Τα capital controls σώζουν την οικονομία
21.07.2015
07:03
Το μέτρο των capital controls, ιδίως όσον αφορά στον περιορισμό της χρήσης των μετρητών, είναι πάρα πολύ ωφέλιμο για την ελληνική οικονομία και θα πλήξει άμεσα τη φοροδιαφυγή βελτιώνοντας τα φορολογικά έσοδα και κυρίως αυξάνοντας το ΑΕΠ
Αν υπάρχει ένα μέτρο με άμεση και καθοριστική απόδοση υπέρ της ελληνικής οικονομίας, όσο κι αν αυτό ακούγεται παράδοξο είναι τα capital controls. Η διατήρησή τους είναι αναπόφευκτη λόγω των συνθηκών, αλλά αυτό είναι μάλλον καλό παρά κακό.
Οι περιορισμοί στις αναλήψεις μετρητών καθώς και οι περιορισμοί στις εξαγωγές κεφαλαίων στο εξωτερικό προστατεύουν το τραπεζικό σύστημα και παράλληλα την ελληνική οικονομία, και αυτό είναι το σημαντικότερο.
Οι περιορισμοί στις αναλήψεις περιορίζουν σε ασφυκτικό βαθμό την κυκλοφορία μετρητών.
Αυτό σε μια οικονομία που έχει τουλάχιστον 30% παραοικονομία -και αυτό είναι το ιστορικό ποσοστό της, το οποίο μπορεί να έχει αυξηθεί σημαντικά τα τελευταία χρόνια- είναι εξαιρετικά χρήσιμο. Πολύ μεγάλο μέρος των μαύρων συναλλαγών που πληρώνονται με μετρητά θα πρέπει πλέον να πληρώνεται μέσω τραπεζικής συναλλαγής, δηλαδή με κάρτα ή με έμβασμα ή με μεταφορά από λογαριασμό σε λογαριασμό. Αυτομάτως πετυχαίνουμε δύο στόχους:
Πρώτον, περιορίζεται η συναλλαγή με «μαύρα», συνεπώς η καταπολέμηση της φοροδιαφυγής γίνεται πολύ ευκολότερη. Η είσπραξη των φόρων θα αυξηθεί και τα δημόσια ταμεία θα γεμίσουν από φόρους επί των συναλλαγών, κάτι που θα δημιουργήσει τις προϋποθέσεις στο μέλλον για μείωση των άδικων έκτακτων φόρων και των φορολογικών συντελεστών. Θα έχουμε δηλαδή αύξηση των εσόδων από ΦΠΑ και από φόρο εισοδήματος, αφού οι φοροφυγάδες δεν θα μπορούν να κρύψουν τα έσοδά τους. Το έλλειμμα θα περιοριστεί από την αύξηση των φορολογικών εσόδων. Σε αυτή την ιστορία υπάρχει και ένα ακόμη παράπλευρο όφελος που είναι ότι θα περιοριστεί η διαφθορά, αφού δεν θα υπάρχουν «μαύρα» για λαδώματα και θα μειωθεί ο ρόλος της… κρίσης του εφοριακού στην εκτίμηση της φορολογίας.
Δεύτερον, με τον περιορισμό της χρήσης των μετρητών οι μαύρες συναλλαγές εμφανίζονται στο ΑΕΠ και αυτό προκαλεί αύξησή του. Αν το ποσοστό της παραοικονομίας που θα περάσει στην εμφανή οικονομία είναι μεγάλο, ας πούμε 20% του ΑΕΠ από το 30% που είναι η παραοικονομία, θα έχουμε μια εκρηκτική αύξηση του ΑΕΠ από αυτόν και μόνο τον λόγο. Η αύξησή του διορθώνει αυτόματα τις σχέσεις ΑΕΠ/έλλειμμα και ΑΕΠ/χρέος και διευκολύνει κατά πολύ την επάνοδο της χώρας στις αγορές και τις ξένες επενδύσεις.
Οι περιορισμοί στις αναλήψεις μετρητών καθώς και οι περιορισμοί στις εξαγωγές κεφαλαίων στο εξωτερικό προστατεύουν το τραπεζικό σύστημα και παράλληλα την ελληνική οικονομία, και αυτό είναι το σημαντικότερο.
Οι περιορισμοί στις αναλήψεις περιορίζουν σε ασφυκτικό βαθμό την κυκλοφορία μετρητών.
Αυτό σε μια οικονομία που έχει τουλάχιστον 30% παραοικονομία -και αυτό είναι το ιστορικό ποσοστό της, το οποίο μπορεί να έχει αυξηθεί σημαντικά τα τελευταία χρόνια- είναι εξαιρετικά χρήσιμο. Πολύ μεγάλο μέρος των μαύρων συναλλαγών που πληρώνονται με μετρητά θα πρέπει πλέον να πληρώνεται μέσω τραπεζικής συναλλαγής, δηλαδή με κάρτα ή με έμβασμα ή με μεταφορά από λογαριασμό σε λογαριασμό. Αυτομάτως πετυχαίνουμε δύο στόχους:
Πρώτον, περιορίζεται η συναλλαγή με «μαύρα», συνεπώς η καταπολέμηση της φοροδιαφυγής γίνεται πολύ ευκολότερη. Η είσπραξη των φόρων θα αυξηθεί και τα δημόσια ταμεία θα γεμίσουν από φόρους επί των συναλλαγών, κάτι που θα δημιουργήσει τις προϋποθέσεις στο μέλλον για μείωση των άδικων έκτακτων φόρων και των φορολογικών συντελεστών. Θα έχουμε δηλαδή αύξηση των εσόδων από ΦΠΑ και από φόρο εισοδήματος, αφού οι φοροφυγάδες δεν θα μπορούν να κρύψουν τα έσοδά τους. Το έλλειμμα θα περιοριστεί από την αύξηση των φορολογικών εσόδων. Σε αυτή την ιστορία υπάρχει και ένα ακόμη παράπλευρο όφελος που είναι ότι θα περιοριστεί η διαφθορά, αφού δεν θα υπάρχουν «μαύρα» για λαδώματα και θα μειωθεί ο ρόλος της… κρίσης του εφοριακού στην εκτίμηση της φορολογίας.
Δεύτερον, με τον περιορισμό της χρήσης των μετρητών οι μαύρες συναλλαγές εμφανίζονται στο ΑΕΠ και αυτό προκαλεί αύξησή του. Αν το ποσοστό της παραοικονομίας που θα περάσει στην εμφανή οικονομία είναι μεγάλο, ας πούμε 20% του ΑΕΠ από το 30% που είναι η παραοικονομία, θα έχουμε μια εκρηκτική αύξηση του ΑΕΠ από αυτόν και μόνο τον λόγο. Η αύξησή του διορθώνει αυτόματα τις σχέσεις ΑΕΠ/έλλειμμα και ΑΕΠ/χρέος και διευκολύνει κατά πολύ την επάνοδο της χώρας στις αγορές και τις ξένες επενδύσεις.
Οσον αφορά στο θέμα της εξαγωγής κεφαλαίων, οι επιπτώσεις στην οικονομία είναι σημαντικές. Ωστόσο με μια σωστή διαμόρφωση της Πράξης Νομοθετικού Περιεχομένου για να επιτρέπονται οι βασικές συναλλαγές με το εξωτερικό -να πληρώνονται δηλαδή οι βασικές εισαγωγές, να πληρώνονται οι Ελληνες που ζουν στο εξωτερικό αλλά έχουν εισόδημα από την Ελλάδα, να παίρνουν το φοιτητικό συνάλλαγμα οι φοιτητές εξωτερικού- σταδιακά η λειτουργία της οικονομίας θα επανέλθει. Το μοναδικό πλεονέκτημα που υπάρχει από τον περιορισμό των εξαγωγών συναλλάγματος είναι ότι θα περιοριστούν κάπως οι εισαγωγές και θα βελτιωθεί το ισοζύγιο εξωτερικών συναλλαγών. Οι περιορισμοί στην κίνηση κεφαλαίων προς το εξωτερικό δεν αναμένεται να αρθούν αν δεν αποκατασταθεί η εμπιστοσύνη στην ελληνική οικονομία, και αυτό σημαίνει ότι δεν θα αρθούν μέχρι η Ελλάδα να είναι σε θέση να δανειστεί από τις αγορές. Αν γίνει το ατύχημα και πάμε στο Grexit και στη δραχμή, οι περιορισμοί αυτοί θα είναι μόνιμοι και δεν θα αρθούν ποτέ, με ολέθρια αποτελέσματα για την ελληνική οικονομία.
Το μέτρο, λοιπόν, των capital controls, ιδίως όσον αφορά στον περιορισμό της χρήσης των μετρητών, είναι πάρα πολύ ωφέλιμο για την ελληνική οικονομία και θα πλήξει άμεσα τη φοροδιαφυγή βελτιώνοντας τα φορολογικά έσοδα και κυρίως αυξάνοντας τον ΑΕΠ.
Αυτό που πρέπει τώρα να γίνει είναι να ληφθεί μέριμνα από την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς, το τραπεζικό σύστημα και την κυβέρνηση για ένα πλήθος «λεπτομερειών» ώστε να αποκατασταθεί η λειτουργία του Χρηματιστηρίου και των επενδυτικών προϊόντων. Η σκέψη της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς να επιτρέψει συναλλαγές στο Χρηματιστήριο μόνο με νέο χρήμα, δηλαδή όχι με τα λεφτά που βρίσκονται ήδη στις τράπεζες, αλλά με όσα κατατεθούν από εδώ και πέρα, είναι παράλογη. Το ίδιο παράλογη είναι και η σκέψη να μπορεί κάθε επενδυτής να επενδύει μόνο μέχρι 5.000 ευρώ ημερησίως στο Χρηματιστήριο. Το Χρηματιστήριο δεν μπορεί να λειτουργήσει με αυτούς τους περιορισμούς. Πρώτον, η μεγάλη πλειονότητα των πολιτών δεν έχει νέο χρήμα για να επενδύσει, αφού τα λεφτά τους είναι στις τράπεζες. Δεύτερον, όταν κάποιος αποφασίσει να επενδύσει στο Χρηματιστήριο, δεν μπορεί να περιορίζεται σε 5.000 ευρώ την ημέρα. Αν κάποιος θέλει να επενδύσει, 10.000 ή 20.000 ή 100.000 ευρώ πρέπει να το κάνει ανά πάσα στιγμή, αλλιώς η επένδυση δεν έχει νόημα. Από την πρώτη τοποθέτηση των 5.000 μέχρι την επόμενη μέρα η τιμή της μετοχής θα έχει αλλάξει. Στο Χρηματιστήριο πρέπει να έχεις τη δυνατότητα να μπαινοβγαίνεις ελεύθερα, αλλιώς παγιδεύεσαι, οπότε τα μέτρα αυτά είναι απαγορευτικά για επενδύσεις. Πέραν αυτού, με τους τρελούς νόμους που υπάρχουν στην Ελλάδα κάθε επενδυτής που κάνει κάποιες συναλλαγές μέσα στον χρόνο θεωρείται επαγγελματίας και πρέπει να κάνει ειδικές δηλώσεις κ.λπ. Θα θεωρείται, λοιπόν, επαγγελματίας κάποιος που θέλει να επενδύσει 20.000 ευρώ και θα πρέπει να το κάνει σπαστά σε τέσσερις συναλλαγές. Ολες αυτές οι σκέψεις είναι η ταφόπλακα του Χρηματιστηρίου σε μια εποχή όπου οι ελληνικές επιχειρήσεις έχουν τη μεγαλύτερη ανάγκη από ποτέ για χρηματοδότηση.
Το μέτρο, λοιπόν, των capital controls, ιδίως όσον αφορά στον περιορισμό της χρήσης των μετρητών, είναι πάρα πολύ ωφέλιμο για την ελληνική οικονομία και θα πλήξει άμεσα τη φοροδιαφυγή βελτιώνοντας τα φορολογικά έσοδα και κυρίως αυξάνοντας τον ΑΕΠ.
Αυτό που πρέπει τώρα να γίνει είναι να ληφθεί μέριμνα από την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς, το τραπεζικό σύστημα και την κυβέρνηση για ένα πλήθος «λεπτομερειών» ώστε να αποκατασταθεί η λειτουργία του Χρηματιστηρίου και των επενδυτικών προϊόντων. Η σκέψη της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς να επιτρέψει συναλλαγές στο Χρηματιστήριο μόνο με νέο χρήμα, δηλαδή όχι με τα λεφτά που βρίσκονται ήδη στις τράπεζες, αλλά με όσα κατατεθούν από εδώ και πέρα, είναι παράλογη. Το ίδιο παράλογη είναι και η σκέψη να μπορεί κάθε επενδυτής να επενδύει μόνο μέχρι 5.000 ευρώ ημερησίως στο Χρηματιστήριο. Το Χρηματιστήριο δεν μπορεί να λειτουργήσει με αυτούς τους περιορισμούς. Πρώτον, η μεγάλη πλειονότητα των πολιτών δεν έχει νέο χρήμα για να επενδύσει, αφού τα λεφτά τους είναι στις τράπεζες. Δεύτερον, όταν κάποιος αποφασίσει να επενδύσει στο Χρηματιστήριο, δεν μπορεί να περιορίζεται σε 5.000 ευρώ την ημέρα. Αν κάποιος θέλει να επενδύσει, 10.000 ή 20.000 ή 100.000 ευρώ πρέπει να το κάνει ανά πάσα στιγμή, αλλιώς η επένδυση δεν έχει νόημα. Από την πρώτη τοποθέτηση των 5.000 μέχρι την επόμενη μέρα η τιμή της μετοχής θα έχει αλλάξει. Στο Χρηματιστήριο πρέπει να έχεις τη δυνατότητα να μπαινοβγαίνεις ελεύθερα, αλλιώς παγιδεύεσαι, οπότε τα μέτρα αυτά είναι απαγορευτικά για επενδύσεις. Πέραν αυτού, με τους τρελούς νόμους που υπάρχουν στην Ελλάδα κάθε επενδυτής που κάνει κάποιες συναλλαγές μέσα στον χρόνο θεωρείται επαγγελματίας και πρέπει να κάνει ειδικές δηλώσεις κ.λπ. Θα θεωρείται, λοιπόν, επαγγελματίας κάποιος που θέλει να επενδύσει 20.000 ευρώ και θα πρέπει να το κάνει σπαστά σε τέσσερις συναλλαγές. Ολες αυτές οι σκέψεις είναι η ταφόπλακα του Χρηματιστηρίου σε μια εποχή όπου οι ελληνικές επιχειρήσεις έχουν τη μεγαλύτερη ανάγκη από ποτέ για χρηματοδότηση.
Ακολουθήστε το protothema.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr