Συνταγματική αναθεώρηση τώρα; Όχι, ευχαριστώ!
01.11.2018
06:52
Με τόσο αμοραλισμό και ιδεοληψία που έχει διοχετευθεί στο κοινωνικό σώμα την τελευταία τετραετία και με τέτοια εξαπάτηση και κοροϊδία που υφίστανται όλο αυτό το διάστημα οι πολίτες είναι προφανές ότι δεν προκαλεί ιδιαίτερη έκπληξη ο τρόπος με τον οποίο χειρίζεται η κυβέρνηση τη μείζονα θεσμική διαδικασία της συνταγματικής αναθεώρησης.
Μια κατ΄ εξοχήν συναινετική διαδικασία, αφού για να αλλάξει το Σύνταγμα απαιτούνται συμπτώσεις και συγκλίσεις από ευρύτερες πολιτικές δυνάμεις και μάλιστα σε δύο διαφορετικές κοινοβουλευτικές περιόδους, έρχεται στο προσκήνιο με το γνωστό μοντέλο της διχόνοιας που ακολουθείται σε όλες τις εκφάνσεις του δημόσιου βίου.
Η εκκίνηση έγινε με φιέστα η οποία στήθηκε προ διετίας στο προαύλιο της Βουλής για να ακολουθήσει «τουρνέ» των κυβερνητικών προτάσεων ανά την ελληνική επικράτεια που είναι αμφίβολο αν συγκίνησαν έστω και έναν απλό πολίτη, πέραν των εξ επαγγέλματος και επ΄ αμοιβή εμπλεκομένων σε αυτή τη διαδικασία.
Το ζήτημα επανέρχεται τώρα στη Βουλή, εκεί που από την αρχή έπρεπε να μείνει, ακολουθώντας όλες τις προβλεπόμενες διαδικασίες διαβούλευσης. Και το πιο αποκαρδιωτικό είναι ότι επανέρχεται μέσα στο ίδιο διχαστικό μοτίβο. Ένα μοτίβο που μόνον εθελοτυφλούντες δεν βλέπουν σε αυτό τη σταθερή και επίμονη επιδίωξη του Μεγάρου Μαξίμου να εκτεθεί η αντιπολίτευση και να βρεθεί ο κοινός τόπος για να καταστεί εφικτή η αναθεώρηση και να προχωρήσουν οι συνταγματικές αλλαγές που η κοινωνία θεωρεί ώριμες.
Παρότι είναι σαφές ότι η κυβέρνηση βρίσκεται πλέον σε προφανή δυσαρμονία με τη λαϊκή βούληση, όπως όριζε η παλαιά συνταγματική πρόνοια που έδινε το δικαίωμα στον ανώτατο άρχοντα να διαλύει τη Βουλή, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι ο ΣΥΡΙΖΑ δεν είναι διατεθειμένος να αλλάξει ούτε τη στρατηγική ούτε την τακτική που ακολουθεί τόσα χρόνια. Γι΄ αυτό και ως την τελευταία ώρα που θα υποχρεωθεί να εγκαταλείψει την εξουσία θα επιμένει να κατασκευάζει αιτίες για αντιπαράθεση και να αναζητεί αφορμές για σύγκρουση.
Ο πρωθυπουργός Αλέξης Τσίπρας, ο οποίος εκστόμισε τον πιο βαρύγδουπο βερμπαλισμό που έχει ακουστεί ποτέ σε προγραμματικές δηλώσεις κυβέρνησης, λέγοντας «είμαστε κάθε λέξη από το Σύνταγμα αυτής της χώρας και αυτό θα υπηρετήσουμε μέχρι τέλους», έχει εργαλειοποιήσει όσο κανένας άλλος προκάτοχός του τον καταστατικό χάρτη της ελληνικής Πολιτείας. Φθάνοντας, μάλιστα, μέχρι του σημείου να τον χρησιμοποιεί ως… φόβητρο κατά των αντιπάλων του.
Δεν είναι τυχαία, άλλωστε, η αστεία κριτική την οποία ασκούν οι κυβερνώντες προς την αντιπολίτευση, εκτοξεύοντας τάχατες απειλές για την αλλαγή του νόμου περί ευθύνης υπουργών που υποτίθεται ότι φοβίζει τους πολιτικούς αντιπάλους των ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ.
Στην πραγματικότητα, όμως, αν υπάρχει κάποιος που πρέπει να φοβάται από την αλλαγή του περιώνυμου άρθρου 86 του Συντάγματος δεν είναι ούτε ο Κυριάκος Μητσοτάκης με τη Φώφη Γεννηματά, ούτε κανένα άλλο στέλεχος της αξιωματικής αντιπολίτευσης, που σε τίποτε δεν τους αφορά το θέμα, τουλάχιστον όσο δεν έχουν την ευθύνη για τη διακυβέρνηση της χώρας.
Οι μόνοι που πρέπει να φοβούνται είναι οι σημερινοί υπουργοί οι οποίοι μπορεί να ελπίζουν ότι θα προστατευθούν και δεν θα διωχθούν από την επόμενη Βουλή με βάση την ισχύουσα νομοθεσία περί ποινικής ευθύνης των μελών του υπουργικού συμβουλίου, επειδή τα τυχόν αδικήματά τους, π.χ. για τα τέρατα και σημεία του πρώτου εξαμήνου του 2015, θα θεωρηθούν παραγεγραμμένα.
Όπως και να έχει, όμως, η αναθεώρηση του άρθρου 86, στην οποία όλες οι πολιτικές δυνάμεις δηλώνουν σύμφωνες και που για προπαγανδιστικούς λόγους εμφανίζεται ως πανάκεια για τη διαφάνεια, μόνον τέτοια δεν είναι. Άλλωστε, όταν προέκυψαν στοιχεία η Δικαιοσύνη ουδόλως εμποδίστηκε από το εν λόγω άρθρο είτε να καταδικάσει τον Άκη Τσοχατζόπουλο είτε, μόλις πρόσφατα, να προφυλακίσει τον Γιάννο Παπαντωνίου.
Ούτε παραγραφές ίσχυσαν, ούτε ατιμωρησία εξασφαλίστηκε. Και αυτό καλό είναι να το ξέρουν ορισμένοι από τους σημερινούς υπουργούς που –για να το διατυπώσουμε όσο πιο κομψά γίνεται- επιτρέπουν να χρησιμοποιείται το δημόσιο χρήμα ως να είναι λάφυρο που τους παραδόθηκε μαζί με τη διακυβέρνηση.
Με αυτά και με πολλά άλλα, όπως οι επιστολές που εστάλησαν σε ανύπαρκτους αρχηγούς ανύπαρκτων κομμάτων ή ακόμη και η διατύπωση ψευδεπίγραφων προτάσεων για αναθεώρηση διατάξεων ώστε δήθεν να προστατεύονται δημόσια αγαθά, όπως το νερό και το ηλεκτρικό, που επί των ημερών των ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ ιδιωτικοποιούνται με επιμονή μεγαλύτερη από κάθε προηγούμενη κυβέρνηση, εύκολα οδηγείται κανείς στο συμπέρασμα ότι οι συνθήκες δεν είναι ώριμες για να γίνει μια ουσιαστική και απροσχημάτιστη αναθεώρηση που να αντιστοιχεί στις ανάγκες της εποχής.
Πολύ περισσότερο, δεν μπορεί τον βαρύνοντα λόγο στην αναθεωρητική διαδικασία να τον έχει το κόμμα που απέρχεται από την εξουσία και θέλει να μπλοκάρει ακόμη και αλλαγές με τις οποίες είναι σύμφωνη η μεγάλη πλειονότητα των πολιτών που έπαθε και έμαθε από τις λαϊκίστικες προσεγγίσεις και τις απατηλές υποσχέσεις των τελευταίων χρόνων.
Η εκκίνηση έγινε με φιέστα η οποία στήθηκε προ διετίας στο προαύλιο της Βουλής για να ακολουθήσει «τουρνέ» των κυβερνητικών προτάσεων ανά την ελληνική επικράτεια που είναι αμφίβολο αν συγκίνησαν έστω και έναν απλό πολίτη, πέραν των εξ επαγγέλματος και επ΄ αμοιβή εμπλεκομένων σε αυτή τη διαδικασία.
Το ζήτημα επανέρχεται τώρα στη Βουλή, εκεί που από την αρχή έπρεπε να μείνει, ακολουθώντας όλες τις προβλεπόμενες διαδικασίες διαβούλευσης. Και το πιο αποκαρδιωτικό είναι ότι επανέρχεται μέσα στο ίδιο διχαστικό μοτίβο. Ένα μοτίβο που μόνον εθελοτυφλούντες δεν βλέπουν σε αυτό τη σταθερή και επίμονη επιδίωξη του Μεγάρου Μαξίμου να εκτεθεί η αντιπολίτευση και να βρεθεί ο κοινός τόπος για να καταστεί εφικτή η αναθεώρηση και να προχωρήσουν οι συνταγματικές αλλαγές που η κοινωνία θεωρεί ώριμες.
Παρότι είναι σαφές ότι η κυβέρνηση βρίσκεται πλέον σε προφανή δυσαρμονία με τη λαϊκή βούληση, όπως όριζε η παλαιά συνταγματική πρόνοια που έδινε το δικαίωμα στον ανώτατο άρχοντα να διαλύει τη Βουλή, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι ο ΣΥΡΙΖΑ δεν είναι διατεθειμένος να αλλάξει ούτε τη στρατηγική ούτε την τακτική που ακολουθεί τόσα χρόνια. Γι΄ αυτό και ως την τελευταία ώρα που θα υποχρεωθεί να εγκαταλείψει την εξουσία θα επιμένει να κατασκευάζει αιτίες για αντιπαράθεση και να αναζητεί αφορμές για σύγκρουση.
Ο πρωθυπουργός Αλέξης Τσίπρας, ο οποίος εκστόμισε τον πιο βαρύγδουπο βερμπαλισμό που έχει ακουστεί ποτέ σε προγραμματικές δηλώσεις κυβέρνησης, λέγοντας «είμαστε κάθε λέξη από το Σύνταγμα αυτής της χώρας και αυτό θα υπηρετήσουμε μέχρι τέλους», έχει εργαλειοποιήσει όσο κανένας άλλος προκάτοχός του τον καταστατικό χάρτη της ελληνικής Πολιτείας. Φθάνοντας, μάλιστα, μέχρι του σημείου να τον χρησιμοποιεί ως… φόβητρο κατά των αντιπάλων του.
Δεν είναι τυχαία, άλλωστε, η αστεία κριτική την οποία ασκούν οι κυβερνώντες προς την αντιπολίτευση, εκτοξεύοντας τάχατες απειλές για την αλλαγή του νόμου περί ευθύνης υπουργών που υποτίθεται ότι φοβίζει τους πολιτικούς αντιπάλους των ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ.
Στην πραγματικότητα, όμως, αν υπάρχει κάποιος που πρέπει να φοβάται από την αλλαγή του περιώνυμου άρθρου 86 του Συντάγματος δεν είναι ούτε ο Κυριάκος Μητσοτάκης με τη Φώφη Γεννηματά, ούτε κανένα άλλο στέλεχος της αξιωματικής αντιπολίτευσης, που σε τίποτε δεν τους αφορά το θέμα, τουλάχιστον όσο δεν έχουν την ευθύνη για τη διακυβέρνηση της χώρας.
Οι μόνοι που πρέπει να φοβούνται είναι οι σημερινοί υπουργοί οι οποίοι μπορεί να ελπίζουν ότι θα προστατευθούν και δεν θα διωχθούν από την επόμενη Βουλή με βάση την ισχύουσα νομοθεσία περί ποινικής ευθύνης των μελών του υπουργικού συμβουλίου, επειδή τα τυχόν αδικήματά τους, π.χ. για τα τέρατα και σημεία του πρώτου εξαμήνου του 2015, θα θεωρηθούν παραγεγραμμένα.
Όπως και να έχει, όμως, η αναθεώρηση του άρθρου 86, στην οποία όλες οι πολιτικές δυνάμεις δηλώνουν σύμφωνες και που για προπαγανδιστικούς λόγους εμφανίζεται ως πανάκεια για τη διαφάνεια, μόνον τέτοια δεν είναι. Άλλωστε, όταν προέκυψαν στοιχεία η Δικαιοσύνη ουδόλως εμποδίστηκε από το εν λόγω άρθρο είτε να καταδικάσει τον Άκη Τσοχατζόπουλο είτε, μόλις πρόσφατα, να προφυλακίσει τον Γιάννο Παπαντωνίου.
Ούτε παραγραφές ίσχυσαν, ούτε ατιμωρησία εξασφαλίστηκε. Και αυτό καλό είναι να το ξέρουν ορισμένοι από τους σημερινούς υπουργούς που –για να το διατυπώσουμε όσο πιο κομψά γίνεται- επιτρέπουν να χρησιμοποιείται το δημόσιο χρήμα ως να είναι λάφυρο που τους παραδόθηκε μαζί με τη διακυβέρνηση.
Με αυτά και με πολλά άλλα, όπως οι επιστολές που εστάλησαν σε ανύπαρκτους αρχηγούς ανύπαρκτων κομμάτων ή ακόμη και η διατύπωση ψευδεπίγραφων προτάσεων για αναθεώρηση διατάξεων ώστε δήθεν να προστατεύονται δημόσια αγαθά, όπως το νερό και το ηλεκτρικό, που επί των ημερών των ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ ιδιωτικοποιούνται με επιμονή μεγαλύτερη από κάθε προηγούμενη κυβέρνηση, εύκολα οδηγείται κανείς στο συμπέρασμα ότι οι συνθήκες δεν είναι ώριμες για να γίνει μια ουσιαστική και απροσχημάτιστη αναθεώρηση που να αντιστοιχεί στις ανάγκες της εποχής.
Πολύ περισσότερο, δεν μπορεί τον βαρύνοντα λόγο στην αναθεωρητική διαδικασία να τον έχει το κόμμα που απέρχεται από την εξουσία και θέλει να μπλοκάρει ακόμη και αλλαγές με τις οποίες είναι σύμφωνη η μεγάλη πλειονότητα των πολιτών που έπαθε και έμαθε από τις λαϊκίστικες προσεγγίσεις και τις απατηλές υποσχέσεις των τελευταίων χρόνων.
Υπό αυτές τις συνθήκες, τα κόμματα της αντιπολίτευσης δεν έχουν άλλη επιλογή από το να απορρίψουν την ΣΥΡΙΖΑϊκής εμπνεύσεως συνταγματική αναθεώρηση, διακηρύσσοντας σε όλους τους τόνους ότι δεν συναινούν στο διχαστικό πνεύμα που θέλει να αφήσει πίσω της, καθώς θα απέρχεται, η σημερινή εξουσία.
Η απόρριψη, ωστόσο, δεν είναι υποχρεωτικό να γίνει δια της αποχής. Μπορεί να γίνει εξίσου αν όχι ακόμη πιο αποτελεσματικά και δια της συμμετοχής. Ο ρόλος των υπεύθυνων πολιτικών δυνάμεων, που ενδιαφέρονται ειλικρινά για το αύριο της χώρας, είναι να μπουν στη συζήτηση, με τον επιπλέον στόχο να αποκαλύψουν τα προσχήματα. Και όταν έρθει, αν έρθει, η ώρα της ψηφοφορίας μπορούν να αποφασίσουν την αποχή για να εμποδίσουν μια «κολοβή» αναθεώρηση που θα μεταθέτει για σχεδόν μια δεκαετία τις ώριμες αλλαγές.
Έτσι θα αφήσουν τον ΣΥΡΙΖΑ να πορευτεί απερίσπαστος στον… δρόμο της προόδου που έχει επιλέξει με τους παλαιούς και νέους του συμμάχους: τον Πάνο Καμμένο, τον Νίκο Νικολόπουλο, την Κατερίνα Παπακώστα και άλλους «πρόθυμους» που τυχόν θα βρεθούν.
Η απόρριψη, ωστόσο, δεν είναι υποχρεωτικό να γίνει δια της αποχής. Μπορεί να γίνει εξίσου αν όχι ακόμη πιο αποτελεσματικά και δια της συμμετοχής. Ο ρόλος των υπεύθυνων πολιτικών δυνάμεων, που ενδιαφέρονται ειλικρινά για το αύριο της χώρας, είναι να μπουν στη συζήτηση, με τον επιπλέον στόχο να αποκαλύψουν τα προσχήματα. Και όταν έρθει, αν έρθει, η ώρα της ψηφοφορίας μπορούν να αποφασίσουν την αποχή για να εμποδίσουν μια «κολοβή» αναθεώρηση που θα μεταθέτει για σχεδόν μια δεκαετία τις ώριμες αλλαγές.
Έτσι θα αφήσουν τον ΣΥΡΙΖΑ να πορευτεί απερίσπαστος στον… δρόμο της προόδου που έχει επιλέξει με τους παλαιούς και νέους του συμμάχους: τον Πάνο Καμμένο, τον Νίκο Νικολόπουλο, την Κατερίνα Παπακώστα και άλλους «πρόθυμους» που τυχόν θα βρεθούν.
Ακολουθήστε το protothema.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr