Η Ευρώπη μπροστά σε κρίσιμα διλήμματα
14.09.2019
10:51
Το φθινόπωρο βρίσκει την Ευρώπη αντιμέτωπη με μεγάλες προκλήσεις που μας επηρεάζουν και θα μας επηρεάσουν ακόμα περισσότερο το επόμενο διάστημα
Η μεγαλύτερη και πιο εξωστρεφής οικονομία της Ευρώπης και της Ευρωζώνης, η γερμανική, βρίσκεται αντιμέτωπη με τον κίνδυνο να οδηγηθεί σε ύφεση το γ’ τετράμηνο της χρονιάς, καθώς πλήττεται καίρια από τις εμπορικές εντάσεις και από τη χαοτική κατάσταση που επικρατεί στην υπόθεση του Brexit.
Οι αλληλεπιδράσεις των οικονομιών στην Ευρώπη και δη στην Ευρωζώνη είναι ισχυρές και το δυσμενές εξωτερικό και ευρωπαϊκό περιβάλλον παίζει οπωσδήποτε τον ρόλο του στη σχεδόν ασθμαίνουσα ανάπτυξη του δικού μας ΑΕΠ, της τάξης του 1,5%, που κατέγραψε η ΕΛΣΤΑΤ για το α’ εξάμηνο του έτους.
Ευτυχώς, φαίνεται ότι τόσο εμείς όσο και το ευρωπαϊκό θεσμικό σύστημα είμαστε κατά τι σοφότεροι και καλύτερα εξοπλισμένοι για να προλάβουμε τα χειρότερα απ’ ό,τι ήμασταν την περίοδο 2008-2009, έστω και αν απέχουμε ακόμα πολύ από την εξάλειψη των κινδύνων που εγκυμονεί η παρούσα κατάσταση.
Κι εδώ έρχεται η θετική πλευρά των ευρωπαϊκών αλληλεπιδράσεων.
Η αρνητική πορεία της γερμανικής οικονομίας, που για χρόνια υπήρξε ο θεματοφύλακας της ευλαβικής τήρησης των δημοσιονομικών κανόνων, με μηδενικά ελλείμματα και ισχυρά πλεονάσματα οφειλόμενα σχεδόν αποκλειστικά στις εξαγωγές, γεννά σε πολλούς, ακόμα και εντός της Γερμανίας, προβληματισμό και δεύτερες σκέψεις.
Προτάσεις για αυξήσεις μισθών, τόνωση της εσωτερικής ζήτησης αλλά και ισχυρές δημόσιες επενδύσεις σε υποδομές είναι ορισμένα μόνο από τα μέτρα που πέφτουν στο τραπέζι, ακόμα και από τους μέχρι χθες φανατικούς πολέμιους αυτής της προσέγγισης.
Ετσι είναι. Οταν η φωτιά απειλήσει το σπίτι μας, σκεφτόμαστε μήπως τα μέτρα πυρόσβεσης που επιβάλαμε σε άλλους δεν ήταν τα πιο αποτελεσματικά και τα πιο κατάλληλα.
Σε αυτό το πλαίσιο θα πρέπει κανείς να τοποθετήσει την ανοικτή κριτική της Κριστίν Λαγκάρντ -όχι πλέον ως επικεφαλής του ΔΝΤ, αλλά της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας- για τις δυσμενέστατες επιπτώσεις της ακραίας λιτότητας που επιβλήθηκε στην Ελλάδα την περίοδο της κρίσης, αλλά και για την ανοικτή υποστήριξή της στο ελληνικό αίτημα αλλαγής του στόχου για τα πρωτογενή πλεονάσματα.
Η υφέρπουσα κρίση στη γερμανική οικονομία, αλλά και ο κίνδυνος ευρύτερων αναταράξεων λόγω Brexit και εμπορικών πολέμων μαζί -θέλουμε να πιστεύουμε- με τα διδάγματα της προηγούμενης κρίσης και τον αντι-ευρωπαϊσμό/αντι-συστημισμό που γέννησε έχουν ανοίξει μια ευρύτερη συζήτηση στο ευρωπαϊκό επίπεδο, ακόμα και μέσα στην Κομισιόν, για «αναγκαίες αναπροσαρμογές» στους ευρωπαϊκούς δημοσιονομικούς κανόνες, στους κανόνες του Μάαστριχτ, αλλά και στο Σύμφωνο Σταθερότητας και Ανάπτυξης. Βασικός στόχος είναι να εισαχθούν ρήτρες ευελιξίας που θα δίνουν τη δυνατότητα στις κυβερνήσεις να παρεκκλίνουν από τους κανόνες σε ορισμένες έκτακτες περιστάσεις -όπως ο κίνδυνος ύφεσης- και να εφαρμόζουν επεκτατικές πολιτικές.
Στην προχθεσινή ακρόασή της στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, η νέα επικεφαλής της ΕΚΤ ήταν προσεκτική αλλά και απολύτως σαφής: σκοπεύει να συνεχίσει τη νομισματική πολιτική του προκατόχου της Μάριο Ντράγκι, με χαμηλά έως και αρνητικά επιτόκια και, το κυριότερο για μας, να επιστρέψει εφόσον χρειαστεί στην πολιτική της ποσοτικής χαλάρωσης από την οποία, αυτή τη φορά, θα μπορούμε να επωφεληθούμε.
Δεν είναι όμως μόνο η νομισματική πολιτική. Η Κριστίν Λαγκάρντ υπογράμμισε ότι για να τονωθεί η οικονομία της Ευρωζώνης χρειάζεται και το Συμβούλιο -δηλαδή οι κυβερνήσεις- «να κάνει αυτό που χρειάζεται», περιγράφοντας μια δημοσιονομική πολιτική συνετή αλλά όχι δογματική που θα θέτει ως πρώτη προτεραιότητα την ανάπτυξη.
Το νέο περιβάλλον στην Ευρώπη είναι δύσκολο αλλά εμπεριέχει ευκαιρίες που αν «διαβαστούν» και αξιοποιηθούν σωστά μπορεί να δώσουν πολυπόθητο οξυγόνο στην ελληνική οικονομία. Υπό τη βασική προϋπόθεση ότι όχι απλώς δεν θα επαναπαυτούμε, αλλά θα κάνουμε τα πάντα για να διορθώσουμε τις δικές μας παθογένειες.
Οι αλληλεπιδράσεις των οικονομιών στην Ευρώπη και δη στην Ευρωζώνη είναι ισχυρές και το δυσμενές εξωτερικό και ευρωπαϊκό περιβάλλον παίζει οπωσδήποτε τον ρόλο του στη σχεδόν ασθμαίνουσα ανάπτυξη του δικού μας ΑΕΠ, της τάξης του 1,5%, που κατέγραψε η ΕΛΣΤΑΤ για το α’ εξάμηνο του έτους.
Ευτυχώς, φαίνεται ότι τόσο εμείς όσο και το ευρωπαϊκό θεσμικό σύστημα είμαστε κατά τι σοφότεροι και καλύτερα εξοπλισμένοι για να προλάβουμε τα χειρότερα απ’ ό,τι ήμασταν την περίοδο 2008-2009, έστω και αν απέχουμε ακόμα πολύ από την εξάλειψη των κινδύνων που εγκυμονεί η παρούσα κατάσταση.
Κι εδώ έρχεται η θετική πλευρά των ευρωπαϊκών αλληλεπιδράσεων.
Η αρνητική πορεία της γερμανικής οικονομίας, που για χρόνια υπήρξε ο θεματοφύλακας της ευλαβικής τήρησης των δημοσιονομικών κανόνων, με μηδενικά ελλείμματα και ισχυρά πλεονάσματα οφειλόμενα σχεδόν αποκλειστικά στις εξαγωγές, γεννά σε πολλούς, ακόμα και εντός της Γερμανίας, προβληματισμό και δεύτερες σκέψεις.
Προτάσεις για αυξήσεις μισθών, τόνωση της εσωτερικής ζήτησης αλλά και ισχυρές δημόσιες επενδύσεις σε υποδομές είναι ορισμένα μόνο από τα μέτρα που πέφτουν στο τραπέζι, ακόμα και από τους μέχρι χθες φανατικούς πολέμιους αυτής της προσέγγισης.
Ετσι είναι. Οταν η φωτιά απειλήσει το σπίτι μας, σκεφτόμαστε μήπως τα μέτρα πυρόσβεσης που επιβάλαμε σε άλλους δεν ήταν τα πιο αποτελεσματικά και τα πιο κατάλληλα.
Σε αυτό το πλαίσιο θα πρέπει κανείς να τοποθετήσει την ανοικτή κριτική της Κριστίν Λαγκάρντ -όχι πλέον ως επικεφαλής του ΔΝΤ, αλλά της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας- για τις δυσμενέστατες επιπτώσεις της ακραίας λιτότητας που επιβλήθηκε στην Ελλάδα την περίοδο της κρίσης, αλλά και για την ανοικτή υποστήριξή της στο ελληνικό αίτημα αλλαγής του στόχου για τα πρωτογενή πλεονάσματα.
Η υφέρπουσα κρίση στη γερμανική οικονομία, αλλά και ο κίνδυνος ευρύτερων αναταράξεων λόγω Brexit και εμπορικών πολέμων μαζί -θέλουμε να πιστεύουμε- με τα διδάγματα της προηγούμενης κρίσης και τον αντι-ευρωπαϊσμό/αντι-συστημισμό που γέννησε έχουν ανοίξει μια ευρύτερη συζήτηση στο ευρωπαϊκό επίπεδο, ακόμα και μέσα στην Κομισιόν, για «αναγκαίες αναπροσαρμογές» στους ευρωπαϊκούς δημοσιονομικούς κανόνες, στους κανόνες του Μάαστριχτ, αλλά και στο Σύμφωνο Σταθερότητας και Ανάπτυξης. Βασικός στόχος είναι να εισαχθούν ρήτρες ευελιξίας που θα δίνουν τη δυνατότητα στις κυβερνήσεις να παρεκκλίνουν από τους κανόνες σε ορισμένες έκτακτες περιστάσεις -όπως ο κίνδυνος ύφεσης- και να εφαρμόζουν επεκτατικές πολιτικές.
Στην προχθεσινή ακρόασή της στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, η νέα επικεφαλής της ΕΚΤ ήταν προσεκτική αλλά και απολύτως σαφής: σκοπεύει να συνεχίσει τη νομισματική πολιτική του προκατόχου της Μάριο Ντράγκι, με χαμηλά έως και αρνητικά επιτόκια και, το κυριότερο για μας, να επιστρέψει εφόσον χρειαστεί στην πολιτική της ποσοτικής χαλάρωσης από την οποία, αυτή τη φορά, θα μπορούμε να επωφεληθούμε.
Δεν είναι όμως μόνο η νομισματική πολιτική. Η Κριστίν Λαγκάρντ υπογράμμισε ότι για να τονωθεί η οικονομία της Ευρωζώνης χρειάζεται και το Συμβούλιο -δηλαδή οι κυβερνήσεις- «να κάνει αυτό που χρειάζεται», περιγράφοντας μια δημοσιονομική πολιτική συνετή αλλά όχι δογματική που θα θέτει ως πρώτη προτεραιότητα την ανάπτυξη.
Το νέο περιβάλλον στην Ευρώπη είναι δύσκολο αλλά εμπεριέχει ευκαιρίες που αν «διαβαστούν» και αξιοποιηθούν σωστά μπορεί να δώσουν πολυπόθητο οξυγόνο στην ελληνική οικονομία. Υπό τη βασική προϋπόθεση ότι όχι απλώς δεν θα επαναπαυτούμε, αλλά θα κάνουμε τα πάντα για να διορθώσουμε τις δικές μας παθογένειες.
Ακολουθήστε το protothema.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr