Η διαφορά Ν.Δ. και ΠΑΣΟΚ στην οικονομική πολιτική

Η συζήτηση για τον Προϋπολογισμό στη Βουλή ανέδειξε την ουσιαστική διαφορά μεταξύ Ν.Δ. και ΠΑΣΟΚ στην οικονομική πολιτική, η οποία εντοπίζεται στη διαφορετική διανομή του χρήματος μεταξύ των κοινωνικών ομάδων

Οπως ανέφερε χαρακτηριστικά η κυρία Μιλένα Αποστολάκη, τομεάρχης του ΠΑΣΟΚ για τις τράπεζες, το ιδιωτικό χρέος και τον ανταγωνισμό, στην ομιλία της στη Βουλή για τον Προϋπολογισμό: «Οι πολιτικές σας αποδεικνύουν ότι είστε μια δύναμη της προστασίας των εγκαθιδρυμένων συμφερόντων και των insiders. Εμείς ως σοσιαλδημοκράτες πιστεύουμε ότι η πολιτική είναι το όπλο των πολλών, των outsiders».

Με τον τρόπο αυτόν ξεκαθάρισε την ουσιαστική πολιτική διαφορά μεταξύ Ν.Δ. και ΠΑΣΟΚ, η οποία αντανακλάται σε πολλές πτυχές της οικονομικής πολιτικής της κυβέρνησης. Στην πολιτική υπέρ των μεγάλων και των πολυεθνικών επιχειρήσεων και κατά των μικρομεσαίων και των αυτοαπασχολούμενων που αντιμετωπίζονται συλλήβδην ως φοροφυγάδες, στην πολιτική για τα κόκκινα δάνεια όπου οι δανειολήπτες είναι τα θύματα των ξένων funds που αγόρασαν κοψοχρονιά τα δάνειά τους, στην πολιτική ανοχής των καρτέλ, τα οποία αντί να διώκει για κατάχρηση δεσπόζουσας θέσης και συντονισμένες πρακτικές εις βάρος των καταναλωτών, υποθάλπει η κυβέρνηση, ισχυριζόμενη ότι δεν παρεμβαίνει στον ελεύθερο ανταγωνισμό, στην υπερβολική κατανόηση που δείχνει για την ανάγκη αύξησης των κερδών των τραπεζών, έστω και αν προέρχονται από παράλογες και πολύ υψηλές προμήθειες σε όλες τις συναλλαγές, ή από το γεγονός ότι δεν πληρώνουν επιτόκιο για τις καταθέσεις και αυξάνουν τα επιτόκια των δανείων.

Το ΠΑΣΟΚ κατά τη συζήτηση του Προϋπολογισμού στη Βουλή εστίασε και στην πολύ υψηλή έμμεση φορολογία, η οποία επιβαρύνοντας όλους τους καταναλωτές το ίδιο, ανεξαρτήτως εισοδηματικού επιπέδου, αφαιρεί από τους πιο αδύναμους οικονομικά πολίτες πολύ μεγάλο μέρος της αγοραστικής τους δύναμης, σε σχέση με την επίπτωση που έχει στους πλουσιότερους.

Πέραν της καταψήφισης του Προϋπολογισμού του 2025 από το ΠΑΣΟΚ, που ούτως ή άλλως ήταν κάτι που ανέμενε και ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης, η αλήθεια είναι ότι η κυβέρνηση δείχνει να απολαμβάνει περισσότερο τα εύσημα των ξένων επενδυτών και της ηγεσίας της Ε.Ε. για τη δημοσιονομική επιτυχία της, παρά προβληματίζεται για το πώς θα ανακουφίσει τους πολίτες από το βάρος της ακρίβειας.

Σήμερα, εξαιτίας της έμμεσης φορολογίας και κυρίως της διατήρησης του ΦΠΑ στο πολύ υψηλό 24% επί των αυξημένων λόγω διεθνών συνθηκών και ενεργειακής κρίσης τιμών, το δημόσιο ταμείο έχει ξεχειλίσει από χρήμα. Διαθέτει στον λογαριασμό του στην Τράπεζα της Ελλάδος 47 δισ. ευρώ, ποσό πάρα πολύ υψηλό. Είχε τη δυνατότητα, ακριβώς λόγω της δημοσιονομικής επιτυχίας της, η κυβέρνηση να διαπραγματευτεί με την Ε.Ε. για κάποιες πιο δυναμικές πολιτικές ενίσχυσης των εισοδημάτων. Θα είχε επίσης τη δυνατότητα να μεταφέρει σε χαμηλότερα ποσοστά ΦΠΑ αρκετά καταναλωτικά προϊόντα ή λογαριασμούς υπηρεσιών. Ομως δεν το έκανε. Προτίμησε να μεγεθύνει τις εισπράξεις με τη διατήρηση του ΦΠΑ στο υψηλό ποσοστό και να ξοδέψει τα χρήματα για να αποπληρώσει περισσότερο χρέος. Δεν είναι λάθος φυσικά, ούτε οι αυξημένες εισπράξεις ούτε η ταχύτερη αποπληρωμή του χρέους, όμως είναι περίεργες πολιτικές επιλογές, όταν η κυβέρνηση γνωρίζει ότι οι εργαζόμενοι υποφέρουν και αντί να τους ανακουφίσει υπερβαίνει την υποχρέωσή της στην αποπληρωμή δανείων. Διότι όλες αυτές οι δημοσιονομικές επιτυχίες πραγματοποιούνται εις βάρος της ευημερίας των φορολογουμένων.

Παράλληλα, το Δημόσιο ακολουθεί μια ανεξήγητη συμπεριφορά μη πληρώνοντας τους προμηθευτές του, ενώ έχει τα χρήματα στο ταμείο άμεσα διαθέσιμα. Οι ληξιπρόθεσμες οφειλές του Δημοσίου στα νοσοκομεία, στις τεχνικές εταιρείες, στους δήμους και σε κάθε είδους προμηθευτή φτάνουν τα 3 δισ. και βαίνουν αυξανόμενα. Τα χρήματα αυτά τα περιμένει η αγορά για να πληρώσει τις δικές της υποχρεώσεις και το αποτέλεσμα είναι να δημιουργείται τεράστιο πρόβλημα ρευστότητας. Μεταξύ αυτών, το Δημόσιο χρωστάει 850 εκατομμύρια σε επιστροφές φόρου, πράγμα που πλήττει άμεσα το διαθέσιμο εισόδημα των πολιτών.

Η έλλειψη ρευστότητας ενδεχομένως να δημιουργεί και την αίσθηση φτώχειας που έχει κατακλύσει περισσότερο από το 60% των πολιτών, σύμφωνα με τις έρευνες που δημοσιεύτηκαν πρόσφατα. Μπορεί δηλαδή όλοι αυτοί που νιώθουν φτωχοί να μην είναι με βάση το εισόδημά τους και τα κριτήρια φτώχειας, αλλά να νιώθουν έτσι επειδή είναι απλήρωτοι. Και είναι απλήρωτοι επειδή λείπουν 3 δισ. από την αγορά λόγω μη πληρωμής των υποχρεώσεων του Δημοσίου.

Ολες αυτές οι επιλογές της κυβέρνησης στην οικονομική της πολιτική εξηγούν τη διαφορά μεταξύ Ν.Δ. και ΠΑΣΟΚ, η οποία εξάλλου φαίνεται και από τις προτάσεις του ΠΑΣΟΚ για την οικονομία, για τα κόκκινα δάνεια, για τον ΦΠΑ, για τους φόρους των τραπεζών, τις οποίες δεν υιοθετεί η κυβέρνηση.

Από την άλλη μεριά, δεν μπορεί κανείς να μην υπογραμμίσει ότι υπό μια λογιστική θεώρηση η οικονομική πολιτική της κυβέρνησης έχει γεμίσει το δημόσιο ταμείο με χρήμα, προσφέροντας στους διεθνείς αξιολογητές την ικανοποίηση ότι οι Ελληνες υπό το μαστίγωμα των μνημονίων μεταλλάχθηκαν από τους χειρότερους στους καλύτερους μαθητές, στο μάθημα της δημοσιονομικής πειθαρχίας.
Ακολουθήστε το protothema.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr