«Τα πάντα γύρω μας είναι ετοιματζίδικα»

Προασπίζοντας το δικαίωμα να παραμένει απρόβλεπτος στις επιλογές του, ο Νίκος Κουρής αυτή τη φορά ενσαρκώνει τον hardcore Ορέστη του Ευριπίδη  σε σκηνοθεσία Γιάννη Χουβαρδά στην Επίδαυρο...

Συνέντευξη: Τίνα Μανδηλαρά
φωτογραφιες: Παναγιώτης  Κατσος
styling:
Πωλίνα Κατουχάκη
GROOMING: Ντέμη Σταματοπούλου

Αγαπά λέξεις όπως «ενέργεια» και «φαντασία» και απεχθάνεται  τα κλισέ και τις δημοσιογράφους με τις απαντήσεις στο τσεπάκι - σαν και του λόγου μου.

Ο λόγος για τον ηθοποιό Νίκο Κουρή, ο οποίος αντικρούει τις βαρύγδουπες δηλώσεις μου για την τραγωδία, το σύμπαν, την ύπαρξη ή τη μοίρα με τη δύναμη ενός ανθρώπου που δεν βολεύεται σε υπερβολές και απόλυτες αλήθειες. «Δεν ξέρω πού έχει καταλήξει ο Ευριπίδης, αν ξέρεις εσύ, πες μου!», μου απαντά με την αποστομωτική δύναμη ενός ανθρώπου που χρέος του είναι να ερμηνεύσει έναν ρόλο και όχι να σου ερμηνεύσει ολόκληρη την αρχαία τραγωδία. «Εδώ δεν ξέρουμε πού θα βρισκόμαστε τους ερχόμενους μήνες, πώς μπορούμε να είμαστε τόσο σίγουροι για το μέλλον και τη μοίρα;», με ρωτάει ρητορικά όταν κάποια στιγμή προσπαθώ να του αποσπάσω μια απάντηση για τα πλάνα της ζωής του.  

Καθώς φαίνεται, ο  Νίκος Κουρής κλείνει δημιουργικά μια εποχή με το Θέατρο του Νότου (που μας έφτιαξε θεατρικά όταν οι μοντέρνες παραστάσεις ήταν ακόμη ταμπού), με τις ανεκτίμητες ερμηνείες (θυμάμαι να μου πέφτει κυριολεκτικά το σαγόνι με την ερμηνεία του στη «Σάρα» του Λέσινγκ), τις θεατρικές του εξερευνήσεις, την ικανότητά του να ακροβατεί πάνω στη σκηνή χωρίς να πέφτει στο κενό των παραστάσεων του συρμού. Σε λίγες μέρες ο γνωστός ηθοποιός κάνει άλλο ένα comeback -ουσιαστικά δεν σταμάτησε ποτέ, απλώς πήρε μια ετήσια τηλεοπτική ανάσα με το «4» του Χριστόφορου Παπακαλιάτη- πρωταγωνιστώντας στον δύσκολο «Ορέστη» του Ευριπίδη, σε σκηνοθεσία Γιάννη Χουβαρδά και παραγωγή Εθνικού Θεάτρου.

Διαφωνεί μαζί μου όταν του λέω ότι ο Ευριπίδης μου φαίνεται εσωτερικός και ανθρωποκεντρικός - μάλλον τον ενοχλούν τα εύκολα θεωρητικά μου συμπεράσματα. «Δεν ξέρω αν ο Ευριπίδης είναι ανθρωποκεντρικός, μάλλον προφητικό θα έλεγα το έργο του, με πολλές αναλογίες στην εποχή μας, καθώς μιλάει για μια κοινωνία σε απόλυτη σήψη και παρακμή. Με πρωτοφανή ειρωνεία -προκλητική για την εποχή του- και υπόγειο χιούμορ, ο Ευριπίδης περιγράφει μια κοινωνία σε τέλμα, χωρίς ωστόσο να καταλήγει σε σαφείς εξισώσεις. Εχει κάτι δηκτικό και άβολο ο Ευριπίδης, αφού μας κάνει να εγκαταλείπουμε κάθε φορά την ασφαλή και ορθή περιοχή και να δοκιμάζουμε τα όριά μας.

Θα μας θυμίσει ότι ενδεχομένως πολλές φορές να μη βλέπουμε αυτά που συμβαίνουν μπροστά στα μάτια μας και ότι αυτά δεν έχουν ποτέ μια μονοσήμαντη ερμηνεία αλλά πολλά επίπεδα ανοιχτά σε προσεγγίσεις. Εξάλλου, παρά τον ανατρεπτικό του λόγο, δεν μιλά για κάποιον επαναστάτη, αλλά για έναν άνθρωπο της εξουσίας φτιαγμένο για συγκεκριμένα πράγματα και καθορισμένους θώκους. Με λίγα λόγια, δεν ξέρεις πραγματικά τι να πιστέψεις στο έργο του Ευριπίδη, αφού σε αφήνει αμήχανο μπροστά στα πάντα. Ανοίγει μια περιοχή αβέβαιη σε σχέση με τα άλυτα και αιώνια θέματα που επιτρέπει το ίδιο το σφάλμα της ύλης, δηλαδή το ότι μπορεί να συμβεί οτιδήποτε ανά πάσα στιγμή. Ακόμη, να σου πω την αλήθεια, εξερευνώ τις πολλές πτυχές του έργου και κάθε φορά ανακαλύπτω κάτι καινούριο για το έργο και τον ήρωα».  

Φαντάζομαι τη διαδικασία να λειτουργεί πάνω του κάπως ψυχαναλυτικά, αλλά και πάλι φαίνεται ότι χρησιμοποιώ άλλο ένα ενοχλητικό κλισέ. «Δεν ξέρω αν μπορώ να το πω ψυχαναλυτικά - δεν μου αρέσει αυτός ο όρος. Απλώς το έργο μού γεννάει συνεχώς ερωτήματα για εμένα και τη ζωή μου την ίδια. Ωστόσο πρόκειται για μια διαδικασία πολύ ευαίσθητη και προσωπική για να την αναλώσω σε λίγες λέξεις - άσε που είναι και πολύ δύσκολο να το κάνω».  

Μου αρέσει που  έχει υψωμένες κεραίες - δεν αφήνει τίποτε αδιευκρίνιστο και βάζει διαρκώς όρια στα δημοσιογραφικά μου τερτίπια. «Δεν μπορώ να είμαι σίγουρος στη ζωή μου ούτε για εμένα τον ίδιο», μου επισημαίνει. «Μου αρκεί να είμαι υγιής εγώ και οι άνθρωποι που αγαπώ, να ανακαλύπτω καινούρια πράγματα και κυρίως να μη βαριέμαι».

Και ποιο είναι  το όπλο του απέναντι στη βαρεμάρα: «Η φαντασία», μου λέει με μια λέξη που δεν επιδέχεται περαιτέρω διευκρινίσεις. Προσπαθώ να καταλάβω πώς μπορεί να λειτουργήσει η φαντασία σε μια εποχή που ευνοεί μάλλον το αντίθετο. «Πρέπει να βρεις μόνος σου τον τρόπο. Η φαντασία είναι ένα υποκειμενικό παιχνίδι - το πώς δηλαδή ακριβώς θα κατακτήσεις το αδιανόητο, πώς θα ζήσεις τη ζωή σου  
με έναν μη ετοιματζίδικο τρόπο. Δεν βλέπεις πόσο τα πάντα είναι γύρω μας ετοιματζίδικα; Η ζωή μας, οι σχέσεις μας, αυτά που τρώμε και σκεφτόμαστε».

Με πείθει ότι δεν μιλάει με το ψεύτικο στυλάκι, αλλά με την αγωνία ενός ανθρώπου που προσπαθεί να ζήσει από την τέχνη, από τον ταλέντο του, από τον έρωτα που έχει για τα πράγματα που κάνει. Γι’ αυτό και τον ρωτάω για το σαράκι της επιλογής ανάμεσα σε μια εμπορική καριέρα και σε μια ποιοτική αναζήτηση.

«Δεν υπάρχει θέμα επιλογής, σε οδηγεί ο χαρακτήρας σου από μόνος σου. Πώς να επιλέξεις μια “εμπορική” καριέρα όταν ο χαρακτήρας σου δεν έχει καμία σχέση με αυτό; Δεν μπορείς να γίνεις κάτι που δεν είσαι με την ίδια έννοια που δεν μπορείς να κάνεις κάτι έξω από τα συγκεκριμένα ενδιαφέροντά σου. Θα φανεί ψεύτικο και δεν θα λειτουργήσει. Γιατί δεν μπορεί να σε ενδιαφέρει πραγματικά η τέχνη όταν μιλάς μόνο για το χρήμα. Αυτές οι συζητήσεις που αναλώνονται διαρκώς στη ζωούλα μας, στα χρήματα, στο φαγητάκι μας, στην ασφάλειά μας φανερώνουν μια ακραία συντηρητική αντίληψη που έχει ο σκοπό να βλάψει την τέχνη ή που μάλλον δεν έχει καμία σχέση μαζί της».  

Αντιστέκομαι -επιτέλους!- θυμίζοντάς του πόσοι πολλοί κάνουν το αντίθετο και πόσες αίθουσες έχουν βαπτιστεί «θεατρικές» με απόλυτα μη θεατρικά σχήματα, που ζουν απλώς με τη δύναμη της τηλεόρασης. Τον ρωτάω πώς καταφέρνει να ασχολείται ταυτόχρονα και με τα δύο. «Δεν ξέρω πραγματικά πώς μπορεί κανείς να συνδυάσει την ίδια στιγμή το θέατρο και την τηλεόραση. Εγώ δεν μπορώ. Ή τηλεόραση κάνω ή θέατρο. Και τα δύο μαζί, την ίδια στιγμή, δεν γίνονται».

Τον ρωτάω γιατί  οι δημοσιογράφοι καταφεύγουν επίσης σε κλισέ για να τον περιγράψουν: απόμακρος, δύσκολος, απότομος. «Γιατί οι δημοσιογράφοι έχουν εγγενή έφεση στα κλισέ. Είναι το όπλο τους. Αν θες να πολεμήσεις τα κλισέ, σταματάς να ασχολείσαι με τα μίντια».

Ετοιμη καθώς είμαι να τελειώσω με την κλισέ ερώτησή μου αν είναι ευτυχισμένος, με διακόπτει η χαρούμενη φωνή του γιου του - παίρνω έτσι την απάντησή μου. Μπορεί ο Ντοστογιέφσκι να έλεγε ότι η ίδια η αναζήτηση της ευτυχίας καταργεί την ευτυχία, αλλά κι αυτό καθώς φαίνεται ήταν ένα τεράστιο κλισέ.  

Ευχαριστούμε το ξενοδοχείο «Life Gallery» (Θησέως 103,

Εκάλη, τηλ. 210 6260400) για την παραχώρηση του χώρου


Ακολουθήστε το protothema.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr