Χειρότερο από το έλλειμμα το υπερπλεόνασμα

Η επίτευξη υπερπλεονάσματος, για την οποία καμαρώνει η κυβέρνηση, κάνει στην οικονομία μεγαλύτερο κακό από αυτό που θα έκανε ένα μικρό έλλειμμα. Το υπερπλεόνασμα δημιουργήθηκε από τρεις παράγοντες. 

Πρώτον, επειδή η κυβέρνηση δεν πληρώνει αυτά που χρωστάει στους προμηθευτές της (π.χ. προμηθευτές νοσοκομειακών ειδών) και δεν επιστρέφει τους φόρους που οφείλει να επιστρέψει (π.χ. ΦΠΑ στις εξαγωγικές επιχειρήσεις).

Δεύτερον, επειδή δεν κάνει τις δημόσιες επενδύσεις που έχει προγραμματίσει.

Τρίτον, επειδή υπερφορολογεί τους πάντες: επιχειρήσεις και επαγγελματίες.

Τα δύο από αυτά, η μη πληρωμή των υποχρεώσεων και η υπερφορολόγηση αφαιρούν ευθέως ρευστότητα από την αγορά και πνίγουν την οικονομία. Η μη πραγματοποίηση των επενδύσεων στερεί και χρήμα από την αγορά, αλλά επιβαρύνει πολλαπλά την οικονομική δραστηριότητα και την κοινωνία διότι αυτές οι δημόσιες επενδύσεις είναι αναγκαίες για τη λειτουργία της χώρας. Ενα υπερπλεόνασμα που επιτυγχάνεται με αυτόν τον τρόπο είναι καταστροφικό. Αντίθετα, ένα μικρό έλλειμμα που θα μπορούσε εύκολα να χρηματοδοτηθεί θα βοηθούσε την οικονομική ανάπτυξη περισσότερο. 

Βεβαίως στην κατάσταση που βρίσκεται η χώρα το καλύτερο θα ήταν να εφαρμόζεται με ακρίβεια ο Προϋπολογισμός, δηλαδή να παράγεται το υποχρεωτικό από το μνημόνιο πλεόνασμα ώστε να μειώνεται το χρέος προς τους πιστωτές και ό,τι περισσεύει να δαπανάται για αναπτυξιακές επενδύσεις και για εξόφληση υποχρεώσεων του Δημοσίου προς τους ιδιώτες.

Αν το υπερπλεόνασμα χρησιμοποιούνταν για αναπτυξιακές επενδύσεις θα ήταν χρήσιμο. Ωστόσο, κατασπαταλάται σε ψηφοθηρικές παροχές. Την πολύ κακή πολιτική που ακολουθεί η κυβέρνηση στα δημόσια οικονομικά επισήμανε και η Τράπεζα της Ελλάδος, η οποία σε ανακοίνωσή της αναφέρει ότι «το υπάρχον δημοσιονομικό μείγμα, παρόλο που εκπληρώνει τους δημοσιονομικούς στόχους, στερεί πόρους από την πραγματική οικονομία λόγω της υπερφορολόγησης και της περικοπής των επενδυτικών δαπανών. Κατά συνέπεια, χρειάζεται μια αναδιάταξη του δημοσιονομικού μείγματος μέσω της μείωσης των φορολογικών συντελεστών και της ανακατανομής της δημόσιας δαπάνης κατά τρόπο που θα τονώνει την ανάπτυξη».

Τονίζει επίσης την ανάγκη αύξησης των δημοσίων επενδύσεων:  «Είναι σημαντικό να αντιστραφεί η τάση της μείωσης των δημοσίων επενδύσεων των προηγούμενων ετών, που έχει οδηγήσει στη μείωση του παραγωγικού αποθέματος κεφαλαίου της ελληνικής οικονομίας. Απαιτούνται λοιπόν η καλύτερη αξιοποίηση των πόρων των Διαρθρωτικών Ταμείων της Ευρωπαϊκής Ενωσης, η επέκταση των συμπράξεων δημόσιου ιδιωτικού τομέα (ΣΔΙΤ) σε κλάδους όπου υπάρχει έλλειμμα δημοσίων επενδύσεων, η επιτάχυνση του προγράμματος των αποκρατικοποιήσεων, που θα συνοδεύονται από νέες επενδύσεις των ιδιωτών επενδυτών, αλλά και η ταχύτερη εξόφληση των ληξιπρόθεσμων οφειλών προς τον ιδιωτικό τομέα».  Αυτά λέει η Τράπεζα της Ελλάδος και αυτά πράγματι θα έπρεπε να αποτελούν προτεραιότητα για την κυβέρνηση. Δυστυχώς, όμως, για ψηφοθηρικούς λόγους η κυβέρνηση έχει άλλα σχέδια.

Αντί να μειώσει τους φόρους και να ανακουφίσει τους φορολογούμενους αλλά και να αφήσει κάποια ρευστότητα στις επιχειρήσεις για να κάνουν επενδύσεις, μοιράζει παροχές για να προσελκύσει ψηφοφόρους. Αυτό το ονομάζει κοινωνική πολιτική. Μια κοινωνική πολιτική ευκαιριακή, χωρίς κανένα θετικό αποτέλεσμα για την οικονομία, ούτε φυσικά γι’ αυτούς που θα πάρουν εφάπαξ ενίσχυση. Τι νόημα έχει να δώσεις, για παράδειγμα, λίγα ευρώ φέτος στον καθένα αντί να δημιουργήσεις αναπτυξιακή τάση που θα φέρει επενδύσεις και συνεπώς δουλειές και εισοδήματα; Τι έχει ανάγκη ένας άνεργος; Ενα μικρό επίδομα που θα πάρει μόνο φέτος ή μια θέση εργασίας που θα του εξασφαλίσει ένα σταθερό εισόδημα;
 
Υπό τις παρούσες συνθήκες, οι λύσεις που υπάρχουν είναι περιορισμένες. Είναι και νομοτελειακές. Το ότι δεν τις εφαρμόζει η κυβέρνηση δεν σημαίνει ότι θα μπορέσουμε μελλοντικά να τις αποφύγουμε. Το κράτος δεν έχει λεφτά να πληρώνει τις δαπάνες του και πρέπει να περιοριστεί. Και περιοριζόμενο θα γίνει και πιο παραγωγικό και αποτελεσματικό διότι σήμερα επικρατεί χάος στον δημόσιο τομέα. Το ίδιο το υπουργείο Οικονομικών δεν ξέρει ποιους πληρώνει και γιατί και αναγκάζεται για να καλύψει τις σπατάλες να κόψει τις δημόσιες επενδύσεις.

Αυτό δεν μπορεί να συνεχίζεται για χρόνια και αναγκαστικά η πολιτική αυτή θα εγκαταλειφθεί αμέσως μετά τις εκλογές, όποιος και αν τις κερδίσει. Ακόμη και αν τις κερδίσει ο ΣΥΡΙΖΑ, θα αναγκαστεί από την έλλειψη χρήματος να περιορίσει τις σπατάλες. Καταρχήν θα πάρει πίσω αμέσως όλες τις παροχές που τάζει προεκλογικά. Δεν θα εφαρμόσει καμία. Και παρόλο που είναι ιδεολογικά αντίθετος με τις αποκρατικοποιήσεις, θα αναγκαστεί να τις πραγματοποιήσει υπό την πίεση των αγορών οι οποίες αρνούνται πεισματικά να μας χρηματοδοτήσουν. 

Η μείωση των φόρων θα γίνει επειδή δεν μπορούν πλέον οι φορολογούμενοι να τους πληρώσουν. Κάποιες δημόσιες επενδύσεις αναγκαστικά θα γίνουν διότι δεν λειτουργεί πλέον τίποτα και είναι αναγκαίες. Και η πληρωμή των υποχρεώσεων του Δημοσίου στους προμηθευτές θα γίνει επειδή και αυτοί θα σταματήσουν να το προμηθεύουν αν δεν τους πληρώνει. Το ότι δεν εφαρμόζει ο ΣΥΡΙΖΑ τις αναγκαίες μεταρρυθμίσεις για να περιοριστούν οι δημόσιες σπατάλες και για να λειτουργήσει σωστά η χώρα, είναι εγκληματικό.

Η αποφυγή των μεταρρυθμίσεων δεν σχετίζεται με ιδεολογικά ή κοινωνικά ζητήματα, είναι απλώς μια μικροπολιτική επιλογή που αποσκοπεί στην ψηφοθηρία και έχει τεράστιο κόστος για την οικονομία και κατά συνέπεια για την κοινωνία και, κυρίως, για τους αδύναμους οικονομικά πολίτες που υποτίθεται ότι προσπαθεί να προστατεύσει.

Φυσικά, αν αντί του ΣΥΡΙΖΑ εκλεγεί μια άλλη κυβέρνηση, οι μεταρρυθμίσεις και η μείωση των φόρων αναμένεται να επιταχυνθούν και οι αναπτυξιακές προοπτικές της χώρας θα ενισχυθούν άμεσα.
Ακολουθήστε το protothema.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr