Με την τανάλια: Για τον Ανδρέα, που δεν πρόλαβε να παίξει
16.02.2022
21:33
Κάθε φορά που στέκομαι έξω από το σχολείο του γιου μου στο σχόλασμα, παρακολουθώ γεμάτη χαρά τα παιδάκια του Δημοτικού. Βγαίνουν τρέχοντας, προσπαθούν να βολέψουν τις μεγάλες σάκες στις μικρές πλατούλες τους, να στερεώσουν τις χρωματιστές μάσκες και να αναζητήσουν το γονιό η τον παππού και την γιαγιά που έχουν έρθει για να τα πάρουν
Ευτυχώς γι αυτά, οι τσάντες απελευθέρωσαν τα χεράκια τους, βολεύτηκαν στους ώμους και τα δάχτυλά τους είναι πλέον ελεύθερα να σφιχτοκρατήσουν τα χέρια των δικών τους στην διαδρομή για το σπίτι. Στην διάρκεια της οποίας θα αφηγηθούν όλα όσα συνέβησαν, όσα έμαθαν, όσα ανακάλυψαν, θα κάνουν πολλές μα πάρα πολλές ερωτήσεις για να φτάσουν πια στο σπίτι. Οι φωνές τους θα πλημμυρίσουν τα στενά γύρω από το σχολείο, ένα ευχάριστο βουητό, ένα συνονθύλευμα ομιλίας, γέλιου, πιτσιρικοτσιρίδας και χαράς. Η ζωή στην πιο όμορφη εξίσωσή της.
Ο Ανδρέας δεν κράτησε το χέρι του μπαμπά του. Ούτε της μαμάς του. Ο Ανδρέας δυστυχώς δεν είχε δάχτυλα να σφίξει κάποιο χέρι. Του τα έσπασε το κάθαρμα με την τανάλια.
Με την τανάλια
Του τα έσπασε γιατί ο Ανδρέας μέσα στο σκοτάδι που ζούσε, πότε όρθιος κοιτάζοντας τον τοίχο, πότε νηστικός και εξουθενωμένος τόλμησε να τραγουδήσει. Του έσπασε τα δάχτυλα γιατί ακουγόταν στο σπίτι η φωνούλα του να τραγουδά «λα λα λα». Τον ενόχλησε η χαρά του Ανδρέα. Πήρε μία τανάλια και του έσφιξε τα μικρά δαχτυλάκια του μέχρι που ο Ανδρέας δεν μπόρεσε να τα κουνήσει ξανά.
Με την τανάλια
Το κάθαρμα του έκλεισε το στόμα με μονωτική ταινία. Για να μην ακούγεται το τραγούδι του Ανδρέα, η χαρά του, η γάργαρη φωνούλα του, το τραγούδι του. Κι όσο κι αν εκείνος ούρλιαζε, η πολυκατοικία σιωπούσε. Ο Ανδρέας πονούσε. Κι όμως προσπαθούσε να ζήσει. Προσπάθησε να αφαιρέσει από το στοματάκι και την μυτούλα του την ταινία για να αναπνεύσει. Δεν είχε όμως δάχτυλα. Του τα έσπασε το κάθαρμα.
Με την τανάλια
Φαντάζομαι τον Ανδρέα να σπαρταράει. Όσο κι αν δυσκολεύομαι, όσο κι αν τα μάτια μου δεν μπορούν να μην παραδοθούν στα δάκρυα, τα αναφιλητά με πνίγουν, δεν ντρέπομαι να το πω. Από την ώρα που το διάβασα προσπαθώ να τον φανταστώ. Το κάθαρμα να κρατά την τανάλια. Και αυτή που τον γέννησε να μην αντιδρά. Το παιδί σπαρταρούσε. Προσπάθησε αλλά δεν είχε δάχτυλα να την αφαιρέσει. Του τα έσπασε το κάθαρμα.
Με την τανάλια
Λυπάμαι. Δεν μπορώ ν συνεχίσω να γράφω άλλο. Δεν αντέχω. Όχι μόνο γιατί είμαι μάνα. Κι εκείνη ήταν αλλά υπάρχουν πολλές μα πάρα πολλές που δεν έχουν καταφέρει να φέρουν στον κόσμο τον δικό τους Ανδρέα και θα τον αγαπούσαν περισσότερο κι από την ζωή τους. Πώς μπορείς να δέρνεις ανελέητα ένα αθώο πλασματάκι γιατί θέλει να παίξει. Πώς μπορείς να παίρνεις ένα εργαλείο και να σπας τα δαχτυλάκια του. Πώς μπορείς να βλέπεις να σκοτώνουν το παιδί σου, να το βασανίζουν κι εσύ να λες πως απλά προσπαθούσες να αλλάξεις πίστα στο παιχνίδι. Πως αντέχεις να ζεις σε ένα σπίτι γνωρίζοντας, ακούγοντας ένα παιδί να σπαράζει στον επάνω όροφο.
Πόσα από τα παιδιά μας θα σφάξουν ακόμη για να ξυπνήσουμε και να πάρουμε τις τανάλιες από τα χέρια τους. Πότε;
Ανδρέα μου, μωρό μου, στον Παράδεισο θα έχει σίγουρα παιδική χαρά. Μόνο δική σου. Να αναπαυθεί η ψυχή σου, αγάπη μου.
Ο Ανδρέας δεν κράτησε το χέρι του μπαμπά του. Ούτε της μαμάς του. Ο Ανδρέας δυστυχώς δεν είχε δάχτυλα να σφίξει κάποιο χέρι. Του τα έσπασε το κάθαρμα με την τανάλια.
Με την τανάλια
Του τα έσπασε γιατί ο Ανδρέας μέσα στο σκοτάδι που ζούσε, πότε όρθιος κοιτάζοντας τον τοίχο, πότε νηστικός και εξουθενωμένος τόλμησε να τραγουδήσει. Του έσπασε τα δάχτυλα γιατί ακουγόταν στο σπίτι η φωνούλα του να τραγουδά «λα λα λα». Τον ενόχλησε η χαρά του Ανδρέα. Πήρε μία τανάλια και του έσφιξε τα μικρά δαχτυλάκια του μέχρι που ο Ανδρέας δεν μπόρεσε να τα κουνήσει ξανά.
Με την τανάλια
Το κάθαρμα του έκλεισε το στόμα με μονωτική ταινία. Για να μην ακούγεται το τραγούδι του Ανδρέα, η χαρά του, η γάργαρη φωνούλα του, το τραγούδι του. Κι όσο κι αν εκείνος ούρλιαζε, η πολυκατοικία σιωπούσε. Ο Ανδρέας πονούσε. Κι όμως προσπαθούσε να ζήσει. Προσπάθησε να αφαιρέσει από το στοματάκι και την μυτούλα του την ταινία για να αναπνεύσει. Δεν είχε όμως δάχτυλα. Του τα έσπασε το κάθαρμα.
Με την τανάλια
Φαντάζομαι τον Ανδρέα να σπαρταράει. Όσο κι αν δυσκολεύομαι, όσο κι αν τα μάτια μου δεν μπορούν να μην παραδοθούν στα δάκρυα, τα αναφιλητά με πνίγουν, δεν ντρέπομαι να το πω. Από την ώρα που το διάβασα προσπαθώ να τον φανταστώ. Το κάθαρμα να κρατά την τανάλια. Και αυτή που τον γέννησε να μην αντιδρά. Το παιδί σπαρταρούσε. Προσπάθησε αλλά δεν είχε δάχτυλα να την αφαιρέσει. Του τα έσπασε το κάθαρμα.
Με την τανάλια
Λυπάμαι. Δεν μπορώ ν συνεχίσω να γράφω άλλο. Δεν αντέχω. Όχι μόνο γιατί είμαι μάνα. Κι εκείνη ήταν αλλά υπάρχουν πολλές μα πάρα πολλές που δεν έχουν καταφέρει να φέρουν στον κόσμο τον δικό τους Ανδρέα και θα τον αγαπούσαν περισσότερο κι από την ζωή τους. Πώς μπορείς να δέρνεις ανελέητα ένα αθώο πλασματάκι γιατί θέλει να παίξει. Πώς μπορείς να παίρνεις ένα εργαλείο και να σπας τα δαχτυλάκια του. Πώς μπορείς να βλέπεις να σκοτώνουν το παιδί σου, να το βασανίζουν κι εσύ να λες πως απλά προσπαθούσες να αλλάξεις πίστα στο παιχνίδι. Πως αντέχεις να ζεις σε ένα σπίτι γνωρίζοντας, ακούγοντας ένα παιδί να σπαράζει στον επάνω όροφο.
Πόσα από τα παιδιά μας θα σφάξουν ακόμη για να ξυπνήσουμε και να πάρουμε τις τανάλιες από τα χέρια τους. Πότε;
Ανδρέα μου, μωρό μου, στον Παράδεισο θα έχει σίγουρα παιδική χαρά. Μόνο δική σου. Να αναπαυθεί η ψυχή σου, αγάπη μου.
Ακολουθήστε το protothema.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr