Για τον Παύλο Μάτεσι

Ένας συγγραφέας που περιφρονεί την ίδια του την υστεροφημία δηλώνοντας ότι αδιαφορεί για τα έργα του («όταν δεν θα υπάρχω, θα προτιμούσα να μην υπάρχουν, να καούν»), είτε είναι υπερβολικά εγωκεντρικός, είτε ελάχιστα ειλικρινής. Κατά την ταπεινή μου γνώμη, ο Μάτεσις ήταν το δεύτερο, διότι είναι πασιφανές ότι λάτρευε αυτά που έγραφε, αν μη τι άλλο λάτρευε τους ήρωες που έπλαθε. Και έτσι, αποκλείεται να αδιαφορούσε για την επιβίωσή τους, τώρα που εκείνος έφυγε.

Με το πρόσχημα της δημοσιογραφικής ιδιότητας θα μπορούσα, σχετικά εύκολα, να έχω συναντήσει τον Παύλο Μάτεσι. Δεν το επεδίωξα ποτέ, κάτι παράδοξο, εφόσον τον θαύμαζα -ή μάλλον με απασχολούσε όσο σχεδόν κανένας άλλος Έλληνας λογοτέχνης μέσα από τα γραπτά του.

Ένας συγγραφέας που περιφρονεί την ίδια του την υστεροφημία δηλώνοντας ότι αδιαφορεί για τα έργα του («όταν δεν θα υπάρχω, θα προτιμούσα να μην υπάρχουν, να καούν»), είτε είναι υπερβολικά εγωκεντρικός, είτε ελάχιστα ειλικρινής. Κατά την ταπεινή μου γνώμη, ο Μάτεσις ήταν το δεύτερο, διότι είναι πασιφανές ότι λάτρευε αυτά που έγραφε, αν μη τι άλλο λάτρευε τους ήρωες που έπλαθε. Και έτσι, αποκλείεται να αδιαφορούσε για την επιβίωσή τους, τώρα που εκείνος έφυγε.

Με το πρόσχημα της δημοσιογραφικής ιδιότητας θα μπορούσα, σχετικά εύκολα, να έχω συναντήσει τον Παύλο Μάτεσι. Δεν το επεδίωξα ποτέ, κάτι παράδοξο, εφόσον τον θαύμαζα -ή μάλλον με απασχολούσε όσο σχεδόν κανένας άλλος Έλληνας λογοτέχνης μέσα από τα γραπτά του.

Δεν του μίλησα ποτέ ούτε όταν τον πετύχαινα, πού και πού, στο βιβλιοπωλείο της Εστίας, θεωρούσα αρκετό για μένα το ότι απλώς τον έβλεπα εκεί. Όπως ήταν κάτι περισσότερο από αρκετό το ότι πέρασα τη βασική εκπαίδευσή μου ως γεροντο-στραβάδι διαβάζοντας Μάτεσι.

Χάρη στις μορφές μέσα από τη «Μητέρα του Σκύλου» που με ακολουθούσαν στη σκοπιά, το μοναχικό νούμερο μετατρεπόταν σε μια ψυχεδελική εμπειρία. Γιατί λοιπόν να θέλω να γνωρίσω τον πραγματικό Παύλο Μάτεσι; Ήθελα απλώς να είναι ο ίδιος «Πάντα Καλά» όπως το αισθηματικό μυθιστόρημα που έγραψε το 1998 και να με εκπλήσσει με κάθε νέο του βιβλίο.

Έτσι κι αλλιώς, ο τρόπος που έγραφε ο Μάτεσις με εξέπλησσε με κάθε επόμενη πρόταση. Με έκανε να προσπαθώ να αποκωδικοποιήσω τη σκέψη του, τα τελείως απρόβλεπτα γκελ που έκανε η φαντασία του παίζοντας με τις λέξεις, τους χαρακτήρες και τις εικόνες. Αγαπούσε τόσο πολύ το θέατρο ώστε το ξεπέρασε γράφοντας μυθιστορήματα: Θεατρικά μυθιστορήματα, ρεαλιστικά και μαγικά ταυτόχρονα. Η ετικέτα «ο Έλληνας Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες», έστω και εάν είναι ακριβής, τον αδικεί.

Όποιος δεν έχει τύχει να διαβάσει κάτι από το έργο του Μάτεσι, ας επιχειρήσει τη «Μητέρα του Σκύλου», αν προτιμά πάντως να καταδυθεί σε μια γκόθικ ατμόσφαιρα ελληνικής επαρχίας, θα σύστηνα το αριστουργηματικό κατά την άποψή μου «Ο Παλαιός των Ημερών». Το «Πάντα Καλά» ανήκει στην άλλη όψη του Μάτεσι, αυτή που μέσα από το χιούμορ της παλιάς γειτονιάς, περιπαίζει τον μικρόκοσμο της ελληνικής κοινωνίας -και ταυτόχρονα καταθέτει την αιώνια πίστη του σε αυτήν. Γιατί ο Παύλος Μάτεσις ήταν ένας χαρισματικός, πραγματικά σπουδαίος Έλληνας. Κι αν μου ζητούσε ποτέ κάποιος να του στείλω λίγη Ελλάδα σε βιβλίο, Μάτεσι θα του έστελνα.

Ακολουθήστε το protothema.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr