Ο Γ΄ παγκόσμιος των νομισμάτων

H συνεργασία των χωρών BRICS ή «παγκόσμιου Νότου» είναι μία από τις πολλές ενδείξεις ότι ο κόσμος χωρίζεται σε δύο στρατόπεδα

Οι χώρες BRICS (αρχικά Βραζιλία, Ρωσία, Ινδία, Κίνα, Νότιος Αφρική, αλλά και άλλες στην πορεία) σχεδιάζουν, ανάμεσα σε άλλα, νέα συστήματα διεθνών πληρωμών και ψηφιακά νομίσματα, με προφανή σκοπό τελικά να δημιουργήσουν ένα νέο διεθνές νόμισμα ώστε να απεξαρτηθούν από το δολάριο.

Η παντοκρατορία του δολαρίου προς το παρόν δεν αμφισβητείται, καθώς το αμερικανικό νόμισμα παραμένει το κυρίαρχο διεθνές αποθεματικό μέσο, αλλά και το προτιμώμενο νόμισμα για διεθνείς πληρωμές. Εάν οι αμερικανικές αρχές επιβάλλουν κυρώσεις σε μια χώρα, μια τράπεζα ή μια εταιρεία και η Ομοσπονδιακή Τράπεζα των ΗΠΑ (FED) την αποκόψει από τα swaps και άλλες συναλλαγές δολαρίου, στην ουσία το θύμα των κυρώσεων τίθεται εκτός αγοράς. Το «πάγωμα» περιουσιακών στοιχείων της Ρωσίας αξίας εκατοντάδων δισεκατομμυρίων δολαρίων μετά την εισβολή της τελευταίας στην Ουκρανία ήταν ο καταλύτης που επιτάχυνε τις προσπάθειες των χωρών BRICS να συνεργαστούν για τη δημιουργία εναλλακτικών.

Το αμερικανικό νόμισμα πάντως δεν απειλήθηκε ούτε από το ευρώ, παρότι το κοινό ευρωπαϊκό νόμισμα εκδίδεται από τη μεγαλύτερη οικονομία του πλανήτη. Το δολάριο ΗΠΑ παραμένει το κυρίαρχο νόμισμα στον κόσμο, αντιπροσωπεύοντας περίπου το 58% των παγκόσμιων συναλλαγματικών αποθεμάτων και το 48% των διεθνών πληρωμών. Αμέσως μετά τη δημιουργία του, το ευρώ κατέλαβε το μερίδιο που είχαν στις διεθνείς συναλλαγές και τα διεθνή αποθέματα τα εθνικά νομίσματα που αντικαταστάθηκαν από το κοινό νόμισμα και βρέθηκε στη δεύτερη θέση παγκοσμίως, όπως ήταν μέχρι τότε το γερμανικό μάρκο. Το μερίδιο του ευρώ στα διεθνή αποθέματα αυξήθηκε από 23,65% το 2002 σε ένα μέγιστο 27,66% το 2009, προτού μειωθεί λόγω της ευρωπαϊκής κρίσης χρέους. Σήμερα είναι περίπου 20% των αποθεμάτων και 22% των πληρωμών.

Το κινεζικό γιουάν βρίσκεται πολύ χαμηλά ως προς τη διεθνή χρήση του, παρά την οικονομική άνοδο της Κίνας. Το μερίδιο του κινεζικού νομίσματος περιορίζεται σε 1,23% των παγκόσμιων αποθεμάτων και σε 4,69% των παγκόσμιων συναλλαγών.
Το «πρόβλημα» του γιουάν συνδέεται με τους περιορισμούς στην κίνηση κεφαλαίων και το γεγονός ότι η Κίνα, παρότι άνοιξε στα διεθνή κεφάλαια και τις ξένες επενδύσεις τις τελευταίες δεκαετίες, παραμένει μια κλειστή χώρα σε ό,τι αφορά τη λειτουργία του χρηματοπιστωτικού συστήματος, τη Δικαιοσύνη και, τελικά, τους όρους με τους οποίους λειτουργεί η αγορά.

Αντίθετα, το δολάριο υποστηρίζεται από την ισχυρότερη προς το παρόν οικονομία του κόσμου, με τον ισχυρότερο στρατό και εκατοντάδες βάσεις ανά τον κόσμο, με πλήρη ελευθερία κινήσεων κεφαλαίου και με τη σημαντικότερη κεφαλαιαγορά παγκοσμίως, η οποία δίνει τον τόνο σε όλες τις υπόλοιπες.

Η Ευρωζώνη, παρότι είναι συγκρίσιμη σε οικονομικά μεγέθη αλλά και πιο εξωστρεφής οικονομία σε σχέση με την αμερικανική, υστερεί σημαντικά καθώς δεν διαθέτει ενιαία κεφαλαιαγορά, ενιαία οικονομική πολιτική, ενιαίο προϋπολογισμό, ενιαία άμυνα, ούτε, βέβαια, πολιτική και οικονομική διακυβέρνηση.

Παρά την τελωνειακή και νομισματική ένωση, η ευρωπαϊκή οικονομία παραμένει κατακερματισμένη, ενώ τα τελευταία χρόνια έχει εισέλθει σε μεγάλη κρίση -την οποία ο Μάριο Ντράγκι χαρακτηρίζει υπαρξιακή- και η υστέρησή της σε σχέση με τις ΗΠΑ μεγαλώνει. Ακόμα και στην «πράσινη» μετάβαση και την ηλεκτροκίνηση, η Ε.Ε. πρωτοστάτησε, αλλά πλέον βλέπει την Κίνα να την ξεπερνά και την ευρωπαϊκή αυτοκινητοβιομηχανία να οδηγείται σε αδιέξοδο, ενώ οι ΗΠΑ μαζεύουν τις «πράσινες» επενδύσεις στο έδαφός τους με γενναίες επιδοτήσεις.
Η άνοδος της Κίνας απειλεί το μοντέλο της μονοκρατορίας της Δύσης με επικεφαλής τις ΗΠΑ, το οποίο σταδιακά αλλά αναπόδραστα υποχωρεί, με νέους παίκτες να διεκδικούν τον δικό τους χώρο. Οι ΗΠΑ αντιδρούν με οικονομικό και εμπορικό προστατευτισμό, τον οποίο ο υποψήφιος των Ρεπουμπλικανών Ντόναλντ Τραμπ φτάνει στα άκρα, υποσχόμενος δασμούς 60% για τα κινεζικά προϊόντα και 10%-20% για τα υπόλοιπα, των ευρωπαϊκών συμπεριλαμβανομένων. Οι Δημοκρατικοί με την Κάμαλα Χάρις υποστηρίζουν τη συνεργασία με την Ευρώπη, αλλά θεωρούν και εκείνοι την Κίνα βασικό στρατηγικό αντίπαλο στο διεθνές πεδίο.

Η Κίνα αντιμετωπίζει πολλά και μεγάλα προβλήματα, καθώς η οικονομική επιτυχία της βασίστηκε στις εξαγωγές προς τη Δύση, επομένως ο προστατευτισμός και ο περιορισμός του διεθνούς εμπορίου πλήττουν την οικονομία της. Αυτός είναι και ο λόγος που το Πεκίνο επιχειρεί να ενισχύσει την εσωτερική ζήτηση, αλλά και την παρουσία στις άλλες αγορές πέραν των δυτικών.

Η αντιπαλότητα των δύο μεγάλων πόλων, που σταδιακά αλλά αναπόδραστα σχηματίζονται, είναι δεδομένη και αποτυπώνεται ήδη στην οικονομία και το εμπόριο.

Το μεγάλο ερώτημα είναι αν θα φτάσουμε στη νέα ισορροπία μέσα από φωτιά ή μέσα από διαπραγματεύσεις και συνεννόηση.
Ακολουθήστε το protothema.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr