Η αξία της συμφωνίας για το χρέος και τις μεταρρυθμίσεις
25.06.2018
07:33
H συμφωνία μπορεί να θεωρηθεί θετική για την Ελλάδα για έναν και μόνο λόγο: Διότι περιορίζει σχεδόν ασφυκτικά τις δυνατότητες των ελληνικών κυβερνήσεων να ξεκινήσουν τις σπατάλες των χρημάτων του Προϋπολογισμού
Η συμφωνία της κυβέρνησης με το Eurogroup για το χρέος είναι ασφαλώς μια θετική εξέλιξη. Δεν είναι φυσικά θρίαμβος, όπως θέλει να την παρουσιάσει η κυβέρνηση, δεν είναι καν επιτυχία, αν σκεφτεί κανείς ότι ο Αλέξης Τσίπρας και οι συν αυτώ θεωρούσαν την επιμήκυνση της διάρκειας αποπληρωμής του χρέους απαράδεκτο συμβιβασμό και έλεγαν ότι θα πετύχουν μεγάλο κούρεμα του χρέους ή και ολική διαγραφή του.
Αυτά βέβαια αποτελούν παρελθόν και η κυβέρνηση των ΣΥΡΙΖΑ - ΑΝ.ΕΛ. θριαμβολογεί διότι πέτυχε μια ρύθμιση του χρέους πολύ χειρότερη από αυτή που κάποτε είχαμε σχεδόν ως δεδομένη. Η ευθύνη γι’ αυτή την πολύ χειρότερη συμφωνία βαραίνει εξ ολοκλήρου την κυβέρνηση, η οποία, αφού τα έχασε όλα «διαπραγματευόμενη» στην αρχή, τώρα πήρε κάτι πίσω και το γιορτάζει.
Για να γίνει κατανοητή αυτή η συμφωνία, πρέπει να εξηγηθούν ορισμένα πράγματα: πρώτον, η συμφωνία αφορά μόνο τα δάνεια του ΕFSF ύψους 130 δισ. ευρώ και όχι το σύνολο του ελληνικού χρέους περίπου των 400 δισ. ευρώ. Γι’ αυτά τα 130 δισ., λοιπόν, πετύχαμε μια δεκαετή περίοδο χάριτος και επιμήκυνση κατά δέκα χρόνια. Αυτό είναι μια θετική εξέλιξη διότι διευκολύνει σημαντικά την ταμειακή μας ρευστότητα, δηλαδή το πόσα χρήματα από τον Προϋπολογισμό θα πρέπει να πληρώνουμε κάθε χρόνο για την εξυπηρέτηση του χρέους μας. Την επιτυχία αυτή τη χρωστάμε στους Γάλλους που έβαλαν πλάτη κόντρα στις γερμανικές προτάσεις για επιμήκυνση μόνο τριών ετών, που αν γίνονταν δεκτές θα ήταν ξεδιάντροπη κοροϊδία. Το δεύτερο ευχάριστο είναι ότι οι κεντρικές τράπεζες που απεκόμισαν κέρδη από τις εκδόσεις ελληνικών ομολόγων θα μας τα επιστρέψουν. Αυτό είναι ηθικά σωστό (διότι δεν είναι κερδοσκοπικά ιδρύματα που λειτουργούν εις βάρος μιας υπερχρεωμένης χώρας-μέλους), αλλά από την άλλη δεν μπορεί να θεωρηθεί κυβερνητική επιτυχία. Και αυτό διότι η κερδοσκοπία των κεντρικών τραπεζών είχε αρχίσει ως «αντίποινο» για την απαράδεκτη διαπραγμάτευση του ανεκδιήγητου Γιάνη Βαρουφάκη. Συνεπώς ήρθη μια «ποινή» την οποία αυτή η κυβέρνηση είχε προκαλέσει. Κατά τα άλλα, η συμφωνία μπορεί να θεωρηθεί θετική για την Ελλάδα για έναν και μόνο λόγο:
Διότι περιορίζει ασφυκτικά σχεδόν τις δυνατότητες των ελληνικών κυβερνήσεων να ξεκινήσουν τις σπατάλες των χρημάτων του Προϋπολογισμού. Μπορεί, λοιπόν, να μην υπογράφουμε ένα νέο μνημόνιο, αλλά στην πραγματικότητα είμαστε σε διαρκή εποπτεία ως «επικίνδυνοι», ως «επιρρεπείς στις σπατάλες» ή ακόμη και ως «ανίκανοι να διαχειριστούμε την οικονομία μας». Και όταν λέω είμαστε, εννοώ τους πολιτικούς μας. Αυτή την κυβέρνηση και τις επόμενες που θα ακολουθήσουν αργά ή γρήγορα. Η συμφωνία αυτής της εποπτείας είναι προσβλητική για τη χώρα, αφού δεν έχει εφαρμοστεί σε άλλες χώρες -να και κάτι στο οποίο είμαστε πρωτοπόροι!-, αλλά από την άλλη διασφαλίζει κάτι που το Σύνταγμα δεν είχε διασφαλίσει, δηλαδή περιορίζει την ασυδοσία των κυβερνήσεων μέσω του περιορισμού των δανειακών αναγκών στο 15% του ΑΕΠ αρχικά και στο 20% μελλοντικά. Αυτό είναι αναγκαίο για τη χώρα, και η απόδειξη αυτού είναι ότι οι κυβερνήσεις μας φρόντισαν λόγω του λαϊκισμού, της μικροπολιτικής, της διαφθοράς της δημόσιας διοίκησης και των πολιτικών και της ανικανότητάς τους να φτάσουν το χρέος εκεί που το έφτασαν και να μας βυθίσουν σε ύφεση και ντροπή επί δεκαετίες. Ο περιορισμός της κυβερνητικής ασυδοσίας επιτυγχάνεται μέσω της συμφωνίας και από άλλα υποχρεωτικά μέτρα, όπως είναι η δημιουργία ανεξάρτητης από τα κόμματα Δημόσιας Διοίκησης με την τοποθέτηση μόνιμων διευθυντών στο Δημόσιο, αλλά και από τις αποκρατικοποιήσεις.
Μέριμνα υπάρχει ώστε να δημιουργηθούν και προοπτικές ανάπτυξης αλλά και βελτίωση υποδομών, μέσω άλλων μέτρων που αφορούν τον τομέα της Υγείας, της Κοινωνικής Πρόνοιας, της φορολογίας ακινήτων κ.λπ.
Ωστόσο, σε κάθε περίπτωση το πώς θα επιτευχθεί η ανάπτυξη επαφίεται στις ελληνικές κυβερνήσεις. Δίδεται όμως εμμέσως πλην σαφώς η κατεύθυνση για το πώς θα γίνει αυτό, και ο τρόπος είναι μέσω των μεταρρυθμίσεων, τις οποίες πιέζουν οι Ευρωπαίοι να εφαρμόσουμε θέλουμε δεν θέλουμε. Και τις οποίες φυσικά δεν έχουμε εφαρμόσει όλα αυτά τα χρόνια, διότι οι πολιτικοί μας έδωσαν μια τεράστια μάχη και πολύ σκληρές διαπραγματεύσεις μέχρι σήμερα για να πετύχουν ένα και μόνο πράγμα: για να διατηρήσουν τον ασφυκτικό έλεγχο της οικονομίας και της κοινωνίας από τα κόμματά τους και τους κομματικούς στρατούς. Την πολιτική αξιολόγηση αυτής της συμφωνίας θα την αναλύσουν άλλοι αρθρογράφοι σε άλλες σελίδες.
Αυτό που μπορούμε να πούμε τώρα είναι ότι προκύπτει ξεκάθαρα ότι οι ξένοι αντελήφθησαν πως αν μας αφήσουν μόνους μας θα καταστρέψουμε ξανά την οικονομία, και γι’ αυτό φροντίζουν να μας επιβάλουν όλα όσα έπρεπε από δεκαετίες να είχαμε σταδιακά εφαρμόσει και όσα δεν εφήρμοσαν οι κυβερνήσεις της μνημονιακής εποχής.
Αποκαλύπτεται επίσης ότι, αν η κυβέρνηση δεν είχε κάνει την αρχική αδιανόητη και παράλογη «τσαμπουκαλίδικη» διαπραγμάτευση της πρώτης περιόδου της, θα μπορούσαμε να έχουμε πετύχει πολύ καλύτερες συμφωνίες. Αν ο ΣΥΡΙΖΑ της πρώτης περιόδου ήταν ίδιος με τον σημερινό, μπορεί να βρισκόμαστε σήμερα σε πολύ καλύτερη μοίρα. Υπό άλλες συνθήκες και με άλλη κυβέρνηση -αλλά και άλλη νοοτροπία- θα είχαμε πετύχει ίσως καλύτερη συμφωνία. Δυστυχώς, όμως, με τα «αν» και τα «ίσως» δεν γίνεται δουλειά, όμως αυτή είναι η ελληνική πραγματικότητα και το ότι πετύχαμε αυτή τη συμφωνία είναι θετικό υπό τις συνθήκες.
Το αν δώσαμε πάρα πολλά (συμπεριλαμβανομένου του Μακεδονικού) για να πετύχουμε πολύ λίγα, ίσως είναι σωστό, αλλά, επαναλαμβάνω, αυτά μπόρεσε να διαπραγματευτεί η κυβέρνηση, αυτά πέτυχε. Για τη χώρα είναι θετική εξέλιξη, θα μπορούσε να είναι καλύτερη, αλλά εν πάση περιπτώσει με αυτή τη συμφωνία κλείνει ένας κύκλος μνημονίων και ανοίγει ένας άλλος, αυτός της αυστηρής επιτήρησης. Εφόσον διαλέξαμε να βγούμε στις αγορές και να πορευτούμε μόνοι μας, θα κρινόμαστε από τις αγορές και αυτό σημαίνει ότι αν δεν εφαρμόζουμε τις μεταρρυθμίσεις, ή αν αρχίσουμε ξανά τις σπατάλες, οι αγορές δεν θα μας δανείζουν και θα παρακαλάμε πάλι τους Ευρωπαίους να μας δανείσουν - και θα το κάνουν αν εφαρμόσουμε τις μεταρρυθμίσεις.
Η χώρα θα μπορέσει ξανά να σταθεί στα πόδια της και να επανακτήσει την αξιοπρέπειά της μόνο αν ο πολιτικός κόσμος εγκαταλείψει τον λαϊκισμό, καταπολεμήσει τη διαφθορά και τη διαπλοκή και διοικήσει τη χώρα με στόχο το εθνικό και όχι το κομματικό συμφέρον. Οσο δεν το κάνει, θα μας διοικούν οι δανειστές.
Η συμφωνία της κυβέρνησης με το Eurogroup για το χρέος είναι ασφαλώς μια θετική εξέλιξη. Δεν είναι φυσικά θρίαμβος, όπως θέλει να την παρουσιάσει η κυβέρνηση, δεν είναι καν επιτυχία, αν σκεφτεί κανείς ότι ο Αλέξης Τσίπρας και οι συν αυτώ θεωρούσαν την επιμήκυνση της διάρκειας αποπληρωμής του χρέους απαράδεκτο συμβιβασμό και έλεγαν ότι θα πετύχουν μεγάλο κούρεμα του χρέους ή και ολική διαγραφή του.
Αυτά βέβαια αποτελούν παρελθόν και η κυβέρνηση των ΣΥΡΙΖΑ - ΑΝ.ΕΛ. θριαμβολογεί διότι πέτυχε μια ρύθμιση του χρέους πολύ χειρότερη από αυτή που κάποτε είχαμε σχεδόν ως δεδομένη. Η ευθύνη γι’ αυτή την πολύ χειρότερη συμφωνία βαραίνει εξ ολοκλήρου την κυβέρνηση, η οποία, αφού τα έχασε όλα «διαπραγματευόμενη» στην αρχή, τώρα πήρε κάτι πίσω και το γιορτάζει.
Για να γίνει κατανοητή αυτή η συμφωνία, πρέπει να εξηγηθούν ορισμένα πράγματα: πρώτον, η συμφωνία αφορά μόνο τα δάνεια του ΕFSF ύψους 130 δισ. ευρώ και όχι το σύνολο του ελληνικού χρέους περίπου των 400 δισ. ευρώ. Γι’ αυτά τα 130 δισ., λοιπόν, πετύχαμε μια δεκαετή περίοδο χάριτος και επιμήκυνση κατά δέκα χρόνια. Αυτό είναι μια θετική εξέλιξη διότι διευκολύνει σημαντικά την ταμειακή μας ρευστότητα, δηλαδή το πόσα χρήματα από τον Προϋπολογισμό θα πρέπει να πληρώνουμε κάθε χρόνο για την εξυπηρέτηση του χρέους μας. Την επιτυχία αυτή τη χρωστάμε στους Γάλλους που έβαλαν πλάτη κόντρα στις γερμανικές προτάσεις για επιμήκυνση μόνο τριών ετών, που αν γίνονταν δεκτές θα ήταν ξεδιάντροπη κοροϊδία. Το δεύτερο ευχάριστο είναι ότι οι κεντρικές τράπεζες που απεκόμισαν κέρδη από τις εκδόσεις ελληνικών ομολόγων θα μας τα επιστρέψουν. Αυτό είναι ηθικά σωστό (διότι δεν είναι κερδοσκοπικά ιδρύματα που λειτουργούν εις βάρος μιας υπερχρεωμένης χώρας-μέλους), αλλά από την άλλη δεν μπορεί να θεωρηθεί κυβερνητική επιτυχία. Και αυτό διότι η κερδοσκοπία των κεντρικών τραπεζών είχε αρχίσει ως «αντίποινο» για την απαράδεκτη διαπραγμάτευση του ανεκδιήγητου Γιάνη Βαρουφάκη. Συνεπώς ήρθη μια «ποινή» την οποία αυτή η κυβέρνηση είχε προκαλέσει. Κατά τα άλλα, η συμφωνία μπορεί να θεωρηθεί θετική για την Ελλάδα για έναν και μόνο λόγο:
Διότι περιορίζει ασφυκτικά σχεδόν τις δυνατότητες των ελληνικών κυβερνήσεων να ξεκινήσουν τις σπατάλες των χρημάτων του Προϋπολογισμού. Μπορεί, λοιπόν, να μην υπογράφουμε ένα νέο μνημόνιο, αλλά στην πραγματικότητα είμαστε σε διαρκή εποπτεία ως «επικίνδυνοι», ως «επιρρεπείς στις σπατάλες» ή ακόμη και ως «ανίκανοι να διαχειριστούμε την οικονομία μας». Και όταν λέω είμαστε, εννοώ τους πολιτικούς μας. Αυτή την κυβέρνηση και τις επόμενες που θα ακολουθήσουν αργά ή γρήγορα. Η συμφωνία αυτής της εποπτείας είναι προσβλητική για τη χώρα, αφού δεν έχει εφαρμοστεί σε άλλες χώρες -να και κάτι στο οποίο είμαστε πρωτοπόροι!-, αλλά από την άλλη διασφαλίζει κάτι που το Σύνταγμα δεν είχε διασφαλίσει, δηλαδή περιορίζει την ασυδοσία των κυβερνήσεων μέσω του περιορισμού των δανειακών αναγκών στο 15% του ΑΕΠ αρχικά και στο 20% μελλοντικά. Αυτό είναι αναγκαίο για τη χώρα, και η απόδειξη αυτού είναι ότι οι κυβερνήσεις μας φρόντισαν λόγω του λαϊκισμού, της μικροπολιτικής, της διαφθοράς της δημόσιας διοίκησης και των πολιτικών και της ανικανότητάς τους να φτάσουν το χρέος εκεί που το έφτασαν και να μας βυθίσουν σε ύφεση και ντροπή επί δεκαετίες. Ο περιορισμός της κυβερνητικής ασυδοσίας επιτυγχάνεται μέσω της συμφωνίας και από άλλα υποχρεωτικά μέτρα, όπως είναι η δημιουργία ανεξάρτητης από τα κόμματα Δημόσιας Διοίκησης με την τοποθέτηση μόνιμων διευθυντών στο Δημόσιο, αλλά και από τις αποκρατικοποιήσεις.
Μέριμνα υπάρχει ώστε να δημιουργηθούν και προοπτικές ανάπτυξης αλλά και βελτίωση υποδομών, μέσω άλλων μέτρων που αφορούν τον τομέα της Υγείας, της Κοινωνικής Πρόνοιας, της φορολογίας ακινήτων κ.λπ.
Ωστόσο, σε κάθε περίπτωση το πώς θα επιτευχθεί η ανάπτυξη επαφίεται στις ελληνικές κυβερνήσεις. Δίδεται όμως εμμέσως πλην σαφώς η κατεύθυνση για το πώς θα γίνει αυτό, και ο τρόπος είναι μέσω των μεταρρυθμίσεων, τις οποίες πιέζουν οι Ευρωπαίοι να εφαρμόσουμε θέλουμε δεν θέλουμε. Και τις οποίες φυσικά δεν έχουμε εφαρμόσει όλα αυτά τα χρόνια, διότι οι πολιτικοί μας έδωσαν μια τεράστια μάχη και πολύ σκληρές διαπραγματεύσεις μέχρι σήμερα για να πετύχουν ένα και μόνο πράγμα: για να διατηρήσουν τον ασφυκτικό έλεγχο της οικονομίας και της κοινωνίας από τα κόμματά τους και τους κομματικούς στρατούς. Την πολιτική αξιολόγηση αυτής της συμφωνίας θα την αναλύσουν άλλοι αρθρογράφοι σε άλλες σελίδες.
Αυτό που μπορούμε να πούμε τώρα είναι ότι προκύπτει ξεκάθαρα ότι οι ξένοι αντελήφθησαν πως αν μας αφήσουν μόνους μας θα καταστρέψουμε ξανά την οικονομία, και γι’ αυτό φροντίζουν να μας επιβάλουν όλα όσα έπρεπε από δεκαετίες να είχαμε σταδιακά εφαρμόσει και όσα δεν εφήρμοσαν οι κυβερνήσεις της μνημονιακής εποχής.
Αποκαλύπτεται επίσης ότι, αν η κυβέρνηση δεν είχε κάνει την αρχική αδιανόητη και παράλογη «τσαμπουκαλίδικη» διαπραγμάτευση της πρώτης περιόδου της, θα μπορούσαμε να έχουμε πετύχει πολύ καλύτερες συμφωνίες. Αν ο ΣΥΡΙΖΑ της πρώτης περιόδου ήταν ίδιος με τον σημερινό, μπορεί να βρισκόμαστε σήμερα σε πολύ καλύτερη μοίρα. Υπό άλλες συνθήκες και με άλλη κυβέρνηση -αλλά και άλλη νοοτροπία- θα είχαμε πετύχει ίσως καλύτερη συμφωνία. Δυστυχώς, όμως, με τα «αν» και τα «ίσως» δεν γίνεται δουλειά, όμως αυτή είναι η ελληνική πραγματικότητα και το ότι πετύχαμε αυτή τη συμφωνία είναι θετικό υπό τις συνθήκες.
Το αν δώσαμε πάρα πολλά (συμπεριλαμβανομένου του Μακεδονικού) για να πετύχουμε πολύ λίγα, ίσως είναι σωστό, αλλά, επαναλαμβάνω, αυτά μπόρεσε να διαπραγματευτεί η κυβέρνηση, αυτά πέτυχε. Για τη χώρα είναι θετική εξέλιξη, θα μπορούσε να είναι καλύτερη, αλλά εν πάση περιπτώσει με αυτή τη συμφωνία κλείνει ένας κύκλος μνημονίων και ανοίγει ένας άλλος, αυτός της αυστηρής επιτήρησης. Εφόσον διαλέξαμε να βγούμε στις αγορές και να πορευτούμε μόνοι μας, θα κρινόμαστε από τις αγορές και αυτό σημαίνει ότι αν δεν εφαρμόζουμε τις μεταρρυθμίσεις, ή αν αρχίσουμε ξανά τις σπατάλες, οι αγορές δεν θα μας δανείζουν και θα παρακαλάμε πάλι τους Ευρωπαίους να μας δανείσουν - και θα το κάνουν αν εφαρμόσουμε τις μεταρρυθμίσεις.
Η χώρα θα μπορέσει ξανά να σταθεί στα πόδια της και να επανακτήσει την αξιοπρέπειά της μόνο αν ο πολιτικός κόσμος εγκαταλείψει τον λαϊκισμό, καταπολεμήσει τη διαφθορά και τη διαπλοκή και διοικήσει τη χώρα με στόχο το εθνικό και όχι το κομματικό συμφέρον. Οσο δεν το κάνει, θα μας διοικούν οι δανειστές.
Ακολουθήστε το protothema.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr