Ο άρπαγας γείτονας και η ωραία κοιμωμένη
07.09.2019
08:13
Μια φορά κι έναν καιρό σε μια χώρα μακρινή υπήρχαν δύο γείτονες. Ο ένας ήταν μεγαλογαιοκτήμονας και ο άλλος κατείχε ένα μικρό κτήμα καλοδουλεμένο όμως και αποδοτικό, παρά τις οικογενειακές εντάσεις και διενέξεις. Ιδιαίτερα αποδοτικό όμως ήταν το ανατολικό τμήμα, φιλέτο το έλεγαν, με πλούσιο υπέδαφος ανεκμετάλλευτο, που ο γείτονας το ορεγόταν μεν απ' την αρχή, αλλά δεν τολμούσε να αμφισβητήσει την κυριότητα του, παρά μόνο λεκτικά, σε κοινωνικές συγκεντρώσεις που τύχαινε να βρίσκονται, όπως «ρε γειτονάκι, τι θα γίνει μ' αυτό το κτηματάκι, έχουμε κι εμείς μερτικό». Όμως μέχρι εκεί
Ο γείτονας όμως πείσμονας όλο και το επανέφερε, κι όλο κι έκανε καμία βόλτα στο κτήμα, δήθεν για να κυνηγήσει ορτύκια την μία φορά ή να διώξει τις αλεπούδες την άλλη φορά. Έτσι με την μία ή την άλλη δικαιολογία, όλο και περισσότερο καταπατούσε το ξένο κτήμα. Κάποιες φορές που ο ιδιοκτήτης αντέδρασε έντονα, αμέσως υποχώρησε ο επίβουλος γείτονας. Όπως συμβαίνει πάντοτε σ' όλες τις ανθρώπινες σχέσεις. Ο ισχυρός, ο δυνατός, αν δε βρει αντίσταση, αν δεν μπορέσει να σ' εξαγοράσει με λίγα ή πολλά, θα προσπαθήσει να το αρπάξει. Έτσι είναι η κοινωνία, γι' αυτό κι ο εύψυχος δεν νικιέται εύκολα, γιατί έχει μάθει να υπερασπίζεται την περιουσία του.
Ο φόβος φυλάει τα έρμα, λέει μια παροιμία. Ο χρόνος κυλούσε κάπως έτσι και η αποδοτικότητα της μικρής οικογενειακής επιχείρησης συν η μεγάλη βοήθεια κάποιων θείων που είχαν ξενιτευτεί στην Ευρώπη, οδήγησε σε μία ευμάρεια. Και εκεί που έμαθε να ζει, μ' αυτά που είχε και να' χει και περίσσευμα για τις δύσκολες ώρες, άρχισε να ξοδεύει περισσότερα, απ' όσα αποκέρδαινε και σιγά - σιγά εγκατέλειπε τα κτήματα στην δούλεψη άλλων. Οι θείοι είχαν πολλά χρήματα και φαίνονταν γαλαντόμοι. Έτσι αύξαναν οι ανάγκες της οικογένειας και χρειάσθηκε να πάρουν και κάποια δάνεια από φίλους και συγγενείς. Δύσκολα όμως τα επέστρεφαν και έτσι βγήκε στη γύρα να ψάχνει και κάποιους τοκογλύφους, που όμως είχαν καλό όνομα στην αγορά. Δηλαδή, αν καθυστερούσες την δόση, δεν σε πυροβολούσαν με την πρώτη, αλλά με την δεύτερη, αφού σε προειδοποιούσαν με τρόπο ευγενικό, προτάσσοντας το ημιαυτόματο «Μην ανησυχείς. Ότι χρειασθείς εμείς εδώ είμαστε». Κι έτσι καθησύχαζαν την οικογένεια. Τι οικογένεια δηλαδή, εσμός τρωκτικών και λιμοκοντόρων είχε καταντήσει.
Έτσι λοιπόν, που χρόνος ν' ασχοληθούν με το σπίτι τους και εκείνο το «φιλέτο», στα ανατολικά, που άρχισε να βγάζει μέχρι και γαϊδουράγκαθα και από λύπηση ο γείτονας κάθε τόσο έμπαινε μέσα, όλο και πιο μέσα στο χωράφι να το καθαρίσει, να το περιποιηθεί και γιατί όχι, να το εκμεταλλευθεί. Από το να πάει χαμένο, καλλίτερα να το αξιοποιήσει ο γείτονας και να δώσει και κάτι στον άσωτο ιδιοκτήτη. Άλλωστε σ' όλους χρωστάει και παρά ταύτα εξακολουθεί να ξοδεύει. «Έξις δευτέρα φύσις».
Βεβαίως ήδη άρχισε να κόβει τα μεροκάματα και να προσπαθεί να βρει τρόπο ευθανασίας για τους πολύ ηλικιωμένους, που έτσι κι αλλιώς βασανίζονται με τόσες περικοπές (μία ένεση είναι και δεν πονάει καθόλου). Καμιά φορά θυμόνταν βέβαια ότι έχει και κάποια δικαιώματα περιουσιακά, αλλά δεν βαριέσαι, υπάρχουν κι άλλα πράγματα πιο ενδιαφέροντα, από το να ασχολείσαι με τις αρπακτικές διαθέσεις του γείτονα. Ποιος όμως ξέρει, μπορεί να μην τον θεωρούσε άρπαγα και να είχε συμφωνήσει κάποια πράγματα για την συνεκμετάλλευση του προνομιακού αυτού χωραφιού. Και για να μην διαμαρτύρονται κάποια τριτανίψια, κι αυτοί που έχαναν την δουλειά τους, προχωρούσε σε διαμαρτυρίες προς τους μακρινούς συγγενείς, αλλά κι απ' ευθείας στον ίδιο, αν τύχαινε να τον συναντήσει, ιδιαίτερα σε κοινωνικές συναναστροφές. Άλλωστε γιατί να χαλάμε τις καρδιές μας.
Και μ' αυτά και μ' αυτά, ο γείτονας άρχισε πλέον ανενόχλητος να φθάνει μέχρι το κατώφλι του σπιτιού, πάνω στ' άλογο του, πραγματικός τσιφλικάς του παλιού καιρού. Τον συνηθίσαμε. Κατέστη οικείος. Πολλοί τον έβλεπαν, λίγοι έδιναν σημασία. Άντε μία, δύο εφημερίδες και ένας, άντε δύο τηλεοπτικοί σταθμοί. Μ' αυτό θα ασχολούμαστε τώρα; Τόσα σκάνδαλα γίνονται καθημερινά από τα παιδιά της οικογένειας και τ’ ανίψια και τους φίλους τους, προς τέρψιν των τηλεθεατών. Πως θα γεμίσουν τις ώρες τους οι άνεργοι τώρα που πληθαίνουν και κάθονται ολημερίς σπίτι; Έχει ο Θεός. Άλλωστε κι η περίπτωση της κοκκινοσκουφίτσας είχε αίσιο τέλος.
*Πρώην πρόεδρος του Δικηγορικού Συλλόγου Αθηνών
Ο φόβος φυλάει τα έρμα, λέει μια παροιμία. Ο χρόνος κυλούσε κάπως έτσι και η αποδοτικότητα της μικρής οικογενειακής επιχείρησης συν η μεγάλη βοήθεια κάποιων θείων που είχαν ξενιτευτεί στην Ευρώπη, οδήγησε σε μία ευμάρεια. Και εκεί που έμαθε να ζει, μ' αυτά που είχε και να' χει και περίσσευμα για τις δύσκολες ώρες, άρχισε να ξοδεύει περισσότερα, απ' όσα αποκέρδαινε και σιγά - σιγά εγκατέλειπε τα κτήματα στην δούλεψη άλλων. Οι θείοι είχαν πολλά χρήματα και φαίνονταν γαλαντόμοι. Έτσι αύξαναν οι ανάγκες της οικογένειας και χρειάσθηκε να πάρουν και κάποια δάνεια από φίλους και συγγενείς. Δύσκολα όμως τα επέστρεφαν και έτσι βγήκε στη γύρα να ψάχνει και κάποιους τοκογλύφους, που όμως είχαν καλό όνομα στην αγορά. Δηλαδή, αν καθυστερούσες την δόση, δεν σε πυροβολούσαν με την πρώτη, αλλά με την δεύτερη, αφού σε προειδοποιούσαν με τρόπο ευγενικό, προτάσσοντας το ημιαυτόματο «Μην ανησυχείς. Ότι χρειασθείς εμείς εδώ είμαστε». Κι έτσι καθησύχαζαν την οικογένεια. Τι οικογένεια δηλαδή, εσμός τρωκτικών και λιμοκοντόρων είχε καταντήσει.
Έτσι λοιπόν, που χρόνος ν' ασχοληθούν με το σπίτι τους και εκείνο το «φιλέτο», στα ανατολικά, που άρχισε να βγάζει μέχρι και γαϊδουράγκαθα και από λύπηση ο γείτονας κάθε τόσο έμπαινε μέσα, όλο και πιο μέσα στο χωράφι να το καθαρίσει, να το περιποιηθεί και γιατί όχι, να το εκμεταλλευθεί. Από το να πάει χαμένο, καλλίτερα να το αξιοποιήσει ο γείτονας και να δώσει και κάτι στον άσωτο ιδιοκτήτη. Άλλωστε σ' όλους χρωστάει και παρά ταύτα εξακολουθεί να ξοδεύει. «Έξις δευτέρα φύσις».
Βεβαίως ήδη άρχισε να κόβει τα μεροκάματα και να προσπαθεί να βρει τρόπο ευθανασίας για τους πολύ ηλικιωμένους, που έτσι κι αλλιώς βασανίζονται με τόσες περικοπές (μία ένεση είναι και δεν πονάει καθόλου). Καμιά φορά θυμόνταν βέβαια ότι έχει και κάποια δικαιώματα περιουσιακά, αλλά δεν βαριέσαι, υπάρχουν κι άλλα πράγματα πιο ενδιαφέροντα, από το να ασχολείσαι με τις αρπακτικές διαθέσεις του γείτονα. Ποιος όμως ξέρει, μπορεί να μην τον θεωρούσε άρπαγα και να είχε συμφωνήσει κάποια πράγματα για την συνεκμετάλλευση του προνομιακού αυτού χωραφιού. Και για να μην διαμαρτύρονται κάποια τριτανίψια, κι αυτοί που έχαναν την δουλειά τους, προχωρούσε σε διαμαρτυρίες προς τους μακρινούς συγγενείς, αλλά κι απ' ευθείας στον ίδιο, αν τύχαινε να τον συναντήσει, ιδιαίτερα σε κοινωνικές συναναστροφές. Άλλωστε γιατί να χαλάμε τις καρδιές μας.
Και μ' αυτά και μ' αυτά, ο γείτονας άρχισε πλέον ανενόχλητος να φθάνει μέχρι το κατώφλι του σπιτιού, πάνω στ' άλογο του, πραγματικός τσιφλικάς του παλιού καιρού. Τον συνηθίσαμε. Κατέστη οικείος. Πολλοί τον έβλεπαν, λίγοι έδιναν σημασία. Άντε μία, δύο εφημερίδες και ένας, άντε δύο τηλεοπτικοί σταθμοί. Μ' αυτό θα ασχολούμαστε τώρα; Τόσα σκάνδαλα γίνονται καθημερινά από τα παιδιά της οικογένειας και τ’ ανίψια και τους φίλους τους, προς τέρψιν των τηλεθεατών. Πως θα γεμίσουν τις ώρες τους οι άνεργοι τώρα που πληθαίνουν και κάθονται ολημερίς σπίτι; Έχει ο Θεός. Άλλωστε κι η περίπτωση της κοκκινοσκουφίτσας είχε αίσιο τέλος.
*Πρώην πρόεδρος του Δικηγορικού Συλλόγου Αθηνών
Ακολουθήστε το protothema.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr