Η οικονομία θα μας πνίξει, όχι η πολιτική
02.10.2018
07:16
Η συζήτηση στη χώρα αυτή τη στιγμή είναι -ως συνήθως- πολιτική. Ολοι ασχολούνται με το πότε θα γίνουν εκλογές και συνδέουν τις πολιτικές εξελίξεις με δύο κυρίως θέματα: Με το αν ο Τσίπρας θα καταφέρει να περάσει το Μακεδονικό από τη Βουλή ή θα τον ρίξει ο Καμμένος και με το αν θα πάρει από τους εταίρους το «δώρο» της αναβολής της μείωσης των συντάξεων.
Πράγματι, σε πολιτικό επίπεδο αυτές είναι κρίσιμες παράμετροι. Ωστόσο το πραγματικό πρόβλημα της χώρας βρίσκεται στο πεδίο της οικονομίας και όχι της πολιτικής, όσο και αν είναι αλήθεια και γνωστό πλέον σε όλους ότι το πρόβλημα της οικονομίας είναι κατά βάθος πολιτικό.
Το πρόβλημα, λοιπόν, της οικονομίας εντοπίζεται σε τρεις πολύ συγκεκριμένους παράγοντες:
Πρώτον, στο τραπεζικό σύστημα το οποίο βρίσκεται σε ασφυκτικό κλοιό και πολλοί οικονομολόγοι αλλά και μεγάλα funds του εξωτερικού προβλέπουν ότι θα χρειαστεί και 4η ανακεφαλαιοποίηση.
Δεύτερον, στο ζήτημα των μεγάλων βιομηχανιών και, κυρίως, της ΔΕΗ, η οποία συρρικνώνεται χωρίς προοπτικές ανάκαμψης.
Τρίτον, στην αδυναμία του ιδιωτικού τομέα να αναπτυχθεί, να δημιουργήσει επιχειρήσεις και να παραγάγει εισόδημα εξαιτίας κυρίως των υψηλών φόρων αλλά και του συνολικά υπερβολικού κόστους της γραφειοκρατίας.
Οι τρεις αυτοί παράγοντες συνδιαμορφώνουν ένα εξαιρετικά δύσκολο τοπίο για την οικονομία, εμποδίζοντάς τη να κινηθεί προς την επιθυμητή κατεύθυνση. Την καθηλώνουν σε μια «ήπια ανάπτυξη» της τάξεως του 1%-2% του ΑΕΠ τον χρόνο (όταν έχουμε χάσει στην κρίση 25%).
Οι τράπεζες εξακολουθούν να έχουν πάρα πολύ υψηλά κοστολόγια, ενώ η ζήτηση δανείων παραμένει χαμηλή και άρα τα περιθώρια κερδοφορίας πιέζονται αφόρητα. Εκτός αυτού, έχουν να αντιμετωπίσουν τα κόκκινα δάνεια, κάτι που για λόγους θεσμικούς δεν κάνουν. Πιθανότατα, συνεπώς, θα χρειαστούν -εφόσον δεν τα αντιμετωπίσουν- νέα κεφάλαια. Ποιος θα τα βάλει; Οι ξένοι που έχουν μετοχές, ο Πόλσον και το Fairfax, μετράνε τις ζημίες τους και δεν είναι πρόθυμοι να βάλουν άλλα λεφτά. Οι Ελληνες μέτοχοι τα έχουν χάσει όλα. Συνεπώς είναι πολύ δύσκολο να καλυφθούν οι αυξήσεις αν χρειαστεί. Τι θα γίνει σε αυτή την περίπτωση;
Αναγκαστικά θα χρειαστεί να γίνουν ξανά τραπεζικές συγχωνεύσεις και να περιοριστεί ο αριθμός των τραπεζών από τις τέσσερις που έχουμε σήμερα σε τρεις ή δύο (σημειώνεται ότι στις αρχές της δεκαετίας είχαμε 22 ελληνικές και 19 ξένες). Αν αυτό δεν αποδειχθεί αρκετό, θα ξαναρχίσει η συζήτηση για bail in ή για κρατικοποιήσεις.
Εκτός όμως του εσωτερικού τους προβλήματος, οι τράπεζες δεν μπορούν να προσφέρουν τίποτα στην ελληνική οικονομία σήμερα διότι δεν μπορούν να τη χρηματοδοτήσουν. Δεν δίνουν δάνεια.
Από την άλλη, οι επιχειρήσεις δεν ζητάνε δάνεια και ο λόγος είναι ότι δεν έχει νόημα να κάνουν επενδύσεις. Επενδύσεις με δάνεια κάνεις όταν η απόδοση της επένδυσης είναι υψηλότερη του κόστους του δανείου. Σήμερα, όμως, δεν υπάρχει απόδοση λόγω χαμηλής ζήτησης και υψηλού κόστους γραφειοκρατίας. Ουσιαστικά δεν υπάρχουν δουλειές, δηλαδή δεν υπάρχει επιχειρηματική δραστηριότητα που να μοιάζει αποδοτική ώστε να επενδύσει κανείς σε αυτή.
Τα μόνα που αντέχουν στην κρίση τώρα είναι τα ακίνητα για το Airbnb και οι τουριστικές δραστηριότητες, αλλά είναι αμφίβολο αν μπορούν μόνα τους να σηκώσουν το βάρος μιας πραγματικής ανάπτυξης της τάξεως του 3%, 4% ή 5%. Οταν, δε, βγουν στην αγορά προς πώληση και τα ακίνητα που έχουν κατάσχει οι τράπεζες, δεν είναι βέβαιο ότι η αγορά ακινήτων θα αντέξει.
Πάμε τέλος στο θέμα των μεγάλων επιχειρήσεων και ειδικότερα της ΔΕΗ. Πολλές από τις μεγάλες βιομηχανικές επιχειρήσεις έχουν κλείσει και αυτές που απέμειναν δεν αρκούν για να στηρίξουν ολόκληρη την οικονομία. Ορισμένες, δε, όπως η ΔΕΗ, η μέχρι πρότινος μεγαλύτερη εταιρεία της χώρας, είναι αμφίβολο το αν μπορούν να επιβιώσουν. Η ΔΕΗ στηρίζεται κυρίως στα λιγνιτικά εργοστάσιά της. Αυτά όμως προκαλούν πολλούς ρύπους και οι ρύποι πλέον κοστίζουν πανάκριβα στις επιχειρήσεις που τους προκαλούν, περισσότερο και από την αξία της παραγωγής τους. Ετσι η ΔΕΗ προσπαθεί να πουλήσει τα λιγνιτικά της εργοστάσια, τα οποία όμως δεν πουλιούνται στις τιμές που τα αποτιμά, αλλά σε μικρό κλάσμα αυτών. Ετσι, αναβάλλει την πώληση και επιβαρύνεται συνεχώς με νέα ποσά από το κόστος των ρύπων. Τι θα κάνει η ΔΕΗ όταν καταρρεύσει; Η χώρα δεν μπορεί να μείνει χωρίς ρεύμα, ενδεχομένως λοιπόν να κρατικοποιηθεί ξανά.
Το πρόβλημα, λοιπόν, της οικονομίας εντοπίζεται σε τρεις πολύ συγκεκριμένους παράγοντες:
Πρώτον, στο τραπεζικό σύστημα το οποίο βρίσκεται σε ασφυκτικό κλοιό και πολλοί οικονομολόγοι αλλά και μεγάλα funds του εξωτερικού προβλέπουν ότι θα χρειαστεί και 4η ανακεφαλαιοποίηση.
Δεύτερον, στο ζήτημα των μεγάλων βιομηχανιών και, κυρίως, της ΔΕΗ, η οποία συρρικνώνεται χωρίς προοπτικές ανάκαμψης.
Τρίτον, στην αδυναμία του ιδιωτικού τομέα να αναπτυχθεί, να δημιουργήσει επιχειρήσεις και να παραγάγει εισόδημα εξαιτίας κυρίως των υψηλών φόρων αλλά και του συνολικά υπερβολικού κόστους της γραφειοκρατίας.
Οι τρεις αυτοί παράγοντες συνδιαμορφώνουν ένα εξαιρετικά δύσκολο τοπίο για την οικονομία, εμποδίζοντάς τη να κινηθεί προς την επιθυμητή κατεύθυνση. Την καθηλώνουν σε μια «ήπια ανάπτυξη» της τάξεως του 1%-2% του ΑΕΠ τον χρόνο (όταν έχουμε χάσει στην κρίση 25%).
Οι τράπεζες εξακολουθούν να έχουν πάρα πολύ υψηλά κοστολόγια, ενώ η ζήτηση δανείων παραμένει χαμηλή και άρα τα περιθώρια κερδοφορίας πιέζονται αφόρητα. Εκτός αυτού, έχουν να αντιμετωπίσουν τα κόκκινα δάνεια, κάτι που για λόγους θεσμικούς δεν κάνουν. Πιθανότατα, συνεπώς, θα χρειαστούν -εφόσον δεν τα αντιμετωπίσουν- νέα κεφάλαια. Ποιος θα τα βάλει; Οι ξένοι που έχουν μετοχές, ο Πόλσον και το Fairfax, μετράνε τις ζημίες τους και δεν είναι πρόθυμοι να βάλουν άλλα λεφτά. Οι Ελληνες μέτοχοι τα έχουν χάσει όλα. Συνεπώς είναι πολύ δύσκολο να καλυφθούν οι αυξήσεις αν χρειαστεί. Τι θα γίνει σε αυτή την περίπτωση;
Αναγκαστικά θα χρειαστεί να γίνουν ξανά τραπεζικές συγχωνεύσεις και να περιοριστεί ο αριθμός των τραπεζών από τις τέσσερις που έχουμε σήμερα σε τρεις ή δύο (σημειώνεται ότι στις αρχές της δεκαετίας είχαμε 22 ελληνικές και 19 ξένες). Αν αυτό δεν αποδειχθεί αρκετό, θα ξαναρχίσει η συζήτηση για bail in ή για κρατικοποιήσεις.
Εκτός όμως του εσωτερικού τους προβλήματος, οι τράπεζες δεν μπορούν να προσφέρουν τίποτα στην ελληνική οικονομία σήμερα διότι δεν μπορούν να τη χρηματοδοτήσουν. Δεν δίνουν δάνεια.
Από την άλλη, οι επιχειρήσεις δεν ζητάνε δάνεια και ο λόγος είναι ότι δεν έχει νόημα να κάνουν επενδύσεις. Επενδύσεις με δάνεια κάνεις όταν η απόδοση της επένδυσης είναι υψηλότερη του κόστους του δανείου. Σήμερα, όμως, δεν υπάρχει απόδοση λόγω χαμηλής ζήτησης και υψηλού κόστους γραφειοκρατίας. Ουσιαστικά δεν υπάρχουν δουλειές, δηλαδή δεν υπάρχει επιχειρηματική δραστηριότητα που να μοιάζει αποδοτική ώστε να επενδύσει κανείς σε αυτή.
Τα μόνα που αντέχουν στην κρίση τώρα είναι τα ακίνητα για το Airbnb και οι τουριστικές δραστηριότητες, αλλά είναι αμφίβολο αν μπορούν μόνα τους να σηκώσουν το βάρος μιας πραγματικής ανάπτυξης της τάξεως του 3%, 4% ή 5%. Οταν, δε, βγουν στην αγορά προς πώληση και τα ακίνητα που έχουν κατάσχει οι τράπεζες, δεν είναι βέβαιο ότι η αγορά ακινήτων θα αντέξει.
Πάμε τέλος στο θέμα των μεγάλων επιχειρήσεων και ειδικότερα της ΔΕΗ. Πολλές από τις μεγάλες βιομηχανικές επιχειρήσεις έχουν κλείσει και αυτές που απέμειναν δεν αρκούν για να στηρίξουν ολόκληρη την οικονομία. Ορισμένες, δε, όπως η ΔΕΗ, η μέχρι πρότινος μεγαλύτερη εταιρεία της χώρας, είναι αμφίβολο το αν μπορούν να επιβιώσουν. Η ΔΕΗ στηρίζεται κυρίως στα λιγνιτικά εργοστάσιά της. Αυτά όμως προκαλούν πολλούς ρύπους και οι ρύποι πλέον κοστίζουν πανάκριβα στις επιχειρήσεις που τους προκαλούν, περισσότερο και από την αξία της παραγωγής τους. Ετσι η ΔΕΗ προσπαθεί να πουλήσει τα λιγνιτικά της εργοστάσια, τα οποία όμως δεν πουλιούνται στις τιμές που τα αποτιμά, αλλά σε μικρό κλάσμα αυτών. Ετσι, αναβάλλει την πώληση και επιβαρύνεται συνεχώς με νέα ποσά από το κόστος των ρύπων. Τι θα κάνει η ΔΕΗ όταν καταρρεύσει; Η χώρα δεν μπορεί να μείνει χωρίς ρεύμα, ενδεχομένως λοιπόν να κρατικοποιηθεί ξανά.
Ολες αυτές οι κρατικοποιήσεις, των τραπεζών και της ΔΕΗ, θα γίνουν φυσικά με χρήμα το οποίο θα κληθεί να πληρώσει ο φορολογούμενος, ο οποίος ήδη δεν μπορεί να πληρώσει τους φόρους του.
Οι συνθήκες αυτές οδηγούν ξανά σε αδιέξοδο την ελληνική οικονομία. Και όλα τελικά εξαρτώνται από το αν θα καταφέρει η κυβέρνηση (προφανώς η επόμενη) να μειώσει τους φόρους. Αυτό πάλι εξαρτάται από το αν θα καταφέρει να διαπραγματευτεί μικρότερα πρωτογενή πλεονάσματα και αυτό εξαρτάται από το αν οι εταίροι θα δεχτούν μια νέα ρύθμιση του χρέους που θα ισοδυναμεί με κούρεμα, δηλαδή μια πολύ μεγάλη επιμήκυνσή του ώστε να μειωθούν οι δόσεις και τα πλεονάσματα να μπορούν να τις καλύψουν.
Αν όλα αυτά γίνουν, ίσως ξεκινήσει δειλά μια διαδικασία ανάκαμψης. Και πάλι, όμως, η Ελλάδα έχει χάσει σημαντικά έδαφος σε διεθνή ανταγωνιστικότητα. Σύμφωνα με την τελευταία διεθνή αξιολόγηση ανταγωνιστικότητας και ελευθερίας του επιχειρείν, βρισκόμαστε στην 111η θέση διεθνώς μεταξύ 165 χωρών. Μαζί με τη Σουαζιλάνδη. Οι γειτονικές (μέχρι πρότινος φτωχότερες) χώρες ανεβαίνουν πολύ γρήγορα και προσελκύουν τις ξένες επενδύσεις. Στη Ρουμανία ιδίως το ενδιαφέρον των ξένων επενδυτών είναι τεράστιο.
Περίπου αυτή είναι η κατάσταση και τα σημερινά δεδομένα της οικονομίας. Το αν ελπίζουμε σε ανάπτυξη επειδή αρκετά υποφέραμε μέχρι σήμερα είναι άλλο ζήτημα. Η ανάπτυξη όμως δεν είναι θέμα πίστης, αλλά συνθηκών. Και οι συνθήκες δεν είναι ακόμη ευνοϊκές.
Οι συνθήκες αυτές οδηγούν ξανά σε αδιέξοδο την ελληνική οικονομία. Και όλα τελικά εξαρτώνται από το αν θα καταφέρει η κυβέρνηση (προφανώς η επόμενη) να μειώσει τους φόρους. Αυτό πάλι εξαρτάται από το αν θα καταφέρει να διαπραγματευτεί μικρότερα πρωτογενή πλεονάσματα και αυτό εξαρτάται από το αν οι εταίροι θα δεχτούν μια νέα ρύθμιση του χρέους που θα ισοδυναμεί με κούρεμα, δηλαδή μια πολύ μεγάλη επιμήκυνσή του ώστε να μειωθούν οι δόσεις και τα πλεονάσματα να μπορούν να τις καλύψουν.
Αν όλα αυτά γίνουν, ίσως ξεκινήσει δειλά μια διαδικασία ανάκαμψης. Και πάλι, όμως, η Ελλάδα έχει χάσει σημαντικά έδαφος σε διεθνή ανταγωνιστικότητα. Σύμφωνα με την τελευταία διεθνή αξιολόγηση ανταγωνιστικότητας και ελευθερίας του επιχειρείν, βρισκόμαστε στην 111η θέση διεθνώς μεταξύ 165 χωρών. Μαζί με τη Σουαζιλάνδη. Οι γειτονικές (μέχρι πρότινος φτωχότερες) χώρες ανεβαίνουν πολύ γρήγορα και προσελκύουν τις ξένες επενδύσεις. Στη Ρουμανία ιδίως το ενδιαφέρον των ξένων επενδυτών είναι τεράστιο.
Περίπου αυτή είναι η κατάσταση και τα σημερινά δεδομένα της οικονομίας. Το αν ελπίζουμε σε ανάπτυξη επειδή αρκετά υποφέραμε μέχρι σήμερα είναι άλλο ζήτημα. Η ανάπτυξη όμως δεν είναι θέμα πίστης, αλλά συνθηκών. Και οι συνθήκες δεν είναι ακόμη ευνοϊκές.
Ακολουθήστε το protothema.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr