Kλέλια Ρένεση: σταρ εγώ; Ας γελάσω
14.10.2011
16:20
Αποποιείται την ταμπέλα της ξανθιάς χαριτωμένης barbie, δεν μασάει από mainstream και εναλλακτικά θεάματα και ετοιμάζεται για μια θεαματική απογείωση σε τηλεόραση και θέατρο, κάνοντας αυτό που ξέρει καλυτέρα: να αφηγείται ιστορίες
Αν μιλήσεις με την Κλέλια Ρένεση, στα δέκα πρώτα λεπτά, άντε στη μισή ώρα, θα έχει μοιραστεί μαζί σου την αγάπη της για τον κινηματογράφο και τον φόβο της για τα αεροπλάνα. Eτσι κι εμείς αποφασίσαμε για τη φωτογράφηση του «Big Fish» να της προτείνουμε να ενσαρκώσει μια κινηματογραφική σταρ των 50s πάνω σε φτερά αεροπλάνου. Με έναν σμπάρο δυο τρυγόνια που λένε. Και όχι, δεν ζητήσαμε τη γνωμάτευση ψυχαναλυτή. Η Κλέλια, ωστόσο, είχε τους ενδοιασμούς της. «Δεν μπορώ να ποζάρω, να φωτογραφίζομαι κι από πάνω να λέω πως είμαι αγανακτισμένη», επιχειρηματολογεί. «Είσαι αγανακτισμένη;», της αντιτείνω για να ανάψω το φιτίλι, που καταπώς φαίνεται δεν θέλει και πολύ: «Είναι δυνατόν να μην είμαι αγανακτισμένη; Που η γενιά μας θα πληρώσει 20 ετών σφάλματα; Όλα εμείς; Μόνο και μόνο από τη φύση του είναι αδικία αυτό. Είμαι αγανακτισμένη 100%. Δεν νομίζω ότι υπάρχει χειρότερη εποχή να ζει κανείς στην Ελλάδα και να παράγει έργο». Και η αλήθεια είναι πως δεν έχει άδικο. Κοιτάζω κλεφτά το πρόσωπό της καθώς οδηγώ προς την αεροπορική βάση της Δεκέλειας, όπου θα κάνουμε τη φωτογράφηση. Την παρατηρώ την ώρα της φωτογράφησης αλλά και λίγες μέρες μετά, όταν βρισκόμαστε ξανά για τη συνέντευξη. Καταλήγω πως το πρόσωπό της αλλάζει, μεταμορφώνεται, πως τη μια στιγμή μπορείς να έχεις απέναντί σου μια ντίβα και την αμέσως επόμενη ένα κορίτσι της διπλανής πόρτας. Αυτό κι αν είναι ευλογία για μια ηθοποιό.
Και να σκεφτεί κανείς πως η Κλέλια Ρένεση δεν είχε ποτέ κατά νου να καταπιαστεί με την υποκριτική: «Δεν είπα ποτέ επί της ουσίας ότι θα γίνω ηθοποιός. Το θέατρο μου το είπε. Ποτέ δεν πίστευα ότι μπορώ να ασχοληθώ με την καλλιτεχνία. Ποτέ δεν πίστευα ότι είχα κάποια τέτοια φλέβα». «Τι;», τη ρωτώ. «Δεν έπαιζες Αλίκη μπροστά στον καθρέφτη όταν ήσουν μικρή;». «Δεν το ’χα το ψώνιο με τίποτα», απαντά. «Ημουν από άλλο πλανήτη. Παιδί των θετικών επιστημών, μαθηματικό μυαλό. Ημουν ένα ασπρόμαυρο παιδί που είδε ότι μπορεί να παίξει λίγο και στις γκρι αποχρώσεις μέσω της υποκριτικής. Μπήκα σε μια σχολή πιο πολύ ως θεραπεία δική μου. Ως εκτόνωση σε εκείνα που αισθανόμουν εγώ. Και ερωτεύτηκα. Ηταν σαν να επρόκειτο για εκείνο που έπρεπε τόσα χρόνια να έχω κάνει. Απλώς ως τότε δεν μπορούσα να το φανταστώ». Η Ρίτα του «Μίλα μου βρώμικα», που γίνεται φέτος παιδιάστικα υστερική Ζήνα για το «Με λένε Βαγγέλη» του MEGA, αλλά και ομιχλώδης, βασική μάρτυρας κατηγορίας στην παράσταση «Αθώος ή ένοχος» του Θεάτρου Κάππα, μου λέει πως ήταν παιδί χωρισμένων γονιών. Δεν μπορώ να καταλάβω αν το φέρει βαρέως. Μου λέει πως μεγάλωσε με τη μητέρα της σε μονογονεϊκή κατ’ ουσία οικογένεια. Με τον πατέρα να είναι εκεί, αλλά και να μην είναι. Ανάβει τσιγάρο. Στριφτό.
Μου λέει πως είναι το κλασικό παιδί της πόλης. Μεγάλωσε στις γειτονιές του Παγκρατίου, όπου ζει μέχρι και σήμερα. Εκείνη, η συγκάτοικός της και το γκριφονάκι της. Δεν έπαιξε σε αλάνες, αλλά σε μικρά δρομάκια ανάμεσα στις πολυκατοικίες, σε γήπεδα και αθλητικούς ομίλους. Εκανε μπαλέτο, ενόργανη, βόλεϊ. Μοναχοπαίδι γαρ, η Κλέλια αναζητούσε με ζέση την αίσθηση της ομάδας και της ομαδικότητας. «Μεγαλώνοντας αυτό ακριβώς βρήκα στο θέατρο», μου λέει. «Είναι οικογένειά μου ο άλλος. Η ομαδικότητα μου έλειπε πάντα. Είχα πολύ ανάγκη να δοθώ σε κάτι ομαδικό. Και όταν ανακάλυψα το θέατρο, χάρηκα πάρα πολύ που υπάρχει η έννοια της οικογένειας στη δουλειά αυτή». Ισως αυτός ήταν και ένας από τους λόγους που από φοιτήτρια Ιατρικής στην Ιταλία βρέθηκε στη θεατρική σχολή Βεάκη. Ηθελε να ασχοληθεί με τη Βιολογία και τη Γενετική: «Μου άρεσε πάρα πολύ και μου αρέσει ακόμη να ανακαλύπτω πράγματα - είτε σε έναν ρόλο είτε σε ένα μέρος είτε σε έναν άνθρωπο. Να βλέπω τις πλευρές που δεν φαίνονται». Νομίζω πως είχε όλο τον χρόνο να το κάνει όταν βρέθηκε στην ομάδα του Πάνου Κοκκινόπουλου, εκεί όπου χτύπησε πρώτη φορά την πόρτα για δουλειά στην τηλεόραση. Διότι προτού η Κλέλια γίνει η χαριτωμένη και αφελής Ρίτα του «Μίλα μου βρώμικα» -μου λέει χαρακτηριστικά πως όταν της ανατέθηκε ο ρόλος πήγε στο βιντεοκλάμπ της γειτονιάς της και ξεσήκωσε αρχικά όλες τις ταινίες με ξανθιές και εν συνεχεία όλα τα φιλμ με τη Μέριλιν Μονρόε- βρέθηκε μπόλικες φορές στη θέση του τηλεοπτικού δίπολου θύμα-θύτης. Αναρωτιέμαι τότε που «έβαφε τα χέρια της με αίμα» για τις σειρές του Κοκκινόπουλου αν περνούσε από το μυαλό της ότι θα έρθει κάποια στιγμή που θα γίνει πιο αναγνωρίσιμη: «Ποτέ δεν σκέφτηκα τη δουλειά μου με γνώμονα την αναγνωρισιμότητα. Ποτέ, ποτέ, ποτέ, ποτέ. Και δεν νομίζω πως ήμουν προετοιμασμένη γι’ αυτό. Ούτε και θα είμαι ποτέ. Ισως να είχα ως φιλοδοξία να αποκτήσω κάποτε τη δύναμη, ό,τι κι αν σημαίνει αυτή η λέξη, να επιλέξω ποια ιστορία θα πω. Αυτό σαν μαράζι σιγόκαιγε πάντα». Ωστόσο, πώς τη γλίτωσε όταν οι ιστορίες που αφηγείται άρχισαν να αφορούν περισσότερο κόσμο; Πώς δεν την ψώνισε; Δεν σκέφτηκε ποτέ το «τώρα έχω όλον τον κόσμο στα πόδια μου;». Γελάει, σχεδόν ξεκαρδίζεται. «Είσαι στα καλά σου; Ποιον κόσμο να έχω στα πόδια μου; Κορόιδο είμαι; Γιατί να μπω σ’ αυτό το τριπάκι; Κανείς δεν έχει τον κόσμο στα πόδια του. Οποιος το πιστεύει έχει χάσει το παιχνίδι από την αρχή. Αν το πιστέψω, θα σταματήσω να προσπαθώ, να συμμετέχω, θα σταματήσει να με αφορά. Θα σταματήσει όλο το πανηγύρι που μου αρέσει. Θα γίνω ένα άτομο που δεν θα αφορά ούτε μένα ούτε κανέναν». Και απ’ ό,τι καταλαβαίνω, την Κλέλια την ενδιαφέρει σοβαρά η σχέση της με τον εαυτό της. Στο σπίτι της έχει στήσει τον δικό της θάλαμο αποσυμπίεσης. «Δεν βγαίνω πολύ. Δεν κυκλοφορώ», ομολογεί. Βάζει ένα ποτήρι κρασί, δομείται και αποδομείται σπίτι της. Και όταν έρθει σε ισορροπία με το μέσα της, ανεβαίνει στον Υμηττό για να μυρίσει ξανά τα δέντρα και το χώμα, να δει την πόλη από απόσταση. Ωστόσο, αν είσαι ξένος στην πόλη και της ζητήσεις να σου δείξει τα αγαπημένα της σημεία, δεν θα σε πάει στο βουνό. Θα σε πάει βόλτα στην Αρεοπαγίτου, θα πάρετε δυο σουβλάκια και μπίρες και θα ανέβετε στου Φιλοπάππου να χαζέψετε την Ακρόπολη, θα πάτε για ρομαντζάδα στο Καβούρι και στο Σούνιο. Στα μέρη που, όπως λέει, «είναι ακόμη ανθρώπινα. Εκεί που δεν μπορούν να σε πατήσουν, να σε φάνε, να σε κλέψουν». «Σ’ αρέσει η Αθήνα;», τη ρωτάω. Μου απαντά σιβυλλικά: «Είμαι εγκλωβισμένη εδώ εξαιτίας της δουλειάς μου». Είναι εργασιομανής και δεν είναι.
Μέσα της έχει δεκάδες ανοιχτά μέτωπα, αμέτρητες εναλλακτικές. «Μπορώ να πάω να φυτέψω ένα λαχανόκηπο, να πάω να ζήσω στο νησί μου τη Ζάκυνθο, να φύγω στο εξωτερικό, να ασχοληθώ με τη διακόσμηση». Δεν μπορεί να ζει χωρίς ανοιχτά μέτωπα μέσα της. Ποιος μπορεί; Η Κλέλια, λοιπόν, που παθιάζεται όταν μιλάει, που θέλει να δοκιμάζεται αφηγούμενη διαφορετικές ιστορίες, που μπορεί να σκέφτεται πως θα κάνει τα χίλια δυο με τον εαυτό της, που χτυπάει το χέρι στο τραπέζι, μου λέει και τι δεν θα γίνει. «Δεν είμαι, ούτε και πρόκειται να γίνω μύθος. Σταρ για μένα μπορείς να πεις ότι είναι οι άπιαστοι άνθρωποι. Σταρ είναι ένα αστέρι που είναι στον ουρανό, που δεν θα το πιάσεις όσο και να χτυπιέσαι. Το μόνο που μπορείς να κάνεις είναι να το χαζεύεις και να παίρνεις κάτι από τη λάμψη του. Μην τρελαθούμε εντελώς. Ποιο άπιαστο πράγμα είμαι εγώ; Σταρ μεταφορικά μπορώ να πω πως είμαστε όλοι και κανένας. Σταρ τον άνθρωπο τον κάνει η αγάπη και η ανθρωπιά. Ο,τι λάμπει μέσα μας είναι αστέρι». Ηταν λογικό και επόμενο, λοιπόν, όταν τη ρώτησα αν πιστεύει πολύ σε κάτι να μου πει πως πιστεύει στον άνθρωπο όπως είναι μαγικά πλασμένος. Ωστόσο ένας άνθρωπος είναι και ο μεγαλύτερος φόβος της. Ο εαυτός της, όπως λέει: «Φοβάμαι ότι πολλές φορές ο εαυτός μου δεν μπορεί να ανταποκριθεί στις προσδοκίες που έχω εγώ για εκείνον. Οχι για τους άλλους. Για μένα. Που ενώ ξέρω ότι μπορώ, κωλώνω και κάνω πίσω».
Εχουμε πιει καφέ, έχει αρχίσει να νυχτώνει και έχουμε αρχίσει και οι δύο να νιώθουμε άβολα με την πρώτη ψύχρα του φθινοπώρου. Σχεδόν δικολαβίστικα της ζητάω, αφού έγινε ηθοποιός για να αφηγείται ιστορίες, να μου πει μια ιστορία για τον εαυτό της. «Αυτό που κάνεις τώρα...», μου λέει. «Τι; Ντρέπεσαι;», της αντιτείνω. «Οχι, απλά είναι το πιο δύσκολο πράγμα που μπορεί να κάνει κανείς για τον εαυτό του. Δεν έχεις καθαρή εικόνα για τον εαυτό σου. Δεν έχω φτάσει σε αυτό το επίπεδο εγώ. Δεν ξέρω για τους ανθρώπου γύρω μου, δεν ξέρω για σένα... Θεωρώ ότι έχω μια εικόνα... Σίγουρα κάτι θα ξεχάσω, σίγουρα κάτι θα τονίσω... Είμαι ένα παιδί που έχω το ένα πόδι μου στο όνειρο, την καρδιά και τη φαντασία και το άλλο στον φόβο και την ανασφάλεια και χρειάζομαι στήριξη και αγάπη για να συνεχίσω να υποστηρίζω το πρώτο. Το ένα πόδι χρειάζεται να πατάει στη γη και να παίρνει ενέργεια, συντροφιά, αγάπη και ζωντάνια, ώστε το άλλο να φεύγει στο σύννεφο και να φτιάχνει την πορεία που θέλω εγώ πάρω. Είναι ένα δίπολο που έχει χρυσές ισορροπίες, περίεργες», ολοκληρώνει. Φεύγουμε. Εκείνη για να «ταλαιπωρήσει» το παιδί από το βιντεοκλάμπ της γειτονιάς, μια και αναζητά ταινίες που θα τη βοηθήσουν στον νέο της θεατρικό ρόλο, κι εγώ για να σκεφτώ τον «πλανήτη της σοκοφρέτας»; Ποιος είναι τώρα αυτός «πλανήτης της σοκοφρέτας», θα αναρωτηθεί εύλογα κανείς. Μου τον ανέφερε στην κουβέντα μας η Κλέλια, όταν τη ρώτησα τι νοσταλγεί από τα παιδικά της χρόνια: «Νοσταλγώ την απίστευτη συνθήκη που υπήρχε τότε. Οτι δεν υπήρχε φόβος. Και θα ’δινα τα πάντα για να ξαναγύρναγα εκεί όπου επιτρέπονταν όλα. Θα μπορούσες να είσαι ο Μπάτμαν αν ήθελες. Τώρα υπάρχει η γνώση που φέρνει συνειδητοποίηση. Είναι σκληρή η ζωή. Βλέπεις τι γίνεται γύρω. Μαθαίνεις, ενημερώνεσαι, έχεις ευθύνη, την ευθύνη του εαυτού σου, των πραγμάτων που κάνεις, ευθύνη για τον συνάνθρωπο. Οταν είσαι μικρός, είσαι συννεφάκι. Είσαι πέντε κιλά. Τώρα δεν έχεις το δικαίωμα να είσαι πέντε κιλά. Κάθε κίνηση και κάθε θέση που παίρνεις γράφουν ιστορία. Ετσι δεν είναι; Δεν είσαι πια στον πλανήτη της σοκοφρέτας». Ακόμη κι έτσι, όμως, πολλά κιλά βαρύτερος από ένα «συννεφάκι», νομίζω πως έστω για ένα Σάββατο βράδυ έχω «ψηθεί» να κάνω τον Μπάτμαν, ακόμη κι αν δεν δύναμαι να σώσω τις στέγες του Παγκρατίου από τη φθινοπωρινή μελαγχολία τους.
Και να σκεφτεί κανείς πως η Κλέλια Ρένεση δεν είχε ποτέ κατά νου να καταπιαστεί με την υποκριτική: «Δεν είπα ποτέ επί της ουσίας ότι θα γίνω ηθοποιός. Το θέατρο μου το είπε. Ποτέ δεν πίστευα ότι μπορώ να ασχοληθώ με την καλλιτεχνία. Ποτέ δεν πίστευα ότι είχα κάποια τέτοια φλέβα». «Τι;», τη ρωτώ. «Δεν έπαιζες Αλίκη μπροστά στον καθρέφτη όταν ήσουν μικρή;». «Δεν το ’χα το ψώνιο με τίποτα», απαντά. «Ημουν από άλλο πλανήτη. Παιδί των θετικών επιστημών, μαθηματικό μυαλό. Ημουν ένα ασπρόμαυρο παιδί που είδε ότι μπορεί να παίξει λίγο και στις γκρι αποχρώσεις μέσω της υποκριτικής. Μπήκα σε μια σχολή πιο πολύ ως θεραπεία δική μου. Ως εκτόνωση σε εκείνα που αισθανόμουν εγώ. Και ερωτεύτηκα. Ηταν σαν να επρόκειτο για εκείνο που έπρεπε τόσα χρόνια να έχω κάνει. Απλώς ως τότε δεν μπορούσα να το φανταστώ». Η Ρίτα του «Μίλα μου βρώμικα», που γίνεται φέτος παιδιάστικα υστερική Ζήνα για το «Με λένε Βαγγέλη» του MEGA, αλλά και ομιχλώδης, βασική μάρτυρας κατηγορίας στην παράσταση «Αθώος ή ένοχος» του Θεάτρου Κάππα, μου λέει πως ήταν παιδί χωρισμένων γονιών. Δεν μπορώ να καταλάβω αν το φέρει βαρέως. Μου λέει πως μεγάλωσε με τη μητέρα της σε μονογονεϊκή κατ’ ουσία οικογένεια. Με τον πατέρα να είναι εκεί, αλλά και να μην είναι. Ανάβει τσιγάρο. Στριφτό.
Μου λέει πως είναι το κλασικό παιδί της πόλης. Μεγάλωσε στις γειτονιές του Παγκρατίου, όπου ζει μέχρι και σήμερα. Εκείνη, η συγκάτοικός της και το γκριφονάκι της. Δεν έπαιξε σε αλάνες, αλλά σε μικρά δρομάκια ανάμεσα στις πολυκατοικίες, σε γήπεδα και αθλητικούς ομίλους. Εκανε μπαλέτο, ενόργανη, βόλεϊ. Μοναχοπαίδι γαρ, η Κλέλια αναζητούσε με ζέση την αίσθηση της ομάδας και της ομαδικότητας. «Μεγαλώνοντας αυτό ακριβώς βρήκα στο θέατρο», μου λέει. «Είναι οικογένειά μου ο άλλος. Η ομαδικότητα μου έλειπε πάντα. Είχα πολύ ανάγκη να δοθώ σε κάτι ομαδικό. Και όταν ανακάλυψα το θέατρο, χάρηκα πάρα πολύ που υπάρχει η έννοια της οικογένειας στη δουλειά αυτή». Ισως αυτός ήταν και ένας από τους λόγους που από φοιτήτρια Ιατρικής στην Ιταλία βρέθηκε στη θεατρική σχολή Βεάκη. Ηθελε να ασχοληθεί με τη Βιολογία και τη Γενετική: «Μου άρεσε πάρα πολύ και μου αρέσει ακόμη να ανακαλύπτω πράγματα - είτε σε έναν ρόλο είτε σε ένα μέρος είτε σε έναν άνθρωπο. Να βλέπω τις πλευρές που δεν φαίνονται». Νομίζω πως είχε όλο τον χρόνο να το κάνει όταν βρέθηκε στην ομάδα του Πάνου Κοκκινόπουλου, εκεί όπου χτύπησε πρώτη φορά την πόρτα για δουλειά στην τηλεόραση. Διότι προτού η Κλέλια γίνει η χαριτωμένη και αφελής Ρίτα του «Μίλα μου βρώμικα» -μου λέει χαρακτηριστικά πως όταν της ανατέθηκε ο ρόλος πήγε στο βιντεοκλάμπ της γειτονιάς της και ξεσήκωσε αρχικά όλες τις ταινίες με ξανθιές και εν συνεχεία όλα τα φιλμ με τη Μέριλιν Μονρόε- βρέθηκε μπόλικες φορές στη θέση του τηλεοπτικού δίπολου θύμα-θύτης. Αναρωτιέμαι τότε που «έβαφε τα χέρια της με αίμα» για τις σειρές του Κοκκινόπουλου αν περνούσε από το μυαλό της ότι θα έρθει κάποια στιγμή που θα γίνει πιο αναγνωρίσιμη: «Ποτέ δεν σκέφτηκα τη δουλειά μου με γνώμονα την αναγνωρισιμότητα. Ποτέ, ποτέ, ποτέ, ποτέ. Και δεν νομίζω πως ήμουν προετοιμασμένη γι’ αυτό. Ούτε και θα είμαι ποτέ. Ισως να είχα ως φιλοδοξία να αποκτήσω κάποτε τη δύναμη, ό,τι κι αν σημαίνει αυτή η λέξη, να επιλέξω ποια ιστορία θα πω. Αυτό σαν μαράζι σιγόκαιγε πάντα». Ωστόσο, πώς τη γλίτωσε όταν οι ιστορίες που αφηγείται άρχισαν να αφορούν περισσότερο κόσμο; Πώς δεν την ψώνισε; Δεν σκέφτηκε ποτέ το «τώρα έχω όλον τον κόσμο στα πόδια μου;». Γελάει, σχεδόν ξεκαρδίζεται. «Είσαι στα καλά σου; Ποιον κόσμο να έχω στα πόδια μου; Κορόιδο είμαι; Γιατί να μπω σ’ αυτό το τριπάκι; Κανείς δεν έχει τον κόσμο στα πόδια του. Οποιος το πιστεύει έχει χάσει το παιχνίδι από την αρχή. Αν το πιστέψω, θα σταματήσω να προσπαθώ, να συμμετέχω, θα σταματήσει να με αφορά. Θα σταματήσει όλο το πανηγύρι που μου αρέσει. Θα γίνω ένα άτομο που δεν θα αφορά ούτε μένα ούτε κανέναν». Και απ’ ό,τι καταλαβαίνω, την Κλέλια την ενδιαφέρει σοβαρά η σχέση της με τον εαυτό της. Στο σπίτι της έχει στήσει τον δικό της θάλαμο αποσυμπίεσης. «Δεν βγαίνω πολύ. Δεν κυκλοφορώ», ομολογεί. Βάζει ένα ποτήρι κρασί, δομείται και αποδομείται σπίτι της. Και όταν έρθει σε ισορροπία με το μέσα της, ανεβαίνει στον Υμηττό για να μυρίσει ξανά τα δέντρα και το χώμα, να δει την πόλη από απόσταση. Ωστόσο, αν είσαι ξένος στην πόλη και της ζητήσεις να σου δείξει τα αγαπημένα της σημεία, δεν θα σε πάει στο βουνό. Θα σε πάει βόλτα στην Αρεοπαγίτου, θα πάρετε δυο σουβλάκια και μπίρες και θα ανέβετε στου Φιλοπάππου να χαζέψετε την Ακρόπολη, θα πάτε για ρομαντζάδα στο Καβούρι και στο Σούνιο. Στα μέρη που, όπως λέει, «είναι ακόμη ανθρώπινα. Εκεί που δεν μπορούν να σε πατήσουν, να σε φάνε, να σε κλέψουν». «Σ’ αρέσει η Αθήνα;», τη ρωτάω. Μου απαντά σιβυλλικά: «Είμαι εγκλωβισμένη εδώ εξαιτίας της δουλειάς μου». Είναι εργασιομανής και δεν είναι.
Μέσα της έχει δεκάδες ανοιχτά μέτωπα, αμέτρητες εναλλακτικές. «Μπορώ να πάω να φυτέψω ένα λαχανόκηπο, να πάω να ζήσω στο νησί μου τη Ζάκυνθο, να φύγω στο εξωτερικό, να ασχοληθώ με τη διακόσμηση». Δεν μπορεί να ζει χωρίς ανοιχτά μέτωπα μέσα της. Ποιος μπορεί; Η Κλέλια, λοιπόν, που παθιάζεται όταν μιλάει, που θέλει να δοκιμάζεται αφηγούμενη διαφορετικές ιστορίες, που μπορεί να σκέφτεται πως θα κάνει τα χίλια δυο με τον εαυτό της, που χτυπάει το χέρι στο τραπέζι, μου λέει και τι δεν θα γίνει. «Δεν είμαι, ούτε και πρόκειται να γίνω μύθος. Σταρ για μένα μπορείς να πεις ότι είναι οι άπιαστοι άνθρωποι. Σταρ είναι ένα αστέρι που είναι στον ουρανό, που δεν θα το πιάσεις όσο και να χτυπιέσαι. Το μόνο που μπορείς να κάνεις είναι να το χαζεύεις και να παίρνεις κάτι από τη λάμψη του. Μην τρελαθούμε εντελώς. Ποιο άπιαστο πράγμα είμαι εγώ; Σταρ μεταφορικά μπορώ να πω πως είμαστε όλοι και κανένας. Σταρ τον άνθρωπο τον κάνει η αγάπη και η ανθρωπιά. Ο,τι λάμπει μέσα μας είναι αστέρι». Ηταν λογικό και επόμενο, λοιπόν, όταν τη ρώτησα αν πιστεύει πολύ σε κάτι να μου πει πως πιστεύει στον άνθρωπο όπως είναι μαγικά πλασμένος. Ωστόσο ένας άνθρωπος είναι και ο μεγαλύτερος φόβος της. Ο εαυτός της, όπως λέει: «Φοβάμαι ότι πολλές φορές ο εαυτός μου δεν μπορεί να ανταποκριθεί στις προσδοκίες που έχω εγώ για εκείνον. Οχι για τους άλλους. Για μένα. Που ενώ ξέρω ότι μπορώ, κωλώνω και κάνω πίσω».
Εχουμε πιει καφέ, έχει αρχίσει να νυχτώνει και έχουμε αρχίσει και οι δύο να νιώθουμε άβολα με την πρώτη ψύχρα του φθινοπώρου. Σχεδόν δικολαβίστικα της ζητάω, αφού έγινε ηθοποιός για να αφηγείται ιστορίες, να μου πει μια ιστορία για τον εαυτό της. «Αυτό που κάνεις τώρα...», μου λέει. «Τι; Ντρέπεσαι;», της αντιτείνω. «Οχι, απλά είναι το πιο δύσκολο πράγμα που μπορεί να κάνει κανείς για τον εαυτό του. Δεν έχεις καθαρή εικόνα για τον εαυτό σου. Δεν έχω φτάσει σε αυτό το επίπεδο εγώ. Δεν ξέρω για τους ανθρώπου γύρω μου, δεν ξέρω για σένα... Θεωρώ ότι έχω μια εικόνα... Σίγουρα κάτι θα ξεχάσω, σίγουρα κάτι θα τονίσω... Είμαι ένα παιδί που έχω το ένα πόδι μου στο όνειρο, την καρδιά και τη φαντασία και το άλλο στον φόβο και την ανασφάλεια και χρειάζομαι στήριξη και αγάπη για να συνεχίσω να υποστηρίζω το πρώτο. Το ένα πόδι χρειάζεται να πατάει στη γη και να παίρνει ενέργεια, συντροφιά, αγάπη και ζωντάνια, ώστε το άλλο να φεύγει στο σύννεφο και να φτιάχνει την πορεία που θέλω εγώ πάρω. Είναι ένα δίπολο που έχει χρυσές ισορροπίες, περίεργες», ολοκληρώνει. Φεύγουμε. Εκείνη για να «ταλαιπωρήσει» το παιδί από το βιντεοκλάμπ της γειτονιάς, μια και αναζητά ταινίες που θα τη βοηθήσουν στον νέο της θεατρικό ρόλο, κι εγώ για να σκεφτώ τον «πλανήτη της σοκοφρέτας»; Ποιος είναι τώρα αυτός «πλανήτης της σοκοφρέτας», θα αναρωτηθεί εύλογα κανείς. Μου τον ανέφερε στην κουβέντα μας η Κλέλια, όταν τη ρώτησα τι νοσταλγεί από τα παιδικά της χρόνια: «Νοσταλγώ την απίστευτη συνθήκη που υπήρχε τότε. Οτι δεν υπήρχε φόβος. Και θα ’δινα τα πάντα για να ξαναγύρναγα εκεί όπου επιτρέπονταν όλα. Θα μπορούσες να είσαι ο Μπάτμαν αν ήθελες. Τώρα υπάρχει η γνώση που φέρνει συνειδητοποίηση. Είναι σκληρή η ζωή. Βλέπεις τι γίνεται γύρω. Μαθαίνεις, ενημερώνεσαι, έχεις ευθύνη, την ευθύνη του εαυτού σου, των πραγμάτων που κάνεις, ευθύνη για τον συνάνθρωπο. Οταν είσαι μικρός, είσαι συννεφάκι. Είσαι πέντε κιλά. Τώρα δεν έχεις το δικαίωμα να είσαι πέντε κιλά. Κάθε κίνηση και κάθε θέση που παίρνεις γράφουν ιστορία. Ετσι δεν είναι; Δεν είσαι πια στον πλανήτη της σοκοφρέτας». Ακόμη κι έτσι, όμως, πολλά κιλά βαρύτερος από ένα «συννεφάκι», νομίζω πως έστω για ένα Σάββατο βράδυ έχω «ψηθεί» να κάνω τον Μπάτμαν, ακόμη κι αν δεν δύναμαι να σώσω τις στέγες του Παγκρατίου από τη φθινοπωρινή μελαγχολία τους.
Ακολουθήστε το protothema.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr