Η Ελλάδα δεν μπορεί να δέχεται απεριόριστο αριθμό μεταναστών
15.11.2019
06:57
Το μεταναστευτικό ζήτημα είναι ένα πολυδιάστατο και διαχρονικό φαινόμενο, που διαφοροποιείται από κοινωνία σε κοινωνία και από εποχή σε εποχή, αφού σχετίζεται τόσο με την κοινωνικοοικονομική συγκυρία, όσο και µε τα προσωπικά χαρακτηριστικά των ίδιων των ατόμων που μετακινούνται
Ειδικά όμως σε χώρες με τη δική μας γεωπολιτική θέση έχει άμεση σχέση με την εσωτερική ασφάλεια βραχυχρόνια και με την εθνική επιβίωση μακροχρόνια.
Σε μια γηράσκουσα χώρα, όπως η Ελλάδα, θα ανέμενε κάποιος ότι θα είχε εκπονηθεί μια στοιχειώδης μακροχρόνια πολιτική για την προσέλκυση επιλεγμένων κατηγοριών μεταναστών που θα ενίσχυαν την κοινωνία και την οικονομία και όχι μια πολιτική ανοιχτών θυρών, όπως συμβαίνει σε εμάς διαχρονικά.
Η αλήθεια είναι ότι η διαχείριση του ζητήματος της προηγούμενης κυβέρνησης ήταν αποσπασματική και αποτυχημένη.
Στην Ελλάδα, στις αρχές του χρόνου είχαμε 73.000 καταγεγραμμένους πρόσφυγες και μετανάστες, νούμερο που ξεπερνά κατά πολύ τις υπάρχουσες δομές. Παρά την Συμφωνία ΕΕ-Τουρκίας το 2016 που προέβλεπε επιστροφές μέχρι και 75000 ατόμων, η Ελλάδα το 2018 «κατάφερε» να επιστρέψει στην Τουρκία, μόλις 332. Την ίδια στιγμή, με την συμφωνία Γερμανίας-Ελλάδας το 2018, πολύ περισσότεροι πρόσφυγες επαναπροωθήθηκαν στην χώρα πρώτης υποδοχής την Ελλάδα.
Αλλά και η παρούσα κυβέρνηση παρά την αυστηρότερη και σοβαρότερη πολιτική που ασκεί έχει να αντιμετωπίσει το εξής σοβαρό ζήτημα. Οι μετεγκαταστάσεις μεταναστών και προσφύγων από τα νησιά στην ενδοχώρα, τους βγάζει έξω από το κάδρο της συμφωνίας ΕΕ- Τουρκίας. Πράγμα που σημαίνει αυτοί οι περίπου 40000, δεν γίνεται να επιστραφούν στην Τουρκία με αποτέλεσμα το ενδεχόμενο της επιστροφής στις χώρες καταγωγής τους να γίνεται προβληματικό.
Επίσης, σημαντικός αριθμός που έρχεται από τον Έβρο κι άλλες οδούς, δεν περιλαμβάνονται στην συμφωνία ΕΕ-Τουρκίας.
Αξίζει να σημειωθεί εδώ ότι ο παγκόσμιος πληθυσμός, από 7,5 δισεκατομμύρια σήμερα, θα ανέλθει στα 9 δισεκατομμύρια μέχρι το 2040. Αυτή η πρωτοφανής μεγέθυνση των πληθυσμών λαμβάνει χώρα στις χώρες του Τρίτου κόσμου, ενώ την ίδια στιγμή ο πληθυσμός της Ευρώπης και του αναπτυγμένου κόσμου έχει αρχίσει να μειώνεται.
Το αποτέλεσμα αυτής της ασύμμετρης πληθυσμιακής ανάπτυξης θα είναι η βαθμιαία αύξηση της έντασης των μεταναστευτικών ρευμάτων. Ήδη σε περισσότερες από 50 αναπτυγμένες χώρες, περισσότερο από το 15% του πληθυσμού αποτελούν οι πρόσφυγες και οι μετανάστες. Τα φαινόμενα αυτά θα ενταθούν διαχρονικά σε όλες τις αναπτυγμένες χώρες και ιδιαίτερα στην Ευρώπη, όπου ένα καλά σχεδιασμένο πρόγραμμα για τη μετανάστευση θα μπορούσε να συμβάλει στην αναπλήρωση του εργατικού δυναμικού, το οποίο μειώνεται λόγω της βαθμιαίας γήρανσης του πληθυσμού.
Δυστυχώς η Ευρωπαϊκή Ένωση αντιμετωπίζει το μεταναστευτικό πρόβλημα με βάση τις επιθυμίες των χωρών-μελών της Ε.Ε. που δεν επιθυμούν να δεχθούν μετανάστες ή πρόσφυγες κι έτσι το πρόβλημα επιβαρύνει αποκλειστικά τις χώρες που βρίσκονται στα νότια σύνορα: Ελλάδα, Ιταλία, Ισπανία. Οι εθνικές μεταναστευτικές πολιτικές δεν είναι εναρμονισμένες, δηλαδή δεν υπάρχει μια ενιαία ευρωπαϊκή μεταναστευτική πολιτική, καθότι τα κράτη-μέλη είναι απρόθυμα να παραχωρήσουν ουσιαστικό μέρος των εθνικών κυριαρχικών τους δικαιωμάτων στην Ένωση.
Η ΕΕ αποφασίζει τους όρους νόμιμης εισόδου και διαμονής, ενώ τα κράτη μέλη διατηρούν το δικαίωμα να ορίσουν τον όγκο των ανθρώπων που θα δεχτούν να εισέλθει στην χώρα τους. Ωστόσο η ΕΕ μπορεί να διαδραματίσει υποστηρικτικό ρόλο προς τα κράτη - μέλη, ειδικά σε οικονομικό επίπεδο. Σημειωτέον, ότι πρωταρχικό κριτήριο των πολιτικών της Ε.Ε. αποτελεί ο σεβασμός των θεμελιωδών ανθρωπίνων δικαιωμάτων.
Δυστυχώς, η ανομοιομορφία στο εσωτερικό της Ε.Ε. δημιουργεί προσκόμματα στην εφαρμογή κοινής πολιτικής για τη μετανάστευση και το άσυλο. Παρότι γίνονται προσπάθειες σε θεσμικό επίπεδο, υπάρχουν ακόμη πολλές ελλείψεις και προβληματικά σημεία, τα οποία καθιστούν αναποτελεσματικές ή μερικώς αποτελεσματικές τις εκάστοτε πρωτοβουλίες. Συνοψίζοντας, λοιπόν, διαπιστώνουμε ότι βρίσκονται σε εξέλιξη δύο αντίρροπα φαινόμενα που συνθέτουν μια καίρια αντίφαση στο πλαίσιο της παγκοσμιοποίησης. Δηλαδή υπάρχει το ενδεχόμενο αυξημένων περιοριστικών μέτρων τόσο από τις αναπτυγμένες χώρες, σχετικά με τη μετανάστευση, όσο και από τις υπό ανάπτυξη χώρες σχετικά με την κίνηση κεφαλαίων. Η έκταση των περιορισμών θα αυξάνεται με την πάροδο του χρόνου και την ένταση των προβλημάτων. Η λύση τέτοιων διεθνών προβλημάτων είναι εξαιρετικά χρονοβόρα διότι πρέπει να αναζητηθεί στο πλαίσιο του ΟΗΕ.
Μέχρι τότε η Ελλάδα δεν μπορεί να έχει ανοιχτά σύνορα διότι απλούστατα η χώρα δεν μπορεί να δέχεται απεριόριστο αριθμό μεταναστών, τους οποίους δεν δέχεται καμία άλλη ευρωπαϊκή χώρα. Η νέα κυβέρνηση έχει την υποχρέωση να αντιμετωπίσει το Μεταναστευτικό, σε συνδυασμό με το πρόβλημα της γήρανσης του πληθυσμού, ως ζήτημα πρώτης προτεραιότητας και εθνικής επιβίωσης. Οι επιθυμίες των λοιπών Ευρωπαίων αποτελούν δευτερεύον ζήτημα στην περίπτωση αυτή.
Σε μια γηράσκουσα χώρα, όπως η Ελλάδα, θα ανέμενε κάποιος ότι θα είχε εκπονηθεί μια στοιχειώδης μακροχρόνια πολιτική για την προσέλκυση επιλεγμένων κατηγοριών μεταναστών που θα ενίσχυαν την κοινωνία και την οικονομία και όχι μια πολιτική ανοιχτών θυρών, όπως συμβαίνει σε εμάς διαχρονικά.
Η αλήθεια είναι ότι η διαχείριση του ζητήματος της προηγούμενης κυβέρνησης ήταν αποσπασματική και αποτυχημένη.
Στην Ελλάδα, στις αρχές του χρόνου είχαμε 73.000 καταγεγραμμένους πρόσφυγες και μετανάστες, νούμερο που ξεπερνά κατά πολύ τις υπάρχουσες δομές. Παρά την Συμφωνία ΕΕ-Τουρκίας το 2016 που προέβλεπε επιστροφές μέχρι και 75000 ατόμων, η Ελλάδα το 2018 «κατάφερε» να επιστρέψει στην Τουρκία, μόλις 332. Την ίδια στιγμή, με την συμφωνία Γερμανίας-Ελλάδας το 2018, πολύ περισσότεροι πρόσφυγες επαναπροωθήθηκαν στην χώρα πρώτης υποδοχής την Ελλάδα.
Αλλά και η παρούσα κυβέρνηση παρά την αυστηρότερη και σοβαρότερη πολιτική που ασκεί έχει να αντιμετωπίσει το εξής σοβαρό ζήτημα. Οι μετεγκαταστάσεις μεταναστών και προσφύγων από τα νησιά στην ενδοχώρα, τους βγάζει έξω από το κάδρο της συμφωνίας ΕΕ- Τουρκίας. Πράγμα που σημαίνει αυτοί οι περίπου 40000, δεν γίνεται να επιστραφούν στην Τουρκία με αποτέλεσμα το ενδεχόμενο της επιστροφής στις χώρες καταγωγής τους να γίνεται προβληματικό.
Επίσης, σημαντικός αριθμός που έρχεται από τον Έβρο κι άλλες οδούς, δεν περιλαμβάνονται στην συμφωνία ΕΕ-Τουρκίας.
Αξίζει να σημειωθεί εδώ ότι ο παγκόσμιος πληθυσμός, από 7,5 δισεκατομμύρια σήμερα, θα ανέλθει στα 9 δισεκατομμύρια μέχρι το 2040. Αυτή η πρωτοφανής μεγέθυνση των πληθυσμών λαμβάνει χώρα στις χώρες του Τρίτου κόσμου, ενώ την ίδια στιγμή ο πληθυσμός της Ευρώπης και του αναπτυγμένου κόσμου έχει αρχίσει να μειώνεται.
Το αποτέλεσμα αυτής της ασύμμετρης πληθυσμιακής ανάπτυξης θα είναι η βαθμιαία αύξηση της έντασης των μεταναστευτικών ρευμάτων. Ήδη σε περισσότερες από 50 αναπτυγμένες χώρες, περισσότερο από το 15% του πληθυσμού αποτελούν οι πρόσφυγες και οι μετανάστες. Τα φαινόμενα αυτά θα ενταθούν διαχρονικά σε όλες τις αναπτυγμένες χώρες και ιδιαίτερα στην Ευρώπη, όπου ένα καλά σχεδιασμένο πρόγραμμα για τη μετανάστευση θα μπορούσε να συμβάλει στην αναπλήρωση του εργατικού δυναμικού, το οποίο μειώνεται λόγω της βαθμιαίας γήρανσης του πληθυσμού.
Δυστυχώς η Ευρωπαϊκή Ένωση αντιμετωπίζει το μεταναστευτικό πρόβλημα με βάση τις επιθυμίες των χωρών-μελών της Ε.Ε. που δεν επιθυμούν να δεχθούν μετανάστες ή πρόσφυγες κι έτσι το πρόβλημα επιβαρύνει αποκλειστικά τις χώρες που βρίσκονται στα νότια σύνορα: Ελλάδα, Ιταλία, Ισπανία. Οι εθνικές μεταναστευτικές πολιτικές δεν είναι εναρμονισμένες, δηλαδή δεν υπάρχει μια ενιαία ευρωπαϊκή μεταναστευτική πολιτική, καθότι τα κράτη-μέλη είναι απρόθυμα να παραχωρήσουν ουσιαστικό μέρος των εθνικών κυριαρχικών τους δικαιωμάτων στην Ένωση.
Η ΕΕ αποφασίζει τους όρους νόμιμης εισόδου και διαμονής, ενώ τα κράτη μέλη διατηρούν το δικαίωμα να ορίσουν τον όγκο των ανθρώπων που θα δεχτούν να εισέλθει στην χώρα τους. Ωστόσο η ΕΕ μπορεί να διαδραματίσει υποστηρικτικό ρόλο προς τα κράτη - μέλη, ειδικά σε οικονομικό επίπεδο. Σημειωτέον, ότι πρωταρχικό κριτήριο των πολιτικών της Ε.Ε. αποτελεί ο σεβασμός των θεμελιωδών ανθρωπίνων δικαιωμάτων.
Δυστυχώς, η ανομοιομορφία στο εσωτερικό της Ε.Ε. δημιουργεί προσκόμματα στην εφαρμογή κοινής πολιτικής για τη μετανάστευση και το άσυλο. Παρότι γίνονται προσπάθειες σε θεσμικό επίπεδο, υπάρχουν ακόμη πολλές ελλείψεις και προβληματικά σημεία, τα οποία καθιστούν αναποτελεσματικές ή μερικώς αποτελεσματικές τις εκάστοτε πρωτοβουλίες. Συνοψίζοντας, λοιπόν, διαπιστώνουμε ότι βρίσκονται σε εξέλιξη δύο αντίρροπα φαινόμενα που συνθέτουν μια καίρια αντίφαση στο πλαίσιο της παγκοσμιοποίησης. Δηλαδή υπάρχει το ενδεχόμενο αυξημένων περιοριστικών μέτρων τόσο από τις αναπτυγμένες χώρες, σχετικά με τη μετανάστευση, όσο και από τις υπό ανάπτυξη χώρες σχετικά με την κίνηση κεφαλαίων. Η έκταση των περιορισμών θα αυξάνεται με την πάροδο του χρόνου και την ένταση των προβλημάτων. Η λύση τέτοιων διεθνών προβλημάτων είναι εξαιρετικά χρονοβόρα διότι πρέπει να αναζητηθεί στο πλαίσιο του ΟΗΕ.
Μέχρι τότε η Ελλάδα δεν μπορεί να έχει ανοιχτά σύνορα διότι απλούστατα η χώρα δεν μπορεί να δέχεται απεριόριστο αριθμό μεταναστών, τους οποίους δεν δέχεται καμία άλλη ευρωπαϊκή χώρα. Η νέα κυβέρνηση έχει την υποχρέωση να αντιμετωπίσει το Μεταναστευτικό, σε συνδυασμό με το πρόβλημα της γήρανσης του πληθυσμού, ως ζήτημα πρώτης προτεραιότητας και εθνικής επιβίωσης. Οι επιθυμίες των λοιπών Ευρωπαίων αποτελούν δευτερεύον ζήτημα στην περίπτωση αυτή.
Ακολουθήστε το protothema.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr