Τα Πολυτεχνεία πέφτουνε, μα ο καναπές μένει!
19.11.2013
07:06
Επειδή κλείνουν σαράντα χρόνια από τότε. Επειδή η Χλεύη περισσεύει. Επειδή η Μνήμη ξεθωριάζει, μετασχηματίζεται, κονταίνει και σβήνει.
Επειδή η Δειλία βολεύεται και πορεύεται με τον φιλοτομαρισμό. Και επειδή η Ιστορία γράφεται από τους νικητές. Για όλους αυτούς και ακόμα περισσότερους λόγους μερικά πράγματα οφείλω να ομολογήσω και να πω. Σε όλους εσάς και στον εαυτό μου.
Πρώτον, λοιπόν: Πέρασα απέξω. Σαν περιπατητής. Σαν παρατηρητής. Σαν τουρίστας δηλαδή. Δεν τόλμησα να δρασκελίσω το κατώφλι και μαζί τους να ενώσω τη φωνή μου. Δείλιασα. Τα ’κανα πάνω μου. Βρήκα εύκολες δικαιολογίες. Κατέφυγα σε πρόχειρα επιχειρήματα. Οπως «δεν είναι η ώρα». Οπως «μα, τι κάνουν όλοι αυτοί; Μπας και προβοκάρουν χωρίς να το θέλουν;».
Δεύτερον, λοιπόν: Με τούτα και με τ’ άλλα και με την ουρά κάτω απ’ τα σκέλια, κατέληξα στο διαμέρισμά μου. Στη φωλιά μου. Στην προστασία μου. Στην ανωνυμία μου. Στην ευκολία μου. Στον καναπέ μου. Με ανοιχτό το ραδιόφωνο. Ν’ ακούω τη φωνή των ελεύθερων πολιορκημένων. Να εύχομαι, από μέσα μου, τον θρίαμβο της Αντίστασης. Την ελευθερία μου. Την απαλλαγή μου από τον βούρδουλα των καραβανάδων. Τη βολή μου.
Τρίτον, λοιπόν: Από το δικό μου διαμέρισμα σε κάποιο άλλο του κολλητού μου. Υστερα, καθώς βράδιαζε, σε τρίτο διαμέρισμα κάποιου που ήξερε περισσότερα από μένα και τον φίλο μου.
Μαζεμένοι γύρω από το ραδιόφωνο. Οπως κάνουν οι γέροι γύρω από τη φουφού και το μαγκάλι. Σα να ακούμε ποδοσφαιρική συνάντηση από το ντέρμπι των αιωνίων. Και ενδιαμέσως να επικοινωνούμε τηλεφωνικά. Μπας και μάθουμε περισσότερα, μπας και μας διαφύγει κάποια λεπτομέρεια. Και ύστερα να πέφτουν τα επιχειρήματα στο τραπέζι. Από τη μια με θαυμασμό για τον ηρωισμό των εγκλωβισμένων φοιτητών. Από την άλλη να καταλήγουμε στην ίδια επωδό: πως δηλαδή το αποτέλεσμα θα είναι τραγικό. Πως θα μπουν τα τανκς. Και πως η χούντα θα ορμήσει και θα αποτελειώσει όλη τη χώρα. Αραγε, λέγαμε, τι θα κάνει ο Μαρκεζίνης;
Τέταρτον, λοιπόν: Και ύστερα, κάπου μετά τα μεσάνυχτα επαληθεύτηκα. Ολοι εμείς επαληθευτήκαμε. Σαν την Κασσάνδρα. Γιατί όρμησαν τα τεθωρακισμένα. Γιατί γκρεμίστηκε η πύλη του Πολυτεχνείου. Γιατί μπουζουριάσανε τα παιδιά. Και γιατί μετά τον χαμό ήρθε ο Ιωαννίδης και όλα τα ’σκιαζε η φοβέρα και τα πλάκωνε η σκλαβιά. Εκείνοι στο χώμα, στα βασανιστήρια και τη φυλακή. Εγώ, παρέα με όλα τα εκατομμύρια των νοικοκυραίων, ελεύθερος σαν πολιορκημένο πουλί.
Πρώτον, λοιπόν: Πέρασα απέξω. Σαν περιπατητής. Σαν παρατηρητής. Σαν τουρίστας δηλαδή. Δεν τόλμησα να δρασκελίσω το κατώφλι και μαζί τους να ενώσω τη φωνή μου. Δείλιασα. Τα ’κανα πάνω μου. Βρήκα εύκολες δικαιολογίες. Κατέφυγα σε πρόχειρα επιχειρήματα. Οπως «δεν είναι η ώρα». Οπως «μα, τι κάνουν όλοι αυτοί; Μπας και προβοκάρουν χωρίς να το θέλουν;».
Δεύτερον, λοιπόν: Με τούτα και με τ’ άλλα και με την ουρά κάτω απ’ τα σκέλια, κατέληξα στο διαμέρισμά μου. Στη φωλιά μου. Στην προστασία μου. Στην ανωνυμία μου. Στην ευκολία μου. Στον καναπέ μου. Με ανοιχτό το ραδιόφωνο. Ν’ ακούω τη φωνή των ελεύθερων πολιορκημένων. Να εύχομαι, από μέσα μου, τον θρίαμβο της Αντίστασης. Την ελευθερία μου. Την απαλλαγή μου από τον βούρδουλα των καραβανάδων. Τη βολή μου.
Τρίτον, λοιπόν: Από το δικό μου διαμέρισμα σε κάποιο άλλο του κολλητού μου. Υστερα, καθώς βράδιαζε, σε τρίτο διαμέρισμα κάποιου που ήξερε περισσότερα από μένα και τον φίλο μου.
Μαζεμένοι γύρω από το ραδιόφωνο. Οπως κάνουν οι γέροι γύρω από τη φουφού και το μαγκάλι. Σα να ακούμε ποδοσφαιρική συνάντηση από το ντέρμπι των αιωνίων. Και ενδιαμέσως να επικοινωνούμε τηλεφωνικά. Μπας και μάθουμε περισσότερα, μπας και μας διαφύγει κάποια λεπτομέρεια. Και ύστερα να πέφτουν τα επιχειρήματα στο τραπέζι. Από τη μια με θαυμασμό για τον ηρωισμό των εγκλωβισμένων φοιτητών. Από την άλλη να καταλήγουμε στην ίδια επωδό: πως δηλαδή το αποτέλεσμα θα είναι τραγικό. Πως θα μπουν τα τανκς. Και πως η χούντα θα ορμήσει και θα αποτελειώσει όλη τη χώρα. Αραγε, λέγαμε, τι θα κάνει ο Μαρκεζίνης;
Τέταρτον, λοιπόν: Και ύστερα, κάπου μετά τα μεσάνυχτα επαληθεύτηκα. Ολοι εμείς επαληθευτήκαμε. Σαν την Κασσάνδρα. Γιατί όρμησαν τα τεθωρακισμένα. Γιατί γκρεμίστηκε η πύλη του Πολυτεχνείου. Γιατί μπουζουριάσανε τα παιδιά. Και γιατί μετά τον χαμό ήρθε ο Ιωαννίδης και όλα τα ’σκιαζε η φοβέρα και τα πλάκωνε η σκλαβιά. Εκείνοι στο χώμα, στα βασανιστήρια και τη φυλακή. Εγώ, παρέα με όλα τα εκατομμύρια των νοικοκυραίων, ελεύθερος σαν πολιορκημένο πουλί.
Πέμπτον, λοιπόν: Ποιος ο φταίχτης; Αναρωτιόμουνα ρητορικά παρέα με τους φίλους, περιπατητές και παρατηρητές αυτής της σφαγής. Μα φυσικά οι Ελληνες μικροαστοί. Που δεν τόλμησαν να βγουν στους δρόμους και να διαδηλώσουν το δημοκρατικό τους φρόνημα. Που κλείστηκαν στο καβούκι τους. Που δεν ρισκάρανε τίποτα. Τόσο δειλοί. Τόσο βολεμένοι με τη χουντική πολιτική. Τόσο ανάξιοι και τόσο τιποτένιοι. Τόσο αχάριστοι και τόσο υποταγμένοι.
Και ρίχνοντας μπινελίκια και γαμοσταυρίδια προς όλες τις μικροαστικές κατευθύνσεις, βαυκαλιζόμουνα με τη σκέψη πως εγώ και οι φίλοι μου είμαστε προοδευτικοί. Ξεχνώντας φυσικά ότι κι εγώ είμαι το ίδιο και χειρότερος δειλός και μικροαστός απ’ όλους αυτούς. Στα λόγια επαναστάτης. Στην πράξη ασήμαντος, μικρός και εαυτουλάκιας.
Εκτον, λοιπόν: Κατόπιν, μετά το γκρέμισμα του Ιωαννίδη, με εξασφαλισμένα τα νώτα μου και ακολουθώντας τον συρμό της εποχής, σουλατσάριζα κι εγώ κάθε 17 Νοέμβρη έξω από την αμερικανική πρεσβεία φωνάζοντας «Ψωμί - Παιδεία - Ελευθερία». Παρέα με χιλιάδες σαν κι εμένα. Που ζήτημα ήταν εάν μερικοί απ’ αυτούς την αποφράδα μέρα του 1973 είχαν περάσει έξω από το Πολυτεχνείο. Εκ του ασφαλούς αγωνιστές. Εκ του ασφαλούς διαδηλωτές. Εκ του ασφαλούς επαναστάτες. Το κεφάλι σοβιετικό. Το στομάχι αμερικανικό.
Εβδομον, λοιπόν: Και όταν ένας-ένας τα επώνυμα και προβεβλημένα παιδιά του Πολυτεχνείου άρχισαν να μεταμορφώνονται, να μετασχηματίζονται και σε κάποιο θώκο της εξουσίας να βολεύονται, άρχισα κι εγώ, παρέα με όλους τους άλλους, να απομυθοποιώ, να κατακρίνω και να καταγγέλλω. Προδότες τούς ανέβαζα, συμβιβασμένους και καιροσκόπους τούς κατέβαζα.
Εξαγόρασαν τον αγώνα τους για τριάκοντα αργύρια. Σαν δεν ντρέπονται. Ενώ εγώ, εσύ, εμείς, πάντα συνεπείς. Πάντα περιπατητές, πάντα παρατηρητές, πάντα τουρίστες και πάντα εκ του ασφαλούς θυμωμένοι και αγανακτισμένοι. Τα Πολυτεχνεία, όπως τα Μνημόνια, πέφτουνε, μα ο καναπές, η δειλία και ο φιλοτομαρισμός μένουν!
Και ρίχνοντας μπινελίκια και γαμοσταυρίδια προς όλες τις μικροαστικές κατευθύνσεις, βαυκαλιζόμουνα με τη σκέψη πως εγώ και οι φίλοι μου είμαστε προοδευτικοί. Ξεχνώντας φυσικά ότι κι εγώ είμαι το ίδιο και χειρότερος δειλός και μικροαστός απ’ όλους αυτούς. Στα λόγια επαναστάτης. Στην πράξη ασήμαντος, μικρός και εαυτουλάκιας.
Εκτον, λοιπόν: Κατόπιν, μετά το γκρέμισμα του Ιωαννίδη, με εξασφαλισμένα τα νώτα μου και ακολουθώντας τον συρμό της εποχής, σουλατσάριζα κι εγώ κάθε 17 Νοέμβρη έξω από την αμερικανική πρεσβεία φωνάζοντας «Ψωμί - Παιδεία - Ελευθερία». Παρέα με χιλιάδες σαν κι εμένα. Που ζήτημα ήταν εάν μερικοί απ’ αυτούς την αποφράδα μέρα του 1973 είχαν περάσει έξω από το Πολυτεχνείο. Εκ του ασφαλούς αγωνιστές. Εκ του ασφαλούς διαδηλωτές. Εκ του ασφαλούς επαναστάτες. Το κεφάλι σοβιετικό. Το στομάχι αμερικανικό.
Εβδομον, λοιπόν: Και όταν ένας-ένας τα επώνυμα και προβεβλημένα παιδιά του Πολυτεχνείου άρχισαν να μεταμορφώνονται, να μετασχηματίζονται και σε κάποιο θώκο της εξουσίας να βολεύονται, άρχισα κι εγώ, παρέα με όλους τους άλλους, να απομυθοποιώ, να κατακρίνω και να καταγγέλλω. Προδότες τούς ανέβαζα, συμβιβασμένους και καιροσκόπους τούς κατέβαζα.
Εξαγόρασαν τον αγώνα τους για τριάκοντα αργύρια. Σαν δεν ντρέπονται. Ενώ εγώ, εσύ, εμείς, πάντα συνεπείς. Πάντα περιπατητές, πάντα παρατηρητές, πάντα τουρίστες και πάντα εκ του ασφαλούς θυμωμένοι και αγανακτισμένοι. Τα Πολυτεχνεία, όπως τα Μνημόνια, πέφτουνε, μα ο καναπές, η δειλία και ο φιλοτομαρισμός μένουν!
Ακολουθήστε το protothema.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr