Το ύψιστο εθνικό συμφέρον και η ασφάλεια δικαίου
11.07.2013
00:00
Διαβάζοντας το ρεπορτάζ για την απόρριψη από το ΣτΕ των αιτήσεων ακυρώσεως των ιδιωτών ομολογιούχων για το θέμα του κουρέματος των ομολόγων του Ελληνικού Δημοσίου, μαντεύω ότι στο σκεπτικό των δικαστών του Ανωτάτου Ακυρωτικού Δικαστηρίου πρυτάνευσε και πάλι το λεγόμενο «ύψιστο εθνικό συμφέρον».
Διαβάζοντας το ρεπορτάζ για την απόρριψη από το ΣτΕ των αιτήσεων ακυρώσεως των ιδιωτών ομολογιούχων για το θέμα του κουρέματος των ομολόγων του Ελληνικού Δημοσίου, μαντεύω ότι στο σκεπτικό των δικαστών του Ανωτάτου Ακυρωτικού Δικαστηρίου πρυτάνευσε και πάλι το λεγόμενο «ύψιστο εθνικό συμφέρον». Νομική έννοια με κατεξοχήν ηθική διάσταση που επιστρατεύεται από τα δικαστήρια, στο πλαίσιο του ελέγχου της συνταγματικότητας και της νομιμότητας των αποφάσεων της Διοίκησης και της νομοθετικής εξουσίας, για να αιτιολογήσει και να δικαιολογήσει τις ακραίες, άδικες και δεδομένα αντισυνταγματικές πολιτικές αποφάσεις. Οπως το κούρεμα των ομολόγων και άλλες, που σε άλλες εποχές θα είχαν καταπέσει πανηγυρικά. Αλλοτε η έννοια αυτή χρησιμοποιούνταν με εξαιρετική φειδώ, όταν συνέτρεχε ανάγκη περιορισμού της άκριτης διεκδίκησης ιδιωτικών δικαιωμάτων, που αποβαίνουν εντέλει σε βάρος της κοινωνίας - με γνώμονα πάντα την ισότητα και την αναλογική με δίκαια κριτήρια συμμετοχή στα βάρη και τις υποχρεώσεις. Ασφαλιστική δικλίδα. Δυστυχώς το εθνικό αυτό συμφέρον έχει μετεξελιχθεί σε πέπλο πασπαρτού, που με την εκτεταμένη χρήση του καλύπτει όλες τις συνταγματικές αυθαιρεσίες της πολιτικής.
Με τη λογική όμως αυτή στη δράση της πολιτικής και στην απονομή της δικαιοσύνης, υποβαθμίζεται και χάνεται στην κοινωνία (αν δεν έχει χαθεί ανεπιστρεπτί) μια άλλη πολύτιμη έννοια: η ασφάλεια δικαίου - μεγαλύτερης αξίας συνισταμένη του «δημοσίου συμφέροντος». Γιατί σ’ αυτή στηρίζεται η αστική δημοκρατία, η ισοπολιτεία, η οικονομική ελευθερία και εντέλει η ανάπτυξη και η πρόοδος της κοινωνίας.
Οταν ο πολίτης νιώθει στο πετσί του ότι το κράτος, με μοναδικό κριτήριο την κάλυψη των δανειακών αναγκών του, δεν τιμά τους θεσμούς αλλά και την υπογραφή του, στην οποία έχει στηρίξει τη δραστηριότητα, τις οικονομίες και εντέλει τη ζωή του. Οταν βλέπει πως εν μια νυκτί ανατρέπονται, αδιάκριτα και ισοπεδωτικά, χωρίς κριτήρια ή αξιολόγηση, από τον ίδιο τον εγγυητή των θεσμών -το κράτος- τα δεδομένα στα οποία ακούμπησε με εμπιστοσύνη. Οταν αισθάνεται πως «δεν υπάρχουν δικαστές στο Βερολίνο», κατά τη γνωστή στους νομικούς ρήση, να τον προστατεύσουν, χάνονται τα πάντα. Χάνεται κυρίως η εμπιστοσύνη στους θεσμούς, το υπόβαθρο της ευνομούμενης κοινωνίας. Χάνεται η ασφάλεια δικαίου.
Ενός κακού μύρια έπονται. Ο πολίτης που χάνει την εμπιστοσύνη του στους θεσμούς και νιώθει ανασφαλής αντιδρά με αμυντικό ατομισμό και ανυπακοή, καχύποπτα και αρνητικά. Οχυρώνεται στο προσωπικό του συμφέρον. Αδιαφορεί για το σύνολο και την κοινωνία. Φαίνεται αυτό άλλωστε σήμερα κυρίως και από τις ακραίες πολιτικές επιλογές.
Ετσι έγιναν καχύποπτοι και απολύτως αρνητικοί σε κάθε δημόσια προτροπή:
Με τη λογική όμως αυτή στη δράση της πολιτικής και στην απονομή της δικαιοσύνης, υποβαθμίζεται και χάνεται στην κοινωνία (αν δεν έχει χαθεί ανεπιστρεπτί) μια άλλη πολύτιμη έννοια: η ασφάλεια δικαίου - μεγαλύτερης αξίας συνισταμένη του «δημοσίου συμφέροντος». Γιατί σ’ αυτή στηρίζεται η αστική δημοκρατία, η ισοπολιτεία, η οικονομική ελευθερία και εντέλει η ανάπτυξη και η πρόοδος της κοινωνίας.
Οταν ο πολίτης νιώθει στο πετσί του ότι το κράτος, με μοναδικό κριτήριο την κάλυψη των δανειακών αναγκών του, δεν τιμά τους θεσμούς αλλά και την υπογραφή του, στην οποία έχει στηρίξει τη δραστηριότητα, τις οικονομίες και εντέλει τη ζωή του. Οταν βλέπει πως εν μια νυκτί ανατρέπονται, αδιάκριτα και ισοπεδωτικά, χωρίς κριτήρια ή αξιολόγηση, από τον ίδιο τον εγγυητή των θεσμών -το κράτος- τα δεδομένα στα οποία ακούμπησε με εμπιστοσύνη. Οταν αισθάνεται πως «δεν υπάρχουν δικαστές στο Βερολίνο», κατά τη γνωστή στους νομικούς ρήση, να τον προστατεύσουν, χάνονται τα πάντα. Χάνεται κυρίως η εμπιστοσύνη στους θεσμούς, το υπόβαθρο της ευνομούμενης κοινωνίας. Χάνεται η ασφάλεια δικαίου.
Ενός κακού μύρια έπονται. Ο πολίτης που χάνει την εμπιστοσύνη του στους θεσμούς και νιώθει ανασφαλής αντιδρά με αμυντικό ατομισμό και ανυπακοή, καχύποπτα και αρνητικά. Οχυρώνεται στο προσωπικό του συμφέρον. Αδιαφορεί για το σύνολο και την κοινωνία. Φαίνεται αυτό άλλωστε σήμερα κυρίως και από τις ακραίες πολιτικές επιλογές.
Ετσι έγιναν καχύποπτοι και απολύτως αρνητικοί σε κάθε δημόσια προτροπή:
Οι ομολογιούχοι των φορολογημένων και αποκτημένων με κόπο 200.000 ευρώ που έγιναν 95.000 εν μια νυκτί και αυτές πληρωτέες σε σχεδόν 20 χρόνια, καθώς βλέπουν τους δίπλα τους, με το ίδιο ποσό «μαύρης» ενδεχομένως προέλευσης, να εξακολουθούν να έχουν 200.000 ευρώ γιατί δεν επένδυσαν σε ομόλογα.
Αυτοί που δανείστηκαν και επένδυσαν τις οικονομίες τους σε φωτοβολταϊκά και οι συμβάσεις που υπέγραψαν με δημόσιους φορείς καταλύθηκαν αυθαίρετα και αδιάκριτα.
Αυτοί που νοίκιασαν ακίνητα, τα οποία έχτισαν με κόπο και αγώνα, στο ευρύτερο κράτος και το συμφωνημένο μίσθωμα μειώθηκε αυθαίρετα και μονομερώς με νόμο, δύο φορές από 20%, χωρίς μάλιστα αυτό να ισχύει αντίστοιχα στους ιδιώτες ενοικιαστές.
Αυτοί που περιμένουν χρόνια από το κράτος την επιστροφή ΦΠΑ, την πληρωμή έργων, εργασίας, προμηθειών, φαρμάκων που πούλησαν και άλλοι πολλοί.
Τι πίστη θα έχουν όλοι αυτοί αλλά και οι διπλανοί τους που ακούνε και γνωρίζουν σε αυτό το αποδεδειγμένα πλέον αναξιόχρεο και αναξιόπιστο κράτος, που παρέπεισε τους ανύποπτους πολίτες του, με δόλωμα το αυξημένο επιτόκιο και την εγγύηση του κράτους, να αγοράσουν ομόλογα τον Μάρτιο του 2010, δηλαδή 40 -και λιγότερες- ημέρες πριν από τη δημόσια ομολογία της εθνικής μας πτώχευσης στο Καστελόριζο;
Πώς θα πειστούν να επενδύσουν, να καταθέσουν, να ρισκάρουν;
Ισως λοιπόν πρέπει όλοι, και κυρίως οι δικαστές, να ξαναδούμε και να επανεκτιμήσουμε ποιο είναι σήμερα το αληθές «ύψιστο δημόσιο συμφέρον». Να σκεφτούμε πως το εθνικό ζητούμενο είναι ένα και μόνο. Να πάρει μπρος η οικονομία, να παραχθεί πλούτος, να δημιουργηθούν θέσεις εργασίας και εισοδήματα για να καταβληθούν φόροι και εισφορές. Η ανάπτυξη λοιπόν είναι το εθνικό ζητούμενο, δηλαδή το ύψιστο δημόσιο συμφέρον.
Για να υπάρξει όμως ελπίδα να έλθει η πολυπόθητη ανάπτυξη, πρέπει να ανατραπεί το κλίμα καχυποψίας στην κοινωνία. Να εμπεδωθεί ασφάλεια δικαίου. Μόνον έτσι θα ξεθαρρέψουν, θα πιστέψουν και θα αποφασίσουν να κάνουν δουλειές οι απλοί πολίτες, οι πολλοί, αυτοί που μόνον μπορούν να αναστρέψουν την κατρακύλα. Καλές είναι οι επενδύσεις από τους διεθνείς ραντιέρηδες που καραδοκούν και επενδύουν με ρήτρα αλλοδαπού δικαίου στις αποκρατικοποιήσεις, αλλά δεν φτάνουν. Πρέπει να νιώσουν ασφαλείς οι νοικοκυραίοι Ελληνες, όσοι έμειναν όρθιοι, να βάλουν τα λίγα χρήματα που τους απέμειναν σε δουλειές, μικρές και μεγαλύτερες. Για να ξεκινήσει η μηχανή. Και δεν θα το κάνουν όσο δεν εμπιστεύονται τους θεσμούς. Αν δεν το καταλαβαίνουν οι πολιτικοί, ας το διδάξουν οι δικαστές, που είναι ώρα να αναδείξουν τη μέχρι τώρα μη ορατή ανεξαρτησία της Ελληνικής Δικαιοσύνης.
* Ο κ. Γιώργος Ανδρέου είναι δικηγόρος
Ακολουθήστε το protothema.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr