"Eίμαι τρελό ψώνιο"
12.11.2010
12:02
Μια συνάντηση με έναν από τους πιο δραστήριους πρωταγωνιστές του θεάτρου θολώνει τα όρια ανάμεσα στη συνέντευξη και την ψυχοθεραπεία
Aυτό κι αν είναι έκπληξη: να μην έχεις προλάβει να πιεις τον πρώτο σου καφέ, να μη θες να δεις άνθρωπο και να καταλήγεις να κάνεις την απόλυτη ψυχοκουβέντα με έναν ηθοποιό που μέχρι πρότινος θεωρούσες ολίγον τι μπλαζέ και φαντασμένο. Καμία σχέση, όμως: ο Χρήστος Λούλης είναι από τους ανθρώπους που θα ήθελες να έχεις φίλους σου. Φαντάζομαι τους φίλους του να τον καλούν συχνά στο σπίτι τους για να περάσουν (πραγματικά) καλά, να καλαμπουρίσουν, να του πουν τον πόνο τους αλλά και να του ζητήσουν να τους διαβάσει κάνα ποίημα (γιατί είναι ευτυχώς δημιουργικά βαρεμένος) ή να τους χτυπήσει στοργικά την πλάτη, αν το έχουν ανάγκη.
Στην πραγματικότητα είναι από αυτούς που δεν βαριέσαι -ούτε φοβάσαι- να κάνεις την επόμενη κουλή ερώτηση γιατί ξέρεις ότι είναι πραγματικά περίεργος να την ακούσει. Δεν έχει τύχει να μιλήσω με σελέμπριτι με την ίδια άνεση για τη διασημότητα και το θέατρο, τον Αντι Γουόρχολ και τα τηλεπαιχνίδια, τη φιλοσοφία και το νόημα της ζωής, την Πάτι Σμιθ και το «Νησί». Εχει βουλιμικό ενδιαφέρον για τα πάντα. Είναι ένας τύπος που βαριέται οτιδήποτε προβλέψιμο και βαρετό, που δίνει τη δική του ποιητική μάχη ενάντια στο κλισέ και που προσπαθεί να σε πείσει ότι χωρίς τη δημιουργική βίδα, τη «φρεναπάτη», βρε αδελφέ -όπως λέγεται και το φετινό θεατρικό στο οποίο πρωταγωνιστεί -
δεν γίνεται τίποτε ούτε στη ζωή ούτε στο θέατρο. Τον ρωτάω αν τελικά φρεναπάτη (το έργο του Κορνέιγ στο οποίο συμπρωταγωνιστεί με τη γυναίκα του, την Εμιλυ Κολιανδρή, στο Εθνικό Θέατρο, σε σκηνοθεσία Δημήτρη Μαυρίκιου) σημαίνει ότι όλα είναι στο μυαλό μας και κουνάει καταφατικά το κεφάλι. «Εννοείται, όλα βρίσκονται μέσα στο μυαλό μας.
Το καλό και το κακό, το όμορφο και το άσχημο, όλα επικοινωνούν εσωτερικά με τον ίδιο δικό τους τρόπο σαν συγκοινωνούντα δοχεία. Ουσιαστικά πρόκειται για τις δύο όψεις των αντιθέτων, αφού το δράμα εμπεριέχει την κωμωδία και το αντίθετο. Δεν είναι τυχαίο ότι το έργο “Φρεναπάτη” είναι ταυτόχρονα κωμωδία και δράμα, όπως η ίδια η ζωή. Πρόκειται για τις δύο όψεις του ίδιου νομίσματος, αφού κάθε ακραία κατάσταση εκ φύσεως προϋποθέτει την αντίθετή της. Κι αυτό για μένα είναι ο ορισμός της αρμονίας». Μου αρέσει που είναι υπερβολικός και φαντεζί με το καλημέρα - που δεν φοβάται τις μεταφορές. Του επισημαίνω το φιλοσοφικό του πράγματος πρωινιάτικα και γελάει: «Μα όλη η ζωή μας είναι μια μεταφορά, αλλιώς είναι αβάσταχτη.
Τι νόημα θα είχε η καθημερινότητα χωρίς τον μεταφορικό λόγο; Και πώς θα ζούσες χωρίς έρωτα; (Η απόλυτη μεταφορά!) Η κυριολεξία δεν αντέχεται εύκολα, γι’ αυτό ζητάει ο κόσμος καταφύγιο στην τέχνη. Ακόμη και η πιο απλή ταινία και το πιο απλό παραμύθι δεν είναι παρά μια απλή απόδειξη ότι ο άνθρωπος ζει για να ονειρεύεται», μου λέει αποστομώνοντάς με. Ναι, αλλά αυτός πώς στο καλό τη βγάζει καθαρή στην καθημερινότητά του - πάει στη δουλειά του, εργάζεται εξαντλητικές ώρες, ενώ είναι και παντρεμένος άνθρωπος; Πώς συνδυάζει τα ασυνδύαστα; «Εξαρτάται από ποια γωνιά το προσεγγίζεις. Στο καθετί υπάρχει τέχνη - ακόμη και στο πιο χυδαίο: και ο καλλιτέχνης είναι αυτός που θα μπορέσει να το βιώσει διαφορετικά και να το μεταμορφώσει σχεδόν ενστικτωδώς. Είναι κάτι που συμβαίνει ανεπαίσθητα και δεν το ξέρεις εκ των προτέρων. Αν έχεις στο μυαλό σου διαρκώς τη θεωρία τού τι θα πεις και πώς το θα γράψεις, το έχεις χάσει το παιχνίδι.
Ο καλλιτέχνης πρέπει να προσπαθήσει να δει πέρα από την επιφάνεια ή, καλύτερα, να νιώσει αυτό που βρίσκεται από κάτω. Από τη μια πρέπει να έχει το όραμα -γιατί αν δεν έχεις μια βάση μεγαλομανίας, σημαίνει ότι δεν έχεις φιλοδοξίες-, από την άλλη όμως πρέπει να μπορεί να διατηρεί μια σεμνότητα για να μη χάσει εντελώς το μέτρο και φανεί εντελώς υπερφίαλος. Να έχει την ικανότητα να αποδομεί τον εαυτό του εκεί που χρειάζεται, αλλιώς δεν θα φανεί καλλιτέχνης αλλά απλώς τρελός. Κι αυτό τελικά το μέτρο της υπερβολής είναι που φτιάχνει τον πραγματικό καλλιτέχνη». Τον ρωτάω αν αυτός το βρίσκει το μέτρο πάντα κι αν θεωρεί τον εαυτό του καλλιτέχνη. «Πιστεύω στην τέχνη, αν αυτό εννοείς, επειδή πιστεύω στην αρμονία. Είμαι τρελό ψώνιο και το παραδέχομαι, αλλά αυτό που με σώζει είναι ότι δεν παίρνω τον εαυτό μου στα σοβαρά. Ευτυχώς δεν φοβάμαι να γίνω γελοίος και να κάνω τις απόλυτες βλακείες».
Η αίσθηση, πάντως, που δίνει είναι ότι ίσως (παρα)σκέφτεται αυτά που κάνει. «Δεν ξέρω. Είναι ένα κουσούρι που έχω από μικρός: από τότε με έλεγαν κάπως ονειροπαρμένο, ότι ήμουν αλλού. Ηταν γνωστό και στους φίλους μου ότι εγώ ήμουν πάντα ο “φευγάτος”. Δεν αισθανόμουν ποτέ ότι ανήκω κάπου 100%, ήθελα πάντα να φεύγω, να αναζητώ το άλλο, πολλές φορές το παράλογο». Του εξομολογούμαι ότι δεν θα ξεχάσω ποτέ μια φράση που μου είχε πει η Πάτι Σμιθ - ότι γι’ αυτήν καλλιτέχνης είναι αυτός που θέλει να κάνει κάτι για τον οποίο θα τον θυμούνται όλοι ανεξάρτητα αν θα το καταφέρει ή όχι. «Κάπως έτσι είναι, αν και αυτό δεν μπορεί να συμβαίνει μόνιμα, αλλιώς δεν είσαι καλλιτέχνης, αλλά ψώνιο.
Στην πραγματικότητα είναι από αυτούς που δεν βαριέσαι -ούτε φοβάσαι- να κάνεις την επόμενη κουλή ερώτηση γιατί ξέρεις ότι είναι πραγματικά περίεργος να την ακούσει. Δεν έχει τύχει να μιλήσω με σελέμπριτι με την ίδια άνεση για τη διασημότητα και το θέατρο, τον Αντι Γουόρχολ και τα τηλεπαιχνίδια, τη φιλοσοφία και το νόημα της ζωής, την Πάτι Σμιθ και το «Νησί». Εχει βουλιμικό ενδιαφέρον για τα πάντα. Είναι ένας τύπος που βαριέται οτιδήποτε προβλέψιμο και βαρετό, που δίνει τη δική του ποιητική μάχη ενάντια στο κλισέ και που προσπαθεί να σε πείσει ότι χωρίς τη δημιουργική βίδα, τη «φρεναπάτη», βρε αδελφέ -όπως λέγεται και το φετινό θεατρικό στο οποίο πρωταγωνιστεί -
δεν γίνεται τίποτε ούτε στη ζωή ούτε στο θέατρο. Τον ρωτάω αν τελικά φρεναπάτη (το έργο του Κορνέιγ στο οποίο συμπρωταγωνιστεί με τη γυναίκα του, την Εμιλυ Κολιανδρή, στο Εθνικό Θέατρο, σε σκηνοθεσία Δημήτρη Μαυρίκιου) σημαίνει ότι όλα είναι στο μυαλό μας και κουνάει καταφατικά το κεφάλι. «Εννοείται, όλα βρίσκονται μέσα στο μυαλό μας.
Το καλό και το κακό, το όμορφο και το άσχημο, όλα επικοινωνούν εσωτερικά με τον ίδιο δικό τους τρόπο σαν συγκοινωνούντα δοχεία. Ουσιαστικά πρόκειται για τις δύο όψεις των αντιθέτων, αφού το δράμα εμπεριέχει την κωμωδία και το αντίθετο. Δεν είναι τυχαίο ότι το έργο “Φρεναπάτη” είναι ταυτόχρονα κωμωδία και δράμα, όπως η ίδια η ζωή. Πρόκειται για τις δύο όψεις του ίδιου νομίσματος, αφού κάθε ακραία κατάσταση εκ φύσεως προϋποθέτει την αντίθετή της. Κι αυτό για μένα είναι ο ορισμός της αρμονίας». Μου αρέσει που είναι υπερβολικός και φαντεζί με το καλημέρα - που δεν φοβάται τις μεταφορές. Του επισημαίνω το φιλοσοφικό του πράγματος πρωινιάτικα και γελάει: «Μα όλη η ζωή μας είναι μια μεταφορά, αλλιώς είναι αβάσταχτη.
Τι νόημα θα είχε η καθημερινότητα χωρίς τον μεταφορικό λόγο; Και πώς θα ζούσες χωρίς έρωτα; (Η απόλυτη μεταφορά!) Η κυριολεξία δεν αντέχεται εύκολα, γι’ αυτό ζητάει ο κόσμος καταφύγιο στην τέχνη. Ακόμη και η πιο απλή ταινία και το πιο απλό παραμύθι δεν είναι παρά μια απλή απόδειξη ότι ο άνθρωπος ζει για να ονειρεύεται», μου λέει αποστομώνοντάς με. Ναι, αλλά αυτός πώς στο καλό τη βγάζει καθαρή στην καθημερινότητά του - πάει στη δουλειά του, εργάζεται εξαντλητικές ώρες, ενώ είναι και παντρεμένος άνθρωπος; Πώς συνδυάζει τα ασυνδύαστα; «Εξαρτάται από ποια γωνιά το προσεγγίζεις. Στο καθετί υπάρχει τέχνη - ακόμη και στο πιο χυδαίο: και ο καλλιτέχνης είναι αυτός που θα μπορέσει να το βιώσει διαφορετικά και να το μεταμορφώσει σχεδόν ενστικτωδώς. Είναι κάτι που συμβαίνει ανεπαίσθητα και δεν το ξέρεις εκ των προτέρων. Αν έχεις στο μυαλό σου διαρκώς τη θεωρία τού τι θα πεις και πώς το θα γράψεις, το έχεις χάσει το παιχνίδι.
Ο καλλιτέχνης πρέπει να προσπαθήσει να δει πέρα από την επιφάνεια ή, καλύτερα, να νιώσει αυτό που βρίσκεται από κάτω. Από τη μια πρέπει να έχει το όραμα -γιατί αν δεν έχεις μια βάση μεγαλομανίας, σημαίνει ότι δεν έχεις φιλοδοξίες-, από την άλλη όμως πρέπει να μπορεί να διατηρεί μια σεμνότητα για να μη χάσει εντελώς το μέτρο και φανεί εντελώς υπερφίαλος. Να έχει την ικανότητα να αποδομεί τον εαυτό του εκεί που χρειάζεται, αλλιώς δεν θα φανεί καλλιτέχνης αλλά απλώς τρελός. Κι αυτό τελικά το μέτρο της υπερβολής είναι που φτιάχνει τον πραγματικό καλλιτέχνη». Τον ρωτάω αν αυτός το βρίσκει το μέτρο πάντα κι αν θεωρεί τον εαυτό του καλλιτέχνη. «Πιστεύω στην τέχνη, αν αυτό εννοείς, επειδή πιστεύω στην αρμονία. Είμαι τρελό ψώνιο και το παραδέχομαι, αλλά αυτό που με σώζει είναι ότι δεν παίρνω τον εαυτό μου στα σοβαρά. Ευτυχώς δεν φοβάμαι να γίνω γελοίος και να κάνω τις απόλυτες βλακείες».
Η αίσθηση, πάντως, που δίνει είναι ότι ίσως (παρα)σκέφτεται αυτά που κάνει. «Δεν ξέρω. Είναι ένα κουσούρι που έχω από μικρός: από τότε με έλεγαν κάπως ονειροπαρμένο, ότι ήμουν αλλού. Ηταν γνωστό και στους φίλους μου ότι εγώ ήμουν πάντα ο “φευγάτος”. Δεν αισθανόμουν ποτέ ότι ανήκω κάπου 100%, ήθελα πάντα να φεύγω, να αναζητώ το άλλο, πολλές φορές το παράλογο». Του εξομολογούμαι ότι δεν θα ξεχάσω ποτέ μια φράση που μου είχε πει η Πάτι Σμιθ - ότι γι’ αυτήν καλλιτέχνης είναι αυτός που θέλει να κάνει κάτι για τον οποίο θα τον θυμούνται όλοι ανεξάρτητα αν θα το καταφέρει ή όχι. «Κάπως έτσι είναι, αν και αυτό δεν μπορεί να συμβαίνει μόνιμα, αλλιώς δεν είσαι καλλιτέχνης, αλλά ψώνιο.
Ξεκινάς με τη λογική ότι θα πιάσεις το άπιαστο, ότι θα παίξεις τον μεγάλο, αλησμόνητο ρόλο αλλά στην πορεία προκύπτουν διάφορα: ζεις, κάνεις βλακείες, παντρεύεσαι, είσαι ένας καθημερινός άνθρωπος κι όχι πάντα μεγάλος καλλιτέχνης. Κι αυτό δεν σημαίνει ότι το ένα αποκλείει το άλλο, απλώς αλληλοσυμπληρώνονται. Στο κάτω-κάτω, η ζωή είναι πολύ πιο πλούσια και απρόβλεπτη από την τέχνη. Κρύβει μεγάλες και άπιαστες αλήθειες που ούτε καν βάζει ο νους σου. Η καθημερινότητα είναι αμείλικτη και μπορεί να συντρίψει εύκολα τις στιγμές μεγαλείου. Ευτυχώς. Γιατί μόνο έτσι μπορείς να κάνεις περισσότερα και να γίνεις ακόμη καλύτερος. Αν δεν ήσουν τρωτός, αν ζούσες μονίμως για το μεγάλο έργο, δεν θα ήσουν ενδιαφέρων.
Ο πιο μεγάλος άνθρωπος κρύβει ενδιαφέρον επειδή διαθέτει μια πολύ χυδαία πλευρά - κι εκεί είναι η μαγκιά της τέχνης και του βίου». Αλήθεια, αυτός πιστεύει ότι υπάρχουν ακόμη ανάμεσά μας μεγάλοι καλλιτέχνες και μεγάλοι άνθρωποι - ειδικά σε μια εποχή που δεν ευνοεί τα μεγάλα και τα σπουδαία; «Εννοείται ότι το πιστεύω. Αρκεί να έχεις την ικανότητα να τον δεις και να τον αναγνωρίσεις, αλλιώς δεν υπάρχει ούτε θα υπάρξει ποτέ. Κι ίσως αυτό να μην το ευνοεί σήμερα η εποχή μας. Μπορεί να μένει δίπλα σου ο Κάφκα και εσύ να μην το παίρνεις χαμπάρι. Μπορεί να προσπερνά η αδελφή ψυχή σου, ο μεγάλος έρωτας, και εσύ να μην το αντιλαμβάνεσαι. Είπαμε, τα μεγάλα πρέπει να καταφέρουν να αναγνωρίζονται ως μεγάλα, αλλιώς δεν υπάρχουν ποτέ». Τον ρωτάω ποια είναι η απόλυτη φαντασίωσή του. «Οτι είμαι μόνος μου σε ένα τεράστιο δάσος, χαμένος από τους ανθρώπους». Γιατί τόση μοναξιά; «Γιατί η μοναξιά είναι απαραίτητο στοιχείο της συνύπαρξης.
Αν δεν τα βρεις πρώτα με τον εαυτό σου, αν δεν βιώσεις βαθιά και αληθινή μοναξιά, δεν μπορείς να είσαι πραγματικά και ουσιαστικά με τον άλλον. Δεν μπορείς ούτε σχέση να κάνεις ούτε να πετύχεις στη δουλειά σου αν δεν καταφέρνεις να βγεις νικητής στην πάλη με τον εαυτό σου: από εκεί ξεκινούν κι εκεί καταλήγουν όλα. Φαντάσου τη ζωή σαν μια κυκλική διαδικασία, σαν μια αρμονική ολότητα».
Κι αυτός πώς μπορεί και βρίσκει την ισορροπία ανάμεσα στην τηλεόραση, τη διασημότητα, τα σίριαλ και το θέατρο; «Το κριτήριο είναι πάντα ένα κι είναι αμιγώς αισθητικό. Κοιτάω δηλαδή ό,τι κάνω να συνάδει με το δικό μου αισθητικό κριτήριο και από κει και πέρα όλα εξαρτώνται από τη φάση στην οποία βρίσκομαι. Αλλοτε βασικό ρόλο παίζει η συνεργασία, άλλοτε ο ρόλος, η πρόκληση ή απλώς τα χρήματα. Και, ξέρεις, το τελευταίο δεν είναι καθόλου κακό, όπως νομίζουν κάποιοι».
«Από μικρό με έλεγαν ονειροπαρμένο, ότι ήμουν αλλού. Ημουν πάντα ο “φευγάτος”, δεν αισθανόμουν
ποτέ ότι ανήκω κάπου. Ηθελα πάντα να φεύγω,
να αναζητώ το άλλο, το παράλογο»
Ακολουθήστε το protothema.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr