Η «γηρασμένη» αντιπολίτευση δεν έχει να προσφέρει τίποτα...
29.04.2021
06:41
Σε μερικές εβδομάδες συμπληρώνονται δύο χρόνια από τις εκλογές του 2019 και η κυβέρνηση του Κυριάκου Μητσοτάκη μπαίνει στο δεύτερο μισό της πρώτης κυβερνητικής θητείας της. Στο διάστημα αυτό τα γεγονότα ήταν πυκνά σε όλα τα επίπεδα. Όπως πολλά και τα προβλήματα. Ωστόσο, είναι κοινός τόπος ότι μέσα στο πλαίσιο της δημοκρατικής εναλλαγής των κομμάτων στην εξουσία η κυριαρχία της ΝΔ παραμένει δεδομένη.
Αυτό που παραδοσιακά συνέβαινε ήταν η εκάστοτε κυβέρνηση να φθείρεται και η αντιπολίτευση να ενισχύεται. Η κυβέρνηση να υποχωρεί με εχθρό της τα προβλήματα και η αντιπολίτευση, με σύμμαχο τα προβλήματα, να ανεβαίνει.
Ο «κανόνας» αυτός, τα τελευταία πέντε και πλέον χρόνια, έχει αλλάξει. Από τις αρχές του 2016 η ΝΔ, με τον Κ. Μητσοτάκη στην ηγεσία της, συνεχίζει να είναι σταθερά πρώτο κόμμα. Κι ενώ πολλοί «περίμεναν» ότι ύστερα και από την ανάληψη της διακυβέρνησης -και μάλιστα εν μέσω τέτοιων και τόσων απρόβλεπτων καταστάσεων- θα είχε κάμψη, παρατηρείται το αντίθετο. Η αξιωματική αντιπολίτευση είναι αυτή που τρέχει ασθμαίνοντας πίσω από την κυβέρνηση αλλά και πάλι η διαφορά μεγαλώνει σε βάρος της.
Δεν χρειάζονται οι δημοσκοπήσεις για να το καταλάβουμε αυτό. Φαίνεται στην καθημερινότητα, το «δείχνει» με τη συμπεριφορά και την αμηχανία του και ο ίδιος ο ΣΥΡΙΖΑ, η ηγεσία και τα στελέχη του. Δύο χρόνια ύστερα από την τετραπλή επί της ουσίας ήττα του (δημοτικές, περιφερειακές, ευρωπαϊκές και εθνικές εκλογές) συνεχίζει να τρεκλίζει πολιτικά. Για τα αδιέξοδά του αιτιάται βέβαια άλλους αλλά μάλλον δεν διδάχθηκε και πολλά από τον στρουθοκαμηλισμό του 2019 όταν, εν χορώ, τα στελέχη του διατυμπάνιζαν ως την τελευταία στιγμή ότι «το παιχνίδι γυρίζει».
Έχουν απόλυτο δίκιο όσοι υποστηρίζουν ότι -εκτός από την πολιτική και το πρόγραμμα- στην αντιπαράθεση παίζουν ρόλο και τα πρόσωπα. Το επιβεβαιώνει και αυτό -ως αρνητικό παράδειγμα- ο ΣΥΡΙΖΑ.
Στους σχεδόν είκοσι μήνες που βρίσκεται (πάλι) στην αντιπολίτευση έχει πάρει οριστικό διαζύγιο από την ανανέωση που αποτελεί συστατική προϋπόθεση για να μπορέσει ένα κόμμα να ξαναβρεί το ρυθμό του. Και δεν μιλάμε για την τακτική και τις θέσεις του μόνο. Αυτά όχι μόνο δεν έχουν τον αέρα της ανανέωσης αλλά κουβαλάνε τη μούχλα της αναπαλαίωσης.
Είναι απορίας άξιον γιατί ένα κόμμα που διεκδικεί -ως εκ της θέσεώς του- την επάνοδο στην εξουσία παρουσιάζει αυτό το πρωτοφανές τέλμα και στο πολιτικό προσωπικό του. Δεν έχει νέα στελέχη; Στέρεψαν οι δεξαμενές του; Χάθηκαν οι εφεδρείες; Ή μήπως λογίζεται ως ανανέωση η ανακύκλωση και οι μεταγραφές κάποιων φθαρμένων εκπροσώπων του «παλαιού πολιτικού συστήματος»; Όχι δα.
Για όποιον θέλει να βάλει το δάκτυλο επί τον τύπον των ήλων, το πρόβλημα ξεκινάει από την κορυφή. Το εκλογικό σώμα τον κ. Τσίπρα αποδοκίμασε πρωτίστως. Από αυτόν ήρε την πλήρη εμπιστοσύνη του και σε αυτόν αρνείται να την ξαναδώσει. Ο κ. Τσίπρας είναι ο κατ’ εξοχήν «τοξικός» της αξιωματικής αντιπολίτευσης και βεβαίως μένει να απαντηθεί το ερώτημα εάν ο ίδιος το αντιλαμβάνεται αυτό και πώς το προσεγγίζει. Όσο παραμένει πάντως ο κ. Τσίπρας πραγματική ανανέωση δεν πρόκειται να υπάρξει.
Η ουσία είναι ότι στον ΣΥΡΙΖΑ τα δύο τελευταία χρόνια παρατηρείται το εντελώς αντίθετο από αυτό που οδήγησε τη ΝΔ, μετά το 2015, πάλι στην εξουσία: Ανοικτό δημοκρατικό συνέδριο, εκλογή νέου ηγέτη με πρόγραμμα και όραμα, ανανέωση αντιλήψεων, θέσεων και προσώπων. Ακόμη και μετά τις τελευταίες εκλογές, η πορεία της ανανέωσης για τη ΝΔ δεν σταμάτησε καθώς το σωστό μείγμα των φρέσκων μαζί με τα πιο έμπειρα πρόσωπα ανέλαβαν να εφαρμόσουν όσα δεσμεύθηκε –παρά τις δυσκολίες που ενέσκηψαν λόγω της πανδημίας- ενώπιον του ελληνικού λαού ο Κυριάκος Μητσοτάκης.
Από την άλλη πλευρά τι βλέπουν οι πολίτες; Τα κάποτε «φρέσκα» πρόσωπα του ΣΥΡΙΖΑ να έχουν «γεράσει» πρόωρα, αλλά να παραμένουν -παρά ταύτα- γαντζωμένα στις βολικές κομματικές καρέκλες τους ωσάν να φοβούνται την πρόωρη συνταξιοδότηση. Αυτά τα ίδια πρόσωπα, με την πολιτική τους αξιοπιστία στο ναδίρ και την προσωπική τους ακτινοβολία εντελώς εξασθενημένη, αφού έκαναν έναν ολόκληρο κύκλο λαϊκισμού, πεζοδρομιακού ακτιβισμού, αντιευρωπαϊσμού, κυβιστήσεων, καταστροφικών ρήξεων και εντέλει προσαρμογής εις τη νιοστήν προς ο,τι αντιμάχονταν, καθώς και ακραίου καθεστωτισμού, τώρα ανακαλύπτουν πάλι τον πολιτικό οπορτουνισμό και τις ευκαιριακές μεταλλάξεις ως εργαλεία με τα οποία πιστεύουν ότι θα κάνουν πράξη το «δεύτερη φορά αριστερά». Καθώς θα τους έλεγε όμως και ο αγαπημένος τους Μάρξ, η ιστορία επαναλαμβάνεται τη δεύτερη φορά ως φάρσα. Γι' αυτό εξαντλούνται τελικά στα συντροφικά μαχαιρώματα για τη νομή του «μεγάλου» 3%. Γι’ αυτό και τρέμουν να ζητήσουν εκλογές και απλώς τις «χρησιμοποιούν» για εσωκομματική γυμναστική. Αυτή η αντιπολίτευση δεν έχει και δεν μπορεί να προσφέρει τίποτε ουσιαστικό και ελπιδοφόρο στον τόπο.
Συνήθως λένε ότι μια καλή αντιπολίτευση βοηθά την κυβέρνηση να γίνεται καλύτερη. Όμως και αυτός ο κανόνας έχει πλέον διαφοροποιηθεί. Η ΝΔ δεν έχει την «πολυτέλεια» να περιμένει από τον ΣΥΡΙΖΑ να ασκήσει καλή αντιπολίτευση. Ο χρόνος και τα προβλήματα τρέχουν με τέτοια ταχύτητα που κάνουν καθημερινά μεγαλύτερη την ανάγκη για την κυβέρνηση να κοιτάζει (μόνο) μπροστά και να βελτιώνει διαρκώς τις αποδόσεις της.
Ο «κανόνας» αυτός, τα τελευταία πέντε και πλέον χρόνια, έχει αλλάξει. Από τις αρχές του 2016 η ΝΔ, με τον Κ. Μητσοτάκη στην ηγεσία της, συνεχίζει να είναι σταθερά πρώτο κόμμα. Κι ενώ πολλοί «περίμεναν» ότι ύστερα και από την ανάληψη της διακυβέρνησης -και μάλιστα εν μέσω τέτοιων και τόσων απρόβλεπτων καταστάσεων- θα είχε κάμψη, παρατηρείται το αντίθετο. Η αξιωματική αντιπολίτευση είναι αυτή που τρέχει ασθμαίνοντας πίσω από την κυβέρνηση αλλά και πάλι η διαφορά μεγαλώνει σε βάρος της.
Δεν χρειάζονται οι δημοσκοπήσεις για να το καταλάβουμε αυτό. Φαίνεται στην καθημερινότητα, το «δείχνει» με τη συμπεριφορά και την αμηχανία του και ο ίδιος ο ΣΥΡΙΖΑ, η ηγεσία και τα στελέχη του. Δύο χρόνια ύστερα από την τετραπλή επί της ουσίας ήττα του (δημοτικές, περιφερειακές, ευρωπαϊκές και εθνικές εκλογές) συνεχίζει να τρεκλίζει πολιτικά. Για τα αδιέξοδά του αιτιάται βέβαια άλλους αλλά μάλλον δεν διδάχθηκε και πολλά από τον στρουθοκαμηλισμό του 2019 όταν, εν χορώ, τα στελέχη του διατυμπάνιζαν ως την τελευταία στιγμή ότι «το παιχνίδι γυρίζει».
Έχουν απόλυτο δίκιο όσοι υποστηρίζουν ότι -εκτός από την πολιτική και το πρόγραμμα- στην αντιπαράθεση παίζουν ρόλο και τα πρόσωπα. Το επιβεβαιώνει και αυτό -ως αρνητικό παράδειγμα- ο ΣΥΡΙΖΑ.
Στους σχεδόν είκοσι μήνες που βρίσκεται (πάλι) στην αντιπολίτευση έχει πάρει οριστικό διαζύγιο από την ανανέωση που αποτελεί συστατική προϋπόθεση για να μπορέσει ένα κόμμα να ξαναβρεί το ρυθμό του. Και δεν μιλάμε για την τακτική και τις θέσεις του μόνο. Αυτά όχι μόνο δεν έχουν τον αέρα της ανανέωσης αλλά κουβαλάνε τη μούχλα της αναπαλαίωσης.
Είναι απορίας άξιον γιατί ένα κόμμα που διεκδικεί -ως εκ της θέσεώς του- την επάνοδο στην εξουσία παρουσιάζει αυτό το πρωτοφανές τέλμα και στο πολιτικό προσωπικό του. Δεν έχει νέα στελέχη; Στέρεψαν οι δεξαμενές του; Χάθηκαν οι εφεδρείες; Ή μήπως λογίζεται ως ανανέωση η ανακύκλωση και οι μεταγραφές κάποιων φθαρμένων εκπροσώπων του «παλαιού πολιτικού συστήματος»; Όχι δα.
Για όποιον θέλει να βάλει το δάκτυλο επί τον τύπον των ήλων, το πρόβλημα ξεκινάει από την κορυφή. Το εκλογικό σώμα τον κ. Τσίπρα αποδοκίμασε πρωτίστως. Από αυτόν ήρε την πλήρη εμπιστοσύνη του και σε αυτόν αρνείται να την ξαναδώσει. Ο κ. Τσίπρας είναι ο κατ’ εξοχήν «τοξικός» της αξιωματικής αντιπολίτευσης και βεβαίως μένει να απαντηθεί το ερώτημα εάν ο ίδιος το αντιλαμβάνεται αυτό και πώς το προσεγγίζει. Όσο παραμένει πάντως ο κ. Τσίπρας πραγματική ανανέωση δεν πρόκειται να υπάρξει.
Η ουσία είναι ότι στον ΣΥΡΙΖΑ τα δύο τελευταία χρόνια παρατηρείται το εντελώς αντίθετο από αυτό που οδήγησε τη ΝΔ, μετά το 2015, πάλι στην εξουσία: Ανοικτό δημοκρατικό συνέδριο, εκλογή νέου ηγέτη με πρόγραμμα και όραμα, ανανέωση αντιλήψεων, θέσεων και προσώπων. Ακόμη και μετά τις τελευταίες εκλογές, η πορεία της ανανέωσης για τη ΝΔ δεν σταμάτησε καθώς το σωστό μείγμα των φρέσκων μαζί με τα πιο έμπειρα πρόσωπα ανέλαβαν να εφαρμόσουν όσα δεσμεύθηκε –παρά τις δυσκολίες που ενέσκηψαν λόγω της πανδημίας- ενώπιον του ελληνικού λαού ο Κυριάκος Μητσοτάκης.
Από την άλλη πλευρά τι βλέπουν οι πολίτες; Τα κάποτε «φρέσκα» πρόσωπα του ΣΥΡΙΖΑ να έχουν «γεράσει» πρόωρα, αλλά να παραμένουν -παρά ταύτα- γαντζωμένα στις βολικές κομματικές καρέκλες τους ωσάν να φοβούνται την πρόωρη συνταξιοδότηση. Αυτά τα ίδια πρόσωπα, με την πολιτική τους αξιοπιστία στο ναδίρ και την προσωπική τους ακτινοβολία εντελώς εξασθενημένη, αφού έκαναν έναν ολόκληρο κύκλο λαϊκισμού, πεζοδρομιακού ακτιβισμού, αντιευρωπαϊσμού, κυβιστήσεων, καταστροφικών ρήξεων και εντέλει προσαρμογής εις τη νιοστήν προς ο,τι αντιμάχονταν, καθώς και ακραίου καθεστωτισμού, τώρα ανακαλύπτουν πάλι τον πολιτικό οπορτουνισμό και τις ευκαιριακές μεταλλάξεις ως εργαλεία με τα οποία πιστεύουν ότι θα κάνουν πράξη το «δεύτερη φορά αριστερά». Καθώς θα τους έλεγε όμως και ο αγαπημένος τους Μάρξ, η ιστορία επαναλαμβάνεται τη δεύτερη φορά ως φάρσα. Γι' αυτό εξαντλούνται τελικά στα συντροφικά μαχαιρώματα για τη νομή του «μεγάλου» 3%. Γι’ αυτό και τρέμουν να ζητήσουν εκλογές και απλώς τις «χρησιμοποιούν» για εσωκομματική γυμναστική. Αυτή η αντιπολίτευση δεν έχει και δεν μπορεί να προσφέρει τίποτε ουσιαστικό και ελπιδοφόρο στον τόπο.
Συνήθως λένε ότι μια καλή αντιπολίτευση βοηθά την κυβέρνηση να γίνεται καλύτερη. Όμως και αυτός ο κανόνας έχει πλέον διαφοροποιηθεί. Η ΝΔ δεν έχει την «πολυτέλεια» να περιμένει από τον ΣΥΡΙΖΑ να ασκήσει καλή αντιπολίτευση. Ο χρόνος και τα προβλήματα τρέχουν με τέτοια ταχύτητα που κάνουν καθημερινά μεγαλύτερη την ανάγκη για την κυβέρνηση να κοιτάζει (μόνο) μπροστά και να βελτιώνει διαρκώς τις αποδόσεις της.
Ακολουθήστε το protothema.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr