Υπάρχει διέξοδος αν αλλάξουμε πολιτική

Η αλλαγή οικονομικής πολιτικής είναι πέραν κάθε αμφιβολίας αναγκαία.

Η ανεργία και η ανέχεια δεν επιτρέπουν άλλα μέτρα περιορισμού του εισοδήματος, αντίθετα επιβάλλουν μια άλλη πολιτική που θα επαναφέρει την οικονομία σε ρυθμό ανάπτυξης. Για να γίνει αυτό πρέπει να μειωθούν οι φόροι, να καταργηθούν τα έκτακτα χαράτσια και να αυξηθούν οι επενδύσεις. Πώς είναι δυνατόν όμως να μειωθούν οι φόροι σε μια οικονομία που έχει ως κεντρικό στόχο τη μείωση του ελλείμματος και τη δημιουργία πρωτογενών πλεονασμάτων προκειμένου να ξεπληρώνονται δυσβάστακτοι τόκοι και χρεολύσια του δημοσίου χρέους;

Είναι εφικτό, αν τεθούν και επιτευχθούν κάποιοι στόχοι οι οποίοι μέχρι σήμερα δεν έχουν επιτευχθεί.

Για παράδειγμα η σύλληψη της φοροδιαφυγής αυτομάτως θα αύξανε τα συνολικά φορολογικά έσοδα και θα επέτρεπε τη μείωση της φορολογικής επιβάρυνσης των νομοταγών πολιτών και επιχειρήσεων. Είναι εξωφρενική η αδυναμία των υπηρεσιών να εντοπίσουν και να εισπράξουν τη φοροδιαφυγή. Είναι τόσο απίστευτο αυτό που συμβαίνει σήμερα, που εύκολα κάποιος παρασύρεται σε θεωρίες συνωμοσίας, ότι δηλαδή οι κυβερνήσεις μας δεν θέλουν να πιάσουν τους φοροφυγάδες.

Επίσης η κατάργηση άχρηστων οργανισμών του Δημοσίου που δημιουργούν σημαντικό κόστος θα μείωνε το έλλειμμα και τις ανάγκες για πρόσθετα κρατικά έσοδα. Από την άλλη δεν θα αύξανε την ανεργία αφού οι εργαζόμενοι σε αυτούς τους οργανισμούς που θα έκλειναν θα μπορούσαν να μετατεθούν σε άλλες θέσεις του Ελληνικού Δημοσίου, εκεί δηλαδή που υπάρχουν ανάγκες. Ετσι και τα έξοδά του θα μειώνονταν και η παραγωγικότητά του θα αυξανόταν.

Η πώληση περιουσιακών στοιχείων του Δημοσίου -όσων μπορούν άμεσα και εύκολα να πουληθούν, όπως κτίρια (έστω και σε χαμηλές τιμές) ή εκτάσεις για τουριστική ανάπτυξη- θα έφερνε μερικά ακόμη έσοδα στο Δημόσιο και θα μπορούσε να ανακουφίσει τις πιο αδύναμες οικονομικά τάξεις. Παράλληλα η πραγματοποίηση έστω ορισμένων αποκρατικοποιήσεων είναι αυτή που θα έφερνε έσοδα στο Δημόσιο και θα μείωνε τα έξοδά του.

Η μείωση της γραφειοκρατίας, η οποία ζει και βασιλεύει ακόμη, θα διευκόλυνε την ίδρυση επιχειρήσεων και θα αύξανε τις επενδύσεις. Κυρίως όμως η δημιουργία ενός σταθερού φορολογικού πλαισίου για όλους -και όχι μόνο για τους ξένους επενδυτές- θα έφερνε νέες επενδύσεις και θα αύξανε την απασχόληση και το εισόδημα. Και εδώ αξίζει να σημειωθεί ότι οι διαφωνίες μέσα στο υπουργείο Οικονομικών και οι πολύ κακές σχέσεις μεταξύ των κορυφαίων επιτελών του οδηγούν στην αναβολή σημαντικών αποφάσεων που θα συνέβαλλαν σημαντικά στον έλεγχο του λαθρεμπορίου και της φοροδιαφυγής.

Ολα αυτά όμως τα απλά, αυτονόητα και χιλιοειπωμένα δεν είναι οι προτεραιότητες της κυβέρνησης σήμερα. Δεν υπάρχει αναπτυξιακό σχέδιο, παρόλο που τα επόμενα χρόνια θα αυξηθούν ξανά τα κονδύλια που θα μπορούσε να πάρει η χώρα από τους πολυετείς προϋπολογισμούς της Ευρωπαϊκής Ενωσης. Τα κονδύλια αυτά, που πλησιάζουν τα 35 δισ. ευρώ για τα επόμενα χρόνια, μπορούν να προσφέρουν βαθιά ανάσα στην ελληνική οικονομία και δεν θα τα εισπράξουμε παρά μόνο αν ικανοποιούμε τις απαιτήσεις της Ε.Ε. για διαρθρωτικές αλλαγές. Αλλαγές τις οποίες ο πολιτικός κόσμος μάχεται διότι μειώνουν την ισχύ των κομματικών στρατών και τη δυνατότητά του να λειτουργεί πελατειακά, με ρουσφέτια, νεμόμενο το κράτος ως δικό του μαγαζί.

Παράλληλα με όλα αυτά θα πρέπει να γίνουν κάποιες παρεμβάσεις στον ιδιωτικό τομέα και κυρίως από τις τράπεζες οι οποίες, προκειμένου να μην εμφανίσουν ζημίες από τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια, συνεχίζουν να συντηρούν μεγάλες επιχειρήσεις που δεν έχουν καμία δυνατότητα αποπληρωμής των δανείων τους. Τα χαρτοφυλάκια των τραπεζών πρέπει να ξεκαθαρίσουν, οι τράπεζες πρέπει να μετοχοποιήσουν τα χρέη αυτών των επιχειρήσεων και να τις πουλήσουν σε άλλους νέους μετόχους και μάνατζερ οι οποίοι θα μπορέσουν να τις εξυγιάνουν και να τις αναπτύξουν ξανά. Αν αυτό δεν συμβεί, οι υγιείς επιχειρήσεις του ιδιωτικού τομέα θα υποφέρουν από έλλειψη χρηματοδότησης, καθώς οι παλιές καταχρεωμένες και έτοιμες να πτωχεύσουν επιχειρήσεις συνεχίζουν να απορροφούν τα τραπεζικά δάνεια για να συντηρηθούν στη ζωή. Ετσι όμως δεν δημιουργείται τίποτα νέο και δεν μπορεί να υπάρξει ανάπτυξη.

Οι συνθήκες σήμερα δεν είναι καλές για την οικονομία, αλλά προοπτικές υπάρχουν αν χειριστούμε σωστά το πρόβλημα. Δεν το χειριζόμαστε σωστά και είναι δύσκολο να βγούμε από αυτή την ύφεση φέτος. Ακόμη και τα σκαμπανεβάσματα της σχέσης μας με την τρόικα οφείλονται στην άρνηση των πολιτικών μας να προχωρήσουν σε διαρθρωτικές αλλαγές - μια άρνηση την οποία ονομάζουν «επαναδιαπραγμάτευση». Αυτό  όμως που θα έπρεπε να κάνουν είναι να προχωρήσουν άμεσα σε αυτές τις αλλαγές και να διαπραγματευτούν πόσα περισσότερα θα πάρουμε από την Ευρώπη, πώς θα μειώσουμε τα επιτόκια και θα αυξήσουμε τον χρόνο αποπληρωμής των δανείων μας, αλλά και πώς οι Ευρωπαίοι μπορούν να κατευθύνουν επενδύσεις στην Ελλάδα.

Ο πολιτικός κόσμος πρέπει άμεσα να ξεπεράσει τη λογική της προστασίας των ημετέρων και τη σχέση του με τη διαπλοκή και να συγκρουστεί με τη νοοτροπία που μας έφερε εδώ. Δυστυχώς φοβάμαι ότι όλα αυτά είναι ένα χιλιοειπωμένο ευχολόγιο, το οποίο δεν πρόκειται ποτέ να υλοποιηθεί παρά μόνο αν οδηγηθούμε σε πλήρη κατάρρευση, πάγωμα των πληρωμών του Δημοσίου και πτώχευση. Θα μπορούσαμε να τα αποφύγουμε όλα αυτά με μια πιο συνετή διαχείριση και μερικές γενναίες παρεμβάσεις τις οποίες δεν κάνουμε, αλλά δεν θα τα αποφύγουμε αν συνεχίσουμε έτσι. Και δυστυχώς, αν τελικά καταλήξουμε στην πτώχευση και το πάγωμα πληρωμών, θα οδηγηθούμε στην πολιτική αστάθεια και στο χάος, πριν καταφέρουμε -αν και όταν- να ξανασταθούμε στα πόδια μας, παραδεχόμενοι τελικά ένα προφανές γεγονός που αρνούμαστε εδώ και καιρό να αποδεχτούμε: ότι αιτία της κατάντιας μας είναι η πελατειακή σχέση κράτους - πολιτικών - κομματικών στρατών και διαπλεκόμενων επιχειρηματιών.
Ακολουθήστε το protothema.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr