Φόνισσα
21.10.2017
08:14
Μελετώντας διαχρονικά το φαινόμενο της γυναικείας εγκληματικότητας παρατηρούμε ότι στοχεύει κατά κύριο λόγο σε μέλη της οικογένειας της ίδιας της δράστιδος.
Το γεγονός αυτό έρχεται σε αντίθεση με τη φύση της ανδρικής εγκληματικότητας, η οποία κατά κανόνα τελείται έξω από την οικογενειακή σφαίρα και κατευθύνεται σε άτομα που δεν ανήκουν στο στενό οικογενειακό περιβάλλον. Αρκετοί μελετητές, προκειμένου να ερμηνεύσουν αυτήν τη διαφοροποίηση μεταξύ ανδρικής-γυναικείας εγκληματικότητας, στήριξαν τα επιχειρήματά τους στον περιορισμό-εγκλεισμό της γυναίκας στον οίκο της σε παρελθούσες εποχές, όπως επίσης στη διαφορετική θέση που εξακολουθεί να έχει το κάθε φύλο και στις διαφορετικές απαιτήσεις των ρόλων που καλούνται να αναλάβουν στο πλαίσιο της σύγχρονης κοινωνίας.
Επίσης, σε υποθέσεις γυναικείας εγκληματικότητας που έχει καταγράψει η έρευνα, το στοιχείο της ιδεοληψίας είναι έντονο και αυτό έχει αποτυπωθεί και στη λογοτεχνία. Η Φόνισσα του κορυφαίου Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη, την οποία μελέτησα στο πλαίσιο της διπλωματικής μου εργασίας, συνιστά μια ιδεοληπτικού τύπου εγκληματία, η οποία σκοτώνει κοριτσάκια για να τα λυτρώσει από τα βάσανα του φύλου της.
Η Φόνισσα θα μπορούσε να συσχετιστεί με πραγματικές περιπτώσεις γυναικών που σκοτώνουν τα παιδιά τους ή άλλα προσφιλή τους πρόσωπα για να τα λυτρώσουν από πραγματικό ή εικονικό πόνο. Μολονότι, η Φόνισσα δεν σκοτώνει τα δικά της παιδιά, που αποτελεί ασφαλώς μια σημαντική διαφοροποίηση, τα κίνητρα δράσης και το ψυχο-εγκληματικό προφίλ της παρουσιάζουν πολλές ομοιότητες με πραγματικές υποθέσεις γυναικείας εγκληματικότητας. Ένα ενδεικτικό παράδειγμα είναι αυτό της 53χρονης Αγγλίδας που συγκλόνισε την κοινή γνώμη όταν σκότωσε τα δύο σωματικά και διανοητικά ανάπηρα παιδιά της. Η υπόθεση απασχόλησε και τα ελληνικά μίντια το έτος 2001.Το αξιοσημείωτο της υπόθεσης είναι ότι η συγκεκριμένη γυναίκα προέβη στη δολοφονία των παιδιών της μετά από 23 ολόκληρα χρόνια συνεχούς φροντίδας προς τα παιδιά και αυταπάρνησης. Όπως η ίδια δήλωσε μετά το τέλος της δικαστικής διαδικασίας που την καταδίκασε σε τρία χρόνια περιορισμό: «Τη νύχτα της 20ής Οκτωβρίου του 1999 είχα φτάσει σε σημείο κατάρρευσης. Πίστευα όλα αυτά τα χρόνια ότι ήμουν δυνατή, αλλά πια είχα καταρρεύσει. Ανακάτεψα στο φαγητό των μωρών μεγάλη ποσότητα υπνωτικών και τα τάισα. Στη συνέχεια καθώς είχαν αποκοιμηθεί τα έπνιξα με ένα μαξιλάρι».
Το κύριο σημείο σύνδεσης είναι ότι η Φόνισσα, κατά αναλογία με τη μάνα, δολοφονεί τα κοριτσάκια από αγάπη, αλλά και από φόβο για την ποιότητα της ζωής τους και το μέλλον που τους επιφυλάσσεται, όταν εκείνη δεν θα βρίσκεται πια στη ζωή. Ειδικότερα, η Φόνισσα ξεκινά την εγκληματική της δράση από το ίδιο της το αίμα (καθώς το πρώτο της θύμα είναι η συνονόματη εγγονή της) και συνεχίζει με άλλα κοριτσάκια, με σκοπό να τα λυτρώσει από τις συνεχείς ταλαιπωρίες που είναι υποχρεωμένο να υφίσταται το γυναικείο φύλο. Δηλαδή η Φόνισσα, όπως και η Αγγλίδα ανθρωποκτόνος, λειτουργούν ως το «χέρι της θείας δίκης», με την έννοια ότι αναλαμβάνουν να παίξουν το ρόλο του Θεού και να δολοφονήσουν τα παιδιά για να «διορθώσουν», όπως πιστεύουν, μια αδικία της φύσης. Επίσης, ένα κοινό στοιχείο είναι ότι η Φόνισσα αγωνιζόταν παρά πολλά χρόνια με αμέτρητες προσωπικές θυσίες για να εξασφαλίσει ένα καλύτερο μέλλον για τα παιδιά, τα εγγόνια της και γενικότερα το φύλο της. Ωστόσο, σε κάποια στιγμή της ζωής της και πιο συγκεκριμένα στα γεράματά της, όταν διαπίστωσε ότι τα όρια στενεύουν, συνειδητοποίησε ότι είναι μάταιοι όλοι οι κόποι που κατέβαλλε, λύγισε ψυχικά και προέβη στις αποτρόπαιες πράξεις της. Με τον ίδιο τρόπο και η Αγγλίδα μάνα, όπως αποκαλύπτεται από τις δηλώσεις της, λύγισε μετά από είκοσι τρία ολόκληρα χρόνια. Τέλος, ένα στοιχείο σύνδεσης είναι η μέθοδος που χρησιμοποιείται για την τέλεση των εγκληματικών ενεργειών, ο πνιγμός. Η Φόνισσα πνίγει όλα τα κοριτσάκια, ενώ η μάνα αφού πρώτα έριξε υπνωτικό στα παιδιά τα έπνιξε.
Κλείνοντας, θα αναφερθώ σε μια ακόμα περίπτωση με μεγάλο εγκληματολογικό ενδιαφέρον. Πρόκειται πάλι για ένα έγκλημα που διαφοροποιείται από αυτά της Φόνισσας, αλλά με ένα πολύ σημαντικό κοινό στοιχείο να τα ενώνει. Η υπόθεση αφορά την ελληνική περιφέρεια και ειδικότερα μια μάνα από το Κακοτάρι της Ηλείας, η οποία δηλητηρίασε την 21χρονη ανύπαντρη έγκυο κόρη της αποδίδοντας στον αποτρόπαιο φόνο της την εξής αιτιολογία: «Έχω δύο ακόμα ανύπαντρα κορίτσια και δεν θα δεχόταν κανένας να τα παντρευτεί, αφού προέρχονταν από μια ατιμασμένη οικογένεια. Έπρεπε να ξεπλύνω την ντροπή και ζητώ η κοινωνία και ο Θεός να με συγχωρήσουν».
Το πρωταρχικό σημείο σύνδεσης μεταξύ των δύο περιπτώσεων έγκειται στο γεγονός ότι η γυναίκα της κλειστής τοπικής κοινωνίας, κατ’ αναλογία με τη Φόνισσα, διογκώνει στο μέγιστο βαθμό τα κοινωνικά στερεότυπα για το γυναικείο φύλο και καταλήγει να θεωρεί ότι με το έγκλημα που διαπράττει λυτρώνει τόσο την ίδια την ανύπαντρη κόρη, όσο και ολόκληρη την οικογένειά της από την κοινωνική κατακραυγή που θα προκαλούσε η γέννηση ενός παιδιού εκτός γάμου. Δηλαδή, όπως η Φόνισσα εσωτερικεύει τα κοινωνικά στερεότυπα για τη γυναίκα σε τέτοιο σημείο που φτάνει να πιστέψει ότι η γυναίκα δεν αξίζει να ζει, έτσι και η μάνα από την Ηλεία, γαλουχημένη με τα ίδια κοινωνικά στερεότυπα, θεωρεί το θάνατο μιας ανύπαντρης εγκύου προτιμότερο από μια «ατιμασμένη» ζωή.
Επίσης, σε υποθέσεις γυναικείας εγκληματικότητας που έχει καταγράψει η έρευνα, το στοιχείο της ιδεοληψίας είναι έντονο και αυτό έχει αποτυπωθεί και στη λογοτεχνία. Η Φόνισσα του κορυφαίου Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη, την οποία μελέτησα στο πλαίσιο της διπλωματικής μου εργασίας, συνιστά μια ιδεοληπτικού τύπου εγκληματία, η οποία σκοτώνει κοριτσάκια για να τα λυτρώσει από τα βάσανα του φύλου της.
Η Φόνισσα θα μπορούσε να συσχετιστεί με πραγματικές περιπτώσεις γυναικών που σκοτώνουν τα παιδιά τους ή άλλα προσφιλή τους πρόσωπα για να τα λυτρώσουν από πραγματικό ή εικονικό πόνο. Μολονότι, η Φόνισσα δεν σκοτώνει τα δικά της παιδιά, που αποτελεί ασφαλώς μια σημαντική διαφοροποίηση, τα κίνητρα δράσης και το ψυχο-εγκληματικό προφίλ της παρουσιάζουν πολλές ομοιότητες με πραγματικές υποθέσεις γυναικείας εγκληματικότητας. Ένα ενδεικτικό παράδειγμα είναι αυτό της 53χρονης Αγγλίδας που συγκλόνισε την κοινή γνώμη όταν σκότωσε τα δύο σωματικά και διανοητικά ανάπηρα παιδιά της. Η υπόθεση απασχόλησε και τα ελληνικά μίντια το έτος 2001.Το αξιοσημείωτο της υπόθεσης είναι ότι η συγκεκριμένη γυναίκα προέβη στη δολοφονία των παιδιών της μετά από 23 ολόκληρα χρόνια συνεχούς φροντίδας προς τα παιδιά και αυταπάρνησης. Όπως η ίδια δήλωσε μετά το τέλος της δικαστικής διαδικασίας που την καταδίκασε σε τρία χρόνια περιορισμό: «Τη νύχτα της 20ής Οκτωβρίου του 1999 είχα φτάσει σε σημείο κατάρρευσης. Πίστευα όλα αυτά τα χρόνια ότι ήμουν δυνατή, αλλά πια είχα καταρρεύσει. Ανακάτεψα στο φαγητό των μωρών μεγάλη ποσότητα υπνωτικών και τα τάισα. Στη συνέχεια καθώς είχαν αποκοιμηθεί τα έπνιξα με ένα μαξιλάρι».
Το κύριο σημείο σύνδεσης είναι ότι η Φόνισσα, κατά αναλογία με τη μάνα, δολοφονεί τα κοριτσάκια από αγάπη, αλλά και από φόβο για την ποιότητα της ζωής τους και το μέλλον που τους επιφυλάσσεται, όταν εκείνη δεν θα βρίσκεται πια στη ζωή. Ειδικότερα, η Φόνισσα ξεκινά την εγκληματική της δράση από το ίδιο της το αίμα (καθώς το πρώτο της θύμα είναι η συνονόματη εγγονή της) και συνεχίζει με άλλα κοριτσάκια, με σκοπό να τα λυτρώσει από τις συνεχείς ταλαιπωρίες που είναι υποχρεωμένο να υφίσταται το γυναικείο φύλο. Δηλαδή η Φόνισσα, όπως και η Αγγλίδα ανθρωποκτόνος, λειτουργούν ως το «χέρι της θείας δίκης», με την έννοια ότι αναλαμβάνουν να παίξουν το ρόλο του Θεού και να δολοφονήσουν τα παιδιά για να «διορθώσουν», όπως πιστεύουν, μια αδικία της φύσης. Επίσης, ένα κοινό στοιχείο είναι ότι η Φόνισσα αγωνιζόταν παρά πολλά χρόνια με αμέτρητες προσωπικές θυσίες για να εξασφαλίσει ένα καλύτερο μέλλον για τα παιδιά, τα εγγόνια της και γενικότερα το φύλο της. Ωστόσο, σε κάποια στιγμή της ζωής της και πιο συγκεκριμένα στα γεράματά της, όταν διαπίστωσε ότι τα όρια στενεύουν, συνειδητοποίησε ότι είναι μάταιοι όλοι οι κόποι που κατέβαλλε, λύγισε ψυχικά και προέβη στις αποτρόπαιες πράξεις της. Με τον ίδιο τρόπο και η Αγγλίδα μάνα, όπως αποκαλύπτεται από τις δηλώσεις της, λύγισε μετά από είκοσι τρία ολόκληρα χρόνια. Τέλος, ένα στοιχείο σύνδεσης είναι η μέθοδος που χρησιμοποιείται για την τέλεση των εγκληματικών ενεργειών, ο πνιγμός. Η Φόνισσα πνίγει όλα τα κοριτσάκια, ενώ η μάνα αφού πρώτα έριξε υπνωτικό στα παιδιά τα έπνιξε.
Κλείνοντας, θα αναφερθώ σε μια ακόμα περίπτωση με μεγάλο εγκληματολογικό ενδιαφέρον. Πρόκειται πάλι για ένα έγκλημα που διαφοροποιείται από αυτά της Φόνισσας, αλλά με ένα πολύ σημαντικό κοινό στοιχείο να τα ενώνει. Η υπόθεση αφορά την ελληνική περιφέρεια και ειδικότερα μια μάνα από το Κακοτάρι της Ηλείας, η οποία δηλητηρίασε την 21χρονη ανύπαντρη έγκυο κόρη της αποδίδοντας στον αποτρόπαιο φόνο της την εξής αιτιολογία: «Έχω δύο ακόμα ανύπαντρα κορίτσια και δεν θα δεχόταν κανένας να τα παντρευτεί, αφού προέρχονταν από μια ατιμασμένη οικογένεια. Έπρεπε να ξεπλύνω την ντροπή και ζητώ η κοινωνία και ο Θεός να με συγχωρήσουν».
Το πρωταρχικό σημείο σύνδεσης μεταξύ των δύο περιπτώσεων έγκειται στο γεγονός ότι η γυναίκα της κλειστής τοπικής κοινωνίας, κατ’ αναλογία με τη Φόνισσα, διογκώνει στο μέγιστο βαθμό τα κοινωνικά στερεότυπα για το γυναικείο φύλο και καταλήγει να θεωρεί ότι με το έγκλημα που διαπράττει λυτρώνει τόσο την ίδια την ανύπαντρη κόρη, όσο και ολόκληρη την οικογένειά της από την κοινωνική κατακραυγή που θα προκαλούσε η γέννηση ενός παιδιού εκτός γάμου. Δηλαδή, όπως η Φόνισσα εσωτερικεύει τα κοινωνικά στερεότυπα για τη γυναίκα σε τέτοιο σημείο που φτάνει να πιστέψει ότι η γυναίκα δεν αξίζει να ζει, έτσι και η μάνα από την Ηλεία, γαλουχημένη με τα ίδια κοινωνικά στερεότυπα, θεωρεί το θάνατο μιας ανύπαντρης εγκύου προτιμότερο από μια «ατιμασμένη» ζωή.
Συμπερασματικά, αποδεικνύεται η διαχρονικότητα ορισμένων θεμελιωδών αιτιών και παραγόντων εγκληματικής δράσης. Επίσης, αναδεικνύονται ορισμένα κοινά χαρακτηριστικά ψυχο-εγκληματικών μορφών, τα οποία εμφανίζονται σε όλες τις εποχές και όλες τις κοινωνίες. Εξαιρετικά σημαντική παράμετρος, στο πλαίσιο της σημερινής εποχής, είναι η πρόληψη, ώστε να ζητείται έγκαιρη βοήθεια και στήριξη από τους ειδικούς επιστήμονες.
* Η κυρία Αγγελική Καρδαρά είναι Δρ Τμήματος Επικοινωνίας & ΜΜΕ-Φιλόλογος
Συνεργάτιδα Κέντρου Μελέτης του Εγκλήματος (ΚΕ.Μ.Ε.)/εισηγήτρια σεμιναριακών μαθημάτων στη θεματική «Media και Έγκλημα»- Συνεργάτιδα Παν/μίου Αθηνών (elearning εκπαιδευτικά προγράμματα «ΜΜΕ και Εγκληματικότητα: το έγκλημα ως είδηση και ως μήνυμα» και «Αστυνομικό και Δικαστικό Ρεπορτάζ»)
* Η κυρία Αγγελική Καρδαρά είναι Δρ Τμήματος Επικοινωνίας & ΜΜΕ-Φιλόλογος
Συνεργάτιδα Κέντρου Μελέτης του Εγκλήματος (ΚΕ.Μ.Ε.)/εισηγήτρια σεμιναριακών μαθημάτων στη θεματική «Media και Έγκλημα»- Συνεργάτιδα Παν/μίου Αθηνών (elearning εκπαιδευτικά προγράμματα «ΜΜΕ και Εγκληματικότητα: το έγκλημα ως είδηση και ως μήνυμα» και «Αστυνομικό και Δικαστικό Ρεπορτάζ»)
Ακολουθήστε το protothema.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr