Κόκκινα δάνεια, μπίζνες και κρατικές εγγυήσεις
06.11.2021
08:48
Μια μεγάλη ασυμμετρία υπάρχει στους χειρισμούς που γίνονται για τα κόκκινα δάνεια
Το Ελληνικό Δημόσιο έχει δώσει κρατική εγγύηση για να μεταβιβαστούν κόκκινα δάνεια από τις τράπεζες σε funds και εταιρείες διαχείρισης σε τιμές πολύ μικρότερες της ονομαστικής τους αξίας.
Για τη μεταβίβαση, τα κόκκινα δάνεια μετατρέπονται σε ομόλογα, τα οποία πωλούνται σε επενδυτές. Ετσι, οι τράπεζες εισπράττουν το τίμημα των ομολόγων και απαλλάσσονται από τα κόκκινα δάνεια.
Οι επενδυτές που αγοράζουν τα ομόλογα προσδοκούν ότι θα πάρουν πίσω τα χρήματά τους (συν τους τόκους) από τα έσοδα που θα ανακτήσουν οι εισπρακτικές εταιρείες από τη διαχείριση των δανείων κάνοντας ρυθμίσεις ή πλειστηριασμούς.
Στην πραγματικότητα, επειδή ουδείς θα αγόραζε τα κόκκινα δάνεια λόγω του μεγάλου ρίσκου, το Ελληνικό Δημόσιο με το σχέδιο που ονομάστηκε «Ηρακλής» δίνει την εγγύησή του στα καλύτερα από αυτά τα ομόλογα, για ποσό 24 δισ. ευρώ. Αυτό σημαίνει ότι, εάν τελικά οι ρυθμίσεις και οι πλειστηριασμοί δεν αποδώσουν τα έσοδα που χρειάζονται για να πληρωθούν τα ομόλογα και να ικανοποιηθούν οι επενδυτές, τότε το Δημόσιο θα καλύψει τη ζημία τους μέχρι του ποσού των 24 δισ. ευρώ. Φυσικά, εάν οι ρυθμίσεις και οι πλειστηριασμοί αποδώσουν τα προσδοκώμενα, τότε οι εγγυήσεις δεν θα καταπέσουν και το Δημόσιο δεν θα πληρώσει ούτε σεντ.
Πρόκειται δηλαδή για μια εγγυημένη «μπίζνα» με την εγγύηση του κράτους, η οποία μάλιστα δημιουργεί και ισχυρό κίνητρο για να εξαντληθεί κάθε αυστηρότητα απέναντι στους δανειολήπτες. Οσο πιο σκληρές είναι οι εισπρακτικές τόσο μειώνεται η πιθανότητα να ενεργοποιηθούν οι εγγυήσεις και να πληρώσει το Ελληνικό Δημόσιο.
Η στήριξη των τραπεζών δικαιολογείται από το γεγονός ότι πρέπει να απαλλαγούν από το βάρος των κόκκινων δανείων έτσι ώστε να είναι σε θέση να λειτουργήσουν αποτελεσματικά και να χρηματοδοτήσουν την οικονομία. Επειδή, όμως, η ευρωπαϊκή νομοθεσία απαγορεύει την κρατική στήριξη των τραπεζών εάν δεν έχει προηγηθεί η «διάσωση εκ των έσω» (bail in), η εγγύηση δίνεται από το κράτος επί πληρωμή, έτσι ώστε να θεωρηθεί συναλλαγή που γίνεται με όρους ανταγωνιστικής αγοράς και επομένως δεν αποτελεί κρατική βοήθεια. Υποτίθεται δηλαδή ότι το Ελληνικό Δημόσιο λειτούργησε όπως θα είχε κάνει και ένας ιδιώτης επενδυτής, χωρίς να «χαρίζει» κάτι στις τράπεζες.
Για να ενεργοποιηθούν μάλιστα οι κρατικές εγγυήσεις θα πρέπει πρώτα να έχουν πουληθεί σε ιδιώτες, με όρους αγοράς, τουλάχιστον τα μισά από τα ομόλογα χαμηλότερης ποιότητας, εκείνα δηλαδή που δεν έχουν κρατική εγγύηση. Στην πραγματικότητα, τα τελευταία δόθηκαν σε ιδιώτες, μέσω χρηματιστηρίου, κυρίως ως μπόνους σε μετόχους τραπεζών, αλλά σε κάθε περίπτωση η Γενική Διεύθυνση Ανταγωνισμού της Ευρωπαϊκής Επιτροπής (DG Comp) ενέκρινε τις συναλλαγές και έτσι δεν ετέθη θέμα κρατικής βοήθειας.
Είναι προφανές ότι όλο το σύστημα αποδείχθηκε ευέλικτο μπροστά στην αναγκαιότητα να υποστηριχθεί το τραπεζικό σύστημα και δι’՚ αυτού η οικονομία. Το τελευταίο διάστημα, όμως, έγινε γνωστό ότι η Eurostat εξέτασε το κατά πόσο οι κρατικές εγγυήσεις θα έπρεπε να καταγραφούν ως δημόσιο χρέος, παρόλο που δεν έχουν ενεργοποιηθεί, χωρίς όμως να έχει λάβει τέτοια απόφαση.
Ασφαλώς η αναγκαιότητα υποστήριξης του τραπεζικού συστήματος προς όφελος της οικονομίας δεν αμφισβητείται. Ομως η υπόθεση έχει ξεφύγει πλέον από τις τράπεζες, οι οποίες είναι πλέον «καθαρές» και έτοιμες να δώσουν καινούρια δάνεια στην οικονομία.
Τα δάνεια περνάνε στα funds, πολλά από τα οποία μάλιστα έρχονται από το εξωτερικό και θα φύγουν όταν τελειώσει η υπόθεση των κόκκινων δανείων.
Η υπόθεση φέρνει ξανά στο προσκήνιο τη μεγάλη ασυμμετρία: Κατά πόσο είναι θεμιτό, κοινωνικά και πολιτικά αποδεκτό, να υποστηρίζονται από το κράτος τα υπερκέρδη κάποιων funds τα οποία θα προέλθουν από πλειστηριασμούς περιουσιακών στοιχείων που αγοράστηκαν σε πολύ χαμηλές τιμές;
Για τη μεταβίβαση, τα κόκκινα δάνεια μετατρέπονται σε ομόλογα, τα οποία πωλούνται σε επενδυτές. Ετσι, οι τράπεζες εισπράττουν το τίμημα των ομολόγων και απαλλάσσονται από τα κόκκινα δάνεια.
Οι επενδυτές που αγοράζουν τα ομόλογα προσδοκούν ότι θα πάρουν πίσω τα χρήματά τους (συν τους τόκους) από τα έσοδα που θα ανακτήσουν οι εισπρακτικές εταιρείες από τη διαχείριση των δανείων κάνοντας ρυθμίσεις ή πλειστηριασμούς.
Στην πραγματικότητα, επειδή ουδείς θα αγόραζε τα κόκκινα δάνεια λόγω του μεγάλου ρίσκου, το Ελληνικό Δημόσιο με το σχέδιο που ονομάστηκε «Ηρακλής» δίνει την εγγύησή του στα καλύτερα από αυτά τα ομόλογα, για ποσό 24 δισ. ευρώ. Αυτό σημαίνει ότι, εάν τελικά οι ρυθμίσεις και οι πλειστηριασμοί δεν αποδώσουν τα έσοδα που χρειάζονται για να πληρωθούν τα ομόλογα και να ικανοποιηθούν οι επενδυτές, τότε το Δημόσιο θα καλύψει τη ζημία τους μέχρι του ποσού των 24 δισ. ευρώ. Φυσικά, εάν οι ρυθμίσεις και οι πλειστηριασμοί αποδώσουν τα προσδοκώμενα, τότε οι εγγυήσεις δεν θα καταπέσουν και το Δημόσιο δεν θα πληρώσει ούτε σεντ.
Πρόκειται δηλαδή για μια εγγυημένη «μπίζνα» με την εγγύηση του κράτους, η οποία μάλιστα δημιουργεί και ισχυρό κίνητρο για να εξαντληθεί κάθε αυστηρότητα απέναντι στους δανειολήπτες. Οσο πιο σκληρές είναι οι εισπρακτικές τόσο μειώνεται η πιθανότητα να ενεργοποιηθούν οι εγγυήσεις και να πληρώσει το Ελληνικό Δημόσιο.
Η στήριξη των τραπεζών δικαιολογείται από το γεγονός ότι πρέπει να απαλλαγούν από το βάρος των κόκκινων δανείων έτσι ώστε να είναι σε θέση να λειτουργήσουν αποτελεσματικά και να χρηματοδοτήσουν την οικονομία. Επειδή, όμως, η ευρωπαϊκή νομοθεσία απαγορεύει την κρατική στήριξη των τραπεζών εάν δεν έχει προηγηθεί η «διάσωση εκ των έσω» (bail in), η εγγύηση δίνεται από το κράτος επί πληρωμή, έτσι ώστε να θεωρηθεί συναλλαγή που γίνεται με όρους ανταγωνιστικής αγοράς και επομένως δεν αποτελεί κρατική βοήθεια. Υποτίθεται δηλαδή ότι το Ελληνικό Δημόσιο λειτούργησε όπως θα είχε κάνει και ένας ιδιώτης επενδυτής, χωρίς να «χαρίζει» κάτι στις τράπεζες.
Για να ενεργοποιηθούν μάλιστα οι κρατικές εγγυήσεις θα πρέπει πρώτα να έχουν πουληθεί σε ιδιώτες, με όρους αγοράς, τουλάχιστον τα μισά από τα ομόλογα χαμηλότερης ποιότητας, εκείνα δηλαδή που δεν έχουν κρατική εγγύηση. Στην πραγματικότητα, τα τελευταία δόθηκαν σε ιδιώτες, μέσω χρηματιστηρίου, κυρίως ως μπόνους σε μετόχους τραπεζών, αλλά σε κάθε περίπτωση η Γενική Διεύθυνση Ανταγωνισμού της Ευρωπαϊκής Επιτροπής (DG Comp) ενέκρινε τις συναλλαγές και έτσι δεν ετέθη θέμα κρατικής βοήθειας.
Είναι προφανές ότι όλο το σύστημα αποδείχθηκε ευέλικτο μπροστά στην αναγκαιότητα να υποστηριχθεί το τραπεζικό σύστημα και δι’՚ αυτού η οικονομία. Το τελευταίο διάστημα, όμως, έγινε γνωστό ότι η Eurostat εξέτασε το κατά πόσο οι κρατικές εγγυήσεις θα έπρεπε να καταγραφούν ως δημόσιο χρέος, παρόλο που δεν έχουν ενεργοποιηθεί, χωρίς όμως να έχει λάβει τέτοια απόφαση.
Ασφαλώς η αναγκαιότητα υποστήριξης του τραπεζικού συστήματος προς όφελος της οικονομίας δεν αμφισβητείται. Ομως η υπόθεση έχει ξεφύγει πλέον από τις τράπεζες, οι οποίες είναι πλέον «καθαρές» και έτοιμες να δώσουν καινούρια δάνεια στην οικονομία.
Τα δάνεια περνάνε στα funds, πολλά από τα οποία μάλιστα έρχονται από το εξωτερικό και θα φύγουν όταν τελειώσει η υπόθεση των κόκκινων δανείων.
Η υπόθεση φέρνει ξανά στο προσκήνιο τη μεγάλη ασυμμετρία: Κατά πόσο είναι θεμιτό, κοινωνικά και πολιτικά αποδεκτό, να υποστηρίζονται από το κράτος τα υπερκέρδη κάποιων funds τα οποία θα προέλθουν από πλειστηριασμούς περιουσιακών στοιχείων που αγοράστηκαν σε πολύ χαμηλές τιμές;
Ακολουθήστε το protothema.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr