Το Μεσολόγγι και ο Μπάιρον
24.04.2021
08:33
Το Μεσολόγγι και ο Μπάιρον
«Άκου, Μπάιρον, πόσο θρήνον
κάνει, ένω σέ χαιρέτα,
ή Πατρίδα των Ελλήνων·
κλαίγε, κλαίγε, Ελευθεριά».
Λ. Σολωμός
Δέν ξέρω, τι χρωστάει τό Μεσολόγγι στόν Μπάιρον ή ό Μπάιρον στο Μεσολόγγι! Διότι είναι δύσκολο νά πει κανείς, άν ό Μπάιρον χάρισε στο Μεσολόγγι τήν ιστορική του αθανασία ή άν τό Μεσολόγγι άνοιξε τήν θύρα της αιωνιότητας στόν Μπάιρον. Τό βέβαιο πάντως είναι ότι και τά δύο αυτά ήθικά και πνευματικά μεγέθη θά έμεναν στο προσκήνιο της παγκόσμιας ιστορίας, έστω κι άν δέν είχαν τόσον αρμονικά και συγχρόνως τραγικά συναντηθεί. Ή συνάντηση, όμως, αυτή ήταν ένας αρμονικός συνδυασμός Ξίφους και Πνεύματος και έδωσεν εις μεν τον ατρόμητο ποιητή λόρδο Βύρωνα, πού «ή προσωπική του ανδρεία δέν είχεν όρια» και «πού -θά σημειώσει ό Γκάμπα- επιζητούσε άπληστα τούς κινδύνους της μάχης», διάσταση μυθική, εις δε τήν Ιερή Πόλη εύρος μεγαλείου πού τό σέβονται οί αιώνες. Όπως, τώρα, δέν μπορεί νά ξεχωρίσει κανείς από τήν επανάσταση του 1821 τούς ασύγκριτους ερμηνευτές της Σολωμό και Κάλβο, έτσι δέν είναι δυνατόν νά φαντασθεί κανείς τό Μεσολόγγι χωρίς τόν Βύρωνα.
Ό λόρδος Μπάιρον ή λόρδος Βύρων -όπως πρόφεραν τό ονομά του οί Έλληνες τότε- υπήρξε μια ποιητική και μαζί πολιτική μεγαλοφυΐα, ένας δημιουργός θεωρητικός και μαζί πρακτικός: «οί πράξεις μας είναι οί εποχές μας... Άν μελετάς μέ θλίψη τή χαμένη νιότη σου, τότε γιατί νά ζεις;... Ή θλίψη είναι ή γνώση. Όσοι γνωρίζουν πάρα πολλά, πρέπει νά πενθούν βαθύτερα για τή μοιραία αλήθεια. Τό δέντρο της Γνώσης δεν είναι τό δέντρο της Ζωής». Ό ποιητής μας επικράνθη μάλλον από τό δέντρο της Ζωής παρά από τό δέντρο της Γνώσεως, όπως θά ήθελεν ό «Εκκλησιαστής» (Α 18): «Και ό προστιθείς γνώσιν προσθήσει άλγημα»!
Ό νόστος προς τή Γή των Ελλήνων, ή Θεϊκή φωτιά του πόθου νά τή γνωρίσει και νά φιλήσει τό χώμα της, ό θυμός και ο πόνος γιά τή σκλαβιά της θά τον οδηγήσουν στην αμετάθετη απόφασή του: «Ή χώρα του τιμημένου θανάτου είναι εδώ. Εμπρός, στή μάχη. Και βγάλε εκεί τήν ύστερη πνοή σου»!
Ή χώρα, πράγματι, του τιμημένου θανάτου του Μπάιρον ήταν τό πολιορκημένο Μεσολόγγι. Εδώ, στο θέατρο του τιτάνιου αγώνα της ελληνικής ελευθερίας, άφησε τήν ύστερη πνοή του, τήν 19 Απριλίου 1824 Δευτέρα τής Διακαινησίμου, τό μεγάλο του πνεύμα, αδελφωμένο μέ των αρχαίων Ελλήνων και των συγχρόνων μαρτύρων τής ελευθερίας τά πνεύματα. Εδώ τήν προτεραία του θανάτου του, πράο δειλινό του Πάσχα, θά πει στόν ιατρό Μίλλινγκεν ό θνήσκων ποιητής: «Δεν θρηνώ πού θά χάσω τή ζωή μου. Για νά τερματίσω την κουρασμένη μου ύπαρξη ήρθα στήν Ελλάδα. Τόν πλούτο μου, τις ικανότητές μου αφιέρωσα στήν υπόθεσή της. Ναί, της προσφέρω και τή ζωή μου. Μιά παράκληση: μήν αφήσετε νά κομματιαστεί τό σώμα μου ή νά σταλεί στήν Αγγλία»! Το επόμενο δειλινό, γύρω στις 6/19 Απριλίου 1824, Δευτέρα του Πάσχα ό θάνατος χτύπησε τήν πόρτα της Υπάρξεώς του:
Σέ ήλικία 36 ετών και 3 μηνών πεθαίνει στά χέρια της αδάμαστης φρουράς του άπαρτου Φράχτη ό λόρδος Βύρων, γιά νά συνθέσει έτσι ό μεγάλος αυτός Άγγλος και ελληνολάτρης ποιητής τό πλέον άρτιο κατόρθωμά του και ν' ανεβεί συγχρόνως στόν ακήρατο κόσμο της Ιδέας. Ό ποιητής κοιμήθηκε ευχαριστημένος. Πνευματικά και ηθικά ώριμος έβλεπε πώς από ένα φρικώδες ελληνικό «τώρα» ξεπηδάει μία λάμψη αιωνιότητας, ένα φως ελευθερίας πού γλυκύτατο και ιλαρότατο εισέρχεται έως τά καταχθόνια της πολυαίωνης δουλείας.
Γιγάντια καταιγίδα είχε ξεσπάσει στο Μεσολόγγι, προμήνυμα του θανάτου του αγνού φιλέλληνα. Όπως οι αστραπές αυλάκωναν τόν εσκοτωμένον ορίζοντα, έτσι διαδιδόταν ή είδηση. Τό Μεσολόγγι απόμεινε κεραυνωμένο: τραχείς αγωνιστές και απλοϊκοί βοσκοί ένοιωθαν απορφανισμένοι, όλος ό ηρωικός φράχτης τυλιγόταν σ’ ένα βουβό θρήνο. Ή επαναστατημένη Ελλάδα έχανε τον πραγματοποιό και σημαιοφόρο της ελευθερίας της.
Σεισμό προκάλεσε στο Λονδίνο και στις άλλες ευρωπαϊκές πόλεις ή είδηση του θανάτου του Μπάιρον, πού πυρακτώνει τώρα το φιλελληνισμό και συγκεντρώνει τις ψυχές ολου τού κόσμου στήν Ιερά Πόλη.
«Ή νύχτα έπεφτε -γράφει ό Αντρέ Μωρουά-, αστραπές και κεραυνοί αυλάκωναν διαδοχικά τό σκοτάδι... Ή βροχή, ανεμοδαρμένη, χτυπούσε τά τζάμια των σπιτιών. Οί στρατιώτες και οί βοσκοί, πού... αγνοούσαν ακόμη τό πένθιμο νέο, άλλα πίστευαν ότι σημεία και τέρατα συνόδευαν πάντοτε τό θάνατο ενός ήρωα, έλεγαν μεταξύ τους παρατηρώντας την ανήκουστη βιαιότητα της θύελλας: πέθανε ό Βύρων»!
Όλη ή γή της Ελλάδος έγινε τάφος του. Και ό θρήνος τών Ελλήνων αβάσταχτος: «Αυτός του οποίου κλαίομεν τον θάνατον απαρηγόρητα -θά πει στον επικήδειο του ό Σπ. Τρικούπης-, είναι άνθρωπος ό όποιος (εις τό είδος του) έδωκε τό όνομά του εις τον αιώνα μας. Ή ευρυχωρία του πνεύματός του, και τό ύψος της φαντασίας του δεν τον άφησαν νά πατήση τά λαμπρά, πλήν κοινά, ίχνη τής φιλολογικής τών παλαιών δόξας. Έπιασε νέον δρόμον, δρόμον, τον όποιον ή γεροντική πρόληψις επροσπάθησε και προσπαθεί ακόμη νά τόν κλείση εις την σοφήν Ευρώπην αλλά δεν ζουν τά συγγράμματά του (και θά ζουν όσο ζή ό Κόσμος) θέλει μείνει πάντοτε ό δρόμος αυτός ανοιχτός, επειδή και αυτός καθώς και ό άλλος είναι δρόμος αληθινής δόξας».
Οι πανέλληνες ένοιωθαν σάν απορφανισμένοι. Οί Μεσολογγίτες δέν μπορούσαν νά δεχθούν τή σκληρή πραγματικότητα του θανάτου του. Τό σπίτι όπου κατοικούσε ό Βύρων, «γιά τρεις μήνες ήταν μέρα - νύχτα πολιορκημένο, σάν μιά τράπεζα πού έχει μεγάλη κίνηση». Πικραμένοι, σιωπηλοί, γεμάτοι απόγνωση νόμιζαν ότι θά ξανάβλεπαν ζωντανό τόν ποιητή. Ιδιαίτερα βαρύ ήταν τό πένθος γιά τούς άνδρες του στρατιωτικού σώματος πού αρχηγός του ήταν ό ίδιος ό Μπάιρον και πού είχαν τόσον εκτιμήσει τό ήθος και τήν ανδρεία του. Και όταν, στις 2 Μαΐου τό πρωί, τό φέρετρο μεταφερόταν στο πλοίο γιά τή Ζάκυνθο και από εκεί γιά τό Λονδίνο, τό Μεσολόγγι ήταν σάν απονεκρωμένο: Ώ Βύρων, ώ θεσπέσιον / πνεύμα τών Βρεττανίδων / τέκνον Μουσών και φίλε / άμοιρε της Ελλάδος / καλλιστεφάνου», θρηνεί ό Κάλβος. Και ό Παλαμάς αργότερα -όπως σχεδόν όλοι οί πνευματικοί μας δημιουργοί- θά καταθέσει τό δικό του κλάμα: «ήρθες τήν ίδια σου ζωή στης ιερής θυσίας / νά φέρεις τό βωμό, / κι άν έζησες Διόνυσος, ξεψύχησες Μεσσίας».
Ό Βύρων ήταν ό Μεσσίας τής σκλαβωμένης τότε πατρίδας μας. Μαζί μέ τους γλυκύτερους καρπούς του πνεύματός του τής έδωσε και τή ζωή του γιά νά θεμελιώσει τήν ελευθερία της. Ό τιτάν τής Τέχνης και τής Πράξεως έκλεισε στην Ελλάδα τά μάτια του. Ή Θύρα τής αιωνιότητας είχε ανοίξει...
«Άκου, Μπάιρον, πόσο θρήνον
κάνει, ένω σέ χαιρέτα,
ή Πατρίδα των Ελλήνων·
κλαίγε, κλαίγε, Ελευθεριά».
Λ. Σολωμός
Δέν ξέρω, τι χρωστάει τό Μεσολόγγι στόν Μπάιρον ή ό Μπάιρον στο Μεσολόγγι! Διότι είναι δύσκολο νά πει κανείς, άν ό Μπάιρον χάρισε στο Μεσολόγγι τήν ιστορική του αθανασία ή άν τό Μεσολόγγι άνοιξε τήν θύρα της αιωνιότητας στόν Μπάιρον. Τό βέβαιο πάντως είναι ότι και τά δύο αυτά ήθικά και πνευματικά μεγέθη θά έμεναν στο προσκήνιο της παγκόσμιας ιστορίας, έστω κι άν δέν είχαν τόσον αρμονικά και συγχρόνως τραγικά συναντηθεί. Ή συνάντηση, όμως, αυτή ήταν ένας αρμονικός συνδυασμός Ξίφους και Πνεύματος και έδωσεν εις μεν τον ατρόμητο ποιητή λόρδο Βύρωνα, πού «ή προσωπική του ανδρεία δέν είχεν όρια» και «πού -θά σημειώσει ό Γκάμπα- επιζητούσε άπληστα τούς κινδύνους της μάχης», διάσταση μυθική, εις δε τήν Ιερή Πόλη εύρος μεγαλείου πού τό σέβονται οί αιώνες. Όπως, τώρα, δέν μπορεί νά ξεχωρίσει κανείς από τήν επανάσταση του 1821 τούς ασύγκριτους ερμηνευτές της Σολωμό και Κάλβο, έτσι δέν είναι δυνατόν νά φαντασθεί κανείς τό Μεσολόγγι χωρίς τόν Βύρωνα.
Ό λόρδος Μπάιρον ή λόρδος Βύρων -όπως πρόφεραν τό ονομά του οί Έλληνες τότε- υπήρξε μια ποιητική και μαζί πολιτική μεγαλοφυΐα, ένας δημιουργός θεωρητικός και μαζί πρακτικός: «οί πράξεις μας είναι οί εποχές μας... Άν μελετάς μέ θλίψη τή χαμένη νιότη σου, τότε γιατί νά ζεις;... Ή θλίψη είναι ή γνώση. Όσοι γνωρίζουν πάρα πολλά, πρέπει νά πενθούν βαθύτερα για τή μοιραία αλήθεια. Τό δέντρο της Γνώσης δεν είναι τό δέντρο της Ζωής». Ό ποιητής μας επικράνθη μάλλον από τό δέντρο της Ζωής παρά από τό δέντρο της Γνώσεως, όπως θά ήθελεν ό «Εκκλησιαστής» (Α 18): «Και ό προστιθείς γνώσιν προσθήσει άλγημα»!
Ό νόστος προς τή Γή των Ελλήνων, ή Θεϊκή φωτιά του πόθου νά τή γνωρίσει και νά φιλήσει τό χώμα της, ό θυμός και ο πόνος γιά τή σκλαβιά της θά τον οδηγήσουν στην αμετάθετη απόφασή του: «Ή χώρα του τιμημένου θανάτου είναι εδώ. Εμπρός, στή μάχη. Και βγάλε εκεί τήν ύστερη πνοή σου»!
Ή χώρα, πράγματι, του τιμημένου θανάτου του Μπάιρον ήταν τό πολιορκημένο Μεσολόγγι. Εδώ, στο θέατρο του τιτάνιου αγώνα της ελληνικής ελευθερίας, άφησε τήν ύστερη πνοή του, τήν 19 Απριλίου 1824 Δευτέρα τής Διακαινησίμου, τό μεγάλο του πνεύμα, αδελφωμένο μέ των αρχαίων Ελλήνων και των συγχρόνων μαρτύρων τής ελευθερίας τά πνεύματα. Εδώ τήν προτεραία του θανάτου του, πράο δειλινό του Πάσχα, θά πει στόν ιατρό Μίλλινγκεν ό θνήσκων ποιητής: «Δεν θρηνώ πού θά χάσω τή ζωή μου. Για νά τερματίσω την κουρασμένη μου ύπαρξη ήρθα στήν Ελλάδα. Τόν πλούτο μου, τις ικανότητές μου αφιέρωσα στήν υπόθεσή της. Ναί, της προσφέρω και τή ζωή μου. Μιά παράκληση: μήν αφήσετε νά κομματιαστεί τό σώμα μου ή νά σταλεί στήν Αγγλία»! Το επόμενο δειλινό, γύρω στις 6/19 Απριλίου 1824, Δευτέρα του Πάσχα ό θάνατος χτύπησε τήν πόρτα της Υπάρξεώς του:
Σέ ήλικία 36 ετών και 3 μηνών πεθαίνει στά χέρια της αδάμαστης φρουράς του άπαρτου Φράχτη ό λόρδος Βύρων, γιά νά συνθέσει έτσι ό μεγάλος αυτός Άγγλος και ελληνολάτρης ποιητής τό πλέον άρτιο κατόρθωμά του και ν' ανεβεί συγχρόνως στόν ακήρατο κόσμο της Ιδέας. Ό ποιητής κοιμήθηκε ευχαριστημένος. Πνευματικά και ηθικά ώριμος έβλεπε πώς από ένα φρικώδες ελληνικό «τώρα» ξεπηδάει μία λάμψη αιωνιότητας, ένα φως ελευθερίας πού γλυκύτατο και ιλαρότατο εισέρχεται έως τά καταχθόνια της πολυαίωνης δουλείας.
Γιγάντια καταιγίδα είχε ξεσπάσει στο Μεσολόγγι, προμήνυμα του θανάτου του αγνού φιλέλληνα. Όπως οι αστραπές αυλάκωναν τόν εσκοτωμένον ορίζοντα, έτσι διαδιδόταν ή είδηση. Τό Μεσολόγγι απόμεινε κεραυνωμένο: τραχείς αγωνιστές και απλοϊκοί βοσκοί ένοιωθαν απορφανισμένοι, όλος ό ηρωικός φράχτης τυλιγόταν σ’ ένα βουβό θρήνο. Ή επαναστατημένη Ελλάδα έχανε τον πραγματοποιό και σημαιοφόρο της ελευθερίας της.
Σεισμό προκάλεσε στο Λονδίνο και στις άλλες ευρωπαϊκές πόλεις ή είδηση του θανάτου του Μπάιρον, πού πυρακτώνει τώρα το φιλελληνισμό και συγκεντρώνει τις ψυχές ολου τού κόσμου στήν Ιερά Πόλη.
«Ή νύχτα έπεφτε -γράφει ό Αντρέ Μωρουά-, αστραπές και κεραυνοί αυλάκωναν διαδοχικά τό σκοτάδι... Ή βροχή, ανεμοδαρμένη, χτυπούσε τά τζάμια των σπιτιών. Οί στρατιώτες και οί βοσκοί, πού... αγνοούσαν ακόμη τό πένθιμο νέο, άλλα πίστευαν ότι σημεία και τέρατα συνόδευαν πάντοτε τό θάνατο ενός ήρωα, έλεγαν μεταξύ τους παρατηρώντας την ανήκουστη βιαιότητα της θύελλας: πέθανε ό Βύρων»!
Όλη ή γή της Ελλάδος έγινε τάφος του. Και ό θρήνος τών Ελλήνων αβάσταχτος: «Αυτός του οποίου κλαίομεν τον θάνατον απαρηγόρητα -θά πει στον επικήδειο του ό Σπ. Τρικούπης-, είναι άνθρωπος ό όποιος (εις τό είδος του) έδωκε τό όνομά του εις τον αιώνα μας. Ή ευρυχωρία του πνεύματός του, και τό ύψος της φαντασίας του δεν τον άφησαν νά πατήση τά λαμπρά, πλήν κοινά, ίχνη τής φιλολογικής τών παλαιών δόξας. Έπιασε νέον δρόμον, δρόμον, τον όποιον ή γεροντική πρόληψις επροσπάθησε και προσπαθεί ακόμη νά τόν κλείση εις την σοφήν Ευρώπην αλλά δεν ζουν τά συγγράμματά του (και θά ζουν όσο ζή ό Κόσμος) θέλει μείνει πάντοτε ό δρόμος αυτός ανοιχτός, επειδή και αυτός καθώς και ό άλλος είναι δρόμος αληθινής δόξας».
Οι πανέλληνες ένοιωθαν σάν απορφανισμένοι. Οί Μεσολογγίτες δέν μπορούσαν νά δεχθούν τή σκληρή πραγματικότητα του θανάτου του. Τό σπίτι όπου κατοικούσε ό Βύρων, «γιά τρεις μήνες ήταν μέρα - νύχτα πολιορκημένο, σάν μιά τράπεζα πού έχει μεγάλη κίνηση». Πικραμένοι, σιωπηλοί, γεμάτοι απόγνωση νόμιζαν ότι θά ξανάβλεπαν ζωντανό τόν ποιητή. Ιδιαίτερα βαρύ ήταν τό πένθος γιά τούς άνδρες του στρατιωτικού σώματος πού αρχηγός του ήταν ό ίδιος ό Μπάιρον και πού είχαν τόσον εκτιμήσει τό ήθος και τήν ανδρεία του. Και όταν, στις 2 Μαΐου τό πρωί, τό φέρετρο μεταφερόταν στο πλοίο γιά τή Ζάκυνθο και από εκεί γιά τό Λονδίνο, τό Μεσολόγγι ήταν σάν απονεκρωμένο: Ώ Βύρων, ώ θεσπέσιον / πνεύμα τών Βρεττανίδων / τέκνον Μουσών και φίλε / άμοιρε της Ελλάδος / καλλιστεφάνου», θρηνεί ό Κάλβος. Και ό Παλαμάς αργότερα -όπως σχεδόν όλοι οί πνευματικοί μας δημιουργοί- θά καταθέσει τό δικό του κλάμα: «ήρθες τήν ίδια σου ζωή στης ιερής θυσίας / νά φέρεις τό βωμό, / κι άν έζησες Διόνυσος, ξεψύχησες Μεσσίας».
Ό Βύρων ήταν ό Μεσσίας τής σκλαβωμένης τότε πατρίδας μας. Μαζί μέ τους γλυκύτερους καρπούς του πνεύματός του τής έδωσε και τή ζωή του γιά νά θεμελιώσει τήν ελευθερία της. Ό τιτάν τής Τέχνης και τής Πράξεως έκλεισε στην Ελλάδα τά μάτια του. Ή Θύρα τής αιωνιότητας είχε ανοίξει...
Από τήν Ζάκυνθο ό εθνικός μας ποιητής Δ. Σολωμός ολοφύρεται και καλεί τήν Ελευθερία νά βάλει προς στιγμήν τό ξίφος στη θήκη του και νά «μελετήσει» τον ήρωα:
Λευτεριά γιά λίγο πάψε νά χτυπάς μέ τό σπαθί...
Ακου, Μπάιρον, πόσον θρήνον κάμνει, ενώ σέ χαιρετά ή πατρίδα τών Ελλήνων κλαίγε, κλαίγε Ελευθεριά !
Τό δάκρυ τών Ελλήνων ήταν βροχή εξ ουρανού πού πότισε τό θαλερό δένδρο τής Ελευθερίας !
* Ο Γρηγ. Φιλ. Κωσταράς είναι Καθηγητής της Φιλοσοφικής Σχολής του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών και τ. Πρόεδρος του Ελληνικού Ερυθρού Σταυρού καί του Κοινοφελούς Ιδρύματος «Ερρίκος Ντυνάν».
Λευτεριά γιά λίγο πάψε νά χτυπάς μέ τό σπαθί...
Ακου, Μπάιρον, πόσον θρήνον κάμνει, ενώ σέ χαιρετά ή πατρίδα τών Ελλήνων κλαίγε, κλαίγε Ελευθεριά !
Τό δάκρυ τών Ελλήνων ήταν βροχή εξ ουρανού πού πότισε τό θαλερό δένδρο τής Ελευθερίας !
* Ο Γρηγ. Φιλ. Κωσταράς είναι Καθηγητής της Φιλοσοφικής Σχολής του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών και τ. Πρόεδρος του Ελληνικού Ερυθρού Σταυρού καί του Κοινοφελούς Ιδρύματος «Ερρίκος Ντυνάν».
Ακολουθήστε το protothema.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr