογία για το μικρό μόριό του. Ισως γι’ αυτό ο θιγόμενος διάλεξε να χαρακτηρίσει το βιβλίο του αιώνιου συμπληρωματικού μεγέθους του «a bit bitchy».Ο «Captain Teague» στο σινεμα
Σε αντίθεση με τον συνοδοιπόρο του Μικ Τζάγκερ, ο οποίος έχει εμφανιστεί σε αρκετές ταινίες, ο Κιθ Ρίτσαρντς έχει παίξει μόλις σε τρεις - τις δύο των «Πειρατών της Καραϊβικής» και στο «Michael Kohlhaas - Der Rebell» (1969) του Βόλκερ Σλέντορφ με την Ανα Καρίνα (όπου δεν αναφέρεται καν το όνομά του). Πλάι στον Τζάγκερ όμως και τους υπόλοιπους Stones έχει παρουσία σε αμέτρητα ντοκιμαντέρ, αρχειακά βίντεο, τηλεοπτικές εκπομπές, ακόμα και πειραματικές ταινίες, όπως το «Umano non Umano» (1969) του Μάριο Σιφάνο (στο οποίο απλώς παίζει με τα κουμπιά ενός μείκτη). Από όλα τα παραπάνω, τρία είναι τα ντοκιμαντέρ που ξεχωρίζουν. Το πρώτο είναι το «Gimme Shelter» (1970), το οποίο κινηματογράφησαν οι βασιλιάδες του σινεμά βεριτέ, αδελφοί Μέιζελς, το οποίο καταγράφει τη διαβόητη συναυλία των Stones και των Jefferson Airplane, όπου οι «σεκιουριτάδες» του χώρου Hell’s Angels έσπειραν τον τρόμο καθώς προστάτευαν, υποτίθεται, τον κόσμο, και σκότωσαν τουλάχιστον έναν άνθρωπο.Αποσπάσματα από τη συναυλία συνοδεύονται από εικόνες βίας, τις προσπάθειες για επαναφορά της τάξης και τους ίδιους τους Stones να βλέπουν στιγμιότυπα εκ των υστέρων και να σχολιάζουν τα όσα συνέβησαν. Το δεύτερο, το οποίο δανείζεται τον τίτλο του από το ομώνυμό τραγούδι τους, είναι το «Sympathy for the Devil» (1968) του Ζαν Λικ Γκοντάρ. Ο Γάλλος σκηνοθέτης χρησιμοποιεί ως φόντο τις πρόβες και την ηχογράφηση του τραγουδιού για να εστιάσει στα διάφορα σύγχρονα πολιτικά και επαναστατικά κινήματα της εποχής, όπως οι Μαύροι Πάνθηρες, ο φεμινισμός, ο φασισμός. Το τρίτο, και πιο πρόσφατο, σκηνοθετείται από τον Μάρτιν Σκορσέζε, δηλωμένο φαν του συγκροτήματος, ο οποίος περνάει δύο μέρες μαζί με το συγκρότημα στις συναυλίες του στο Beacon Theatre στη Νέα Υόρκη το 2006. Το «Shine a Light», αν και περιέχει αποσπάσματα παλιότερων συνεντεύξεων του συγκροτήματος, δεν προσπαθεί να κάνει αναδρομή στην ιστορία του ή να εξηγήσει τον μύθο του. Με τις 18 κάμερες που καταγράφουν και την παραμικρή κίνηση επί σκηνής, το ντοκιμαντέρ του Σκορσέζε είναι αφιερωμένο στη δύναμη και τον μαγνητισμό των ζωντανών εμφανίσεων των Stones. Λεπτομέρεια για τους παρατηρητικούς: ο Ρίτσαρντς φορά πειρατική καρφίτσα στο πέτο του, δώρο από τον Τζόνι Ντεπ για τη συμμετοχή του στο «Τέλος του κόσμου».
Ακολουθήστε το protothema.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr