Η παρέμβαση Γεραπετρίτη
27.10.2024
08:56
Ορθότατα ο υπουργός Εξωτερικών κ. Γεραπετρίτης δήλωσε κατηγορηματικά ότι το Ειδικό Χωροταξικό για τον Τουρισμό θα επανεξετασθεί, ως προς τις διατάξεις του που προβλέπουν ότι ακατοίκητα νησιά και βραχονησίδες δεν μπορούν να έχουν οικονομική-τουριστική δραστηριότητα
Και, κατά το εμπεριστατωμένο ρεπορτάζ του «Πρώτου Θέματος», τόνισε ότι για τις διατάξεις αυτές: «Έχω σοβαρές αντιρρήσεις. Θα επανεξεταστούν. Δεν μπορούν να περάσουν έτσι».
Όμως, θα μου επιτραπεί να πω ότι το θέμα δεν είναι τόσο απλό. Διότι το Σχέδιο αυτό, με την υπογραφή δύο υπουργών, του κ. Σκυλακάκη και της κυρίας Κεφαλογιάννη, ετέθη, ολοκληρωμένο, σε δημόσια διαβούλευση από τις 3 Ιουλίου.
Και έτσι δικαιούμαι να αναρωτηθώ και να ρωτήσω: είναι δυνατόν να συντάσσεται ένα τέτοιο σχέδιο (από επιτροπές και ειδικούς συμβούλους των δύο υπουργείων, υποθέτω) χωρίς κανείς απολύτως να σκεφθεί να ρωτήσει το Υπουργείο Εξωτερικών, οπότε ακόμη και ένας νέος Ακόλουθος θα απαντούσε ότι οι σχετικές διατάξεις είναι εθνικά απαράδεκτες, ως ευθέως αντιστρατευόμενες τα εκ του διεθνούς δικαίου (της Θαλάσσης) απορρέοντα πάγια δίκαιά μας;
Και για να μη μιλάμε με γενικότητες, εξειδικεύω: Το Δίκαιο της Θαλάσσης παρήχθη, κυριολεκτικά, από την γενικώς επικρατήσασα αρχή ότι: Τα Νησιά έχουν - δική τους - υφαλοκρηπίδα. Σε επέκταση της Αρχής αυτής θεσπίσθηκε ότι και οι Βραχονησίδες έχουν δική τους υφαλοκρηπίδα, ακόμη και οι Ακατοίκητες, αρκεί να πληρούν την ελάχιστη προϋπόθεση, ότι μπορούν να στηρίξουν ανάπτυξη οικονομικής δραστηριότητας. Είναι δε η απλούστερη μορφή οικονομικής δραστηριότητας που απαιτείται για να τηρηθεί η προϋπόθεση αυτή, η κτηνοτροφική εκμετάλλευση.
Αν δηλαδή σε μια, ακατοίκητη έστω, βραχονησίδα φυτρώνει απλώς χορτάρι και βοσκοί παρακειμένων νησιών ή περιοχών πηγαίνουν τα ζώα τους εκεί να βοσκήσουν, η βραχονησίδα αυτή έχει δική της υφαλοκρηπίδα. Και επομένως έχει και δικά της χωρικά ύδατα, τα χωρικά ύδατα της χώρας στην οποία ανήκει. Όλες αυτές οι έννοιες και πραγματικές καταστάσεις που διασφαλίζονται από την απλή βλάστηση, κατά μείζονα λόγο διασφαλίζονται από πολύ περισσότερο οργανωμένη οικονομική δραστηριότητα, όπως η οικονομική-τουριστική ανάπτυξη, όπου η ανώτερη αυτή μορφή της είναι δυνατή.
Και όμως, αυτή η μορφή οικονομικής δραστηριότητας … απαγορεύεται από το Ειδικό Χωροταξικό για τον Τουρισμό, με διατάξεις παντελώς απαράδεκτες, ενόψει μάλιστα της νέας φάσης στην οποία εισέρχονται οι ελληνοτουρκικές σχέσεις.
Και από την άποψη αυτή είναι εξαιρετικά χρήσιμη η αυστηρή παρέμβαση Γεραπετρίτη που κινείται σε δύο κατευθύνσεις. Πρώτον μεν καθιστά απολύτως σαφές προς την τουρκική πλευρά ότι οι θέσεις αυτές - για τις οποίες θα πανηγύριζαν οι Τούρκοι, αν ίσχυαν, - δεν αποτελούν θέση της Κυβέρνησης Μητσοτάκη, αλλά οφείλονται σε, ασύγγνωστη κατά την κοινή κρίση, «υπουργική αβλεψία».
Το ίδιο – και ίσως περισσότερο – χρήσιμη είναι η αυστηρή παρέμβαση Γεραπετρίτη γιατί «κόβει την όρεξη» πολλών πολιτικών αντιπάλων, αλλά και εσωκομματικών επικριτών της Κυβέρνησης, ότι με τις επίμαχες διατάξεις προλειαίνει δήθεν το έδαφος για «υποχωρήσεις» που έχουν… υπούλως προσυμφωνηθεί. Γιατί, πράγματι, τέτοιες αδιανόητες αιτιάσεις εγείρονται από ανθρώπους που προδήλως αγνοούν την προϊστορία των ελληνοτουρκικών σχέσεων, αλλά και τα ίδια τα θέματα.
Πολύ δε περισσότερο αγνοούν τον τιτάνιο αγώνα που πάνω από μισόν αιώνα έδωσε και δίδει η Διπλωματική μας Υπηρεσία. Ελάχιστοι Διπλωμάτες και με απαραδέκτως πενιχρά μέσα σε σύγκριση προς την πλήθουσα και πλήρως υποστηριζόμενη διπλωματική υπηρεσία της γείτονος, έχουν κατορθώσει να θεμελιώσουν πλήρως τις θέσεις μας, αλλά και να αντικρούουν λεπτομερειακά κάθε εξαιρετικά δουλεμένη και λεπτολόγο, στρεψόδικη πάντοτε, τουρκική θέση, παλαιά ή νέα.
Όσοι με απίστευτη ελαφρότητα εξαπολύουν μύδρους κατά της εξωτερικής μας πολιτικής στο θέμα αυτό και στους εκάστοτε χειρισμούς, θα άξιζε τον κόπο να υποχρεωθούν να μελετήσουν έστω έναν και μόνο φάκελο περιέχοντα τα πλήρη στοιχεία για την έγερση κάποιου θέματος εκ μέρους της Τουρκίας και την εξειδικευμένη δική μας αντίκρουση των «θέσεων» της. Αντ’ αυτού με όπλο την άγνοια, δική τους και γενικότερη, με «αυστηρότητα», θέτουν απαράδεκτα ερωτήματα και ζητούν «τις κόκκινες γραμμές» της Κυβέρνησης, φθάνοντας μάλιστα στο σημείο τον Έλληνα Πρωθυπουργό – απόντα ακόμη στο εξωτερικό – να χαρακτηρίζουν «ενδοτικό».
Όχι μόνο για την «κυβερνητική προϊστορία» των κομμάτων της σημερινής Αντιπολίτευσης - για την οποία παρέλκει ειδικά την περίοδο αυτή να γίνει λεπτομερής αναφορά - αλλά και κυρίως για το ειδικό πολιτικό βάρος εκείνων που αρθρώνουν την κριτική τους για τα ελληνοτουρκικά, δεν προτίθεμαι να μακρύνω το σημείωμα αυτό, αναφερόμενος και σε αυτούς.
Όμως, επειδή κρίνω ότι είναι περισσότερο άδικη, αλλά και πιο επικίνδυνη η εσωκομματική κριτική και συνεχής αμφισβήτηση ενεργειών, αλλά και προθέσεων ακόμη της Κυβέρνησης Μητσοτάκη, πρέπει να σημειώσω ορισμένα πολύ βασικά. Ιδίως μάλιστα για τον λόγο ότι οι επικριτές της κατηγορίας αυτής φθάνουν στο σημείο να κάνουν επίκληση των αρχών του Κωνσταντίνου Καραμανλή. Σε μια εποχή, που όπως τώρα, κάθε κυβερνητική πρωτοβουλία γινόταν δεκτή με καταγγελίες κρυπτόμενου ενδοτισμού, ο Κων. Καραμανλής εδήλωσε, στην Ελληνική Βουλή
Όμως, θα μου επιτραπεί να πω ότι το θέμα δεν είναι τόσο απλό. Διότι το Σχέδιο αυτό, με την υπογραφή δύο υπουργών, του κ. Σκυλακάκη και της κυρίας Κεφαλογιάννη, ετέθη, ολοκληρωμένο, σε δημόσια διαβούλευση από τις 3 Ιουλίου.
Και έτσι δικαιούμαι να αναρωτηθώ και να ρωτήσω: είναι δυνατόν να συντάσσεται ένα τέτοιο σχέδιο (από επιτροπές και ειδικούς συμβούλους των δύο υπουργείων, υποθέτω) χωρίς κανείς απολύτως να σκεφθεί να ρωτήσει το Υπουργείο Εξωτερικών, οπότε ακόμη και ένας νέος Ακόλουθος θα απαντούσε ότι οι σχετικές διατάξεις είναι εθνικά απαράδεκτες, ως ευθέως αντιστρατευόμενες τα εκ του διεθνούς δικαίου (της Θαλάσσης) απορρέοντα πάγια δίκαιά μας;
Και για να μη μιλάμε με γενικότητες, εξειδικεύω: Το Δίκαιο της Θαλάσσης παρήχθη, κυριολεκτικά, από την γενικώς επικρατήσασα αρχή ότι: Τα Νησιά έχουν - δική τους - υφαλοκρηπίδα. Σε επέκταση της Αρχής αυτής θεσπίσθηκε ότι και οι Βραχονησίδες έχουν δική τους υφαλοκρηπίδα, ακόμη και οι Ακατοίκητες, αρκεί να πληρούν την ελάχιστη προϋπόθεση, ότι μπορούν να στηρίξουν ανάπτυξη οικονομικής δραστηριότητας. Είναι δε η απλούστερη μορφή οικονομικής δραστηριότητας που απαιτείται για να τηρηθεί η προϋπόθεση αυτή, η κτηνοτροφική εκμετάλλευση.
Αν δηλαδή σε μια, ακατοίκητη έστω, βραχονησίδα φυτρώνει απλώς χορτάρι και βοσκοί παρακειμένων νησιών ή περιοχών πηγαίνουν τα ζώα τους εκεί να βοσκήσουν, η βραχονησίδα αυτή έχει δική της υφαλοκρηπίδα. Και επομένως έχει και δικά της χωρικά ύδατα, τα χωρικά ύδατα της χώρας στην οποία ανήκει. Όλες αυτές οι έννοιες και πραγματικές καταστάσεις που διασφαλίζονται από την απλή βλάστηση, κατά μείζονα λόγο διασφαλίζονται από πολύ περισσότερο οργανωμένη οικονομική δραστηριότητα, όπως η οικονομική-τουριστική ανάπτυξη, όπου η ανώτερη αυτή μορφή της είναι δυνατή.
Και όμως, αυτή η μορφή οικονομικής δραστηριότητας … απαγορεύεται από το Ειδικό Χωροταξικό για τον Τουρισμό, με διατάξεις παντελώς απαράδεκτες, ενόψει μάλιστα της νέας φάσης στην οποία εισέρχονται οι ελληνοτουρκικές σχέσεις.
Και από την άποψη αυτή είναι εξαιρετικά χρήσιμη η αυστηρή παρέμβαση Γεραπετρίτη που κινείται σε δύο κατευθύνσεις. Πρώτον μεν καθιστά απολύτως σαφές προς την τουρκική πλευρά ότι οι θέσεις αυτές - για τις οποίες θα πανηγύριζαν οι Τούρκοι, αν ίσχυαν, - δεν αποτελούν θέση της Κυβέρνησης Μητσοτάκη, αλλά οφείλονται σε, ασύγγνωστη κατά την κοινή κρίση, «υπουργική αβλεψία».
Το ίδιο – και ίσως περισσότερο – χρήσιμη είναι η αυστηρή παρέμβαση Γεραπετρίτη γιατί «κόβει την όρεξη» πολλών πολιτικών αντιπάλων, αλλά και εσωκομματικών επικριτών της Κυβέρνησης, ότι με τις επίμαχες διατάξεις προλειαίνει δήθεν το έδαφος για «υποχωρήσεις» που έχουν… υπούλως προσυμφωνηθεί. Γιατί, πράγματι, τέτοιες αδιανόητες αιτιάσεις εγείρονται από ανθρώπους που προδήλως αγνοούν την προϊστορία των ελληνοτουρκικών σχέσεων, αλλά και τα ίδια τα θέματα.
Πολύ δε περισσότερο αγνοούν τον τιτάνιο αγώνα που πάνω από μισόν αιώνα έδωσε και δίδει η Διπλωματική μας Υπηρεσία. Ελάχιστοι Διπλωμάτες και με απαραδέκτως πενιχρά μέσα σε σύγκριση προς την πλήθουσα και πλήρως υποστηριζόμενη διπλωματική υπηρεσία της γείτονος, έχουν κατορθώσει να θεμελιώσουν πλήρως τις θέσεις μας, αλλά και να αντικρούουν λεπτομερειακά κάθε εξαιρετικά δουλεμένη και λεπτολόγο, στρεψόδικη πάντοτε, τουρκική θέση, παλαιά ή νέα.
Όσοι με απίστευτη ελαφρότητα εξαπολύουν μύδρους κατά της εξωτερικής μας πολιτικής στο θέμα αυτό και στους εκάστοτε χειρισμούς, θα άξιζε τον κόπο να υποχρεωθούν να μελετήσουν έστω έναν και μόνο φάκελο περιέχοντα τα πλήρη στοιχεία για την έγερση κάποιου θέματος εκ μέρους της Τουρκίας και την εξειδικευμένη δική μας αντίκρουση των «θέσεων» της. Αντ’ αυτού με όπλο την άγνοια, δική τους και γενικότερη, με «αυστηρότητα», θέτουν απαράδεκτα ερωτήματα και ζητούν «τις κόκκινες γραμμές» της Κυβέρνησης, φθάνοντας μάλιστα στο σημείο τον Έλληνα Πρωθυπουργό – απόντα ακόμη στο εξωτερικό – να χαρακτηρίζουν «ενδοτικό».
Όχι μόνο για την «κυβερνητική προϊστορία» των κομμάτων της σημερινής Αντιπολίτευσης - για την οποία παρέλκει ειδικά την περίοδο αυτή να γίνει λεπτομερής αναφορά - αλλά και κυρίως για το ειδικό πολιτικό βάρος εκείνων που αρθρώνουν την κριτική τους για τα ελληνοτουρκικά, δεν προτίθεμαι να μακρύνω το σημείωμα αυτό, αναφερόμενος και σε αυτούς.
Όμως, επειδή κρίνω ότι είναι περισσότερο άδικη, αλλά και πιο επικίνδυνη η εσωκομματική κριτική και συνεχής αμφισβήτηση ενεργειών, αλλά και προθέσεων ακόμη της Κυβέρνησης Μητσοτάκη, πρέπει να σημειώσω ορισμένα πολύ βασικά. Ιδίως μάλιστα για τον λόγο ότι οι επικριτές της κατηγορίας αυτής φθάνουν στο σημείο να κάνουν επίκληση των αρχών του Κωνσταντίνου Καραμανλή. Σε μια εποχή, που όπως τώρα, κάθε κυβερνητική πρωτοβουλία γινόταν δεκτή με καταγγελίες κρυπτόμενου ενδοτισμού, ο Κων. Καραμανλής εδήλωσε, στην Ελληνική Βουλή
Πρώτον, ότι το Αιγαίο δεν είναι ελληνική λίμνη και
Δεύτερον, ότι και η Τουρκία έχει δικαιώματα στο Αιγαίο. Προσδιορίζοντας ταυτόχρονα ότι τα δικαιώματα αυτά είναι τόσα και όσα απορρέουν από το Διεθνές Δίκαιο.
Τρίτον, οι διακρατικές διαφορές μπορούν να λυθούν είτε με διαπραγμάτευση, διμερή ή με διαιτησία, είτε με προσφυγή στο Διεθνές Δικαστήριο είτε με πόλεμο.
Τέταρτον, προκρίνοντας την ειρηνική επίλυση των διαφορών, προσδιόρισε οριστικά και περιοριστικά ότι μόνο (τότε) ελληνοτουρκικό θέμα που μπορούσε να αχθεί στο Διεθνές Δικαστήριο είναι αυτό της οροθετήσεως της υφαλοκρηπίδας του Αιγαίου.
Πρέπει δε να σημειωθεί ότι το 1975 υπήρξε συμφωνία (Καραμανλή – Ντεμιρέλ) να αχθεί η διαφορά στο Διεθνές Δικαστήριο, πλην όμως η Τουρκία υπανεχώρησε.
Πέμπτον, επισημαίνοντας το αβάσιμο σειράς τουρκικών αιτιάσεων και θέσεων, δεν απέκλεισε και επ’ αυτών ακόμη, τον διάλογο προς οριστική επίλυσή τους, με βάση πάντοτε το διεθνές δίκαιο. (Επιστολή Καραμανλή προς Ντεμιρέλ, τον Μάιο του 1976, με την οποία προτεινόταν επίσης η σύναψη συμφώνου φιλίας και μη επιθέσεως).
Καθ’ όλη την διάρκεια της διακυβερνήσεως Κων. Καραμανλή και Γ,. Ράλλη (1974 – 1981) καθώς και Κων,. Μητσοτάκη (1990 – 1993) και διάλογος γινόταν και η χώρα δεν έκανε καμία υποχώρηση και δεν έχασε τίποτε. Αντίθετα εμφανιζόταν διεθνώς ότι εκείνη επεδίωκε τον διάλογο και ότι η Τουρκία τον απέφευγε.
Απώλεια, ουσιαστική, παρά το γεγονός ότι τα θέματα κάπως επιβαρύνθηκαν κατά την περίοδο διακυβέρνησης Ανδρέα Παπανδρέου και Κώστα Σημίτη, δεν είχαμε, χάρις και στην τιτάνια προσπάθεια της Διπλωματικής μας Υπηρεσίας, που προαναφέρθηκε. Γεγονός που ισχύει και για την βραχύβια, ευτυχώς, περίοδο Τσίπρα-Καμμένου.
Για να επανέλθουμε όμως στην εσωκομματική κριτική και αμφισβήτηση της πολιτικής Μητσοτάκη πρέπει να υπογραμμίσουμε ότι εκτός από άδικη είναι και τυφλή, μηδενιστική.
Σαφέστατα δεν αποβλέπει στην… ενίσχυση της διαπραγματευτικής θέσης της Κυβέρνησης. Αντίθετα ενισχύει τον πόλεμο φθοράς που έχει αναληφθεί, ιδίως από τις Ευρωεκλογές και έπειτα. Μέγας - εμφανής - ωφελημένος της τακτικής αυτής, όπως δείχνει η δημοσκοπική τους άνθιση, είναι κόμματα που αν δεν εντάσσονται στην μαύρη ακροδεξιά, είναι γνήσιοι εκπρόσωποι της γραφικής ακραίας δεξιάς.
(Παραπέμπω στην συζήτηση πολιτικών αρχηγών στην Βουλή όπου ο ένας εκπρόσωπός της μόνο πόλεμο δεν κήρυξε στην Τουρκία - όπως με το χαρακτηριστικό του χιούμορ ο πρόεδρος της Βουλής φιλοπαίγμων Κώστας Τασούλας παρατήρησε - και ο άλλος, με πάσαν ειλικρίνεια προσέφυγε στην επίκληση θαύματος… Ενώ έρχεται, «με φόρα», και νεόκοπος αρχηγός του χώρου να μας τρελάνει δια της φωνής της λογικής της).
Αυτοί βέβαια είναι οι εμφανείς κερδισμένοι. Οι αφανείς κερδισμένοι, πραγματικά επικίνδυνοι, είναι εκείνοι που θέλουν, μέσα στο απόλυτο πολιτικό κενό της Αντιπολίτευσης, να έχουν μια αποδυναμωμένη Κυβέρνηση…
Δεύτερον, ότι και η Τουρκία έχει δικαιώματα στο Αιγαίο. Προσδιορίζοντας ταυτόχρονα ότι τα δικαιώματα αυτά είναι τόσα και όσα απορρέουν από το Διεθνές Δίκαιο.
Τρίτον, οι διακρατικές διαφορές μπορούν να λυθούν είτε με διαπραγμάτευση, διμερή ή με διαιτησία, είτε με προσφυγή στο Διεθνές Δικαστήριο είτε με πόλεμο.
Τέταρτον, προκρίνοντας την ειρηνική επίλυση των διαφορών, προσδιόρισε οριστικά και περιοριστικά ότι μόνο (τότε) ελληνοτουρκικό θέμα που μπορούσε να αχθεί στο Διεθνές Δικαστήριο είναι αυτό της οροθετήσεως της υφαλοκρηπίδας του Αιγαίου.
Πρέπει δε να σημειωθεί ότι το 1975 υπήρξε συμφωνία (Καραμανλή – Ντεμιρέλ) να αχθεί η διαφορά στο Διεθνές Δικαστήριο, πλην όμως η Τουρκία υπανεχώρησε.
Πέμπτον, επισημαίνοντας το αβάσιμο σειράς τουρκικών αιτιάσεων και θέσεων, δεν απέκλεισε και επ’ αυτών ακόμη, τον διάλογο προς οριστική επίλυσή τους, με βάση πάντοτε το διεθνές δίκαιο. (Επιστολή Καραμανλή προς Ντεμιρέλ, τον Μάιο του 1976, με την οποία προτεινόταν επίσης η σύναψη συμφώνου φιλίας και μη επιθέσεως).
Καθ’ όλη την διάρκεια της διακυβερνήσεως Κων. Καραμανλή και Γ,. Ράλλη (1974 – 1981) καθώς και Κων,. Μητσοτάκη (1990 – 1993) και διάλογος γινόταν και η χώρα δεν έκανε καμία υποχώρηση και δεν έχασε τίποτε. Αντίθετα εμφανιζόταν διεθνώς ότι εκείνη επεδίωκε τον διάλογο και ότι η Τουρκία τον απέφευγε.
Απώλεια, ουσιαστική, παρά το γεγονός ότι τα θέματα κάπως επιβαρύνθηκαν κατά την περίοδο διακυβέρνησης Ανδρέα Παπανδρέου και Κώστα Σημίτη, δεν είχαμε, χάρις και στην τιτάνια προσπάθεια της Διπλωματικής μας Υπηρεσίας, που προαναφέρθηκε. Γεγονός που ισχύει και για την βραχύβια, ευτυχώς, περίοδο Τσίπρα-Καμμένου.
Για να επανέλθουμε όμως στην εσωκομματική κριτική και αμφισβήτηση της πολιτικής Μητσοτάκη πρέπει να υπογραμμίσουμε ότι εκτός από άδικη είναι και τυφλή, μηδενιστική.
Σαφέστατα δεν αποβλέπει στην… ενίσχυση της διαπραγματευτικής θέσης της Κυβέρνησης. Αντίθετα ενισχύει τον πόλεμο φθοράς που έχει αναληφθεί, ιδίως από τις Ευρωεκλογές και έπειτα. Μέγας - εμφανής - ωφελημένος της τακτικής αυτής, όπως δείχνει η δημοσκοπική τους άνθιση, είναι κόμματα που αν δεν εντάσσονται στην μαύρη ακροδεξιά, είναι γνήσιοι εκπρόσωποι της γραφικής ακραίας δεξιάς.
(Παραπέμπω στην συζήτηση πολιτικών αρχηγών στην Βουλή όπου ο ένας εκπρόσωπός της μόνο πόλεμο δεν κήρυξε στην Τουρκία - όπως με το χαρακτηριστικό του χιούμορ ο πρόεδρος της Βουλής φιλοπαίγμων Κώστας Τασούλας παρατήρησε - και ο άλλος, με πάσαν ειλικρίνεια προσέφυγε στην επίκληση θαύματος… Ενώ έρχεται, «με φόρα», και νεόκοπος αρχηγός του χώρου να μας τρελάνει δια της φωνής της λογικής της).
Αυτοί βέβαια είναι οι εμφανείς κερδισμένοι. Οι αφανείς κερδισμένοι, πραγματικά επικίνδυνοι, είναι εκείνοι που θέλουν, μέσα στο απόλυτο πολιτικό κενό της Αντιπολίτευσης, να έχουν μια αποδυναμωμένη Κυβέρνηση…
Ακολουθήστε το protothema.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr