Ο θάνατος του θανάτου
01.05.2021
09:38
«Ό Ίησοϋς δέν αφήνει, φαίνεται, μετά τήν Άνάστασή Του νά εγγίζουμε παρά μόνο τις πληγές Του: Δέν πρέπει νά ενώνουμε τόν εαυτό μας παρά μόνο μέ τά πάθη Του... Ό Χριστός θά βρίσκεται σέ άγωνία ώς τή συντέλεια τοϋ κόσμου. Σέ δλο αύτό τό διάστημα δέν πρέπει νά μας παίρνει ΰπνος». Γϊασκάλ
Μέ τόν Πόνο πραγματοποιήθηκε ό καθαγιασμός του κόσμου. Ό Εσταυρωμένος είναι ή ενσάρκωση τοϋ πόνου πού οδήγησε στο θρίαμβο. Έπρεπε νά υπάρξει αύτός ό Πόνος, γιατί διαφορετικά θά ήταν αδύνατη ή σωτηρία τοϋ 'Ανθρώπου. Οί συγκλονιστικές σκηνές των Παθών τοϋ Κυρίου έδειξαν ότι ή ψυχή κατά τήν ανθρώπινη φύση της αποβαίνει ήρεμη και κραταιά, ικανή νά βαστάζει τήν ύπατη θλίψη και δυνατή νά ΰπομένει καρτερικά και τόν πλέον άφατο Πόνο.
Οί στιγμές αύτές της μεγάλης οδύνης διδάσκουν ότι ή ψυχή στον αιώνιο πυρήνα της μένει ανέπαφη άπό τά πλήγματα τοϋ κόσμου: τό θείο και τό άνώλεθρο, πού ένοικοϋν σ' αύτή, μένουν αναλλοίωτα άπό τά τραύματα της γης. Αύτή εΐναι ή ουσία της χριστιανικής μακαριότητας πού δοκιμάστηκε στο όρος των Έλαιών και έκπορεύτηκε άπό τό Σταυρό ώς πνοή αιωνιότητας.
Άπό τήν αιωνιότητα, άλλωστε, είναι πλημμυρισμένη ή θρησκευτική ατμόσφαιρα της Μ. Εβδομάδας, της Εβδομάδος της καρδίας. Μέσα μας έχει το θρόνο της, τή γέννησή της και τό θάνατο της, ή αιωνιότητα. Μέ τό λογισμό της νήφουσας καρδίας, μέ τή μεταφυσική κίνηση της ψυχής συμμετέχουμε στά έσχατα, άχραντα Μυστήρια και βιώνουμε «τάς άπαρχάς των Παθών» και τό λαμπροφόρο τέλος του θείου Δράματος.
'Ασφαλώς δεν ύπάρχουν παρόμοιες σέ τραγικό μεγαλείο σκηνές: Δείπνος Μυστικός σέ φεγγαρό- λουστο κήπο πού - αλίμονο! - θά τον διαδεχθεί τό προδοτικό φίλημα. Βαθύτατη αγωνία του Θεανθρώπου μέ συνέπεια τό ανθρώπινο ξέσπασμά του: «Πάτερ, παρελθέτω απ' εμού τό ποτήριον τοϋτο». Ή φωνή της σιγής και ό ύπνος τών μαθητών πού διευκολύνουν νά άκούεται γυμνός ό καλπασμός τής αγωνίας του Διδασκάλου. Ό θρίαμβος τής ύλης, καθώς ό ορμητικός μαθητής μέ τά πρώτα χαμόγελα τής αυγής θ' αρνηθεί τον Κύριο, ό αρχιερέας τών Ιουδαίων θά σχίσει έξαλλος τά ιμάτια του και ό Πόντιος Πιλάτος, ξεπλύνοντας τά χέρια του, θά γίνει ή πιο κόκκινη μορφή τής ιστορίας.
Στή συνέχεια οί σκηνές του πάθους μέ τήν τραγική τους άπόχρωση αποκλείουν κάθε προσδιορισμό: Ή μαστίγωση, τό άκάνθινο στεφάνι, οί στρατιώτες πού φιλονεικοϋν γιά τά ρούχα του Αθώου. Τό ανέβασμα στο Γολγοθά καί στο Σταυρό μπροστά στά μάτια τής Μάνας Του καί του μαθητού πού τόσο αγαπούσε. Ό μητρικός σπαραγμός πού πέφτει σάν αστροπελέκι στήν ψυχή της, καθώς καταβάλλεται προσπάθεια νά συγκρατηθεί. Ό θρήνος πού ξεσπά σέ βαθύ παράπονο, ή κραυγή της Μάνας πού γίνεται παράξενα θελκτική:
«Ποϋ πορεύει τέκνον; τίνος χάριν τόν τραχύ ν νυν τελείς δρόμον;... Δός μοι λόγον, Λόγε μή σιγών παρέλθεις με ό άγνήν τηρήσας με, ό υιός και Θεός μου». Ή άπλα υίική άπάντησις τοϋ Σταυρωμένου: «Τι δακρύεις, Μήτερ; μή πάθω: μή θάνω; πώς ούν σώσω τόν 'Αδάμ; Άπόθου ούν, Μήτερ, τήν λύπη ν, άπόθου και πορεύου έν χαρα».
Καί ό επίλογος: Ό φοβερός σεισμός, τό «τετέ- λεσται», ό ενταφιασμός.
Τώρα τίποτε δεν σαλεύει στά άγια μέρη, ούτε τό άπόηχο του διψασμένου για αίμα λαού. Θεία σιγή τονίζει τή γλυκιά παρουσία τής σαγηνευτικής Του μορφής. Και άπό τό βάθος τοϋ μελιχρού ορίζοντα καταφθάνει ή λαλιά Εκείνου πού έγινε εικόνα τοϋ άνθρώπινου πόνου. Εκείνου πού έννόησε τήν πίκρα τοϋ όρφανοϋ, τό φως τοϋ τυφλοϋ, τήν παράξενη νοσταλγία τοϋ άσώτου. Εκείνου πού εξαφάνισε τήν άσχήμια τής αμαρτίας και φανέρωσε τήν ομορφιά τής ψυχής.
Έτσι ήσυχα, φοβισμένα, διάβηκεν ή ήμέρα. Καί καθώς οί ύστατες σκιές τής νύχτας αρχίζουν νά ύποχωροϋν, τις μυροφόρες συνέχει ή απορία: «Τις άποκυλίσει ήμϊν τόν λίθο ν έκ τής θύρας τοϋ μνημείου;» Σκοτάδι στο νοϋ και άγωνία στην ψυχή. Όμως, γιά λίγο. Γιατί ό λίθος τοϋ θανάτου εγινε συντρίμια άπό τό φως τής Ζωής.
'Ασύλληπτες οί στιγμές τής 'Αναστάσεως. 'Αλλά θά τολμήσει ό Μελωδός: «Καί άφνω ήσυχία και δειλία κατεκράτησε της κτίσεως άπάσης· ό Δεσπότης γάρ της φύσεως των μνημάτων έξήρχετο». Ή ένδοξη Άνάστασις του Κυρίου έχει συντελεσθεί. Οι στρατιώτες δεν ημπορούν νά συνέλθουν από τό φόβο, οί μυροφόρες από τό θάμβος και ό δρομαΐος μαθητής - πού ανάγκασε άλλοτε τον πετεινό νά λαλήσει - θά εισέλθει στο μνήμα γιά νά πεισθεί. Θά τό βρει λουσμένο από τό φως τής Ζωής.
Ύστερα θά οδεύσουν όλοι μαζί γιά τούς Εμμαούς.
Έκεΐ θά τούς τυλίξει ό Χριστός μέ τό γλυκύτατο φως του «Ειρήνη ύμΐν». Ή πίκρα των μαθητών θά γίνει χαρά, ή δειλία τόλμη και ή αμφιβολία πίστη- καθώς ό Θάνατος έγινε Ζωή και τό μίσος αγάπη. Την αγάπη όπως τήν έδίδαξε Εκείνος στις μαγευτικές ακρογιαλιές τής Γεννησαρέτ, όπως τήν έπε- κύρωσεν έπάνω στο Σταυρό και όπως τήν έσκόρπισε σέ όλη τήν κτίση τό χαρμόσυνο μήνυμα τής 'Αναστάσεως. Τώρα κατάλαβε ή άνθρωπότης, γιατί ή μαγεία τοϋ Κυρίου μπορούσε νά δώσει τήν ειρήνη στις χειμαζόμενες και άγωνιώσες ψυχές.
Οί στιγμές αύτές της μεγάλης οδύνης διδάσκουν ότι ή ψυχή στον αιώνιο πυρήνα της μένει ανέπαφη άπό τά πλήγματα τοϋ κόσμου: τό θείο και τό άνώλεθρο, πού ένοικοϋν σ' αύτή, μένουν αναλλοίωτα άπό τά τραύματα της γης. Αύτή εΐναι ή ουσία της χριστιανικής μακαριότητας πού δοκιμάστηκε στο όρος των Έλαιών και έκπορεύτηκε άπό τό Σταυρό ώς πνοή αιωνιότητας.
Άπό τήν αιωνιότητα, άλλωστε, είναι πλημμυρισμένη ή θρησκευτική ατμόσφαιρα της Μ. Εβδομάδας, της Εβδομάδος της καρδίας. Μέσα μας έχει το θρόνο της, τή γέννησή της και τό θάνατο της, ή αιωνιότητα. Μέ τό λογισμό της νήφουσας καρδίας, μέ τή μεταφυσική κίνηση της ψυχής συμμετέχουμε στά έσχατα, άχραντα Μυστήρια και βιώνουμε «τάς άπαρχάς των Παθών» και τό λαμπροφόρο τέλος του θείου Δράματος.
'Ασφαλώς δεν ύπάρχουν παρόμοιες σέ τραγικό μεγαλείο σκηνές: Δείπνος Μυστικός σέ φεγγαρό- λουστο κήπο πού - αλίμονο! - θά τον διαδεχθεί τό προδοτικό φίλημα. Βαθύτατη αγωνία του Θεανθρώπου μέ συνέπεια τό ανθρώπινο ξέσπασμά του: «Πάτερ, παρελθέτω απ' εμού τό ποτήριον τοϋτο». Ή φωνή της σιγής και ό ύπνος τών μαθητών πού διευκολύνουν νά άκούεται γυμνός ό καλπασμός τής αγωνίας του Διδασκάλου. Ό θρίαμβος τής ύλης, καθώς ό ορμητικός μαθητής μέ τά πρώτα χαμόγελα τής αυγής θ' αρνηθεί τον Κύριο, ό αρχιερέας τών Ιουδαίων θά σχίσει έξαλλος τά ιμάτια του και ό Πόντιος Πιλάτος, ξεπλύνοντας τά χέρια του, θά γίνει ή πιο κόκκινη μορφή τής ιστορίας.
Στή συνέχεια οί σκηνές του πάθους μέ τήν τραγική τους άπόχρωση αποκλείουν κάθε προσδιορισμό: Ή μαστίγωση, τό άκάνθινο στεφάνι, οί στρατιώτες πού φιλονεικοϋν γιά τά ρούχα του Αθώου. Τό ανέβασμα στο Γολγοθά καί στο Σταυρό μπροστά στά μάτια τής Μάνας Του καί του μαθητού πού τόσο αγαπούσε. Ό μητρικός σπαραγμός πού πέφτει σάν αστροπελέκι στήν ψυχή της, καθώς καταβάλλεται προσπάθεια νά συγκρατηθεί. Ό θρήνος πού ξεσπά σέ βαθύ παράπονο, ή κραυγή της Μάνας πού γίνεται παράξενα θελκτική:
«Ποϋ πορεύει τέκνον; τίνος χάριν τόν τραχύ ν νυν τελείς δρόμον;... Δός μοι λόγον, Λόγε μή σιγών παρέλθεις με ό άγνήν τηρήσας με, ό υιός και Θεός μου». Ή άπλα υίική άπάντησις τοϋ Σταυρωμένου: «Τι δακρύεις, Μήτερ; μή πάθω: μή θάνω; πώς ούν σώσω τόν 'Αδάμ; Άπόθου ούν, Μήτερ, τήν λύπη ν, άπόθου και πορεύου έν χαρα».
Καί ό επίλογος: Ό φοβερός σεισμός, τό «τετέ- λεσται», ό ενταφιασμός.
Τώρα τίποτε δεν σαλεύει στά άγια μέρη, ούτε τό άπόηχο του διψασμένου για αίμα λαού. Θεία σιγή τονίζει τή γλυκιά παρουσία τής σαγηνευτικής Του μορφής. Και άπό τό βάθος τοϋ μελιχρού ορίζοντα καταφθάνει ή λαλιά Εκείνου πού έγινε εικόνα τοϋ άνθρώπινου πόνου. Εκείνου πού έννόησε τήν πίκρα τοϋ όρφανοϋ, τό φως τοϋ τυφλοϋ, τήν παράξενη νοσταλγία τοϋ άσώτου. Εκείνου πού εξαφάνισε τήν άσχήμια τής αμαρτίας και φανέρωσε τήν ομορφιά τής ψυχής.
Έτσι ήσυχα, φοβισμένα, διάβηκεν ή ήμέρα. Καί καθώς οί ύστατες σκιές τής νύχτας αρχίζουν νά ύποχωροϋν, τις μυροφόρες συνέχει ή απορία: «Τις άποκυλίσει ήμϊν τόν λίθο ν έκ τής θύρας τοϋ μνημείου;» Σκοτάδι στο νοϋ και άγωνία στην ψυχή. Όμως, γιά λίγο. Γιατί ό λίθος τοϋ θανάτου εγινε συντρίμια άπό τό φως τής Ζωής.
'Ασύλληπτες οί στιγμές τής 'Αναστάσεως. 'Αλλά θά τολμήσει ό Μελωδός: «Καί άφνω ήσυχία και δειλία κατεκράτησε της κτίσεως άπάσης· ό Δεσπότης γάρ της φύσεως των μνημάτων έξήρχετο». Ή ένδοξη Άνάστασις του Κυρίου έχει συντελεσθεί. Οι στρατιώτες δεν ημπορούν νά συνέλθουν από τό φόβο, οί μυροφόρες από τό θάμβος και ό δρομαΐος μαθητής - πού ανάγκασε άλλοτε τον πετεινό νά λαλήσει - θά εισέλθει στο μνήμα γιά νά πεισθεί. Θά τό βρει λουσμένο από τό φως τής Ζωής.
Ύστερα θά οδεύσουν όλοι μαζί γιά τούς Εμμαούς.
Έκεΐ θά τούς τυλίξει ό Χριστός μέ τό γλυκύτατο φως του «Ειρήνη ύμΐν». Ή πίκρα των μαθητών θά γίνει χαρά, ή δειλία τόλμη και ή αμφιβολία πίστη- καθώς ό Θάνατος έγινε Ζωή και τό μίσος αγάπη. Την αγάπη όπως τήν έδίδαξε Εκείνος στις μαγευτικές ακρογιαλιές τής Γεννησαρέτ, όπως τήν έπε- κύρωσεν έπάνω στο Σταυρό και όπως τήν έσκόρπισε σέ όλη τήν κτίση τό χαρμόσυνο μήνυμα τής 'Αναστάσεως. Τώρα κατάλαβε ή άνθρωπότης, γιατί ή μαγεία τοϋ Κυρίου μπορούσε νά δώσει τήν ειρήνη στις χειμαζόμενες και άγωνιώσες ψυχές.
'Από τό κενό μνήμα Του και τήν «καινήν εντολή ν» άνάβλυσε μια καινούρια ζωή: Ή χριστιανική ζωή μέ τις νέες ήθικές της άξίες. Ό Χριστιανισμός προκάλεσε ανακατάταξη στον πίνακα των αξιών και έτοποθέτησε τήν αγάπη στή θέση τής δικαιοσύνης. Ή δικαιοσύνη ήταν γιά τούς άρχαίους "Ελληνες ή σπουδαιότερη κοινωνική αρετή. Ή αγάπη γιά τούς Χριστιανούς, «αδελφούς έν Κυρίψ», θά γίνει τώρα ό γνώμονας πού θά ρυθμίζει τις σχέσεις ανάμεσα στούς άνθρώπους. Και είναι ή κατάταξη αύτη αρκετά άποκαλυπτική τής ούσίας του χριστιανικού πνεύματος πού σάν θεία δρόσος «άπέσταξε» καί έλυσε τον φλογμόν τής πολυθε'ΐας.
"Ετσι άνοιξε ή θέα τών Ούρανών καί πληρώθηκε ό κραταιός πόθος τής Αυτρώσεως. Ή Οποία άνέβλυ- σε από τό ξύλο τού Σταυρού.· Ό Σταυρός πάλι έγινε Ζωή καί 'Ανάσταση· ή σιωπηλή Κτίση τυλίχθηκε ατό φώς, πού είσέδυσε έως τά καταχθόνια καί έως τά μύχια τής άνθρώπινης ψυχής.
Μέ τή Σταύρωση καί τήν 'Ανάσταση τελετου- ργεΐται ό θρίαμβος καί άποκαλύπτεται ή μεγαλοσύνη καί ή δύναμη τού πνεύματος, πού οδήγησε τον "Ανθροίπο σέ μιά σιωπηλή καί ενδόμυχη προσευχή' τον έφερε κοντά στήν αληθινή Ζα)ή' τον γέμισε μέ πίστη προς τήν αγάπη καί τήν ελπίδα τής τελειώ- σεως' τον απελευθέρωσε άπό τήν ένδεια τής ατομικότητας καί, τέλος, τον όπλισε μέ τον ισχυρό πόθο τής νοσταλγίας γιά τό 'Απέραντο.
Γρηγ. Φιλ. Κωσταράς
Καθηγητής της Φιλοσοφικής Σχολής του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών και τ. Πρόεδρος του Ελληνικού Ερυθρού Σταυρού και Κοινωφελούς Ιδρύματος «Ερρίκος Ντυνάν».
"Ετσι άνοιξε ή θέα τών Ούρανών καί πληρώθηκε ό κραταιός πόθος τής Αυτρώσεως. Ή Οποία άνέβλυ- σε από τό ξύλο τού Σταυρού.· Ό Σταυρός πάλι έγινε Ζωή καί 'Ανάσταση· ή σιωπηλή Κτίση τυλίχθηκε ατό φώς, πού είσέδυσε έως τά καταχθόνια καί έως τά μύχια τής άνθρώπινης ψυχής.
Μέ τή Σταύρωση καί τήν 'Ανάσταση τελετου- ργεΐται ό θρίαμβος καί άποκαλύπτεται ή μεγαλοσύνη καί ή δύναμη τού πνεύματος, πού οδήγησε τον "Ανθροίπο σέ μιά σιωπηλή καί ενδόμυχη προσευχή' τον έφερε κοντά στήν αληθινή Ζα)ή' τον γέμισε μέ πίστη προς τήν αγάπη καί τήν ελπίδα τής τελειώ- σεως' τον απελευθέρωσε άπό τήν ένδεια τής ατομικότητας καί, τέλος, τον όπλισε μέ τον ισχυρό πόθο τής νοσταλγίας γιά τό 'Απέραντο.
Γρηγ. Φιλ. Κωσταράς
Καθηγητής της Φιλοσοφικής Σχολής του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών και τ. Πρόεδρος του Ελληνικού Ερυθρού Σταυρού και Κοινωφελούς Ιδρύματος «Ερρίκος Ντυνάν».
Ακολουθήστε το protothema.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr