Η λογική της ανάπτυξης και ο παραλογισμός των δανειστών
26.07.2019
06:39
Η νέα κυβέρνηση δεν έχει κάνει τις προγραμματικές της δηλώσεις, αλλά από τις πρώτες κινήσεις, δηλώσεις και πληροφορίες διαγράφεται ένα περίγραμμα το οποίο δίνει ένα αρκετά σαφές στίγμα.
Είναι αποφασισμένη να φέρει ευνοϊκές ρυθμίσεις προκειμένου να υλοποιήσει τη δέσμευσή της για ελαφρύνσεις στη φορολογία εισοδήματος, στον ΦΠΑ ορισμένων κλάδων (εστίαση) και τον ΕΝΦΙΑ.
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η μείωση της φορολογικής επιβάρυνσης είναι απαραίτητη διότι στη διάρκεια της κρίσης η φορολογία ανήλθε σε δυσβάστακτα επίπεδα τα οποία συμπιέζουν το βιοτικό επίπεδο των πολιτών και επιβαρύνουν την οικονομική δραστηριότητα.
Επομένως, ο σχεδιασμός είναι σωστός.
Τα ερωτήματα, όμως, είναι δύο: Πρώτον, πώς θα περάσουν από τους δανειστές οι μειώσεις φόρων και, δεύτερον, σε ποιον βαθμό είναι ικανές να συμβάλουν στην προσέλκυση επενδύσεων και σε οικονομική ανάκαμψη τέτοια που θα οδηγήσει σε ρυθμούς ανάπτυξης της τάξης του 4%;
Ο στόχος του 4% που έχει θέσει ο πρωθυπουργός είναι κομβικός διότι εάν επιτευχθεί, πράγματι, όλα γίνονται ευκολότερα. Και τα φορολογικά έσοδα θα ανέβουν, και η μείωση του στόχου για τα πλεονάσματα θα είναι εφικτή, όπως επισήμανε την περασμένη εβδομάδα και ο Κλάους Ρέγκλινγκ, επικεφαλής του EMS, του ευρωπαϊκού ταμείου που έχει πλέον στα χέρια του το μεγαλύτερο ποσοστό του ελληνικού χρέους. Μέχρι, όμως, να συμβεί αυτό, τόνισε ο κ. Ρέγκλινγκ, ο στόχος του 3,5% δεν αλλάζει.
Ο άλλος βασικός στόχος τον οποίο θέτει η κυβέρνηση είναι η αύξηση των επενδύσεων. Οι τελευταίες αποτελούν την καρδιά του προβλήματος, διότι κατέρρευσαν στη διάρκεια της κρίσης. Οι ιδιωτικές επενδύσεις έχουν πέσει σε επίπεδα χαμηλότερα από εκείνα προ κρίσης, ενώ οι δημόσιες βρίσκονται και αυτές πολύ χαμηλά, πράγμα που οδηγεί και σε απαξίωση των δημόσιων υποδομών.
Ορθά, λοιπόν, τίθεται ο στόχος της αύξησης των επενδύσεων ενώ οι πρώτες δηλώσεις των αρμοδίων κάνουν λόγο για έμφαση στις δημόσιες, οι οποίες είναι ένα πολύ αποτελεσματικό εργαλείο, καθώς 1 δισ. ευρώ δημόσιων επενδύσεων προκαλεί αύξηση του ΑΕΠ κατά 2,5 δισ. ευρώ.
Και στο πεδίο αυτό όμως υπάρχει ο περιορισμός των δημόσιων οικονομικών και του υψηλού πλεονάσματος.
Σημειωτέον, μάλιστα, ότι η Τράπεζα της Ελλάδος προβλέπει ότι φέτος το πλεόνασμα θα διαμορφωθεί χαμηλότερα από τον στόχο, στο 2,9%, ενώ η αύξηση του ΑΕΠ θα είναι 1,9%, αντί για 2,5% που προβλέπει ο Προϋπολογισμός.
Εάν επιβεβαιωθούν οι προβλέψεις αυτές, τα περιθώρια για τις σχεδιαζόμενες παρεμβάσεις είναι περιορισμένα, παρότι αυτές είναι απαραίτητες για την ανάκαμψη.
Το πρόβλημα είναι ότι πρώτα εμφανίζεται το κόστος των μέτρων και μετά το όφελος της ανάπτυξης (που θα καλύψει το κόστος), εξ ου και το αδιέξοδο, το οποίο άλλωστε βίωσαν και όλες οι προηγούμενες κυβερνήσεις στη διάρκεια της κρίσης. Οι δανειστές, όπως φάνηκε, παραμένουν το ίδιο άτεγκτοι, επιμένοντας στο υψηλό πλεόνασμα, το οποίο δεν αφήνει χώρο για τα απαραίτητα αναπτυξιακά μέτρα και τις αναγκαίες ελαφρύνσεις.
Και τούτο αντίθετα στην κοινή λογική, η οποία υποδεικνύει ότι και οι δανειστές έχουν κάθε συμφέρον να χαλαρώσουν τα λουριά αποδεχόμενοι το κόστος κάποιων μέτρων που θα βάλουν μπροστά την ελληνική οικονομία έτσι ώστε να μπορεί να παράγει έσοδα και να πάρουν και εκείνοι πίσω τα λεφτά τους.
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η μείωση της φορολογικής επιβάρυνσης είναι απαραίτητη διότι στη διάρκεια της κρίσης η φορολογία ανήλθε σε δυσβάστακτα επίπεδα τα οποία συμπιέζουν το βιοτικό επίπεδο των πολιτών και επιβαρύνουν την οικονομική δραστηριότητα.
Επομένως, ο σχεδιασμός είναι σωστός.
Τα ερωτήματα, όμως, είναι δύο: Πρώτον, πώς θα περάσουν από τους δανειστές οι μειώσεις φόρων και, δεύτερον, σε ποιον βαθμό είναι ικανές να συμβάλουν στην προσέλκυση επενδύσεων και σε οικονομική ανάκαμψη τέτοια που θα οδηγήσει σε ρυθμούς ανάπτυξης της τάξης του 4%;
Ο στόχος του 4% που έχει θέσει ο πρωθυπουργός είναι κομβικός διότι εάν επιτευχθεί, πράγματι, όλα γίνονται ευκολότερα. Και τα φορολογικά έσοδα θα ανέβουν, και η μείωση του στόχου για τα πλεονάσματα θα είναι εφικτή, όπως επισήμανε την περασμένη εβδομάδα και ο Κλάους Ρέγκλινγκ, επικεφαλής του EMS, του ευρωπαϊκού ταμείου που έχει πλέον στα χέρια του το μεγαλύτερο ποσοστό του ελληνικού χρέους. Μέχρι, όμως, να συμβεί αυτό, τόνισε ο κ. Ρέγκλινγκ, ο στόχος του 3,5% δεν αλλάζει.
Ο άλλος βασικός στόχος τον οποίο θέτει η κυβέρνηση είναι η αύξηση των επενδύσεων. Οι τελευταίες αποτελούν την καρδιά του προβλήματος, διότι κατέρρευσαν στη διάρκεια της κρίσης. Οι ιδιωτικές επενδύσεις έχουν πέσει σε επίπεδα χαμηλότερα από εκείνα προ κρίσης, ενώ οι δημόσιες βρίσκονται και αυτές πολύ χαμηλά, πράγμα που οδηγεί και σε απαξίωση των δημόσιων υποδομών.
Ορθά, λοιπόν, τίθεται ο στόχος της αύξησης των επενδύσεων ενώ οι πρώτες δηλώσεις των αρμοδίων κάνουν λόγο για έμφαση στις δημόσιες, οι οποίες είναι ένα πολύ αποτελεσματικό εργαλείο, καθώς 1 δισ. ευρώ δημόσιων επενδύσεων προκαλεί αύξηση του ΑΕΠ κατά 2,5 δισ. ευρώ.
Και στο πεδίο αυτό όμως υπάρχει ο περιορισμός των δημόσιων οικονομικών και του υψηλού πλεονάσματος.
Σημειωτέον, μάλιστα, ότι η Τράπεζα της Ελλάδος προβλέπει ότι φέτος το πλεόνασμα θα διαμορφωθεί χαμηλότερα από τον στόχο, στο 2,9%, ενώ η αύξηση του ΑΕΠ θα είναι 1,9%, αντί για 2,5% που προβλέπει ο Προϋπολογισμός.
Εάν επιβεβαιωθούν οι προβλέψεις αυτές, τα περιθώρια για τις σχεδιαζόμενες παρεμβάσεις είναι περιορισμένα, παρότι αυτές είναι απαραίτητες για την ανάκαμψη.
Το πρόβλημα είναι ότι πρώτα εμφανίζεται το κόστος των μέτρων και μετά το όφελος της ανάπτυξης (που θα καλύψει το κόστος), εξ ου και το αδιέξοδο, το οποίο άλλωστε βίωσαν και όλες οι προηγούμενες κυβερνήσεις στη διάρκεια της κρίσης. Οι δανειστές, όπως φάνηκε, παραμένουν το ίδιο άτεγκτοι, επιμένοντας στο υψηλό πλεόνασμα, το οποίο δεν αφήνει χώρο για τα απαραίτητα αναπτυξιακά μέτρα και τις αναγκαίες ελαφρύνσεις.
Και τούτο αντίθετα στην κοινή λογική, η οποία υποδεικνύει ότι και οι δανειστές έχουν κάθε συμφέρον να χαλαρώσουν τα λουριά αποδεχόμενοι το κόστος κάποιων μέτρων που θα βάλουν μπροστά την ελληνική οικονομία έτσι ώστε να μπορεί να παράγει έσοδα και να πάρουν και εκείνοι πίσω τα λεφτά τους.
Η λογική, βέβαια, σπανίως χρησιμοποιήθηκε στη διάρκεια των μνημονίων και τίποτα δεν δείχνει ότι θα υπερισχύσει τώρα, αφού οι δανειστές επιμένουν στα υψηλά πλεονάσματα, τα οποία είναι απαραίτητα για να πληρώνονται οι τόκοι του χρέους χωρίς να χρειαστεί νέα αναδιάρθρωση.
Αραγε θα καταφέρει η κυβέρνηση να αλλάξει την εικόνα;
Αραγε θα καταφέρει η κυβέρνηση να αλλάξει την εικόνα;
Ακολουθήστε το protothema.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr