Τι μας χρειάζεται ένας νέος ΣΥΡΙΖΑ;

Από την αρχή της περασμένης δεκαετίας όταν ο ΣΥΡΙΖΑ ξεκίνησε, ως μια μικρή πολιτική δύναμη, την μετεωρική του πορεία προς την εξουσία, τέθηκε το εύλογο ερώτημα τι είδους κόμμα ήταν αυτό που αυτοαποκαλούνταν “Συνασπισμός της Ριζοσπαστικής Αριστεράς – Προοδευτική Συμμαχία”

Διάφορα στοιχεία της πολιτικής του ταυτότητας έδειχναν ότι επρόκειτο πράγματι για ένα διαφορετικό από τα συνηθισμένα κόμματα εξουσίας. Η έμφαση έπρεπε να δοθεί στην έννοια του “συνασπισμού” όπως συμβαίνει συχνά με τα νέα αριστερά πολιτικά κόμματα τα οποία αρέσκονται να συνενώνουν υπό μια κοινή “ομπρέλα” πολλές και ενίοτε ετερόκλιτες πολιτικές και κοινωνικές τάσεις.

Το πρόβλημα προφανώς τέτοιων συνασπισμών είναι ο εσωτερικός κατακερματισμός τους, ιδίως όταν αρχίζουν να αναπτύσσουν φιλοδοξίες εξουσίας. Όσο είναι μικροί σε δύναμη λειτουργώντας ως κόμματα διαμαρτυρίας, ο κατακερματισμός μπορεί να λογίζεται και ως πλούτος, με την έννοια του ανοίγματος σε διάφορες κοινωνικές τάσεις κα της στενότερης σύνδεσης με την κοινωνία των πολιτών. Όταν όμως το κόμμα-συνασπισμός κληθεί να λειτουργήσει ως κόμμα εξουσίας το πλεονέκτημα γίνεται σαφώς μειονέκτημα και η πολυφωνία μπορεί να εξελιχθεί σε κακοφωνία άκρως υπονομευτική για την διακυβέρνηση.

Την πρόκληση αυτή ο ΣΥΡΙΖΑ την αντιμετώπισε με το πλέον κλασικό εργαλείο σε αυτές τις περιπτώσεις: τον αρχηγισμό. Η προσωπικότητα και το προφίλ του Αλέξη Τσίπρα ήταν άλλωστε τέτοια που ευνοούσαν μια παρόμοια πρακτική. Αν και προερχόταν από την γενιά των καταλήψεων και της αντιπαγκοσμιοποίησης, ο Τσίπρας ήταν ένα περίεργο υβρίδιο αριστεριστή με εθνολαϊκιστικά παπανδρεϊκά πρότυπα.

Αυτός ο ρεαλισμός/κυνισμός ήταν όμως που του επέτρεψε να διευθύνει το κόμμα του με βασικό σκοπό, από το 2010 και μετά, την ανάληψη της εξουσίας, εκμεταλλευόμενο την ιδιαίτερη συγκυρία της χρεοκοπίας και της συνοδευτικής κοινωνικής αγανάκτησης στους δρόμους και τις πλατείες της χώρας. Και το διηύθυνε συνενώνοντας από τη μία τις αποκλίνουσες τάσεις αλλά και αδιαφορώντας, από την άλλη, για την εσωκομματική δημοκρατία, για την οποία πάντως, παραδοσιακά, κανένα κομμουνιστικό ή κομμουνιστογενές κόμμα δεν είχε ποτέ ευαισθησία.

Σε κάθε περίπτωση, αυτός ο “δημοκρατικός συγκεντρωτισμός” που δικαιολογούνταν υποτίθεται από τις ανάγκες διεκδίκησης της εξουσίας και κατόπιν της άσκησής της, όταν ο ΣΥΡΙΖΑ έγινε τελικά κυβέρνηση, ήταν που επέτρεψαν στον Αλ. Τσίπρα να παραμείνει αδιαμφισβήτητος αρχηγός του κόμματος για πάνω από μια 15ετία, όταν το ίδιο διάστημα τα υπόλοιπα μεγάλα κόμματα είχαν αλλάξει επανειλημμένως ηγεσίες.

Το πρόβλημα ήταν ότι το ίδιο διάστημα δεν γινόταν καμία οργανωτική δουλειά γείωσης του κόμματος στην κοινωνία και κυρίως στους θεσμικούς χώρους οργάνωσής της. Έτσι, είχαμε συχνά το παράδοξο, το ΠΑΣΟΚ ως αντίπαλο δέος να καταρρέει εκλογικά αλλά να μην χάνει από το ΣΥΡΙΖΑ στα συνδικαλιστικά σωματεία και σε άλλες τοπικές οργανώσεις. Με άλλα λόγια, το κόμμα και ο ίδιος ο αρχηγός του έδειχναν να έχουν επαναπαυθεί στο κύμα της αντισυστημικής αγανάκτησης της εποχής, οπότε είχαν αμελήσει την δουλειά βάσης που είναι απολύτως απαραίτητη προκειμένου ένα κόμμα να μπορεί να διατηρεί την επιρροή του ακόμη κι εκτός εξουσίας. Αντιθέτως, ο ΣΥΡΙΖΑ θύμιζε όλο και πιο πολύ πλέον εκλογική μηχανή που υπήρχε κυρίως για να εξυπηρετεί τις ανάγκες των προεκλογικών περιόδων, με τις καμπάνιες αυτές ωστόσο να είναι πάντα εστιασμένες γύρω από το “επικοινωνιακό” πρόσωπο του αρχηγού.

Οι 5+1 παραδόσεις του κόμματος της Αριστεράς

Βεβαίως, οι διάφορες τάσεις συνέχιζαν να υφίστανται εντός του κόμματος, και φρόντιζαν πότε-πότε να υπενθυμίζουν την παρουσία τους. Ασχέτως των επιμέρους συνομαδώσεων, μπορούμε να κάνουμε λόγο για πέντε τέτοιες τάσεις που απηχούν και αντίστοιχες παραδόσεις της ελληνικής Αριστεράς: η πιο κομμουνιστογενής (Λαφαζάνης, Κωνσταντοπούλου, Βαρουφάκης) που έσπευσε άλλωστε να αποχωρήσει μετά το δημοψήφισμα του 2015, καταγγέλοντας την κωλοτούμπα-προδοσία Τσίπρα. Μια άλλη προερχόμενη από την ανανεωτική και πιο διανοουμενίστικη Αριστερά (π.χ. Ν. Φίλης, Μπίστης, Βούτσης, Γαβρόγλου κ.ά.) όπως αυτή είχε διαμοφωθεί στα χρόνια της μεταπολίτευσης.

Μια πιο αριστερίστικη και αντικαπιταλιστική στην ρητορική (π.χ. Ευ. Τσακαλώτος), μαζί με μια μικρότερη τάση δικαιωματιστών (πχ Μουζάλας, Λάμπρου που είχε ενισχυθεί πάντως με την προσφυγική κρίση). Επίσης, μια πασοκογενής πτέρυγα (πχ Τζουμάκας κ.ά.) που είχε οψίμως ενσωματωθεί στο κόμμα, ως αποτέλεσμα των τεκτονικών μετατοπίσεων αλλά και των οπορτουνίστικων μεταγραφών της μνημονιακής περιόδου. Και τέλος η ισχυρότερη και σαφώς επικρατέστερη τάση των “προεδρικών” δηλαδή όσων συντάσσονταν χωρίς καμία κριτική με τον Τσίπρα είτε υπήρξαν παλιοί συνοδοιπόροι του όπως ο Ν. Παππάς είτε όχι (όπως η Αχτσιόγλου), αν και έχοντας όλοι την κοινή αντίληψη ότι ο σκοπός (της εξουσίας) αγιάζει τα μέσα.

Υπήρχε πάντως και μια άλλη υπόγεια τάση, άσχετα αν ενσαρκωνόταν από ένα και μόνο πρόσωπο, η οποία συνιστούσε εντέλει περισσότερο μια κουλτούρα: ήταν εκείνη του “πολακισμού” που είχε γεννηθεί και θριαμβεύσει την περίοδο της αντιμνημονιακής εχθροπάθειας και τοξικότητας, και η οποία στο πνεύμα του αντιμνημονιακού μένους, διαπερνούσε οριζόντια όλες τις τάσεις, εξ ου και ήταν δύσκολο να ξεριζωθεί ακόμη και όταν εξέθετε επικίνδυνα το κόμμα, τουλάχιστον στους πιο μετριοπαθείς ψηφοφόρους.

Το κομβικό σημείο πάντως στην ιστορία της μετεξέλιξης του ΣΥΡΙΖΑ από κόμμα διαμαρτυρίας σε κόμμα εξουσίας και σήμερα σε κόμμα σε κρίση είναι το δημοψήφισμα του 2015, η υπογραφή του δικού του τρίτου (και αχρείαστου) μνημονίου, καθώς και η μετέπειτα κυβερνητική του θητεία. Εκεί ήταν που το άστρο του Τσίπρα και όσων τον ακολούθησαν τυφλά και πειθήνια σε αυτό άρχισε να ξεθωριάζει.

Πέρα από τις θεσμικές λαθροχειρίες στη δικαιοσύνη ή στα ΜΜΕ, πέρα από τον τρομερή τοξικότητα με την οποία πολιτευόταν, πέρα από τον κυκεώνα ψεμάτων και ερασιτεχνισμού με τα οποία κυβερνούσε, εκείνο που κυρίως τον αποξένωσε από τα μεσαία στρώματα των άλλοτε ψηφοφόρων του ήταν η φορολογική λαίλαπα την οποία εξαπέλυσε το οικονομικό του επιτελείο προκειμένου να ανταποκριθεί στις ασφυκτικές υποχρεώσεις και κυρίως στα θηριώδη πλεονάσματα που απέρεαν από το νέο του μνημόνιο. Πόσο μάλλον που καμία από τις προηγούμενες “μνημονιακές” κυβερνήσεις, οι οποίες είχαν μάλιστα κατηγορηθεί από τον ΣΥΡΙΖΑ ως “κουίσλινγκ”, δεν είχαν υπάρξει τόσο υποτακτικές στην Τρόικα όσο η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ.

Έτσι, το κύρος του κόμματος στην κοινωνία δεν μπόρεσε να αποκατασταθεί ποτέ όπως φάνηκε ήδη από τις εκλογές του 2019 και πολύ πιο δραματικά στις πρόσφατες διπλές εκλογές όταν και καταβαραθρώθηκε κάτω από το 20%, καίτοι στην αντιπολίτευση για 4 χρόνια. Το δε ερώτημα που ποτέ δεν απαντήθηκε αφορούσε το τι ήταν πλέον ο ΣΥΡΙΖΑ μετά την σκληρή δοκιμασία της κυβερνητικής του θητείας που είχε όχι μόνο απομυθοποιήσει το περιβόητο “ηθικό του πλεονέκτημα” αλλά είχε θέσει και το ζήτημα για το τι νόημα είχε μια τέτοια Αριστερά έναντι των εντελώς νέων προκλήσεων του 21ου αιώνα, και αν είχε ξεπαραστεί από τα ίδια τα πράγματα.

Η βαριά κληρονομιά του αρχηγισμού

Αυτή είναι, λοιπόν, η βαριά κληρονομιά που καλούνται να διαχειριστούν οι σημερινοί επίδοξοι διάδοχοι του Τσίπρα που ουδέποτε άλλωστε διαφοποιήθηκαν από τις επιλογές εκείνης της αμαρτωλής διακυβέρνησης. Και τούτο καλούνται να το πράξουν μάλιστα χωρίς να διαθέτουν το (έστω αβαθές) επικοινωνιακό χάρισμα του τέως αρχηγού. Έτσι, το ερώτημα που τίθεται είναι διπλό για το νέο πρόσωπο που θα ηγηθεί του κόμματος, όποιο κι αν είναι αυτό.

Πρώτον, θα επιστρέψει σε έναν πολυτασικό ΣΥΡΙΖΑ όπου θα υπάρχει μεν μεγαλύτερη εσωκομματική δημοκρατία αλλά και ισχυρότερη πολύφωνία-κακοφωνία, η οποία θα υπονομεύει το προφίλ ενός κόμματος εξουσίας, έστω πετσοκομμένο; Ή θα επιμείνει στο πρότυπο ενός αρχηγικού κόμματος που σημαίνει ότι η νέα ηγεσία θα πρέπει να διαθέτει και το απαραίτητο εκτόπισμα για να το επιβάλει εκ νέου;

Δεύτερον, με ποια διακριτή πολιτική ταυτότητα και με ποια διανοητικά εργαλεία θα απευθυνθεί στην ελληνική κοινωνία που έχει σαφώς πλέον μετατοπιστεί προς το φιλελεύθερο Κέντρο και την κεντροδεξιά (στο βαθμό που αυτή η πολιτική γεωγραφία διατηρεί ακόμη κάποια αξία); Αν τα κόμματα παραμένουν συλλογικοί διανοούμενοι και όχι απλοί εκλογικοί μηχανισμοί, τι νέο θα έχει άραγε να προσφέρει ο “νέος” ΣΥΡΙΖΑ στην ερμηνεία της ταραγμένης εποχής μας και άρα στην καθοδήγηση της ελληνικής κοινωνίας έναντι των εντελώς νέων προκλήσεων που έχουν ανακύψει;

Με άλλα λόγια, κανείς εκ των υποψηφίων δεν μπορεί να αποφύγει το υπαρξιακό ερώτημα που θα σκεπάζει πλέον τον ουρανό του ΣΥΡΙΖΑ, και από την απάντηση στο οποίο θα εξαρτηθεί το μέλλον του ως κόμμα εξουσίας ή απλής διαμαρτυρίας: τι νόημα έχει η Αριστερά στον σημερινό κόσμο και ειδικά στην μεταμνημονιακή Ελλάδα που έχει αφήσει πίσω της την επώδυνη τοξικότητα και τα βολικά αλλά καταστροφικά ψέματα του παρελθόντος; Και τι μας χρειάζεται ένας ΣΥΡΙΖΑ από τα ίδια, αν έχει αλλάξει μόνο την εξωτερική βιτρίνα του “μαγαζιού” αλλά όχι τα θεμέλια πάνω στα οποία στήριξε τον παλιό αδιέξοδο μετεωρισμό του;

Δημήτρης Π. Σωτηρόπουλος, Καθηγητής Σύγχρονης Πολιτικής Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο Πελοποννήσου και Αντιπρόεδρος του Παρατηρητηρίου για τη Διδασκαλία της Ιστορίας στο Συμβούλιο της Ευρώπης
Ακολουθήστε το protothema.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr