Η αλλαγή του εκλογικού νόμου

Αμέσως μετά τις εκλογές του Σεπτεμβρίου 2015 άνοιξε η συζήτηση για τη θέσπιση ενός πιο δίκαιου και ορθολογικού εκλογικού συστήματος, με επίκεντρο την κατάργηση, τη μείωση ή την αλλαγή του τρόπου παραχώρησης του bonus των 50 εδρών στο πρώτο κόμμα, χωρίς να λείπουν και προτάσεις για την υιοθέτηση ενός ριζικά διαφορετικού εκλογικού συστήματος με πρότυπο κυρίως το γερμανικό.

Η τυχόν αλλαγή του εκλογικού συστήματος θα είχε άμεση πρακτική σημασία μόνο αν καθίστατο δυνατή η επίτευξη πλειοψηφίας 200 τουλάχιστον βουλευτών, διότι σε μια τέτοια περίπτωση το νέο εκλογικό σύστημα θα εφαρμοζόταν από τις επόμενες βουλευτικές εκλογές (βλ. άρθρο 54 παρ. 1 του Συντάγματος). Μια πρόταση που θα μπορούσε ίσως να συγκεντρώσει την αυξημένη αυτή πλειοψηφία ήταν εκείνη του ΠΑΣΟΚ, για μείωση του bonus από 50 σε 30 έδρες και την παραχώρησή του στο πρώτο κόμμα υπό την προϋπόθεση επίτευξης εκλογικού ποσοστού τουλάχιστον 40% ή 42% (αλλά ακόμη και ένα κατώφλι 38% θα ήταν κατά τη γνώμη μου συνταγματικώς ανεκτό, λαμβάνοντας υπόψη τον αυξημένο κατακερματισμό του πολιτικού συστήματος).


Τελικά η κυβέρνηση κατέθεσε στις αρχές Ιουλίου 2016 εκλογικό νομοσχέδιο που εισήγαγε ένα σχεδόν καθαρό αναλογικό σύστημα, το οποίο ψηφίστηκε μόνον από 179 βουλευτές (ΣΥΡΙΖΑ, ΑΝ.ΕΛ., ΚΚΕ, Ενωση Κεντρώων). Το νέο εκλογικό σύστημα θα εφαρμοστεί από τις μεθεπόμενες εκλογές, εκτός αν στη νέα Βουλή συγκεντρωθεί η απαιτούμενη αυξημένη πλειοψηφία των 200 βουλευτών για τη θέσπιση και άμεση εφαρμογή ενός νέου εκλογικού συστήματος.

Η μετάθεση της ισχύος του εκάστοτε ψηφιζόμενου εκλογικού νόμου από τη μεθεπόμενη εκλογική περίοδο, εκτός αν συγκεντρωθεί η απαιτούμενη αυξημένη πλειοψηφία για την άμεση εφαρμογή του, δεν αφορά μόνο το εκλογικό σύστημα, δηλαδή τη μέθοδο μετατροπής των ψήφων σε έδρες, αλλά και τον προσδιορισμό και το μέγεθος των εκλογικών περιφερειών.
Ως προς το θέμα αυτό, η συζήτηση για το αν ο αριθμός και το μέγεθος των εκλογικών περιφερειών αποτελούν στοιχείο της συνταγματικής έννοιας του εκλογικού συστήματος δεν έχει πρακτική νομική σημασία, αφού το άρθρο 54 παρ. 1 του Συντάγματος ορίζει ρητά ότι η αυξημένη πλειοψηφία των 200 βουλευτών απαιτείται και για τον καθορισμό των εκλογικών περιφερειών.

Κατά την ορθότερη γνώμη, στοιχείο της συνταγματικής έννοιας του εκλογικού συστήματος αποτελεί και ο τρόπος ανάδειξης των βουλευτών -με λίστα ή σταυρό προτίμησης-, συνεπώς το άρθρο 54 παρ. 1 του Συντάγματος καταλαμβάνει και την επιλογή αυτή. Η κατάτμηση της Β’ Αθηνών σε τρεις ή τέσσερις εκλογικές περιφέρειες θα μπορούσε, υπό άλλες συνθήκες, να αποτελέσει έναν ελάχιστο κοινό τόπο συμφωνίας μεταξύ ΣΥΡΙΖΑ, Ν.Δ. και ΚΙΝ.ΑΛ.

Ωστόσο, «κανείς δεν μπορεί να μπει στο ίδιο ποτάμι δύο φορές». Το στοιχείο που χαρακτηρίζει την παρούσα πολιτική συγκυρία είναι η όξυνση της πολιτικής σύγκρουσης σε πολύ μεγαλύτερο βαθμό σε σχέση με τον Ιούλιο του 2016.

Στην αρχή της βουλευτικής περιόδου, δηλαδή σε ανύποπτο χρόνο, ήταν εφικτή η θέσπιση ενός συναινετικού εκλογικού νόμου, στον οποίο θα συμφωνούσε και η αξιωματική αντιπολίτευση, αφού άλλωστε αυτή είναι και η ιστορική ratio του άρθρου 54 παρ. 1 του Συντάγματος, δηλαδή ένας εκλογικός νόμος «bipartisan».

Στην τελευταία φάση της βουλευτικής περιόδου και υπό συνθήκες αμοιβαίας απονομιμοποίησης μεταξύ των πολιτικών δυνάμεων, δεν νομίζω ότι υπάρχει πλέον αυτή η δυνατότητα.

* Καθηγητής Δικαίου και Διοίκησης ΕΑΠ
Ακολουθήστε το protothema.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις

Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr