Με πλειοψηφία μεταβλητής γεωμετρίας
08.02.2019
07:13
Η σχέση εμπιστοσύνης μεταξύ κυβέρνησης και Κοινοβουλίου, η οποία αποτελεί το χαρακτηριστικό γνώρισμα του κοινοβουλευτικού συστήματος, προϋποθέτει, κατά κανόνα, την ύπαρξη μιας σταθερής μονοκομματικής ή πολυκομματικής κυβερνητικής πλειοψηφίας, δηλαδή απόλυτης κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας που στηρίζει την κυβέρνηση, που επιβεβαιώνεται με την αρχική ή μεταγενέστερη παροχή ψήφου εμπιστοσύνης και αναπαράγεται στις κρίσιμες κοινοβουλευτικές νομοθετικές ψηφοφορίες που αφορούν στην υλοποίηση του κυβερνητικού προγράμματος.
Η ύπαρξη κυβερνήσεων μειοψηφίας, δηλαδή σχετικής κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας, που στηρίζονται στην αποχή ορισμένων βουλευτών, ώστε να επιτευχθεί η συνταγματική «πλειοψηφία εμπιστοσύνης» στη Βουλή (απόλυτη πλειοψηφία των παρόντων βουλευτών, πάντως όχι κατώτερη από τα δύο πέμπτα του όλου αριθμού των βουλευτών), ή κυβερνήσεων που διαθέτουν μια πολιτικά επισφαλή -δηλαδή περιστασιακή- απόλυτη κοινοβουλευτική πλειοψηφία, αποτελεί, τουλάχιστον στην Ελλάδα, ένα εξαιρετικό και μεταβατικό φαινόμενο, μολονότι το ισχύον Σύνταγμα διευκολύνει, πολύ περισσότερο σε σύγκριση με άλλα συντάγματα, την επιβίωση τέτοιων κυβερνήσεων.
Να θυμίσουμε εδώ ότι για την αρχική ψήφο εμπιστοσύνης αρκεί η πλειοψηφία 120 βουλευτών (αντίθετα, στη Γερμανία και την Ισπανία απαιτείται απόλυτη κοινοβουλευτική πλειοψηφία), ενώ για την αποδοχή πρότασης δυσπιστίας χρειάζονται τουλάχιστον 151 ψήφοι.
Οι κυβερνήσεις μειοψηφίας ή περιστασιακής απόλυτης πλειοψηφίας λειτουργούν κατ’ ανάγκη ως «κυβερνήσεις μεταβλητής γεωμετρίας», αφού δεν έχουν εξασφαλισμένη την αναπαραγωγή της απόλυτης «πλειοψηφίας εμπιστοσύνης» σε κάθε κοινοβουλευτική νομοθετική ψηφοφορία, αλλά πρέπει να την αναζητούν κατά περίπτωση με διαπραγματεύσεις με άλλα κόμματα ή μεμονωμένους βουλευτές.
Το κοινοβουλευτικό σύστημα είναι αρκετά ευέλικτο ώστε να μπορεί να υποδεχθεί το φαινόμενο των «κυβερνήσεων μεταβλητής γεωμετρίας», αλλά όχι επί μακρό χρονικό διάστημα, αφού σε μια τέτοια περίπτωση η σχέση εμπιστοσύνης μεταξύ κυβέρνησης και Κοινοβουλίου θα μετασχηματιζόταν στην ουσία σε ένα νομικό πλάσμα. Αυτό άλλωστε το αποδέχτηκε εμμέσως πλην σαφώς και ο πρωθυπουργός, ο οποίος θεώρησε ότι για την ουσιαστική δημοκρατική νομιμοποίηση της κυβέρνησης μετά τη διάλυση του κυβερνητικού συνασπισμού ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ δεν θα ήταν αρκετή η σχετική πλειοψηφία της Βουλής.
Διότι ανά πάσα στιγμή η σχετική κοινοβουλευτική πλειοψηφία μπορεί να μεταβληθεί σε κοινοβουλευτική μειοψηφία με αποτέλεσμα την πλήρη αποδυνάμωση του κυβερνητικού οργάνου έναντι του κοινοβουλευτικού οργάνου. Αυτό δεν σημαίνει βέβαια ότι η τυχόν καταψήφιση ενός κυβερνητικού νομοσχεδίου συνεπάγεται νομική υποχρέωση παραίτησης της κυβέρνησης, εάν όμως αυτό αρχίσει να επαναλαμβάνεται συχνά, τίθεται πλέον σε αμφιβολία η λειτουργικότητα τόσο της κυβέρνησης όσο και του Κοινοβουλίου.
Υπό τις συνθήκες αυτές, η παράμετρος που θα καθορίσει τελικά τον χρόνο των βουλευτικών εκλογών είναι η δυνατότητα ομογενοποίησης της νέας κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας. Η ψηφοφορία για το νομοσχέδιο που αφορούσε το ΑΣΕΠ έδειξε ότι δεν είναι εφεξής δεδομένη η αναπαραγωγή της πλειοψηφίας της εμπιστοσύνης (151 βουλευτές) ή της πλειοψηφίας των Πρεσπών (153 βουλευτές) σε κάθε κυβερνητικό νομοσχέδιο και το ίδιο ισχύει και κατά την άσκηση των μη νομοθετικών κοινοβουλευτικών λειτουργιών.
Να θυμίσουμε εδώ ότι για την αρχική ψήφο εμπιστοσύνης αρκεί η πλειοψηφία 120 βουλευτών (αντίθετα, στη Γερμανία και την Ισπανία απαιτείται απόλυτη κοινοβουλευτική πλειοψηφία), ενώ για την αποδοχή πρότασης δυσπιστίας χρειάζονται τουλάχιστον 151 ψήφοι.
Οι κυβερνήσεις μειοψηφίας ή περιστασιακής απόλυτης πλειοψηφίας λειτουργούν κατ’ ανάγκη ως «κυβερνήσεις μεταβλητής γεωμετρίας», αφού δεν έχουν εξασφαλισμένη την αναπαραγωγή της απόλυτης «πλειοψηφίας εμπιστοσύνης» σε κάθε κοινοβουλευτική νομοθετική ψηφοφορία, αλλά πρέπει να την αναζητούν κατά περίπτωση με διαπραγματεύσεις με άλλα κόμματα ή μεμονωμένους βουλευτές.
Το κοινοβουλευτικό σύστημα είναι αρκετά ευέλικτο ώστε να μπορεί να υποδεχθεί το φαινόμενο των «κυβερνήσεων μεταβλητής γεωμετρίας», αλλά όχι επί μακρό χρονικό διάστημα, αφού σε μια τέτοια περίπτωση η σχέση εμπιστοσύνης μεταξύ κυβέρνησης και Κοινοβουλίου θα μετασχηματιζόταν στην ουσία σε ένα νομικό πλάσμα. Αυτό άλλωστε το αποδέχτηκε εμμέσως πλην σαφώς και ο πρωθυπουργός, ο οποίος θεώρησε ότι για την ουσιαστική δημοκρατική νομιμοποίηση της κυβέρνησης μετά τη διάλυση του κυβερνητικού συνασπισμού ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ δεν θα ήταν αρκετή η σχετική πλειοψηφία της Βουλής.
Διότι ανά πάσα στιγμή η σχετική κοινοβουλευτική πλειοψηφία μπορεί να μεταβληθεί σε κοινοβουλευτική μειοψηφία με αποτέλεσμα την πλήρη αποδυνάμωση του κυβερνητικού οργάνου έναντι του κοινοβουλευτικού οργάνου. Αυτό δεν σημαίνει βέβαια ότι η τυχόν καταψήφιση ενός κυβερνητικού νομοσχεδίου συνεπάγεται νομική υποχρέωση παραίτησης της κυβέρνησης, εάν όμως αυτό αρχίσει να επαναλαμβάνεται συχνά, τίθεται πλέον σε αμφιβολία η λειτουργικότητα τόσο της κυβέρνησης όσο και του Κοινοβουλίου.
Υπό τις συνθήκες αυτές, η παράμετρος που θα καθορίσει τελικά τον χρόνο των βουλευτικών εκλογών είναι η δυνατότητα ομογενοποίησης της νέας κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας. Η ψηφοφορία για το νομοσχέδιο που αφορούσε το ΑΣΕΠ έδειξε ότι δεν είναι εφεξής δεδομένη η αναπαραγωγή της πλειοψηφίας της εμπιστοσύνης (151 βουλευτές) ή της πλειοψηφίας των Πρεσπών (153 βουλευτές) σε κάθε κυβερνητικό νομοσχέδιο και το ίδιο ισχύει και κατά την άσκηση των μη νομοθετικών κοινοβουλευτικών λειτουργιών.
Ακολουθήστε το protothema.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr