Theo Alexander: Συνέντευξη με έναν βρικόλακα
Theo Alexander: Συνέντευξη με έναν βρικόλακα
Mπήκα στην αίθουσα για την οντισιόν του “True Blood” και ήταν δεκαπέντε άτοµα. Executives από το HBO, δύο σκηνοθέτες, δύο σεναριογράφοι και άλλοι παρατρεχάµενοι. Με παρουσιάζει η υπεύθυνη λέγοντας “αυτός είναι ο Θίο Αλεξάντερ...
UPD:
Mπήκα στην αίθουσα για την οντισιόν του “True Blood” και ήταν δεκαπέντε άτοµα. Executives από το HBO, δύο σκηνοθέτες, δύο σεναριογράφοι και άλλοι παρατρεχάµενοι. Με παρουσιάζει η υπεύθυνη λέγοντας “αυτός είναι ο Θίο Αλεξάντερ, είναι Ιταλός”... Γυρίζω τότε και -ως Τάλµποτ πια- της λέω: “Γλύκα, είµαι Eλληνας, κάτι πολύ χειρότερο”», αφηγείται ο Θοδωρής Ζουµπουλίδης για το βάπτισµα πυρός που έλαβε στην παγκόσµια βιοµηχανία του θεάµατος.
«Από το δεκαπεντασέλιδο σενάριο που είχα µελετήσει είχα καταλάβει ότι ο Τάλµποτ δεν µπορούσε να είναι κάτι άλλο παρά Ελληνας, και µάλιστα της εποχής του Βυζαντίου!
Το feedback που έπαιρνα από την παραγωγή συµφωνούσε µαζί µου. Το βασικότερο σε µια οντισιόν δεν είναι να πάρεις τον ρόλο, αλλά να δώσεις στους ανθρώπους που σε παρακολουθούν µια εµπειρία». Τη συνέχεια την έχουµε δει οι περισσότεροι στις οθόνες µας. Και µας άρεσε. Αυτή όµως δεν ήταν παρά η αρχή για τον νεαρό ηθοποιό, ο οποίος έχει ήδη συµµετάσχει σε αρκετές ταινίες και προετοιµάζεται για άλλα δύο κινηµατογραφικά projects δίπλα σε ονόµατα όπως η Ολυµπία ∆ουκάκη, ενώ αναλαµβάνει για πρώτη φορά και τον ρόλο του παραγωγού σε µια τρίτη ταινία.
«Το “Τεό” δεν µου αρέσει καθόλου. Μου θυµίζει ρετρό ζαχαροπλαστείο ή παλιό ράφτη που ’χει ξεµείνει», εξοµολογείται ο Θοδωρής, όπως τον φωνάζουν οι φίλοι του, ο οποίος τα τελευταία 4 χρόνια έχει µεταφέρει τη ζωή και τα όνειρά του στο Λος Αντζελες, κυνηγώντας µε όρεξη -και επιτυχία- το πεπρωµένο του. Τον ρωτάω πώς ο Θοδωρής Ζουµπουλίδης από τη Γλυφάδα, που σπούδασε business στο Πανεπιστήµιο της Βοστόνης και πήρε το πτυχίο του µε honors βαπτίστηκε Θίο Αλεξάντερ: «Εγινε καθαρά για λόγους marketing. Τους τρεις πρώτους µου ρόλους του είχα κλείσει ως Ζουµπουλίδης. Πήγαινα σε οντισιόν όµως και όσοι ήθελαν να µε ψάξουν αργότερα µέσω Ιντερνετ δεν µπορούσαν. Ηταν αδύνατον να κάνουν spelling το όνοµα, ήταν πρακτικά ungooglable! Ετσι έψαξα να βρω κάποιο άλλο που θα µπορούσε να µε εκφράσει. Τι πιο ελληνικό από το Αλέξανδρος; Το αγαπηµένο µου όνοµα, το πρώτο µου βιβλίο του Καζαντζάκη - το «Μέγας Αλέξανδρος»-, ο αγαπηµένος µου ήρωας».
Αν και έφυγε κατευθείαν στο εξωτερικό για σπουδές, δεν έκανε το ίδιο και µε την ηθοποιία. Επιστρέφει από τη Βοστόνη και για ένα µικρό διάστηµα ακολουθεί τα σχέδια των γονιών του γι’ αυτόν, τη δουλειά στην οικογενειακή επιχείρηση: «Πέρασα έναν ολόκληρο χρόνο σε πολύ άσχηµη ψυχολογική κατάσταση. Ενα πρωί άργησα να σηκωθώ για τη δουλειά κάνα µισάωρο. Εκατσα στο κρεβάτι και κοιτούσα το ταβάνι κυριολεκτικά, το έχω ξαναπεί πολλές φορές. Ντύθηκα, πήγα στο γραφείο και είπα στον πατέρα µου: “Μπαµπά, εγώ τελείωσα σήµερα, θα ακολουθήσω αυτό που θέλω, θα γίνω ηθοποιός”.
Το τι ακολούθησε σπίτι δεν µπορείς να το φανταστείς. Αυτή όµως ήταν η προϋπόθεση για να σπουδάσω. Οτι εάν και µετά το πέρας των σπουδών εξακολουθώ να θέλω να γίνω ηθοποιός, θα µπορούσα το κάνω».
Περνάει από τους πρώτους στις εξετάσεις του υπουργείου Πολιτισµού και µπαίνει σε µια σχολή, όπου σύντοµα αντιλαµβάνεται ότι τα πράγµατα δεν ήταν έτσι όπως θα έπρεπε να είναι: «Οι πιο πολλοί καθηγητές ήθελαν να κάνεις ό,τι έκαναν αυτοί, κάτι που δεν νοείται στην Αµερική. Αυτό είναι µαϊµουδισµός, δεν είναι υποκριτική. Εχουν όλοι αυτό τον στόµφο, τη βαθιά φωνή που πέφτει στα Τάρταρα από την... πολλή καλλιτεχνία. Ασ’ το!». Οσο περνούσε ο καιρός ολοένα δυνάµωνε η πεποίθησή του πως αυτό που αναζητούσε ως τροφή για την ψυχή του δεν θα το έβρισκε στην Ελλάδα που τόσο αγαπά. «Θυµάµαι, µου είχαν δώσει να µελετήσω έναν ρόλο, τον Μίµη τον κοµµουνιστή.
«Από το δεκαπεντασέλιδο σενάριο που είχα µελετήσει είχα καταλάβει ότι ο Τάλµποτ δεν µπορούσε να είναι κάτι άλλο παρά Ελληνας, και µάλιστα της εποχής του Βυζαντίου!
Το feedback που έπαιρνα από την παραγωγή συµφωνούσε µαζί µου. Το βασικότερο σε µια οντισιόν δεν είναι να πάρεις τον ρόλο, αλλά να δώσεις στους ανθρώπους που σε παρακολουθούν µια εµπειρία». Τη συνέχεια την έχουµε δει οι περισσότεροι στις οθόνες µας. Και µας άρεσε. Αυτή όµως δεν ήταν παρά η αρχή για τον νεαρό ηθοποιό, ο οποίος έχει ήδη συµµετάσχει σε αρκετές ταινίες και προετοιµάζεται για άλλα δύο κινηµατογραφικά projects δίπλα σε ονόµατα όπως η Ολυµπία ∆ουκάκη, ενώ αναλαµβάνει για πρώτη φορά και τον ρόλο του παραγωγού σε µια τρίτη ταινία.
«Το “Τεό” δεν µου αρέσει καθόλου. Μου θυµίζει ρετρό ζαχαροπλαστείο ή παλιό ράφτη που ’χει ξεµείνει», εξοµολογείται ο Θοδωρής, όπως τον φωνάζουν οι φίλοι του, ο οποίος τα τελευταία 4 χρόνια έχει µεταφέρει τη ζωή και τα όνειρά του στο Λος Αντζελες, κυνηγώντας µε όρεξη -και επιτυχία- το πεπρωµένο του. Τον ρωτάω πώς ο Θοδωρής Ζουµπουλίδης από τη Γλυφάδα, που σπούδασε business στο Πανεπιστήµιο της Βοστόνης και πήρε το πτυχίο του µε honors βαπτίστηκε Θίο Αλεξάντερ: «Εγινε καθαρά για λόγους marketing. Τους τρεις πρώτους µου ρόλους του είχα κλείσει ως Ζουµπουλίδης. Πήγαινα σε οντισιόν όµως και όσοι ήθελαν να µε ψάξουν αργότερα µέσω Ιντερνετ δεν µπορούσαν. Ηταν αδύνατον να κάνουν spelling το όνοµα, ήταν πρακτικά ungooglable! Ετσι έψαξα να βρω κάποιο άλλο που θα µπορούσε να µε εκφράσει. Τι πιο ελληνικό από το Αλέξανδρος; Το αγαπηµένο µου όνοµα, το πρώτο µου βιβλίο του Καζαντζάκη - το «Μέγας Αλέξανδρος»-, ο αγαπηµένος µου ήρωας».
Αν και έφυγε κατευθείαν στο εξωτερικό για σπουδές, δεν έκανε το ίδιο και µε την ηθοποιία. Επιστρέφει από τη Βοστόνη και για ένα µικρό διάστηµα ακολουθεί τα σχέδια των γονιών του γι’ αυτόν, τη δουλειά στην οικογενειακή επιχείρηση: «Πέρασα έναν ολόκληρο χρόνο σε πολύ άσχηµη ψυχολογική κατάσταση. Ενα πρωί άργησα να σηκωθώ για τη δουλειά κάνα µισάωρο. Εκατσα στο κρεβάτι και κοιτούσα το ταβάνι κυριολεκτικά, το έχω ξαναπεί πολλές φορές. Ντύθηκα, πήγα στο γραφείο και είπα στον πατέρα µου: “Μπαµπά, εγώ τελείωσα σήµερα, θα ακολουθήσω αυτό που θέλω, θα γίνω ηθοποιός”.
Το τι ακολούθησε σπίτι δεν µπορείς να το φανταστείς. Αυτή όµως ήταν η προϋπόθεση για να σπουδάσω. Οτι εάν και µετά το πέρας των σπουδών εξακολουθώ να θέλω να γίνω ηθοποιός, θα µπορούσα το κάνω».
Περνάει από τους πρώτους στις εξετάσεις του υπουργείου Πολιτισµού και µπαίνει σε µια σχολή, όπου σύντοµα αντιλαµβάνεται ότι τα πράγµατα δεν ήταν έτσι όπως θα έπρεπε να είναι: «Οι πιο πολλοί καθηγητές ήθελαν να κάνεις ό,τι έκαναν αυτοί, κάτι που δεν νοείται στην Αµερική. Αυτό είναι µαϊµουδισµός, δεν είναι υποκριτική. Εχουν όλοι αυτό τον στόµφο, τη βαθιά φωνή που πέφτει στα Τάρταρα από την... πολλή καλλιτεχνία. Ασ’ το!». Οσο περνούσε ο καιρός ολοένα δυνάµωνε η πεποίθησή του πως αυτό που αναζητούσε ως τροφή για την ψυχή του δεν θα το έβρισκε στην Ελλάδα που τόσο αγαπά. «Θυµάµαι, µου είχαν δώσει να µελετήσω έναν ρόλο, τον Μίµη τον κοµµουνιστή.
Ωραίος ο χαρακτήρας και ενδιαφέρουσα η σκηνή, αλλά όταν το δεύτερο εξάµηνο ο δάσκαλος µού έδωσε πάλι τον Μίµη τον κοµµουνιστή σε άλλη σκηνή του έργου είπα: “Οπα! Μόνο τον κοµµουνιστή θα παίζω;”. Του ζήτησα να αλλάξω ρόλο, αλλά δεν δέχτηκε. Εφτασε λοιπόν η µέρα της παρουσίασης, ανέβηκα στη σκηνή µαζί µε την κοπέλα που δουλεύαµε το κοµµάτι, λέει τα λόγια της και όταν ήρθε η σειρά µου γυρίζω προς τον καθηγητή και του λέω: “Εγώ θα πάω στην Αµερική”. Ζήτησα συγνώµη από την κοπέλα, κατέβηκα, πήρα την τσάντα µου, έφυγα και δεν ξαναπάτησα».
Επόµενη στάση του η Νέα Υόρκη, όπου περνάει εννιά ώρες κάθε µέρα µε workshops, µελέτη και πρόβες σε µία από τις καλύτερες σχολές, το Broadway. Το πώς κατέληξε εκεί είναι γι’ αυτόν ένα µικρό θαύµα: «Οταν έφτασα οι οντισιόν είχαν τελειώσει. Τους παρακάλεσα να µε δουν και ας µη µε έπαιρναν. Οταν ύστερα από τρεις µέρες άνοιξα την επιστολή και είδα ότι µε είχαν δεχτεί, έκατσα κάτω στο πεζοδρόµιο και έβαλα τα κλάµατα από τη χαρά µου. Ηταν µια µάχη που έδωσα και κέρδισα µόνος µου, πράγµα ανεκτίµητο». Κάπου εκεί «Ο Θεός» στέλνει στον δρόµο του τον Γιάννη Σµαραγδή και τον ρόλο του στην υπερπαραγωγή «El Greco», µέσω της οποίας γίνεται η πρώτη του γνωριµία µε το ελληνικό κοινό. Ωστόσο, αυτό δεν τον κάνει να γυρίσει πίσω. Αναχωρεί πλέον για το Λος Αντζελες µόνος: «Στο Λος Αντζελες επιτέλους µπορούσα να δω τον ήλιο, τον ουρανό».
Μία από τις πιο αλλόκοτες αποστολές του Θοδωρή τον πρώτο καιρό στην Πόλη των Αγγέλων ήταν να εντοπίσει τον Αλ Πατσίνο, αφού δεν είχε καταφέρει να τον βρει µε τον «ορθόδοξο» τρόπο -µέσω των ατζέντηδων- όσο έκανε το μεταπτυχιακό του στη Νέα Υόρκη. Από τότε που είχε διαβάσει σε μια συνέντευξη πως ο Αλ Πατσίνο μελετούσε τον ρόλο του Οιδίποδα επτά ολόκληρα χρόνια χωρίς να υπάρχει κάποιο «επαγγελματικό αντίκρισμα», είχε βάλει σκοπό του να τον φέρει να παίξει στην Επίδαυρο:
«Είχα πει σε όλους ότι τον ψάχνω και άμα τον δούνε κάπου να μου το πούνε. Τον συνάντησε τυχαία κάποιος φίλος ένα μεσημέρι στο εστιατόριο ενός ξενοδοχείου και με ειδοποίησε. Επειδή τον γνώριζε και ο πρόεδρος της σχολής μου στη Νέα Υόρκη είχα το θάρρος να πάω και να του κάνω την πρόταση να εμφανιστεί στην Επίδαυρο, στο πλαίσιο του Φεστιβάλ Αθηνών. Αυτό που μου απάντησε με έκδηλη τη συγκίνηση του ανθρώπου που καταλαβαίνεις ότι θέλει κάτι πολύ ήταν: “Η Επίδαυρος είναι όνειρο για κάθε ηθοποιό. Δυστυχώς νομίζω πως είμαι πια πολύ μεγάλος για να κάνω θέατρο στην Ελλάδα”. Σίγουρα όμως άξιζε η προσπάθεια!».
Κρίνοντας από την εικόνα του, κανείς δεν μπορεί να φανταστεί ότι αυτό που πραγματικά περιμένει με ανυπομονησία είναι να του προτείνουν έναν ρόλο για τον οποίο πρέπει να πάρει κιλά! «Να πάω στη μανούλα μου και να τρώω όλη μέρα. Να φας τριάντα γαλακτομπούρεκα, να γίνει μια ασυδοσία... Η μαγειρική είναι αλχημεία... Τρώω και μετά έχω τύψεις. Ερωτας και μίσος με το φαγητό. Απορώ μ’ αυτά που τρώω πώς λειτουργεί αυτός ο μεταβολισμός. Σκέφτομαι ότι θα γίνω σαν τον Μάρλον Μπράντο χωρίς την καριέρα του... Την τελευταία φορά ήρθα στην Ελλάδα και λέω στη μάνας μου: “Μάνα, αν συνεχίσω να τρώω έτσι, θα παίζω τον χοντρό σερίφη στο «CSI» και σ’ αυτά τα αστυνομικά σίριαλ που κουβαλάει μόνο τα χαρτιά για το έγκλημα και δεν έχει καν λόγια...”».
Επόµενη στάση του η Νέα Υόρκη, όπου περνάει εννιά ώρες κάθε µέρα µε workshops, µελέτη και πρόβες σε µία από τις καλύτερες σχολές, το Broadway. Το πώς κατέληξε εκεί είναι γι’ αυτόν ένα µικρό θαύµα: «Οταν έφτασα οι οντισιόν είχαν τελειώσει. Τους παρακάλεσα να µε δουν και ας µη µε έπαιρναν. Οταν ύστερα από τρεις µέρες άνοιξα την επιστολή και είδα ότι µε είχαν δεχτεί, έκατσα κάτω στο πεζοδρόµιο και έβαλα τα κλάµατα από τη χαρά µου. Ηταν µια µάχη που έδωσα και κέρδισα µόνος µου, πράγµα ανεκτίµητο». Κάπου εκεί «Ο Θεός» στέλνει στον δρόµο του τον Γιάννη Σµαραγδή και τον ρόλο του στην υπερπαραγωγή «El Greco», µέσω της οποίας γίνεται η πρώτη του γνωριµία µε το ελληνικό κοινό. Ωστόσο, αυτό δεν τον κάνει να γυρίσει πίσω. Αναχωρεί πλέον για το Λος Αντζελες µόνος: «Στο Λος Αντζελες επιτέλους µπορούσα να δω τον ήλιο, τον ουρανό».
Μία από τις πιο αλλόκοτες αποστολές του Θοδωρή τον πρώτο καιρό στην Πόλη των Αγγέλων ήταν να εντοπίσει τον Αλ Πατσίνο, αφού δεν είχε καταφέρει να τον βρει µε τον «ορθόδοξο» τρόπο -µέσω των ατζέντηδων- όσο έκανε το μεταπτυχιακό του στη Νέα Υόρκη. Από τότε που είχε διαβάσει σε μια συνέντευξη πως ο Αλ Πατσίνο μελετούσε τον ρόλο του Οιδίποδα επτά ολόκληρα χρόνια χωρίς να υπάρχει κάποιο «επαγγελματικό αντίκρισμα», είχε βάλει σκοπό του να τον φέρει να παίξει στην Επίδαυρο:
«Είχα πει σε όλους ότι τον ψάχνω και άμα τον δούνε κάπου να μου το πούνε. Τον συνάντησε τυχαία κάποιος φίλος ένα μεσημέρι στο εστιατόριο ενός ξενοδοχείου και με ειδοποίησε. Επειδή τον γνώριζε και ο πρόεδρος της σχολής μου στη Νέα Υόρκη είχα το θάρρος να πάω και να του κάνω την πρόταση να εμφανιστεί στην Επίδαυρο, στο πλαίσιο του Φεστιβάλ Αθηνών. Αυτό που μου απάντησε με έκδηλη τη συγκίνηση του ανθρώπου που καταλαβαίνεις ότι θέλει κάτι πολύ ήταν: “Η Επίδαυρος είναι όνειρο για κάθε ηθοποιό. Δυστυχώς νομίζω πως είμαι πια πολύ μεγάλος για να κάνω θέατρο στην Ελλάδα”. Σίγουρα όμως άξιζε η προσπάθεια!».
Κρίνοντας από την εικόνα του, κανείς δεν μπορεί να φανταστεί ότι αυτό που πραγματικά περιμένει με ανυπομονησία είναι να του προτείνουν έναν ρόλο για τον οποίο πρέπει να πάρει κιλά! «Να πάω στη μανούλα μου και να τρώω όλη μέρα. Να φας τριάντα γαλακτομπούρεκα, να γίνει μια ασυδοσία... Η μαγειρική είναι αλχημεία... Τρώω και μετά έχω τύψεις. Ερωτας και μίσος με το φαγητό. Απορώ μ’ αυτά που τρώω πώς λειτουργεί αυτός ο μεταβολισμός. Σκέφτομαι ότι θα γίνω σαν τον Μάρλον Μπράντο χωρίς την καριέρα του... Την τελευταία φορά ήρθα στην Ελλάδα και λέω στη μάνας μου: “Μάνα, αν συνεχίσω να τρώω έτσι, θα παίζω τον χοντρό σερίφη στο «CSI» και σ’ αυτά τα αστυνομικά σίριαλ που κουβαλάει μόνο τα χαρτιά για το έγκλημα και δεν έχει καν λόγια...”».
UPD:
Ακολουθήστε το protothema.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr
ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ
Ειδήσεις
Δημοφιλή
Σχολιασμένα