Τι κρύβει η kolotoumba Σουλτς
29.11.2017
07:28
Το βράδυ των εκλογών ο ηγέτης του SPD αρνήθηκε κατηγορηματικά τη συμμετοχή του
στην κυβέρνηση «γιατί σ’ αυτή την περίπτωση το ακροδεξιό AfD θα γινόταν αξιωματική αντιπολίτευση και στις επόμενες εκλογές διεκδικητής της καγκελαρίας». Τι άλλαξε τώρα;
Σε τέσσερα χρόνια η Γερμανία θα πάει αντιευρωπαϊκά ή οι Φιλελεύθεροι του Λίντνερ
(γνωστός για τις θέσεις του εναντίον της Ελλάδος) θα τους ανακόψουν τον δρόμο;
Αίφνης ο Μάρτιν Σουλτς δεν απορρίπτει το ενδεχόμενο συνασπισμού με την Ανγκελα Μέρκελ. Χάρη σε αυτή τη μεταστροφή -ή μάλλον αναστροφή- στην πορεία της πολιτικής τους πλεύσης, οι Σοσιαλδημοκράτες (SPD) εμφανίζονται ως από μηχανής σωτήρες για την άρση του αδιεξόδου στην καγκελαρία.
Το SPD και ο Σουλτς -μεταξύ άλλων, προβεβλημένος περιστασιακά ως εκλεκτός της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ- αναδεικνύονται σε πρωταγωνιστές του γερμανικού δράματος. Ενα δράμα το οποίο αδυνατεί να φτάσει σε αίσιο φινάλε, δηλαδή τον σχηματισμό κυβέρνησης συνεργασίας, παρόλο που έχουν ήδη συμπληρωθεί δύο μήνες από τις εκλογές της 24ης Σεπτεμβρίου. Ωστόσο, υπάρχει και μια άλλη, πολύ πιο δυσοίωνη και σκοτεινή πτυχή στο ίδιο δράμα: η ενδεχόμενη συνεργασία των δύο πιο ισχυρών κομμάτων στην κυβέρνηση αφήνει τον ρόλο της αξιωματικής αντιπολίτευσης για πρώτη φορά στην Ιστορία της Γερμανίας στους ακροδεξιούς του AfD (Εναλλακτική για τη Γερμανία). Οι επιπτώσεις αυτής της παρενέργειας, ύστερα από τον εκλογικό θρίαμβο του ευρωσκεπτικιστικού και ξενοφοβικού AfD, το οποίο εκτοξεύτηκε από το 4,7% που είχε λάβει το 2013 στο 12,6% τον περασμένο Σεπτέμβριο, είναι αδύνατον να προβλεφθούν. Ιδιαίτερα, δε, για τα ελληνικά συμφέροντα, το AfD είναι εξ ορισμού αντίθετο στην οικονομική στήριξη υπερχρεωμένων κρατών από τον Νότο της Ευρωπαϊκής Ενωσης όπως η χώρα μας.
Αμέσως μετά τις εκλογές του Σεπτεμβρίου, ο Μάρτιν Σουλτς δήλωνε ότι επιλέγει την αντιπολίτευση αντί για τη συγκυβέρνηση με τους Χριστιανοδημοκράτες, κυρίως για να αναχαιτίσει την επέλαση του AfD. Ταυτόχρονα, είχε κατηγορήσει την Ανγκελα Μέρκελ λέγοντας ότι «είναι σαφές πως το να δεχόμαστε περισσότερο από ένα εκατομμύριο πρόσφυγες στη χώρα μας προκαλεί διχασμό στον λαό μας».
Γενικότερα, ακόμη και κατόπιν του μισανοίγματος της πόρτας προς την Ανγκελα Μέρκελ εκ μέρους του Μάρτιν Σουλτς, η στιγμή του στεναγμού ανακούφισης δεν έχει έρθει ακόμη για τους Γερμανούς. Οι λόγοι; Αφενός διότι οι διεργασίες σύμπηξης ενός βιώσιμου κυβερνητικού σχήματος εξακολουθούν να βρίσκονται εν εξελίξει, με όλα τα ενδεχόμενα ανοιχτά. Και αφετέρου επειδή, ακόμη και εάν ευοδωθεί τελικά το σενάριο συνασπισμού της Χριστιανοδημοκρατικής Ενωσης (CDU/CSU) και των Σοσιαλδημοκρατών σε μια δικομματική, πλειοψηφική κυβέρνηση το παιχνίδι δεν έχει λήξει. Στην πραγματικότητα δεν αποκλείεται καθόλου να εκτυλιχθεί το εξής σενάριο: Σουλτς και Μέρκελ να συνεργαστούν προσωρινά, σε μια κυβέρνηση ειδικού σκοπού, π.χ. για την εξαιρετικά σημαντική -όχι μόνο για τη Γερμανία αλλά για ολόκληρη την Ευρώπη, συμπεριλαμβανομένης και της Ελλάδας- ψήφιση του κρατικού προϋπολογισμού του ερχόμενου έτους.
Ωστόσο, αμέσως μετά από αυτό και βάσει μιας ενδεχόμενης προκαταρκτικής συμφωνίας μεταξύ τους το κυβερνητικό δίδυμο Μέρκελ - Σουλτς μπορεί να υποβάλει την παραίτησή του. Τότε ο πρόεδρος της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας, Φρανκ-Βάλτερ Σταϊνμάγιερ, δεν θα έχει άλλη επιλογή από το να αναλάβει τις πρωτοβουλίες που προβλέπονται θεσμικά και να ενεργοποιήσει τη διαδικασία προκήρυξης νέων εκλογών.
Εστω, όμως, ότι αυτό είναι ένα υποθετικό σενάριο. Αυτό που δεν είναι καθόλου υποθετικό είναι το γεγονός ότι η έγκριση για τη συμμετοχή του SPD στην κυβέρνηση θα δοθεί από τα μέλη του, από τη βάση του κόμματος. Στις 7 Δεκεμβρίου θα ξεκινήσουν οι εργασίες του τριήμερου συνεδρίου των Σοσιαλδημοκρατών. Θα πειστεί η βάση του SPD ότι η συμμετοχή στην κυβέρνηση είναι μονόδρομος; Θα ανανεώσει την εμπιστοσύνη της στο πρόσωπο του ηγέτη του Μάρτιν Σουλτς; Κανείς δεν είναι σε θέση ούτε καν να εικάσει τις σχετικές απαντήσεις, παρόλο που από αυτές εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό το μέλλον της ισχυρότερης χώρας στην Ευρώπη, της τέταρτης μεγαλύτερης κρατικής οικονομίας στον πλανήτη κ.λπ.
Το SPD και ο Σουλτς -μεταξύ άλλων, προβεβλημένος περιστασιακά ως εκλεκτός της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ- αναδεικνύονται σε πρωταγωνιστές του γερμανικού δράματος. Ενα δράμα το οποίο αδυνατεί να φτάσει σε αίσιο φινάλε, δηλαδή τον σχηματισμό κυβέρνησης συνεργασίας, παρόλο που έχουν ήδη συμπληρωθεί δύο μήνες από τις εκλογές της 24ης Σεπτεμβρίου. Ωστόσο, υπάρχει και μια άλλη, πολύ πιο δυσοίωνη και σκοτεινή πτυχή στο ίδιο δράμα: η ενδεχόμενη συνεργασία των δύο πιο ισχυρών κομμάτων στην κυβέρνηση αφήνει τον ρόλο της αξιωματικής αντιπολίτευσης για πρώτη φορά στην Ιστορία της Γερμανίας στους ακροδεξιούς του AfD (Εναλλακτική για τη Γερμανία). Οι επιπτώσεις αυτής της παρενέργειας, ύστερα από τον εκλογικό θρίαμβο του ευρωσκεπτικιστικού και ξενοφοβικού AfD, το οποίο εκτοξεύτηκε από το 4,7% που είχε λάβει το 2013 στο 12,6% τον περασμένο Σεπτέμβριο, είναι αδύνατον να προβλεφθούν. Ιδιαίτερα, δε, για τα ελληνικά συμφέροντα, το AfD είναι εξ ορισμού αντίθετο στην οικονομική στήριξη υπερχρεωμένων κρατών από τον Νότο της Ευρωπαϊκής Ενωσης όπως η χώρα μας.
Αμέσως μετά τις εκλογές του Σεπτεμβρίου, ο Μάρτιν Σουλτς δήλωνε ότι επιλέγει την αντιπολίτευση αντί για τη συγκυβέρνηση με τους Χριστιανοδημοκράτες, κυρίως για να αναχαιτίσει την επέλαση του AfD. Ταυτόχρονα, είχε κατηγορήσει την Ανγκελα Μέρκελ λέγοντας ότι «είναι σαφές πως το να δεχόμαστε περισσότερο από ένα εκατομμύριο πρόσφυγες στη χώρα μας προκαλεί διχασμό στον λαό μας».
Γενικότερα, ακόμη και κατόπιν του μισανοίγματος της πόρτας προς την Ανγκελα Μέρκελ εκ μέρους του Μάρτιν Σουλτς, η στιγμή του στεναγμού ανακούφισης δεν έχει έρθει ακόμη για τους Γερμανούς. Οι λόγοι; Αφενός διότι οι διεργασίες σύμπηξης ενός βιώσιμου κυβερνητικού σχήματος εξακολουθούν να βρίσκονται εν εξελίξει, με όλα τα ενδεχόμενα ανοιχτά. Και αφετέρου επειδή, ακόμη και εάν ευοδωθεί τελικά το σενάριο συνασπισμού της Χριστιανοδημοκρατικής Ενωσης (CDU/CSU) και των Σοσιαλδημοκρατών σε μια δικομματική, πλειοψηφική κυβέρνηση το παιχνίδι δεν έχει λήξει. Στην πραγματικότητα δεν αποκλείεται καθόλου να εκτυλιχθεί το εξής σενάριο: Σουλτς και Μέρκελ να συνεργαστούν προσωρινά, σε μια κυβέρνηση ειδικού σκοπού, π.χ. για την εξαιρετικά σημαντική -όχι μόνο για τη Γερμανία αλλά για ολόκληρη την Ευρώπη, συμπεριλαμβανομένης και της Ελλάδας- ψήφιση του κρατικού προϋπολογισμού του ερχόμενου έτους.
Ωστόσο, αμέσως μετά από αυτό και βάσει μιας ενδεχόμενης προκαταρκτικής συμφωνίας μεταξύ τους το κυβερνητικό δίδυμο Μέρκελ - Σουλτς μπορεί να υποβάλει την παραίτησή του. Τότε ο πρόεδρος της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας, Φρανκ-Βάλτερ Σταϊνμάγιερ, δεν θα έχει άλλη επιλογή από το να αναλάβει τις πρωτοβουλίες που προβλέπονται θεσμικά και να ενεργοποιήσει τη διαδικασία προκήρυξης νέων εκλογών.
Εστω, όμως, ότι αυτό είναι ένα υποθετικό σενάριο. Αυτό που δεν είναι καθόλου υποθετικό είναι το γεγονός ότι η έγκριση για τη συμμετοχή του SPD στην κυβέρνηση θα δοθεί από τα μέλη του, από τη βάση του κόμματος. Στις 7 Δεκεμβρίου θα ξεκινήσουν οι εργασίες του τριήμερου συνεδρίου των Σοσιαλδημοκρατών. Θα πειστεί η βάση του SPD ότι η συμμετοχή στην κυβέρνηση είναι μονόδρομος; Θα ανανεώσει την εμπιστοσύνη της στο πρόσωπο του ηγέτη του Μάρτιν Σουλτς; Κανείς δεν είναι σε θέση ούτε καν να εικάσει τις σχετικές απαντήσεις, παρόλο που από αυτές εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό το μέλλον της ισχυρότερης χώρας στην Ευρώπη, της τέταρτης μεγαλύτερης κρατικής οικονομίας στον πλανήτη κ.λπ.
Σουλτς ο σχοινοβάτης
Μετά τις εκλογές της 24ης Σεπτεμβρίου, το SPD ως δεύτερο κόμμα με ποσοστό 20,5% (έναντι 33% των Χριστιανοδημοκρατών της Μέρκελ) είχε αποκλείσει εντελώς κάθε ενδεχόμενο συμμετοχής σε κυβέρνηση συνεργασίας με την ένωση CDU/CSU. Βεβαίως, ουδείς θα τολμούσε να καταλογίσει «kolotoumba» στον Σουλτς υπό τις κρατούσες συνθήκες και το τρέχον κενό εξουσίας. Το επιχείρημα του τερματισμού της, εκνευριστικής πια, πολιτικής αβεβαιότητας είναι εξαιρετικά ισχυρό. Και παραπέμπει ευθέως στον άγραφο νόμο που διέπει παγίως τις ενέργειες των Γερμανών πολιτικών: το consensus, τη συναίνεση για το εθνικό καλό, το οποίο εξ ορισμού πρέπει πάντα να προέχει έναντι οποιουδήποτε κομματικού συμφέροντος. Επίσης, είναι ιδιαίτερα βαρύνων ο ρόλος του προέδρου της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας. Πιθανώς επειδή και ο ίδιος είναι ένας πολιτικός που ανήκε στο SPD, ο λόγος του προς τον πρώην σύντροφό του Μάρτιν Σουλτς θα πρέπει να άγγιξε τα όρια του πειθαναγκασμού. Ο Σταϊνμάγιερ χρησιμοποίησε κάθε δυνατό επιχείρημα προκειμένου να υποχρεώσει τον Σουλτς να αναθεωρήσει τη στάση του και να δεχτεί, αν μη τι άλλο, να συμμετάσχει στις διεργασίες σχηματισμού κυβέρνησης με βασικό εταίρο -και προφανώς καγκελάριο- την Ανγκελα Μέρκελ.
Ακολούθως ο Σουλτς την προηγούμενη Πέμπτη συσκεπτόταν με τους συνεργάτες του επί εννέα ώρες συνεχώς (στο εξάωρο παρελήφθησαν ευμεγέθεις πίτσες), στο στρατηγείο του SPD, στο Βερολίνο. Σε αυτό το κρίσιμο συμβούλιο και στη νοερή ζυγαριά, από τη μία τέθηκε η έκκληση του προέδρου της Δημοκρατίας για την αποκατάσταση της ομαλότητας στην κορυφή της εκτελεστικής εξουσίας - κοινώς ότι ο Σταϊνμάγιερ ζήτησε από το SPD να βάλει πλάτη στη δύσκολη στιγμή. Από την άλλη, όμως, ήταν σαφές ότι διακυβεύεται η ίδια η ύπαρξη του κόμματος: οι Σοσιαλδημοκράτες συγκυβέρνησαν με τη Μέρκελ την προηγούμενη τετραετία.
Γι’ αυτή την υπηρεσία που προσέφερε στο γερμανικό έθνος, το SPD «ανταμείφθηκε» από το εκλογικό σώμα με τις συντριπτικές απώλειες που υπέστη το μερίδιό του τον περασμένο Σεπτέμβρη. Το 20,5% είναι το χαμηλότερο ποσοστό που έλαβαν ποτέ οι Σοσιαλδημοκράτες από το 1949 έως σήμερα. Παραμερίζοντας προς στιγμήν όλα αυτά, ο Σουλτς την Παρασκευή προέβη σε μια προσεκτικά διατυπωμένη δήλωση, έτσι ώστε να μη δοθεί η εντύπωση ότι σύρθηκε εκών άκων στο άρμα της Μέρκελ: «Δεν έχουμε κυβερνητική κρίση, αλλά η Γερμανία βρίσκεται σε μια περιπεπλεγμένη κατάσταση», είπε ο Μάρτιν Σουλτς.
Και τόνισε ότι «ο πρόεδρος απηύθυνε μια δραματική έκκληση στα κόμματα να ξαναρχίσουν τις συνομιλίες διότι μπορεί να οδηγηθούμε απευθείας σε νέες εκλογές. Το SPD έχει συναίσθηση των ευθυνών του ενώπιον της Γερμανίας και της Ευρώπης. Η παράταξή μας δεν έχει αποφασίσει εάν είναι έτοιμη να μετάσχει σε έναν νέο συνασπισμό με την κυρία Μέρκελ ή εάν θα προσφέρει απλώς την ανοχή της σε μια κυβέρνηση μειοψηφίας χωρίς τη δική μας συμμετοχή σε αυτήν. Αν οι συζητήσεις μας καταλήξουν στην, υπό οποιαδήποτε μορφή, συμμετοχή μας στην κυβέρνηση, τα μέλη του SPD θα είναι αυτά που θα λάβουν την τελική απόφαση με την ψήφο τους». Για τον πρώην πρόεδρο του Ευρωκοινοβουλίου είναι σαφές ότι τα περιθώρια ελιγμών είναι πολύ περιορισμένα, ιδιαίτερα ύστερα από την απογοητευτική επίδοση των Σοσιαλδημοκρατών στις εκλογές. Μεγάλο μέρος της αποτυχίας χρεώνεται προσωπικά στον Μάρτιν Σουλτς, ο οποίος αντιμετωπίζει σκληρή εσωτερική αντιπολίτευση και ξέρει καλά ότι βαδίζει επί ξυρού ακμής. Παρά τις διαβεβαιώσεις ότι η παραμονή του στην ηγεσία του SPD είναι σίγουρη και προέρχονται από πολλές πλευρές, ο ίδιος ξέρει πως, εκτός όλων των άλλων διακυβευμάτων για την πατρίδα του, στο δίλημμα «ξανά μαζί με τη Μέρκελ στην κυβέρνηση ή όχι;» παίζεται πολιτικά το δικό του κεφάλι.
Θα γίνουν νέες εκλογές;
Το μόνο βέβαιο είναι ότι παρά τις όχι και τόσο ευνοϊκές για την ίδια εξελίξεις των τελευταίων δύο μηνών και την ψυχρολουσία που δοκίμασε με τη μείωση της εκλογικής της δύναμης κατά 8,5% σε σχέση με το 2013, η Μέρκελ παραμένει η «Μανούλα». Είναι πάντα η «Mutti» που εγγυάται συμβολικά με τη στιβαρή της αγκάλη την πολιτική και κοινωνική σταθερότητα στη Γερμανία και οπωσδήποτε εξακολουθεί να είναι κυρίαρχος του παιχνιδιού. Σύμφωνα, δε, με τελευταίες της δηλώσεις «δεν φοβάμαι τίποτα, ούτε τις εκλογές, ούτε μια μειοψηφική κυβέρνηση». Αυτό που φοβούνται, όμως, πολλοί είναι ότι στην περίπτωση των επαναληπτικών εκλογών εκείνοι που θα καρπωθούν το μεσοδιάστημα της αβεβαιότητας θα είναι οι ακροδεξιοί του AfD. Ωστόσο, στην πραγματικότητα όλα τα κόμματα ανεξαιρέτως μοιάζουν να αντιμετωπίζουν το ενδεχόμενο των νέων εκλογών με την κρυφή φιλοδοξία της αύξησης των ποσοστών τους σε σχέση με εκείνα που έλαβαν στις εκλογές του Σεπτεμβρίου.
Επί του προκειμένου, για να φτάσουν οι Γερμανοί σε δεύτερη προσφυγή στην κάλπη, κάτι που δεν προβλέπεται να συμβεί πριν από τον Μάρτιο του 2018, θα πρέπει να τηρηθούν όλες οι ενδιάμεσες δικλίδες ασφαλείας. Ολες εκείνες οι προϋποθέσεις και τα θεσμικά προσκόμματα που προβλέπει το Σύνταγμα της χώρας ώστε να μην επαναληφθεί ποτέ το φαινόμενο της πολιτικής κινούμενης άμμου, όπως στη Δημοκρατία της Βαϊμάρης, την περίοδο 1919-1933. Τότε που ο μόνος που κατάφερε να σταθεί όρθιος και να καταλάβει την εξουσία ύστερα από αλλεπάλληλες βραχύβιες κυβερνήσεις ήταν ο Αδόλφος Χίτλερ. Επομένως, ο θεματοφύλακας της αστικής δημοκρατίας, αυτός που έχει πλέον επιφορτιστεί με το καθήκον να προφυλάξει το πολίτευμα της Ομοσπονδιακής Γερμανίας από επικίνδυνες εκτροπές, είναι ο πρόεδρος Σταϊνμάγιερ, ο οποίος υπό την ιδιότητά του ως ανώτατου θεσμικού άρχοντα και βάσει του Συντάγματος, θα ακολουθήσει τα εξής βήματα, εντός ενός εύλογου χρονικού διαστήματος:
1) Θα ορίσει ο ίδιος έναν υποψήφιο καγκελάριο, ο οποίος θα αποπειραθεί να εξασφαλίσει την απόλυτη πλειοψηφία μεταξύ των 709 βουλευτών της ολομέλειας. Το πιο πιθανό είναι ότι στην πρώτη φάση της παρέμβασής του θα επιλέξει την Ανγκελα Μέρκελ.
2) Εάν σημειωθεί αποτυχία στο προηγούμενο στάδιο και αφότου παρέλθουν 15 ημέρες, οι υποψηφιότητες για την καγκελαρία θα είναι ανοιχτές για κάθε ενδιαφερόμενο. Η προϋπόθεση είναι όμως ότι κάθε υποψήφιος θα πρέπει να έχει τη στήριξη τουλάχιστον του 1/4 του συνόλου των βουλευτών της Bundestag. Ωστόσο, είναι πολύ πιθανό και πάλι κανένας υποψήφιος να μην εξασφαλίσει την απόλυτη πλειοψηφία ή κανείς να μην εκδηλώσει την πρόθεση να διεκδικήσει την καγκελαρία.
3) Αφού μεσολαβήσουν μερικές ημέρες, θα λάβει χώρα νέα ψηφοφορία για την ανάδειξη καγκελαρίου, αυτή τη φορά βάσει σχετικής πλειοψηφίας.
4) Ο πρόεδρος της Δημοκρατίας θα έχει την ευχέρεια είτε να αναθέσει στον εκλεγμένο υποψήφιο καγκελάριο την εντολή σχηματισμού κυβέρνησης μειοψηφίας είτε να ζητήσει τη διάλυση της Βουλής.
5) Εάν συμβεί το δεύτερο από τα δύο προηγούμενα σενάρια, θα οριστεί ημερομηνία διεξαγωγής εκλογών, όχι όμως προ της παρέλευσης 60 ημερών.
Οπότε ξαφνικά οι προοπτικές για την πολιτική ομαλότητα στη Γερμανία εξακολουθούν να φαντάζουν θολές και απροσδιόριστες. Ωστόσο, τόσο Γερμανοί πολιτικοί όσο και έμπειροι αναλυτές επισημαίνουν ότι η τρέχουσα κρίση είναι κάπως παραπλανητική, καθώς στην πραγματικότητα δεν έχει μεγάλο βάθος και δεν αποτελεί σύμπτωμα μιας σοβαρότερης ουσιώδους κοινωνικής παθογένειας. Και, κυρίως, απευθύνουν την προειδοποίηση σε οποιονδήποτε θα παρασυρόταν από το κλίμα των ημερών για να προεξοφλήσει την «αρχή του τέλους για την παντοδυναμία της Μέρκελ» ότι η Ανγκελα έχει περάσει και χειρότερες δοκιμασίες στη σταδιοδρομία της.
Μετά τις εκλογές της 24ης Σεπτεμβρίου, το SPD ως δεύτερο κόμμα με ποσοστό 20,5% (έναντι 33% των Χριστιανοδημοκρατών της Μέρκελ) είχε αποκλείσει εντελώς κάθε ενδεχόμενο συμμετοχής σε κυβέρνηση συνεργασίας με την ένωση CDU/CSU. Βεβαίως, ουδείς θα τολμούσε να καταλογίσει «kolotoumba» στον Σουλτς υπό τις κρατούσες συνθήκες και το τρέχον κενό εξουσίας. Το επιχείρημα του τερματισμού της, εκνευριστικής πια, πολιτικής αβεβαιότητας είναι εξαιρετικά ισχυρό. Και παραπέμπει ευθέως στον άγραφο νόμο που διέπει παγίως τις ενέργειες των Γερμανών πολιτικών: το consensus, τη συναίνεση για το εθνικό καλό, το οποίο εξ ορισμού πρέπει πάντα να προέχει έναντι οποιουδήποτε κομματικού συμφέροντος. Επίσης, είναι ιδιαίτερα βαρύνων ο ρόλος του προέδρου της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας. Πιθανώς επειδή και ο ίδιος είναι ένας πολιτικός που ανήκε στο SPD, ο λόγος του προς τον πρώην σύντροφό του Μάρτιν Σουλτς θα πρέπει να άγγιξε τα όρια του πειθαναγκασμού. Ο Σταϊνμάγιερ χρησιμοποίησε κάθε δυνατό επιχείρημα προκειμένου να υποχρεώσει τον Σουλτς να αναθεωρήσει τη στάση του και να δεχτεί, αν μη τι άλλο, να συμμετάσχει στις διεργασίες σχηματισμού κυβέρνησης με βασικό εταίρο -και προφανώς καγκελάριο- την Ανγκελα Μέρκελ.
Ακολούθως ο Σουλτς την προηγούμενη Πέμπτη συσκεπτόταν με τους συνεργάτες του επί εννέα ώρες συνεχώς (στο εξάωρο παρελήφθησαν ευμεγέθεις πίτσες), στο στρατηγείο του SPD, στο Βερολίνο. Σε αυτό το κρίσιμο συμβούλιο και στη νοερή ζυγαριά, από τη μία τέθηκε η έκκληση του προέδρου της Δημοκρατίας για την αποκατάσταση της ομαλότητας στην κορυφή της εκτελεστικής εξουσίας - κοινώς ότι ο Σταϊνμάγιερ ζήτησε από το SPD να βάλει πλάτη στη δύσκολη στιγμή. Από την άλλη, όμως, ήταν σαφές ότι διακυβεύεται η ίδια η ύπαρξη του κόμματος: οι Σοσιαλδημοκράτες συγκυβέρνησαν με τη Μέρκελ την προηγούμενη τετραετία.
Γι’ αυτή την υπηρεσία που προσέφερε στο γερμανικό έθνος, το SPD «ανταμείφθηκε» από το εκλογικό σώμα με τις συντριπτικές απώλειες που υπέστη το μερίδιό του τον περασμένο Σεπτέμβρη. Το 20,5% είναι το χαμηλότερο ποσοστό που έλαβαν ποτέ οι Σοσιαλδημοκράτες από το 1949 έως σήμερα. Παραμερίζοντας προς στιγμήν όλα αυτά, ο Σουλτς την Παρασκευή προέβη σε μια προσεκτικά διατυπωμένη δήλωση, έτσι ώστε να μη δοθεί η εντύπωση ότι σύρθηκε εκών άκων στο άρμα της Μέρκελ: «Δεν έχουμε κυβερνητική κρίση, αλλά η Γερμανία βρίσκεται σε μια περιπεπλεγμένη κατάσταση», είπε ο Μάρτιν Σουλτς.
Και τόνισε ότι «ο πρόεδρος απηύθυνε μια δραματική έκκληση στα κόμματα να ξαναρχίσουν τις συνομιλίες διότι μπορεί να οδηγηθούμε απευθείας σε νέες εκλογές. Το SPD έχει συναίσθηση των ευθυνών του ενώπιον της Γερμανίας και της Ευρώπης. Η παράταξή μας δεν έχει αποφασίσει εάν είναι έτοιμη να μετάσχει σε έναν νέο συνασπισμό με την κυρία Μέρκελ ή εάν θα προσφέρει απλώς την ανοχή της σε μια κυβέρνηση μειοψηφίας χωρίς τη δική μας συμμετοχή σε αυτήν. Αν οι συζητήσεις μας καταλήξουν στην, υπό οποιαδήποτε μορφή, συμμετοχή μας στην κυβέρνηση, τα μέλη του SPD θα είναι αυτά που θα λάβουν την τελική απόφαση με την ψήφο τους». Για τον πρώην πρόεδρο του Ευρωκοινοβουλίου είναι σαφές ότι τα περιθώρια ελιγμών είναι πολύ περιορισμένα, ιδιαίτερα ύστερα από την απογοητευτική επίδοση των Σοσιαλδημοκρατών στις εκλογές. Μεγάλο μέρος της αποτυχίας χρεώνεται προσωπικά στον Μάρτιν Σουλτς, ο οποίος αντιμετωπίζει σκληρή εσωτερική αντιπολίτευση και ξέρει καλά ότι βαδίζει επί ξυρού ακμής. Παρά τις διαβεβαιώσεις ότι η παραμονή του στην ηγεσία του SPD είναι σίγουρη και προέρχονται από πολλές πλευρές, ο ίδιος ξέρει πως, εκτός όλων των άλλων διακυβευμάτων για την πατρίδα του, στο δίλημμα «ξανά μαζί με τη Μέρκελ στην κυβέρνηση ή όχι;» παίζεται πολιτικά το δικό του κεφάλι.
Θα γίνουν νέες εκλογές;
Το μόνο βέβαιο είναι ότι παρά τις όχι και τόσο ευνοϊκές για την ίδια εξελίξεις των τελευταίων δύο μηνών και την ψυχρολουσία που δοκίμασε με τη μείωση της εκλογικής της δύναμης κατά 8,5% σε σχέση με το 2013, η Μέρκελ παραμένει η «Μανούλα». Είναι πάντα η «Mutti» που εγγυάται συμβολικά με τη στιβαρή της αγκάλη την πολιτική και κοινωνική σταθερότητα στη Γερμανία και οπωσδήποτε εξακολουθεί να είναι κυρίαρχος του παιχνιδιού. Σύμφωνα, δε, με τελευταίες της δηλώσεις «δεν φοβάμαι τίποτα, ούτε τις εκλογές, ούτε μια μειοψηφική κυβέρνηση». Αυτό που φοβούνται, όμως, πολλοί είναι ότι στην περίπτωση των επαναληπτικών εκλογών εκείνοι που θα καρπωθούν το μεσοδιάστημα της αβεβαιότητας θα είναι οι ακροδεξιοί του AfD. Ωστόσο, στην πραγματικότητα όλα τα κόμματα ανεξαιρέτως μοιάζουν να αντιμετωπίζουν το ενδεχόμενο των νέων εκλογών με την κρυφή φιλοδοξία της αύξησης των ποσοστών τους σε σχέση με εκείνα που έλαβαν στις εκλογές του Σεπτεμβρίου.
Επί του προκειμένου, για να φτάσουν οι Γερμανοί σε δεύτερη προσφυγή στην κάλπη, κάτι που δεν προβλέπεται να συμβεί πριν από τον Μάρτιο του 2018, θα πρέπει να τηρηθούν όλες οι ενδιάμεσες δικλίδες ασφαλείας. Ολες εκείνες οι προϋποθέσεις και τα θεσμικά προσκόμματα που προβλέπει το Σύνταγμα της χώρας ώστε να μην επαναληφθεί ποτέ το φαινόμενο της πολιτικής κινούμενης άμμου, όπως στη Δημοκρατία της Βαϊμάρης, την περίοδο 1919-1933. Τότε που ο μόνος που κατάφερε να σταθεί όρθιος και να καταλάβει την εξουσία ύστερα από αλλεπάλληλες βραχύβιες κυβερνήσεις ήταν ο Αδόλφος Χίτλερ. Επομένως, ο θεματοφύλακας της αστικής δημοκρατίας, αυτός που έχει πλέον επιφορτιστεί με το καθήκον να προφυλάξει το πολίτευμα της Ομοσπονδιακής Γερμανίας από επικίνδυνες εκτροπές, είναι ο πρόεδρος Σταϊνμάγιερ, ο οποίος υπό την ιδιότητά του ως ανώτατου θεσμικού άρχοντα και βάσει του Συντάγματος, θα ακολουθήσει τα εξής βήματα, εντός ενός εύλογου χρονικού διαστήματος:
1) Θα ορίσει ο ίδιος έναν υποψήφιο καγκελάριο, ο οποίος θα αποπειραθεί να εξασφαλίσει την απόλυτη πλειοψηφία μεταξύ των 709 βουλευτών της ολομέλειας. Το πιο πιθανό είναι ότι στην πρώτη φάση της παρέμβασής του θα επιλέξει την Ανγκελα Μέρκελ.
2) Εάν σημειωθεί αποτυχία στο προηγούμενο στάδιο και αφότου παρέλθουν 15 ημέρες, οι υποψηφιότητες για την καγκελαρία θα είναι ανοιχτές για κάθε ενδιαφερόμενο. Η προϋπόθεση είναι όμως ότι κάθε υποψήφιος θα πρέπει να έχει τη στήριξη τουλάχιστον του 1/4 του συνόλου των βουλευτών της Bundestag. Ωστόσο, είναι πολύ πιθανό και πάλι κανένας υποψήφιος να μην εξασφαλίσει την απόλυτη πλειοψηφία ή κανείς να μην εκδηλώσει την πρόθεση να διεκδικήσει την καγκελαρία.
3) Αφού μεσολαβήσουν μερικές ημέρες, θα λάβει χώρα νέα ψηφοφορία για την ανάδειξη καγκελαρίου, αυτή τη φορά βάσει σχετικής πλειοψηφίας.
4) Ο πρόεδρος της Δημοκρατίας θα έχει την ευχέρεια είτε να αναθέσει στον εκλεγμένο υποψήφιο καγκελάριο την εντολή σχηματισμού κυβέρνησης μειοψηφίας είτε να ζητήσει τη διάλυση της Βουλής.
5) Εάν συμβεί το δεύτερο από τα δύο προηγούμενα σενάρια, θα οριστεί ημερομηνία διεξαγωγής εκλογών, όχι όμως προ της παρέλευσης 60 ημερών.
Οπότε ξαφνικά οι προοπτικές για την πολιτική ομαλότητα στη Γερμανία εξακολουθούν να φαντάζουν θολές και απροσδιόριστες. Ωστόσο, τόσο Γερμανοί πολιτικοί όσο και έμπειροι αναλυτές επισημαίνουν ότι η τρέχουσα κρίση είναι κάπως παραπλανητική, καθώς στην πραγματικότητα δεν έχει μεγάλο βάθος και δεν αποτελεί σύμπτωμα μιας σοβαρότερης ουσιώδους κοινωνικής παθογένειας. Και, κυρίως, απευθύνουν την προειδοποίηση σε οποιονδήποτε θα παρασυρόταν από το κλίμα των ημερών για να προεξοφλήσει την «αρχή του τέλους για την παντοδυναμία της Μέρκελ» ότι η Ανγκελα έχει περάσει και χειρότερες δοκιμασίες στη σταδιοδρομία της.
Ακολουθήστε το protothema.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr