Ο μακιαβελισμός των Θρησκευτικών

Έχουν φαίνεται εθιστεί τόσο πολύ στην υποκρισία και στο ψέμα τα περισσότερα –αν όχι όλα- τα κυβερνητικά στελέχη, που θαρρεί κανείς πως τους έχουν γίνει δευτέρα φύσις.

Δεν εξηγείται αλλιώς ότι ακόμη και για τα πιο απλά πράγματα καταφεύγουν σε τόσο προφανείς αναλήθειες που αναρωτιέται κανείς για τη σκοπιμότητα που υποκρύπτει αυτό το διαρκές «δεν είναι αυτό που νομίζετε» στο οποίο καταφεύγουν και όταν δεν υπάρχει λόγος για να αρνούνται την πραγματικότητα.    

«Δεν έχω διαβάσει την πολυσέλιδη επιστολή που έστειλε σήμερα ο Αρχιεπίσκοπος», δήλωσε από το βήμα της Βουλής ο υπουργός Παιδείας Νίκος Φίλης όταν στην προ ημερησίας διατάξεως συνεδρίαση πήρε τον λόγο για να τοποθετηθεί πολλές ώρες αφότου είχε γίνει γνωστό το περιεχόμενο των θέσεων που είχε εκθέσει ο προκαθήμενος της ελλαδικής Εκκλησίας στους πολιτικούς αρχηγούς για το ζήτημα της διδασκαλίας του μαθήματος των Θρησκευτικών στη μέση εκπαίδευση.

«Εξ όνυχος τον λέοντα» θα σκεφθεί, ενδεχομένως, κάποιος. Είναι, όμως, μια ενδεικτική περίπτωση για τη μόνιμη τακτική –την λες και εμμονή!- των ανθρώπων που πλαισιώνουν την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ να μην παραδέχονται την αλήθεια. Είτε πρόκειται για την αλήθεια που σχετίζεται με μεγάλα ζητήματα, όπως το Μνημόνιο που υπέγραψαν, ή την παράδοση της δημόσιας περιουσίας στον έλεγχο των ξένων με κατάληξη στους ιδιώτες, τις συντάξεις που κατακρεουργήθηκαν και το ΕΚΑΣ που εξαφανίστηκε.

Είτε αφορά, απλώς, τη διαμόρφωση της πραγματικότητας για καθημερινά ζητήματα, όπως ότι, όσοι από τους κυβερνώντες μπορούν, στέλνουν –οι περισσότεροι, μάλλον- τα παιδιά τους στα ιδιωτικά σχολεία του εσωτερικού και στα καλά πανεπιστήμια του εξωτερικού, ή ότι συμπεριφέρονται όπως ακριβώς, αν όχι και χειρότερα, οι προκάτοχοι τους όταν είναι να υπερασπιστούν προσωπικά ή κομματικά προνόμια κάθε είδους (δάνεια, διορισμούς, κ.ο.κ.).  


Το εξοργιστικό στην περίπτωση του ισχυρισμού του υπουργού Παιδείας, ότι δεν μπήκε στον κόπο να διαβάσει την επιστολή του Αρχιεπισκόπου, είναι πως ο κ. Φίλης δεν είναι ένας αμελής τύπος από εκείνους που μπορεί να πιστέψεις ότι απλώς αδιαφόρησε για τις θέσεις της Ιεραρχίας. Το απέδειξε με το ότι ήταν εφοδιασμένος μέχρι και με τα -από κάθε άποψη- απαράδεκτα φυλλάδια του μητροπολίτη Αιγιαλείας Αμβρόσιου. Το πάθος, άλλωστε, με το οποίο υπερασπίστηκε τις απόψεις του για το επίμαχο ζήτημα μαρτυρά ότι πήγε στη Βουλή προετοιμασμένος και έτοιμος για να δώσει συνέχεια σε μια ανώφελη σύγκρουση που ο ίδιος επέλεξε να έχει με την Ιεραρχία.


Γιατί, κακά τα ψέματα, δεν είναι δυνατόν να πιστέψει κανείς ότι όταν ο υπουργός Θρησκευμάτων εξαπολύει επίθεση στην Εκκλησία για τη στάση που είχε ο κλήρος σε ανώμαλες περιόδους, όπως η Κατοχή και η χούντα, στοχεύει ειλικρινά σε αλλαγές στα Θρησκευτικά. Αλλαγές που, όποιος εχέφρων πολίτης πάρει στα χέρια του κάποια από τα σχολικά εγχειρίδια από τα οποία διδάσκεται το μάθημα στα σχολεία, δεν θα έχει την παραμικρή δυσκολία να συμφωνήσει ότι είναι επιβεβλημένες.

Όπως και κάθε άνθρωπος με ανοικτό πνεύμα θα συμφωνήσει μάλλον με τη κατεύθυνση ότι «τα Θρησκευτικά από ομολογιακό μάθημα γίνονται μάθημα γνώσεων θρησκειών». Πολύ περισσότερο, ακόμη και αν είναι κανείς πιστός, όταν συνοδεύεται με την προσθήκη ότι θα δίνεται «βεβαίως προτεραιότητα στην ορθοδοξία, με ό,τι σημαίνει αυτό που είναι ένα ευρύτερο θέμα», όπως ακριβώς δήλωσε ο υπουργός Παιδείας στη Βουλή.

Ποιά σχέση, όμως, έχει η κατεύθυνση αυτή με το «τι έκαναν οι δεσποτάδες» στο παρελθόν; Πως σχετίζονται τα δύο ζητήματα; Το ένα αφορά το σχολείο του σήμερα και του αύριο, ενώ το άλλο είναι αντικείμενο της ιστορίας που μπορεί να τίθεται στον δημόσιο διάλογο και στην αντιπαράθεση, αλλά χωρίς συσχετισμό με τις εκπαιδευτικές ανάγκες. Εκτός πια και αν αλλάζουμε τα Θρησκευτικά όχι επειδή είναι ώριμο αίτημα της εποχής, αλλά γιατί πρέπει να… τιμωρηθεί η Εκκλησία για τη στάση της στο παρελθόν. 

Είναι αλήθεια ότι ο υπουργός Παιδείας έχει μια μανία με το παρελθόν. Αν τον ακούσει κανείς να μιλάει, τον «συλλαμβάνει» να «τσαλαβουτάει» στα θολά νερά της ιστορίας, ψαρεύοντας επιχειρήματα χωρίς συγκεκριμένο έρμα. Εκεί που επικαλείται τη Ρόζα Ιμβριώτη και τον Ευάγγελο Παπανούτσο, ξάφνου πετιέται στον Γεώργιο Ράλλη και στον Ευάγγελο Αβέρωφ. Καμιά φορά θυμάται και τον Κώστα Σημίτη, του οποίου, όμως, ούτε το όνομα δεν ψέλλισε όταν αναφέρθηκε στην αντιπαράθεση για τις ταυτότητες που ο πρώην πρωθυπουργός έφερε εις πέρας χωρίς να βάλει την ουρά στα σκέλια όπως κάνουν οι ομοτράπεζοι του κ. Φίλη στο υπουργικό συμβούλιο που δηλώνουν: «Εμείς δεν θα συμφωνήσουμε σε τίποτε εάν δεν γίνουν δεκτά τα αιτήματα της Ιεραρχίας»!         

Είναι ακριβώς αυτό το «τσαλαβούτημα» που υποψιάζει ορισμένους ότι όλα αυτά δεν συνιστούν πολιτικό χειρισμό από έναν υπουργό Παιδείας που θέλει να δώσει λύση σε υπαρκτά εκπαιδευτικά προβλήματα, ένα από τα οποία –και πάντως όχι από τα μεγαλύτερα- είναι και αυτό της διδασκαλίας των Θρησκευτικών. Και, μάλλον ευλόγως, αναρωτιούνται μήπως δεν πρόκειται για τίποτε περισσότερο από έναν απλό πολικάντικο τακτικισμό που βρήκε στο πρόσωπο του υβριστή του, μητροπολίτη Αιγιαλείας, το έρεισμα του «βολικού εχθρού» που αναζητούσε.
Αν, πάντως, έτσι γίνεται κανείς «αριστερός» και «προοδευτικός», τότε μάλλον τύφλα να έχει ο Νικολό Μακιαβέλι…

Ακολουθήστε το protothema.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr