Αλλαγή οικονομικής πολιτικής
04.06.2014
07:39
Ενώ ο ανασχηματισμός βρίσκεται στα σκαριά, με μεγαλύτερη πιθανότητα να είναι ένας ανασχηματισμός ισορροπιών μεταξύ Σαμαρά και Βενιζέλου, αυτό που έχει μεγαλύτερη σημασία από τα πρόσωπα είναι η πολιτική που θα ακολουθηθεί.
Με τα αποτελέσματα των εκλογών να επιτρέπουν μεν τη διατήρηση της κυβέρνησης συνεργασίας στην εξουσία, αλλά και με τα δύο κόμματα να εισπράττουν τη δυσαρέσκεια των ψηφοφόρων, οι δύο πρόεδροι δεν έχουν και πολλά περιθώρια διατήρησης της πολιτικής λιτότητας. Από τη μία λοιπόν πιέζονται από τις Βρυξέλλες να συνεχίσουν τη δημοσιονομική προσαρμογή και τη δημιουργία πλεονασμάτων, από την άλλη όμως πιέζονται ασφυκτικά από τους πολίτες να διορθώσουν τις αδικίες και τα λάθη των μνημονίων και να δώσουν δουλειές και εισοδήματα.
Πώς μπορούν να πετύχουν και τους δύο στόχους;
Η μόνη δυνατότητα που έχουν είναι να επενδύσουν όλες τις δυνάμεις τους στην ανάπτυξη της οικονομίας, απορροφώντας όσο το δυνατόν περισσότερα κονδύλια από τις Βρυξέλλες και να εκμεταλλευτούν κάθε ευκαιρία που τους παρέχει το πρωτογενές πλεόνασμα για να μειώσουν τους φόρους.
Η μείωση των φόρων είναι ουσιαστικά το βασικό εργαλείο που έχει η κυβέρνηση για να χαλαρώσει την πίεση προς τους πολίτες και τις επιχειρήσεις, ελπίζοντας ότι έτσι θα δώσει ώθηση και στην ανάπτυξη μέσω της αύξησης της κατανάλωσης και των προσλήψεων. Παράλληλα, αν οι τράπεζες αρχίσουν να χρηματοδοτούν ξανά τις επιχειρήσεις, θα διευκολύνουν και αυτές την ανάπτυξη, η οποία όμως για να εδραιωθεί θα χρειαστεί και μεγάλα κεφάλαια από αναπτυξιακά προγράμματα. Σε κάθε περίπτωση όμως, ακόμη και στο ευνοϊκότερο σενάριο, ένας θετικός ρυθμός ανάπτυξης δεν θα γίνει εύκολα αντιληπτός στην τσέπη του πολίτη μέχρι τον Μάρτιο του 2015, που είναι η επόμενη κρίσιμη πολιτικά ημερομηνία για εκλογές λόγω της λήξης της θητείας του Προέδρου της Δημοκρατίας.
Ακόμη λοιπόν και στο πλέον ευνοϊκό σενάριο, σύμφωνα με το οποίο η κυβέρνηση θα καταφέρει να μειώσει λίγο τους φόρους και να διορθώσει μερικές από τις αδικίες της πολιτικής της, θα πρέπει παράλληλα να εξασφαλίσει πλεονάσματα στον προϋπολογισμό και αυτό μπορεί να συμβεί μόνο με ριζικές μεταρρυθμίσεις στον δημόσιο τομέα. Οι μεταρρυθμίσεις δεν είναι αναγκαίο να πλήττουν τους δημοσίους υπαλλήλους, δηλαδή να περιλαμβάνουν απολύσεις ή μειώσεις μισθών, είναι όμως αναγκαίο να περιορίζουν το κόστος του Δημοσίου και παράλληλα να ευνοούν την αναπτυξιακή προσπάθεια. Τέτοιες μεταρρυθμίσεις μπορούν να γίνουν μέσω της κατάργησης άχρηστων οργανισμών του Δημοσίου, μέσω αποκρατικοποιήσεων και κυρίως μέσω της μείωσης της γραφειοκρατίας, η οποία προαπαιτεί σημαντική νομική δουλειά για να ξεκαθαρίσει το χαοτικό περιβάλλον που επικρατεί σήμερα σε κάθε επαφή του πολίτη ή των επιχειρήσεων με το κράτος. Η μείωση της γραφειοκρατίας θα αυξήσει σημαντικά την αποδοτικότητα των δημοσίων υπαλλήλων, θα μειώσει το κόστος για όλους και θα ευνοήσει την ανάπτυξη, ενώ παράλληλα -κι αυτό είναι το σημαντικότερο όλων- θα μειώσει τη διαφθορά στο Δημόσιο.
Αυτή είναι η μόνη πολιτική που μπορεί να ακολουθήσει η κυβέρνηση με βάση τους περιορισμούς που έχει από τη μία λόγω Βρυξελλών και από την άλλη λόγω της αναγκαίας χαλάρωσης της οικονομικής πολιτικής στην Ελλάδα.
Το ερώτημα είναι, όμως, αν οι Σαμαράς και Βενιζέλος είναι σε θέση να εφαρμόσουν μια τέτοια πολιτική, αν οι βουλευτές και τα κομματικά στελέχη θα ανεχθούν τέτοιου είδους μεταρρυθμίσεις που θίγουν πολύ συγκεκριμένα και ισχυρά συμφέροντα των γραφειοκρατών και των πολιτικών και αν θα έχουν τον χρόνο να τα υλοποιήσουν όλα αυτά μέχρι τον Μάρτιο. Διότι η εύκολη λύση στα δικά τους μάτια, αυτή για την οποία πιέζουν τα κόμματα και η αντιπολίτευση, είναι να αρχίσουν ξανά οι παροχές με στόχο την εξαγορά ψήφων. Και παροχές μπορούν να γίνουν μόνο με νέα δανεικά, τα οποία μπορεί η κυβέρνηση να βρει προσωρινά από τις αγορές, αλλά αυτό θα τορπίλιζε κάθε προσπάθεια εξυγίανσης του δημόσιου τομέα και της οικονομίας γενικότερα.
Βρισκόμαστε λοιπόν σήμερα σε ένα κρίσιμο σταυροδρόμι, όπου πολλά θα κριθούν από τα πρόσωπα που θα ανακοινωθούν με τον ανασχηματισμό και ακόμη περισσότερα από την πολιτική που θα επιλέξει η κυβέρνηση, η οποία βρίσκεται ήδη και θα παραμείνει σε προεκλογική περίοδο επί μακρόν.
Πώς μπορούν να πετύχουν και τους δύο στόχους;
Η μόνη δυνατότητα που έχουν είναι να επενδύσουν όλες τις δυνάμεις τους στην ανάπτυξη της οικονομίας, απορροφώντας όσο το δυνατόν περισσότερα κονδύλια από τις Βρυξέλλες και να εκμεταλλευτούν κάθε ευκαιρία που τους παρέχει το πρωτογενές πλεόνασμα για να μειώσουν τους φόρους.
Η μείωση των φόρων είναι ουσιαστικά το βασικό εργαλείο που έχει η κυβέρνηση για να χαλαρώσει την πίεση προς τους πολίτες και τις επιχειρήσεις, ελπίζοντας ότι έτσι θα δώσει ώθηση και στην ανάπτυξη μέσω της αύξησης της κατανάλωσης και των προσλήψεων. Παράλληλα, αν οι τράπεζες αρχίσουν να χρηματοδοτούν ξανά τις επιχειρήσεις, θα διευκολύνουν και αυτές την ανάπτυξη, η οποία όμως για να εδραιωθεί θα χρειαστεί και μεγάλα κεφάλαια από αναπτυξιακά προγράμματα. Σε κάθε περίπτωση όμως, ακόμη και στο ευνοϊκότερο σενάριο, ένας θετικός ρυθμός ανάπτυξης δεν θα γίνει εύκολα αντιληπτός στην τσέπη του πολίτη μέχρι τον Μάρτιο του 2015, που είναι η επόμενη κρίσιμη πολιτικά ημερομηνία για εκλογές λόγω της λήξης της θητείας του Προέδρου της Δημοκρατίας.
Ακόμη λοιπόν και στο πλέον ευνοϊκό σενάριο, σύμφωνα με το οποίο η κυβέρνηση θα καταφέρει να μειώσει λίγο τους φόρους και να διορθώσει μερικές από τις αδικίες της πολιτικής της, θα πρέπει παράλληλα να εξασφαλίσει πλεονάσματα στον προϋπολογισμό και αυτό μπορεί να συμβεί μόνο με ριζικές μεταρρυθμίσεις στον δημόσιο τομέα. Οι μεταρρυθμίσεις δεν είναι αναγκαίο να πλήττουν τους δημοσίους υπαλλήλους, δηλαδή να περιλαμβάνουν απολύσεις ή μειώσεις μισθών, είναι όμως αναγκαίο να περιορίζουν το κόστος του Δημοσίου και παράλληλα να ευνοούν την αναπτυξιακή προσπάθεια. Τέτοιες μεταρρυθμίσεις μπορούν να γίνουν μέσω της κατάργησης άχρηστων οργανισμών του Δημοσίου, μέσω αποκρατικοποιήσεων και κυρίως μέσω της μείωσης της γραφειοκρατίας, η οποία προαπαιτεί σημαντική νομική δουλειά για να ξεκαθαρίσει το χαοτικό περιβάλλον που επικρατεί σήμερα σε κάθε επαφή του πολίτη ή των επιχειρήσεων με το κράτος. Η μείωση της γραφειοκρατίας θα αυξήσει σημαντικά την αποδοτικότητα των δημοσίων υπαλλήλων, θα μειώσει το κόστος για όλους και θα ευνοήσει την ανάπτυξη, ενώ παράλληλα -κι αυτό είναι το σημαντικότερο όλων- θα μειώσει τη διαφθορά στο Δημόσιο.
Αυτή είναι η μόνη πολιτική που μπορεί να ακολουθήσει η κυβέρνηση με βάση τους περιορισμούς που έχει από τη μία λόγω Βρυξελλών και από την άλλη λόγω της αναγκαίας χαλάρωσης της οικονομικής πολιτικής στην Ελλάδα.
Το ερώτημα είναι, όμως, αν οι Σαμαράς και Βενιζέλος είναι σε θέση να εφαρμόσουν μια τέτοια πολιτική, αν οι βουλευτές και τα κομματικά στελέχη θα ανεχθούν τέτοιου είδους μεταρρυθμίσεις που θίγουν πολύ συγκεκριμένα και ισχυρά συμφέροντα των γραφειοκρατών και των πολιτικών και αν θα έχουν τον χρόνο να τα υλοποιήσουν όλα αυτά μέχρι τον Μάρτιο. Διότι η εύκολη λύση στα δικά τους μάτια, αυτή για την οποία πιέζουν τα κόμματα και η αντιπολίτευση, είναι να αρχίσουν ξανά οι παροχές με στόχο την εξαγορά ψήφων. Και παροχές μπορούν να γίνουν μόνο με νέα δανεικά, τα οποία μπορεί η κυβέρνηση να βρει προσωρινά από τις αγορές, αλλά αυτό θα τορπίλιζε κάθε προσπάθεια εξυγίανσης του δημόσιου τομέα και της οικονομίας γενικότερα.
Βρισκόμαστε λοιπόν σήμερα σε ένα κρίσιμο σταυροδρόμι, όπου πολλά θα κριθούν από τα πρόσωπα που θα ανακοινωθούν με τον ανασχηματισμό και ακόμη περισσότερα από την πολιτική που θα επιλέξει η κυβέρνηση, η οποία βρίσκεται ήδη και θα παραμείνει σε προεκλογική περίοδο επί μακρόν.
Ακολουθήστε το protothema.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr