Το κάρο και το άλογο της Κεντροαριστεράς

Μια από τις πολλές ανεκπλήρωτες πολιτικές εικασίες των τελευταίων χρόνων είναι και εκείνη που ήθελε «το ΠΑΣΟΚ, το οποίο πλήρωσε δυσανάλογα μεγάλο τίμημα για τη χρεοκοπία που οδήγησε τη χώρα στα τάρταρα της οικονομικής κρίσης, θα αρχίσει να ξανανεβαίνει όταν ξεκινήσει να ανεβαίνει και πάλι η χώρα»

Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η χώρα, παρά τα μεγάλα προβλήματα με τα οποία εξακολουθεί να είναι αντιμέτωπη (υψηλότατο χρέος, ελλείμματα στο εμπορικό ισοζύγιο, χαμηλή αγοραστική δύναμη για τα ασθενέστερα στρώματα, μεγάλη ανισοκατανομή των εισοδημάτων, αφού τα κέρδη των μεγάλων επιχειρήσεων αυξάνονται με ταχύτερους ρυθμούς από τις απολαβές των εργαζομένων), έχει μπει σε ανοδική τροχιά, όπως μαρτυρούν ορισμένα μακροοικονομικά μεγέθη, όπως είναι η αύξηση του ΑΕΠ και η υποχώρηση της ανεργίας.
Η αλήθεια, όμως, είναι ότι δεν συνέβη το ίδιο με το κόμμα που ίδρυσε ο Ανδρέας Παπανδρέου και διαδραμάτισε κεντρικό ρόλο στα ελληνικά πολιτικά πράγματα για τρεις και πλέον δεκαετίες, προτού να εξαϋλωθεί εκλογικά ως αποτέλεσμα της επιλογής των μετέπειτα ηγεσιών του, αρχικά, να αναλάβουν μονομερώς την ευθύνη της διάσωσης της χώρας και, εν συνεχεία, να συγκυβερνήσουν με τη Νέα Δημοκρατία.

Μια μεγάλη μερίδα από τους απογοητευμένους οπαδούς, φίλους και ψηφοφόρους του ΠΑΣΟΚ δελεάστηκε από τις φρούδες ελπίδες τις οποίες καλλιέργησε ο Αλέξης Τσίπρας και μετακόμισε μαζικά στον ΣΥΡΙΖΑ που τους… «έσωσε» από τον Αντώνη Σαμάρα και τους… «παρέδωσε» στον Πάνο Καμμένο. Και σε κάθε άλλο λαϊκιστή από την άκρα Δεξιά έως την άκρα Αριστερά που ήταν έτοιμος να εκστομίσει την πιο ηχηρή μπούρδα που ακουγόταν ευχάριστα στα αυτιά ανθρώπων οι οποίοι δεν ήθελαν να χωνέψουν ότι όσο πιο επίπλαστη είναι η ευημερία που βιώνουμε, τόσο πιο επώδυνη είναι η προσγείωση στην καταβύθιση που μοιραία ακολουθεί.

Δυστυχώς ή ευτυχώς, λοιπόν, οι πολιτικές εξελίξεις δεν είναι ποτέ ευθύγραμμες. Και, υπό αυτό το πρίσμα, μπορεί η Ελλάδα να αφήνει πίσω της -αργότερα από κάθε άλλη χώρα που βρέθηκε σε παρόμοια θέση- τις δυσμενείς συνέπειες της οικονομικής κρίσης, αλλά το ΠΑΣΟΚ δεν δείχνει ικανό να ξεπεράσει τη δική του κρίση. Το δοκίμασε ανεπιτυχώς με τον Ευάγγελο Βενιζέλο, στη «βάρδια» του οποίου έσκασε και η διάσπαση του Γιώργου Παπανδρέου. Το προσπάθησε φιλότιμα με τη Φώφη Γεννηματά. Το πάλεψε φιλόδοξα και με τον Νίκο Ανδρουλάκη.

Με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, ωστόσο, η κοινή συνισταμένη και των τριών δοκιμών, οι οποίες έγιναν για να επιτευχθεί η πολυπόθητη ανάκαμψη που προσδοκούσαν οι λιγοστοί ηρωικοί πιστοί, οι οποίοι μάλλον αταβιστικά απέμειναν να ψηφίζουν το άλλοτε κραταιό ΠΑΣΟΚ, δεν ήταν άλλη από την τελματώδη στασιμότητα. Για να πούμε τα πράγματα με το όνομά τους, δεν είναι δυνατόν σε συνθήκες ευρωεκλογών να υποχωρεί αισθητά η εκλογική απήχηση των δύο μεγαλύτερων κομμάτων -της ΝΔ περισσότερο, του ΣΥΡΙΖΑ λιγότερο- και η ηγεσία της Χαριλάου Τρικούπη να σφυρίζει αδιάφορα επειδή το ΠΑΣΟΚ είχε μια σχεδόν ανεπαίσθητη αύξηση του ποσοστού του κατά σχεδόν 1%, συγκεντρώνοντας, όμως, μικρότερο απόλυτο αριθμό ψηφοφόρων από εκείνον που είχε συγκεντρώσει πριν από έναν χρόνο στις βουλευτικές κάλπες.

Υπό αυτή τη συνθήκη, όσο και αν είχε δίκιο ο Νίκος Ανδρουλάκης όταν τις προηγούμενες ημέρες φέρεται να παρότρυνε τους «συντρόφους» του που τον αμφισβητούν να του υποδείξουν ποιες από τις προτάσεις που του υπέβαλαν δεν υλοποίησε, η πραγματικότητα που διαμορφώθηκε δεν του αφήνει περιθώρια για ελιγμούς υπεκφυγών. Από τη στιγμή που για δεύτερη συνεχόμενη εκλογική αναμέτρηση δεν καταφέρνει να επιτύχει τους στόχους του, δεν μπορεί παρά να τηρήσει την υπόσχεσή του ότι θα τεθεί «υπό καθεστώς αξιολόγησης».

Αν πραγματικά πιστεύει στον εαυτό του, ενδιαφέρεται για το ΠΑΣΟΚ αλλά και για το πολιτικό του μέλλον και δεν αρκείται στο να ξοδέψει το όποιο πολιτικό κεφάλαιο διαθέτει για να οχυρωθεί στην καρέκλα της Χαριλάου Τρικούπη, ο Νίκος Ανδρουλάκης δεν έχει άλλη επιλογή από το να προσέλθει στη σύνοδο της Κεντρικής Επιτροπής, που είναι προγραμματισμένη για την άλλη εβδομάδα, με πρόταση για εκλογή αρχηγού από τη βάση του κόμματος εντός του προσεχούς Σεπτεμβρίου. Όπως άλλωστε του ζητούν και παραδοσιακοί σύμμαχοί του.

Οι αληθινοί ηγέτες, πολύ περισσότερο όταν έχουν τη θεμιτή φιλοδοξία να γίνουν πρωθυπουργοί, δεν κρύβονται πίσω από προσχηματικές επικλήσεις τυπικών καταστατικών προβλέψεων. Στις μέρες μας, εξάλλου, οι απόπειρες θυματοποίησης με αναφορές στα «συμφέροντα που με πολεμούν» δεν βρίσκουν έρεισμα στην κοινή γνώμη. Όπως δεν είναι αποτελεσματικές και οι απειλές για διαγραφές όσων ασκούν κριτική.

Τον τελευταίο καιρό γίνεται πολύς λόγος γύρω από την πασίγνωστη έκφραση για το άλογο και το κάρο και για το ποιος στον χώρο της Κεντροαριστεράς θα καταφέρει να τα βάλει στη σωστή σειρά, έτσι ώστε να κινηθούν προς τη σωστή κατεύθυνση. Αναμφίβολα, ο Νίκος Ανδρουλάκης έχει εξοπλίσει το δικό του κάρο με ενδιαφέρουσες προτάσεις, χωρίς ωστόσο να πείθει -μάρτυρας τα εκλογικά αποτελέσματα- ότι ο ίδιος είναι το άλογο το οποίο, εκπροσωπώντας σε πρώτη φάση το ΠΑΣΟΚ και εν συνεχεία όλη την Κεντροαριστερά, θα μπορέσει να βγει από το σημερινό τέλμα και να δημιουργήσει τις προϋποθέσεις για να κερδίσει την κούρσα που οδηγεί στη διακυβέρνηση της χώρας.

Από την άλλη, όμως, όλοι όσοι αμέσως ή εμμέσως δηλώνουν διαθεσιμότητα ή εκδηλώνουν σπουδή να τον ανταγωνιστούν και να μπουν στην κούρσα για να τον διαδεχτούν, μηδέ εξαιρουμένου του δημάρχου Αθηναίων Χάρη Δούκα, ο οποίος δεν έχει προλάβει ακόμη να δώσει δείγμα πολιτικής γραφής που να τον καθιστά αποτελεσματικό ηγέτη, μοιάζουν με άλογα που είναι διατεθειμένα να τρέξουν χωρίς καν να έχουν πίσω τους κάρο με στοιχειώδες ιδεολογικό και προγραμματικό φορτίο. Κάτι σαν déjà vu του Στέφανου Κασσελάκη, ο οποίος κέρδισε την αρχηγία του ΣΥΡΙΖΑ με το… μαγιό και με τα γνωστά αποτελέσματα.

Όπως δεν νοείται να κινηθεί κάρο χωρίς άλογο, έτσι και άλογο που τρέχει μόνο του χωρίς να ακολουθείται από κάρο δεν οδηγεί πουθενά.
Ακολουθήστε το protothema.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr