Η διάλυση ολοκληρώνεται, το δράμα τελειώνει
05.01.2016
07:22
Περιμένουμε το τέλος του δράματος όχι επειδή αντιμετωπίσαμε τα προβλήματα, αλλά επειδή ολοκληρώθηκε η καταστροφή και δεν έχουν μείνει πια και πολλά για να διαλυθούν
Μέσα στο 2016 θα ολοκληρωθεί κατά πάσα πιθανότητα η εφαρμογή των μνημονιακών μέτρων από την κυβέρνηση. Οχι μόνο επειδή η κυβέρνηση πιέζεται να εφαρμόσει και τα τελευταία σκληρά μέτρα που αφορούν το Ασφαλιστικό και τους αγρότες, αλλά και επειδή η φοροδοτική ικανότητα της ελληνικής οικονομίας έχει πλέον εξαντληθεί ολοσχερώς. Ολα αυτά τα χρόνια, από το 2009 μέχρι σήμερα, οι κυβερνήσεις αύξαναν τους φόρους για να καλύψουν τα ελλείμματα. Απέφευγαν τις μεταρρυθμίσεις και αναζητούσαν ισοδύναμα τα οποία πάντα έβρισκαν στην αύξηση των φόρων και στην οριζόντια μείωση των εισοδημάτων. Το ίδιο κάνει και η σημερινή κυβέρνηση, η οποία, αντί να προχωρήσει σε μια γενναία μεταρρύθμιση του Ασφαλιστικού, αναζητεί ακόμη περισσότερους φόρους. Στο τραπέζι βρίσκεται η επιβολή ενός φόρου σε όλες τις τραπεζικές συναλλαγές αξίας μεγαλύτερης από 1.000 ευρώ, όπως παραδέχτηκε ο υπουργός Οικονομίας Γιώργος Σταθάκης. Ο φόρος αυτός -όπως και όλοι οι άλλοι- είναι αντιαναπτυξιακός. Δυσκολεύει τις συναλλαγές διότι ανεβάζει το κόστος τους και όταν οι συναλλαγές δυσκολεύονται, η ύφεση βαθαίνει. Παρ’ όλα αυτά, το Ασφαλιστικό σε κάποιο βαθμό θα αντιμετωπιστεί, ίσως όχι με τον καλύτερο και πιο βιώσιμο τρόπο, αλλά έστω και με ημίμετρα κάτι θα βελτιωθεί. Με τους αγρότες ο ΣΥΡΙΖΑ αναμένεται ότι θα τα βρει σκούρα, αλλά τελικά και σε αυτό το μέτωπο κάπου θα καταλήξει και θα μπει μια βάση για τη φορολόγησή τους, κάτι που θα έχει στο μέλλον σημαντικές αναπτυξιακές συνέπειες μέσω της δημιουργίας μεγαλύτερων και πιο οργανωμένων σε οικονομική βάση αγροτικών μονάδων.
Με πολύ αργό ρυθμό μπαίνει μια τάξη στα πράγματα και ακόμη κι αν θεωρούμε ότι τα προβλήματα δεν αντιμετωπίζονται με τον σωστό τρόπο και σε βάθος, τουλάχιστον αναγνωρίζονται ως προβλήματα και βρίσκονται κάποιες λύσεις για να συμμαζευτεί το δημοσιονομικό χάος. Το κακό είναι ότι με όλα αυτά τα ισοδύναμα, δηλαδή τους πολύ υψηλούς φόρους και την οριζόντια μείωση των εισοδημάτων, η οικονομία διαρκώς βυθίζεται σε νέα υφεσιακά βάθη. Και τίθεται το ερώτημα: Μπορεί να γίνει κάτι στο κοντινό μέλλον για να ξεφύγουμε από αυτή την κατάσταση; Η απάντηση είναι μεν θετική, απαιτεί όμως υπερβάσεις από την πλευρά του πολιτικού κόσμου, υπερβάσεις που δεν φαίνονται διατεθειμένοι να κάνουν οι πολιτικοί μας. Και ενώ απαιτούνται ομοψυχία, συναίνεση και συνεργασία για να λυθούν τα πολύ μεγάλα προβλήματα, όλοι προσπαθούν να κερδίσουν χρόνο λουφάζοντας και ελπίζοντας ότι στο μέλλον θα επανεμφανιστούν για να διαχειριστούν την ανάπτυξη. Αυτό είναι πολύ αμφίβολο αν θα συμβεί, καθώς οι πολίτες έχουν διαμορφώσει αρνητική άποψη πλέον σχεδόν για όλους, αφού όλοι, ακόμη και οι «επαναστάτες» του ΣΥΡΙΖΑ, δοκιμάστηκαν και απέτυχαν. Συντήρησαν την ύφεση, υπερφορολόγησαν τους πολίτες και τις επιχειρήσεις, αδιαφόρησαν για τους άνεργους και ενοχοποίησαν όλους πλέον τους πολίτες, χαρακτηρίζοντάς τους είτε φοροφυγάδες, είτε κακούς δανειολήπτες. Το κράτος φέρεται εχθρικά προς τους πολίτες και οι πολίτες δεν ελπίζουν πλέον σε μια καλύτερη πολιτική ηγεσία.
Αν υποθέσουμε όμως ότι θα υπάρξει κάτω από την πίεση των συνθηκών μια σχετική συνεργασία ή έστω μια συναίνεση στη Βουλή για να αντιμετωπιστούν τα δύσκολα προβλήματα, με ποιον τρόπο θα πετυχαίναμε κάποιες σοβαρές μεταρρυθμίσεις για να διασφαλίσουμε ότι στο μέλλον καμία κυβέρνηση δεν θα μπορούσε να εκτροχιάσει δημοσιονομικά την οικονομία; Για να υπάρξει μακροχρόνια σταθερό περιβάλλον για την ελληνική οικονομία, χρειάζεται να μπουν στο Σύνταγμα κάποια άρθρα που θα περιορίζουν την αυθαιρεσία των κυβερνήσεων και τελικά θα προστατεύουν τους πολίτες. Αν, φέρ’ ειπείν, έμπαινε στο Σύνταγμα ένα άρθρο που να προσδιορίζει σε ποιο ποσοστό του ΑΕΠ επιτρέπεται να φτάνουν οι δημόσιες δαπάνες, αυτό θα λειτουργούσε αναγκαστικά ως φρένο στο ενδεχόμενο μιας δημοσιονομικής εκτροπής.
Αντίστοιχα θα μπορούσε θεωρητικά να μπει ανώτατο όριο και για το ύψος της συνολικής φορολογικής επιβάρυνσης, για το ύψος των συντάξεων ως ποσοστό των συνολικών δημοσίων δαπανών, αλλά και για τη σχέση μεταξύ ανώτατης και κατώτατης σύνταξης. Πολύ βασικά μεγέθη όλα αυτά, τα οποία σχετίζονται με τις δυνατότητες κάθε οικονομίας αλλά και με την κοινωνική δικαιοσύνη. Αν υπήρχαν αυτά τα όρια, καμία κυβέρνηση δεν θα μπορούσε να τα υπερβεί και θα εξασφαλιζόταν μια δημοσιονομική πειθαρχία που θα απέκλειε τον δημοσιονομικό εκτροχιασμό που οφείλεται στις πελατειακές σχέσεις και την αυθαιρεσία των πολιτικών. Τέτοιες προθέσεις, δυστυχώς, δεν υπάρχουν στον πολιτικό κόσμο. Εν πάση περιπτώσει, φέτος αναμένεται ότι τα περισσότερα από όσα η τρόικα έχει απαιτήσει θα εφαρμοστούν, καθώς αν δεν εφαρμοστούν δεν θα εκταμιεύονται οι δόσεις των δανείων μας. Και εφόσον καταφέρουμε να φτάσουμε μέχρι τις αρχές του καλοκαιριού, μπορεί να ενταχθούμε και εμείς στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης του Ντράγκι και να εισπράξουμε κάποια επιπλέον ρευστότητα από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα. Αν αυτό συμβεί και εφόσον οι τράπεζες καταφέρουν να βρουν χρήματα για να αρχίσουν ξανά να χρηματοδοτούν την οικονομία, μπορούμε να ελπίζουμε ότι από τα μέσα του 2016 θα αρχίσει κάπως να μειώνεται η αίσθηση ασφυξίας που είναι τώρα γενικευμένη. Οσον αφορά στους φόρους, ήδη έχουν διαπιστωθεί πολύ μεγάλες δυσκολίες για την πληρωμή τους, οπότε, ακόμη κι αν επιχειρηθούν επιπλέον αυξήσεις, μάλλον δεν θα αποδώσουν τίποτα. Περιμένουμε, λοιπόν, το τέλος του δράματος όχι επειδή αντιμετωπίσαμε τα προβλήματα, αλλά επειδή ολοκληρώθηκε η καταστροφή και δεν έχουν μείνει πια και πολλά για να διαλυθούν.
Με πολύ αργό ρυθμό μπαίνει μια τάξη στα πράγματα και ακόμη κι αν θεωρούμε ότι τα προβλήματα δεν αντιμετωπίζονται με τον σωστό τρόπο και σε βάθος, τουλάχιστον αναγνωρίζονται ως προβλήματα και βρίσκονται κάποιες λύσεις για να συμμαζευτεί το δημοσιονομικό χάος. Το κακό είναι ότι με όλα αυτά τα ισοδύναμα, δηλαδή τους πολύ υψηλούς φόρους και την οριζόντια μείωση των εισοδημάτων, η οικονομία διαρκώς βυθίζεται σε νέα υφεσιακά βάθη. Και τίθεται το ερώτημα: Μπορεί να γίνει κάτι στο κοντινό μέλλον για να ξεφύγουμε από αυτή την κατάσταση; Η απάντηση είναι μεν θετική, απαιτεί όμως υπερβάσεις από την πλευρά του πολιτικού κόσμου, υπερβάσεις που δεν φαίνονται διατεθειμένοι να κάνουν οι πολιτικοί μας. Και ενώ απαιτούνται ομοψυχία, συναίνεση και συνεργασία για να λυθούν τα πολύ μεγάλα προβλήματα, όλοι προσπαθούν να κερδίσουν χρόνο λουφάζοντας και ελπίζοντας ότι στο μέλλον θα επανεμφανιστούν για να διαχειριστούν την ανάπτυξη. Αυτό είναι πολύ αμφίβολο αν θα συμβεί, καθώς οι πολίτες έχουν διαμορφώσει αρνητική άποψη πλέον σχεδόν για όλους, αφού όλοι, ακόμη και οι «επαναστάτες» του ΣΥΡΙΖΑ, δοκιμάστηκαν και απέτυχαν. Συντήρησαν την ύφεση, υπερφορολόγησαν τους πολίτες και τις επιχειρήσεις, αδιαφόρησαν για τους άνεργους και ενοχοποίησαν όλους πλέον τους πολίτες, χαρακτηρίζοντάς τους είτε φοροφυγάδες, είτε κακούς δανειολήπτες. Το κράτος φέρεται εχθρικά προς τους πολίτες και οι πολίτες δεν ελπίζουν πλέον σε μια καλύτερη πολιτική ηγεσία.
Αν υποθέσουμε όμως ότι θα υπάρξει κάτω από την πίεση των συνθηκών μια σχετική συνεργασία ή έστω μια συναίνεση στη Βουλή για να αντιμετωπιστούν τα δύσκολα προβλήματα, με ποιον τρόπο θα πετυχαίναμε κάποιες σοβαρές μεταρρυθμίσεις για να διασφαλίσουμε ότι στο μέλλον καμία κυβέρνηση δεν θα μπορούσε να εκτροχιάσει δημοσιονομικά την οικονομία; Για να υπάρξει μακροχρόνια σταθερό περιβάλλον για την ελληνική οικονομία, χρειάζεται να μπουν στο Σύνταγμα κάποια άρθρα που θα περιορίζουν την αυθαιρεσία των κυβερνήσεων και τελικά θα προστατεύουν τους πολίτες. Αν, φέρ’ ειπείν, έμπαινε στο Σύνταγμα ένα άρθρο που να προσδιορίζει σε ποιο ποσοστό του ΑΕΠ επιτρέπεται να φτάνουν οι δημόσιες δαπάνες, αυτό θα λειτουργούσε αναγκαστικά ως φρένο στο ενδεχόμενο μιας δημοσιονομικής εκτροπής.
Αντίστοιχα θα μπορούσε θεωρητικά να μπει ανώτατο όριο και για το ύψος της συνολικής φορολογικής επιβάρυνσης, για το ύψος των συντάξεων ως ποσοστό των συνολικών δημοσίων δαπανών, αλλά και για τη σχέση μεταξύ ανώτατης και κατώτατης σύνταξης. Πολύ βασικά μεγέθη όλα αυτά, τα οποία σχετίζονται με τις δυνατότητες κάθε οικονομίας αλλά και με την κοινωνική δικαιοσύνη. Αν υπήρχαν αυτά τα όρια, καμία κυβέρνηση δεν θα μπορούσε να τα υπερβεί και θα εξασφαλιζόταν μια δημοσιονομική πειθαρχία που θα απέκλειε τον δημοσιονομικό εκτροχιασμό που οφείλεται στις πελατειακές σχέσεις και την αυθαιρεσία των πολιτικών. Τέτοιες προθέσεις, δυστυχώς, δεν υπάρχουν στον πολιτικό κόσμο. Εν πάση περιπτώσει, φέτος αναμένεται ότι τα περισσότερα από όσα η τρόικα έχει απαιτήσει θα εφαρμοστούν, καθώς αν δεν εφαρμοστούν δεν θα εκταμιεύονται οι δόσεις των δανείων μας. Και εφόσον καταφέρουμε να φτάσουμε μέχρι τις αρχές του καλοκαιριού, μπορεί να ενταχθούμε και εμείς στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης του Ντράγκι και να εισπράξουμε κάποια επιπλέον ρευστότητα από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα. Αν αυτό συμβεί και εφόσον οι τράπεζες καταφέρουν να βρουν χρήματα για να αρχίσουν ξανά να χρηματοδοτούν την οικονομία, μπορούμε να ελπίζουμε ότι από τα μέσα του 2016 θα αρχίσει κάπως να μειώνεται η αίσθηση ασφυξίας που είναι τώρα γενικευμένη. Οσον αφορά στους φόρους, ήδη έχουν διαπιστωθεί πολύ μεγάλες δυσκολίες για την πληρωμή τους, οπότε, ακόμη κι αν επιχειρηθούν επιπλέον αυξήσεις, μάλλον δεν θα αποδώσουν τίποτα. Περιμένουμε, λοιπόν, το τέλος του δράματος όχι επειδή αντιμετωπίσαμε τα προβλήματα, αλλά επειδή ολοκληρώθηκε η καταστροφή και δεν έχουν μείνει πια και πολλά για να διαλυθούν.
Ακολουθήστε το protothema.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr