Ο «Πράσινος» πολιτικός χώρος στην Ελλάδα σε καιρούς αναζήτησης αυτοδυναμίας
07.12.2022
06:04
Τα τελευταία χρόνια, ιδιαίτερα στις Ευρωπαϊκές χώρες, η εκπροσώπηση της πράσινης πολιτικής είναι ολοένα και πιο έντονη
Δεν είναι τυχαίο ότι αυτή τη στιγμή πράσινα κόμματα ευρωπαϊκών χωρών συμμετέχουν ήδη σε κυβερνήσεις συνεργασίας, όπως στη Γερμανία, στην Αυστρία, στο Λουξεμβούργο και στο Βέλγιο, μεταξύ άλλων. Για να καταλάβουμε όμως ποιος είναι ο «πράσινος χώρος» πρέπει πρωτίστως να κατανοήσουμε τι σημαίνει «πράσινη» πολιτική.
Η βασική διαφορά της από την παραδοσιακή πολιτική είναι ότι κάθε θέση, πρόταση και λύση της φιλτράρεται πάντα μέσα από τις αρχές της βιωσιμότητας, της οικολογίας και γενικότερα ενεργειών που θα έχουν το ελάχιστο δυνατό αντίκτυπο στο περιβάλλον με δεδομένο ότι η ύπαρξη της ανθρώπινης ζωής και η ευημερία της είναι άμεσα συνυφασμένη με την ευημερία συνολικά του φυσικού περιβάλλοντος.
Αυτό το γεγονός καθιστά την «πράσινη» πολιτική ακόμα πιο σύνθετη, δύσκολη και απαιτητική, σε σχέση με αυτή που ασκούν τα παραδοσιακά πολιτικά σχήματα, καθώς κατ’ ουσία δεν υπάρχει καμία ενέργεια σε όλες τις εκφάνσεις της ανθρώπινης ζωής που να μην έχει αντίκτυπο στο περιβάλλον. Και ενώ στην Ευρώπη, η «πράσινη» πολιτική έχει καθιερωθεί, αποτελώντας κύριο πια συστατικό της πολιτικής σκηνής, στην Ελλάδα τα πράγματα είναι λίγο διαφορετικά.
Φυσικά για να κατανοήσουμε το παρόν θα πρέπει λίγο να κάνουμε μια αναδρομή στο παρελθόν. Πριν αρκετά χρόνια τα κόμματα που σχετίζονταν με την οικολογία δεν λαμβάνονταν σοβαρά υπόψη, τόσο λόγω έλλειψης εκπαίδευσης προς το ευρύ κοινό πάνω σε θέματα βιωσιμότητας και περιβάλλοντος, όσο και γιατί δεν είχε δοθεί η έμφαση στο βαθμό που δίνεται τώρα από την Ευρωπαϊκή Ένωση, συνεπώς το «πράσινο» κύμα δεν είχε κάνει τόσο αισθητή την παρουσία του.
Στην Ελλάδα η ψήφος σε ένα κόμμα οικολογίας ήταν κυρίως ψήφος διαμαρτυρίας και αντίδρασης στο εκάστοτε πολιτικό καθεστώς. Περαιτέρω κόμματα που τιτλοφορούνταν ως οικολογικά, επειδή κατ’ ουσία καμία σχέση δεν είχαν και ούτε ασκούσαν σοβαρή πράσινη πολιτική, είχαν αλλοιώσει την εικόνα της οικολογίας.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα το κόμμα του Δημοσθένη Βεργή. Περαιτέρω το ευρύ κοινό πολλές φορές συνέχεε τα πράσινα κόμματα με ακτιβιστικές περιβαλλοντικές οργανώσεις, οι οποίες φυσικά έχουν επιδείξει ένα πολύ σημαντικό έργο για την προστασία του περιβάλλοντος και κατ’ επέκταση της ανθρώπινης ζωής, από ένα διαφορετικό μεν «στρατόπεδο» εκτός πολιτικής, των οποίων το έργο μάλιστα δε θα πρέπει να υποβαθμίζεται, αλλά να επικροτείται, όταν μάλιστα η ακτιβιστική δράση δεν χαρακτηρίζεται από υπερβολές και δε θέτει σε κίνδυνο κανένα συνάνθρωπό μας.
Ένας πολύ σημαντικός ανασταλτικός παράγοντας αναγνώρισης της αναγκαιότητας της «πράσινης» πολιτικής είναι το γεγονός ότι οι Έλληνες πολίτες, που έχουν ταλαιπωρηθεί από τις επιλογές παραδοσιακών πολιτικών σχημάτων, με μείζονα προβλήματα σε πλήθος τομέων να ταλανίζουν την καθημερινότητά τους, μετά από τη δεκαετή οικονομική κρίση, αλλά και την πανδημία με όλες τις συνέπειες της και τώρα με έξαρση ακρίβειας, πληθωρισμού και ενεργειακής κρίσης, αναζητούν άμεσες λύσεις γι’ αυτά και μοιραία περιβαλλοντικά θέματα έρχονται δεύτερα στη συνείδησή τους μπροστά στο επείγον της καθημερινότητάς.
Είναι βέβαια λυπηρό το γεγονός ότι λίγοι γνωρίζουν πως η επιτυχημένη εφαρμογή πράσινης πολιτικής αφενός θα μπορούσε να δώσει λύσεις σε μείζονα θέματα της καθημερινότητας, όπως για παράδειγμα στο ενεργειακό με προσιτή, φθηνή και καθαρή ενέργεια για όλους, ενώ αφετέρου αυτή η μορφή πολιτικής είναι η μόνη που αντιμετωπίζει τα σύγχρονα προβλήματα με ολιστικό τρόπο και είναι η μόνη που μπορεί να εγγυηθεί ένα βιώσιμο και αξιοβιώτο μέλλον για εμάς και τα παιδιά μας. Αυτό το γεγονός έχει αναγνωρισθεί από πλήθος ευρωπαίων εταίρων και δικαιολογεί την άμεση και ενεργή συμμετοχή «πράσινων» κόμματων τόσο σε κυβερνητικά όσο και σε αντιπολιτευτικά σχήματα των χωρών αυτών.
Το επείγον της κλιματικής αλλαγής και οι επιπτώσεις της που είναι πλέον πασιφανείς ακόμα και στους πιο δύσπιστους, οι στόχοι της Ε.Ε. για τον πράσινο μετασχηματισμό, η ενημέρωση του κοινού και η ευαισθησία που δείχνει η νεολαία σε περιβαλλοντικά θέματα, η ενεργειακή κρίση και φυσικά οι τάσεις στις χώρες της Ευρώπης έφεραν στο προσκήνιο την πράσινη πολιτική και στη χώρα μας, έστω και καθυστερημένα.
Αυτό αναγνωρίζεται και από παραδοσιακά κόμματα που είτε προσπαθούν να εμπλουτίσουν το πολιτικό τους πρόγραμμα με θέματα «πράσινης» ατζέντας, είτε επιζητούν συνεργασίες με «πράσινα» κόμματα. Και το ερώτημα που τίθεται εύλογα εδώ είναι τι «μέλλει γενέσθαι» ; Θα «πρασινίσουν» τα παραδοσιακά κόμματα, θα ανέλθουν κι άλλο τα υπάρχοντα «πράσινα» κόμματα ή μήπως θα πάμε σε ένα υβριδικό μοντέλο ;
Το σίγουρο είναι ότι όλα τα ανωτέρω καθιστούν απαραίτητη την εκπροσώπηση της πράσινης πολιτικής στο Ελληνικό Κοινοβούλιο. Στην Ελλάδα ο «πράσινος» πολιτικός χώρος εκπροσωπείται από περισσότερα του ενός κόμματα με κυρίαρχο κόμμα αυτή τη στιγμή σύμφωνα και με τις δημοσκοπήσεις να είναι οι Οικολόγοι ΠΡΑΣΙΝΟΙ, μέλος του «Ευρωπαϊκού Πράσινου Κόμματος (EGP), το οποίο ήδη μετρά στο ενεργητικό του συμμετοχή σε κυβερνητικό σχήμα.
Παράλληλα υπάρχουν και άλλα μικρότερα κόμματα τα οποία μοιράζονται κοινές αξίες και κοινό όραμα για ένα βιώσιμο παρόν και μέλλον, χαρακτηρίζονται από έντονα δημοκρατικό χαρακτήρα, δίνουν έμφαση στην ισότητα, γι’ αυτό και στην πλειοψηφία τους η προεδρία τους εκπροσωπείται πάντα από δύο στελέχη, ένα από κάθε φύλο και είναι προσανατολισμένα στην ευρωπαϊκή προοπτική. Από την άλλη έχουν διαφοροποιήσεις στον τρόπο που προσεγγίζουν τις κοινές αυτές αξίες, με άλλα να χαρακτηρίζονται ως πιο προοδευτικά, άλλα πιο συντηρητικά κ.ο.κ.
Η βασική διαφορά της από την παραδοσιακή πολιτική είναι ότι κάθε θέση, πρόταση και λύση της φιλτράρεται πάντα μέσα από τις αρχές της βιωσιμότητας, της οικολογίας και γενικότερα ενεργειών που θα έχουν το ελάχιστο δυνατό αντίκτυπο στο περιβάλλον με δεδομένο ότι η ύπαρξη της ανθρώπινης ζωής και η ευημερία της είναι άμεσα συνυφασμένη με την ευημερία συνολικά του φυσικού περιβάλλοντος.
Αυτό το γεγονός καθιστά την «πράσινη» πολιτική ακόμα πιο σύνθετη, δύσκολη και απαιτητική, σε σχέση με αυτή που ασκούν τα παραδοσιακά πολιτικά σχήματα, καθώς κατ’ ουσία δεν υπάρχει καμία ενέργεια σε όλες τις εκφάνσεις της ανθρώπινης ζωής που να μην έχει αντίκτυπο στο περιβάλλον. Και ενώ στην Ευρώπη, η «πράσινη» πολιτική έχει καθιερωθεί, αποτελώντας κύριο πια συστατικό της πολιτικής σκηνής, στην Ελλάδα τα πράγματα είναι λίγο διαφορετικά.
Φυσικά για να κατανοήσουμε το παρόν θα πρέπει λίγο να κάνουμε μια αναδρομή στο παρελθόν. Πριν αρκετά χρόνια τα κόμματα που σχετίζονταν με την οικολογία δεν λαμβάνονταν σοβαρά υπόψη, τόσο λόγω έλλειψης εκπαίδευσης προς το ευρύ κοινό πάνω σε θέματα βιωσιμότητας και περιβάλλοντος, όσο και γιατί δεν είχε δοθεί η έμφαση στο βαθμό που δίνεται τώρα από την Ευρωπαϊκή Ένωση, συνεπώς το «πράσινο» κύμα δεν είχε κάνει τόσο αισθητή την παρουσία του.
Στην Ελλάδα η ψήφος σε ένα κόμμα οικολογίας ήταν κυρίως ψήφος διαμαρτυρίας και αντίδρασης στο εκάστοτε πολιτικό καθεστώς. Περαιτέρω κόμματα που τιτλοφορούνταν ως οικολογικά, επειδή κατ’ ουσία καμία σχέση δεν είχαν και ούτε ασκούσαν σοβαρή πράσινη πολιτική, είχαν αλλοιώσει την εικόνα της οικολογίας.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα το κόμμα του Δημοσθένη Βεργή. Περαιτέρω το ευρύ κοινό πολλές φορές συνέχεε τα πράσινα κόμματα με ακτιβιστικές περιβαλλοντικές οργανώσεις, οι οποίες φυσικά έχουν επιδείξει ένα πολύ σημαντικό έργο για την προστασία του περιβάλλοντος και κατ’ επέκταση της ανθρώπινης ζωής, από ένα διαφορετικό μεν «στρατόπεδο» εκτός πολιτικής, των οποίων το έργο μάλιστα δε θα πρέπει να υποβαθμίζεται, αλλά να επικροτείται, όταν μάλιστα η ακτιβιστική δράση δεν χαρακτηρίζεται από υπερβολές και δε θέτει σε κίνδυνο κανένα συνάνθρωπό μας.
Ένας πολύ σημαντικός ανασταλτικός παράγοντας αναγνώρισης της αναγκαιότητας της «πράσινης» πολιτικής είναι το γεγονός ότι οι Έλληνες πολίτες, που έχουν ταλαιπωρηθεί από τις επιλογές παραδοσιακών πολιτικών σχημάτων, με μείζονα προβλήματα σε πλήθος τομέων να ταλανίζουν την καθημερινότητά τους, μετά από τη δεκαετή οικονομική κρίση, αλλά και την πανδημία με όλες τις συνέπειες της και τώρα με έξαρση ακρίβειας, πληθωρισμού και ενεργειακής κρίσης, αναζητούν άμεσες λύσεις γι’ αυτά και μοιραία περιβαλλοντικά θέματα έρχονται δεύτερα στη συνείδησή τους μπροστά στο επείγον της καθημερινότητάς.
Είναι βέβαια λυπηρό το γεγονός ότι λίγοι γνωρίζουν πως η επιτυχημένη εφαρμογή πράσινης πολιτικής αφενός θα μπορούσε να δώσει λύσεις σε μείζονα θέματα της καθημερινότητας, όπως για παράδειγμα στο ενεργειακό με προσιτή, φθηνή και καθαρή ενέργεια για όλους, ενώ αφετέρου αυτή η μορφή πολιτικής είναι η μόνη που αντιμετωπίζει τα σύγχρονα προβλήματα με ολιστικό τρόπο και είναι η μόνη που μπορεί να εγγυηθεί ένα βιώσιμο και αξιοβιώτο μέλλον για εμάς και τα παιδιά μας. Αυτό το γεγονός έχει αναγνωρισθεί από πλήθος ευρωπαίων εταίρων και δικαιολογεί την άμεση και ενεργή συμμετοχή «πράσινων» κόμματων τόσο σε κυβερνητικά όσο και σε αντιπολιτευτικά σχήματα των χωρών αυτών.
Το επείγον της κλιματικής αλλαγής και οι επιπτώσεις της που είναι πλέον πασιφανείς ακόμα και στους πιο δύσπιστους, οι στόχοι της Ε.Ε. για τον πράσινο μετασχηματισμό, η ενημέρωση του κοινού και η ευαισθησία που δείχνει η νεολαία σε περιβαλλοντικά θέματα, η ενεργειακή κρίση και φυσικά οι τάσεις στις χώρες της Ευρώπης έφεραν στο προσκήνιο την πράσινη πολιτική και στη χώρα μας, έστω και καθυστερημένα.
Αυτό αναγνωρίζεται και από παραδοσιακά κόμματα που είτε προσπαθούν να εμπλουτίσουν το πολιτικό τους πρόγραμμα με θέματα «πράσινης» ατζέντας, είτε επιζητούν συνεργασίες με «πράσινα» κόμματα. Και το ερώτημα που τίθεται εύλογα εδώ είναι τι «μέλλει γενέσθαι» ; Θα «πρασινίσουν» τα παραδοσιακά κόμματα, θα ανέλθουν κι άλλο τα υπάρχοντα «πράσινα» κόμματα ή μήπως θα πάμε σε ένα υβριδικό μοντέλο ;
Το σίγουρο είναι ότι όλα τα ανωτέρω καθιστούν απαραίτητη την εκπροσώπηση της πράσινης πολιτικής στο Ελληνικό Κοινοβούλιο. Στην Ελλάδα ο «πράσινος» πολιτικός χώρος εκπροσωπείται από περισσότερα του ενός κόμματα με κυρίαρχο κόμμα αυτή τη στιγμή σύμφωνα και με τις δημοσκοπήσεις να είναι οι Οικολόγοι ΠΡΑΣΙΝΟΙ, μέλος του «Ευρωπαϊκού Πράσινου Κόμματος (EGP), το οποίο ήδη μετρά στο ενεργητικό του συμμετοχή σε κυβερνητικό σχήμα.
Παράλληλα υπάρχουν και άλλα μικρότερα κόμματα τα οποία μοιράζονται κοινές αξίες και κοινό όραμα για ένα βιώσιμο παρόν και μέλλον, χαρακτηρίζονται από έντονα δημοκρατικό χαρακτήρα, δίνουν έμφαση στην ισότητα, γι’ αυτό και στην πλειοψηφία τους η προεδρία τους εκπροσωπείται πάντα από δύο στελέχη, ένα από κάθε φύλο και είναι προσανατολισμένα στην ευρωπαϊκή προοπτική. Από την άλλη έχουν διαφοροποιήσεις στον τρόπο που προσεγγίζουν τις κοινές αυτές αξίες, με άλλα να χαρακτηρίζονται ως πιο προοδευτικά, άλλα πιο συντηρητικά κ.ο.κ.
H σύνθετη πολιτική που ασκούν, με δεδομένο πως για καθετί οφείλουν να συνυπολογίζουν τον αντίκτυπο στο περιβάλλον, αλλά και η δομή τους στη λήψη των αποφάσεων, η οποία χαρακτηρίζεται από ευρεία συλλογικότητα σε σχέση με τα παραδοσιακά κόμματα, αν και τους προσδίδει ακόμα πιο δημοκρατικό χαρακτήρα και δομή, καθιστά χρονοβόρα και σύνθετη την προσπάθεια που έχει ξεκινήσει για συμπόρευση σύσσωμου του ελληνικού πράσινου πολιτικού χώρου.
Περαιτέρω, τα παραδοσιακά πολιτικά σχήματα ειδικά το τελευταίο διάστημα, επειδή ως φαίνεται είμαστε ακόμα πιο κοντά σε προεκλογικούς ρυθμούς, έχουν ήδη ξεκινήσει να εμπλουτίζουν το πολιτικό τους δυναμικό «στρατολογώντας» στους κόλπους τους στελέχη «πράσινων» κομμάτων, ευελπιστώντας ότι έτσι θα μπορέσουν να καλύψουν το κενό της εκπροσώπησης της «πράσινης» πολιτικής στην Ελλάδα, που έως τώρα γινόταν ελλιπώς, αποσπασματικά και χωρίς συνεκτικότητα από τις κρατούσες πολιτικές δυνάμεις, αλλά και παράλληλα να ανανεώσουν το δυναμικό τους για να εξυπηρετεί μια πιο σύγχρονη εικόνα και περισσότερο εναρμονισμένη με τις ευρωπαϊκές τάσεις.
Με δεδομένο ότι ένα μεγάλο μέρος του κόσμου είναι βαθύτατα απογοητευμένο από τις ξεπερασμένες και «χιλιοφορεμένες» πολιτικές των παραδοσιακών κομματικών σχηματισμών, με τον δικομματισμό όπως τον ξέραμε παλαιότερα να έχει παρέλθει και με τον αυξημένο αριθμό κομμάτων σε σχέση με το παρελθόν, εύκολα γίνεται αντιληπτό γιατί οι ευρείες πολιτικές συνεργασίες τα τελευταία χρόνια έχουν αυξηθεί. Περαιτέρω το δεδομένο της απλής αναλογικής για τις επερχόμενες εκλογές στην Ελλάδα, είναι προφανές ότι δυσκολεύει τα πράγματα, ενώ αν συνυπολογίσουμε και την απογοήτευση του κόσμου και τα μεγάλα ποσοστά αποχής σε προηγούμενες εκλογές, καταλαβαίνουμε γιατί οι συνεργασίες αποτελούν θέμα της προεκλογικής ατζέντας όλων των κομμάτων, με τα σχήματα συνεργασίας να είναι πια αναπόσπαστο συστατικό της πολιτικής ζωής του τόπου.
Παρά το γεγονός ότι ο «Πράσινος» χώρος δε λαμβάνει το ίδιο μερίδιο προβολής από τα Έντυπα και Ηλεκτρονικά Μέσα Ενημέρωσης, παρά το γεγονός ότι τα ποσοστά του δεν μπορούν να τον καταστήσουν αυτοδύναμο, το σίγουρο είναι ότι αποτελεί πια αναπόσπαστο και σοβαρό μέρος της πολιτικής ζωής του τόπου, γεγονός που αναγνωρίζεται από τα μεγάλα κόμματα που επιζητούν την αυτοδυναμία στις επερχόμενες εκλογές, αλλά και την εναρμόνιση με την «πράσινη» κατεύθυνση που επιβάλλει όχι μόνο η Ε.Ε., αλλά και τα σημάδια και οι απαιτήσεις των καιρών.
Η αναβάθμιση του πράσινου χώρου θα συνεχιστεί και ειδικά εν όψει και των επερχόμενων εκλογών οι εξελίξεις θα είναι ταχείες και άκρως ενδιαφέρουσες.
Περαιτέρω, τα παραδοσιακά πολιτικά σχήματα ειδικά το τελευταίο διάστημα, επειδή ως φαίνεται είμαστε ακόμα πιο κοντά σε προεκλογικούς ρυθμούς, έχουν ήδη ξεκινήσει να εμπλουτίζουν το πολιτικό τους δυναμικό «στρατολογώντας» στους κόλπους τους στελέχη «πράσινων» κομμάτων, ευελπιστώντας ότι έτσι θα μπορέσουν να καλύψουν το κενό της εκπροσώπησης της «πράσινης» πολιτικής στην Ελλάδα, που έως τώρα γινόταν ελλιπώς, αποσπασματικά και χωρίς συνεκτικότητα από τις κρατούσες πολιτικές δυνάμεις, αλλά και παράλληλα να ανανεώσουν το δυναμικό τους για να εξυπηρετεί μια πιο σύγχρονη εικόνα και περισσότερο εναρμονισμένη με τις ευρωπαϊκές τάσεις.
Με δεδομένο ότι ένα μεγάλο μέρος του κόσμου είναι βαθύτατα απογοητευμένο από τις ξεπερασμένες και «χιλιοφορεμένες» πολιτικές των παραδοσιακών κομματικών σχηματισμών, με τον δικομματισμό όπως τον ξέραμε παλαιότερα να έχει παρέλθει και με τον αυξημένο αριθμό κομμάτων σε σχέση με το παρελθόν, εύκολα γίνεται αντιληπτό γιατί οι ευρείες πολιτικές συνεργασίες τα τελευταία χρόνια έχουν αυξηθεί. Περαιτέρω το δεδομένο της απλής αναλογικής για τις επερχόμενες εκλογές στην Ελλάδα, είναι προφανές ότι δυσκολεύει τα πράγματα, ενώ αν συνυπολογίσουμε και την απογοήτευση του κόσμου και τα μεγάλα ποσοστά αποχής σε προηγούμενες εκλογές, καταλαβαίνουμε γιατί οι συνεργασίες αποτελούν θέμα της προεκλογικής ατζέντας όλων των κομμάτων, με τα σχήματα συνεργασίας να είναι πια αναπόσπαστο συστατικό της πολιτικής ζωής του τόπου.
Παρά το γεγονός ότι ο «Πράσινος» χώρος δε λαμβάνει το ίδιο μερίδιο προβολής από τα Έντυπα και Ηλεκτρονικά Μέσα Ενημέρωσης, παρά το γεγονός ότι τα ποσοστά του δεν μπορούν να τον καταστήσουν αυτοδύναμο, το σίγουρο είναι ότι αποτελεί πια αναπόσπαστο και σοβαρό μέρος της πολιτικής ζωής του τόπου, γεγονός που αναγνωρίζεται από τα μεγάλα κόμματα που επιζητούν την αυτοδυναμία στις επερχόμενες εκλογές, αλλά και την εναρμόνιση με την «πράσινη» κατεύθυνση που επιβάλλει όχι μόνο η Ε.Ε., αλλά και τα σημάδια και οι απαιτήσεις των καιρών.
Η αναβάθμιση του πράσινου χώρου θα συνεχιστεί και ειδικά εν όψει και των επερχόμενων εκλογών οι εξελίξεις θα είναι ταχείες και άκρως ενδιαφέρουσες.
*Η Κατερίνα Ανδρικοπούλου Σακοράφα είναι συμπρόεδρος του κόμματος των Οικολόγων ΠΡΑΣΙΝΩΝ
Ακολουθήστε το protothema.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr