Έγκλημα και τιμωρία
20.04.2012
09:33
Οι τράπεζες και κυρίως οι τραπεζίτες συγκεντρώνουν μεγάλο μέρος της οργής των πολιτών οι οποίοι νοιώθουν πως εκτονώνονται όταν στρέφονται εναντίον αυτού του πανίσχυρου (;) οικονομικού παράγοντα που από την αρχή της κρίσης δέχθηκε γενναία οικονομική στήριξη για να μην καταρρεύσει.
Οι τράπεζες και κυρίως οι τραπεζίτες συγκεντρώνουν μεγάλο μέρος της οργής των πολιτών οι οποίοι νοιώθουν πως εκτονώνονται όταν στρέφονται εναντίον αυτού του πανίσχυρου (;) οικονομικού παράγοντα που από την αρχή της κρίσης δέχθηκε γενναία οικονομική στήριξη για να μην καταρρεύσει.
Η εύκολη καθαρά λαϊκίστικη κριτική στηρίζεται στο επιχείρημα ότι την ώρα που οι τράπεζες δέχονται τη μεγαλύτερη στήριξη εις βάρος των φορολογουμένων δεν χαρίζονται σε κανέναν, δεν διευκολύνουν πραγματικά τους πελάτες τους, δεν δίνουν δάνεια, δεν στηρίζουν την οικονομία. Από την πρώτη περίοδο της κρίσης όπου κυριαρχούσε η μομφή για τα golden boys των τραπεζών, μέχρι τώρα που εν τω μεταξύ πολλά δισεκατομμύρια κύλησαν, οι ακριβοπληρωμένοι τραπεζίτες αποτελούν έναν ιδανικό στόχο.
Είναι δε αυτό απολύτως εξηγήσιμο. Οι τραπεζίτες εκπροσωπούν την οικονομική εξουσία. Είναι δε εδραιωμένη η πεποίθηση πως σε κάθε περίπτωση οι τράπεζες «τη βγάζουν καθαρή». Πολιτικές κορώνες εκτοξεύονται προς πάσα κατεύθυνση θωπεύοντας τα αυτιά των πολιτών που πληρώνουν αδρά, φορολογούνται εξοντωτικά για να σωθούν οι τραπεζίτες.
Κανείς πολιτικός δεν είναι τόσο άσχετος ώστε να μπερδεύει, τις τράπεζες ως θεσμό και μηχανισμό αναγκαίο για τη λειτουργία μιας οικονομίας, με τους τραπεζίτες δηλαδή τις διοικήσεις ή με τους μετόχους δηλαδή τους ιδιοκτήτες. Προφανέστατα κοινά συμφέροντα συνδέουν τις τράπεζες με τους τραπεζίτες και τους μετόχους τους. Όμως σκοπίμως και παραπλανητικά, οι έννοιες μπερδεύονται μεταξύ τους και χρησιμοποιούνται κάθε φορά ανάλογα με το τι και το πώς οι πολιτικοί θέλουν να χρησιμοποιήσουν. Μετά την ολοκλήρωση του PSI+ του προγράμματος διαγραφής του 53,5% του δημοσίου χρέους, οι ελληνικές τράπεζες βρέθηκαν ουσιαστικά χωρίς κεφάλαια. Πώς έγινε αυτό; Οι τράπεζες, όπως παντού στον κόσμο, διατηρούσαν σημαντικά χαρτοφυλάκια ομολόγων, τα οποία μετά το κούρεμα απομείωσαν τα κεφάλαιά τους με αποτέλεσμα σήμερα να βρίσκονται με αρνητική καθαρή θέση η οποία επειγόντως πρέπει να αποκατασταθεί.
Οι συνθήκες δεν διευκολύνουν αυξήσεις μετοχικού κεφαλαίου. Μεγαλύτερο δε πρόβλημα και από την έλλειψη ρευστότητας από πλευράς των μετόχων, είναι η αβεβαιότητα που εξακολουθεί να κυριαρχεί, για την ικανότητα της χώρας να εξέλθει από την κρίση, άρα θέτει εν αμφιβόλω την επιτυχία ενός εγχειρήματος κάλυψης των κεφαλαιακών απωλειών από τους ιδιώτες μετόχους. Ποιος μικρός ή μεγάλος μέτοχος που σήμερα έχει χάσει πάνω από το 90% των χρημάτων που έχει επενδύσει στον πάλαι ποτέ κραταιό κλάδο της οικονομίας, θα προσέλθει να επενδύσει κι άλλα χρήματα και μάλιστα σε ένα τόσο αβέβαιο περιβάλλον; Λίγοι θυμούνται πως οι κάτοχοι τραπεζικών μετοχών εκτός από την αξία της επένδυσής τους που έχει εξανεμισθεί, δεν έχουν λάβει κανένα μέρισμα τα τελευταία 4 χρόνια. Τιμωρήθηκαν δηλαδή όλοι οι μέτοχοι, επειδή οι τράπεζες λόγω της δημοσιονομικής κρίσης υποχρεώθηκαν να δεχθούν κρατική βοήθεια.
Εύκολα θα αντικρούσει κανείς το παραπάνω επιχείρημα, λέγοντας πως εδώ έχασαν οι μισθωτοί και συνταξιούχοι, εργαζόμενοι βρέθηκαν στην ανεργία, οικογένειες δεν έχουν να ταϊσουν τα παιδιά τους και θα στενοχωρηθούμε τώρα για τους μετόχους των τραπεζών; Μήπως να θυμήσουμε όμως ότι το πιο εύρωστο υγιές ασφαλιστικό ταμείο της χώρας, αυτό των μηχανικών το ΤΣΜΕΔΕ είναι ο μεγαλύτερος μέτοχος μιας τράπεζας και έχει χάσει διπλά από το PSI+; Έχασε από το κούρεμα των δικών του ομολόγων αλλά και από το κούρεμα των ομολόγων της τράπεζας στην οποία είναι ο μεγαλύτερος μέτοχος; Κι επιπλέον έχει ήδη χάσει το μεγαλύτερο μέρος των κεφαλαίων που έχει επενδύσει για να αποκτήσει τις μετοχές αυτές, η αξία των οποίων σήμερα έχει εκμηδενιστεί; Ποιος τελικά υφίσταται το κόστος αυτής της τεράστιας ζημιάς; Μήπως οι χιλιάδες ασφαλισμένοι του ταμείου; Ομοίως τα ασφαλιστικά ταμεία κατέχουν το 15% και πλέον του μετοχικού κεφαλαίου της Εθνικής Τράπεζας κι αντιμετωπίζουν το ίδιο ακριβώς πρόβλημα. Ποιοι τελικά είναι οι χαμένοι;
Η εύκολη καθαρά λαϊκίστικη κριτική στηρίζεται στο επιχείρημα ότι την ώρα που οι τράπεζες δέχονται τη μεγαλύτερη στήριξη εις βάρος των φορολογουμένων δεν χαρίζονται σε κανέναν, δεν διευκολύνουν πραγματικά τους πελάτες τους, δεν δίνουν δάνεια, δεν στηρίζουν την οικονομία. Από την πρώτη περίοδο της κρίσης όπου κυριαρχούσε η μομφή για τα golden boys των τραπεζών, μέχρι τώρα που εν τω μεταξύ πολλά δισεκατομμύρια κύλησαν, οι ακριβοπληρωμένοι τραπεζίτες αποτελούν έναν ιδανικό στόχο.
Είναι δε αυτό απολύτως εξηγήσιμο. Οι τραπεζίτες εκπροσωπούν την οικονομική εξουσία. Είναι δε εδραιωμένη η πεποίθηση πως σε κάθε περίπτωση οι τράπεζες «τη βγάζουν καθαρή». Πολιτικές κορώνες εκτοξεύονται προς πάσα κατεύθυνση θωπεύοντας τα αυτιά των πολιτών που πληρώνουν αδρά, φορολογούνται εξοντωτικά για να σωθούν οι τραπεζίτες.
Κανείς πολιτικός δεν είναι τόσο άσχετος ώστε να μπερδεύει, τις τράπεζες ως θεσμό και μηχανισμό αναγκαίο για τη λειτουργία μιας οικονομίας, με τους τραπεζίτες δηλαδή τις διοικήσεις ή με τους μετόχους δηλαδή τους ιδιοκτήτες. Προφανέστατα κοινά συμφέροντα συνδέουν τις τράπεζες με τους τραπεζίτες και τους μετόχους τους. Όμως σκοπίμως και παραπλανητικά, οι έννοιες μπερδεύονται μεταξύ τους και χρησιμοποιούνται κάθε φορά ανάλογα με το τι και το πώς οι πολιτικοί θέλουν να χρησιμοποιήσουν. Μετά την ολοκλήρωση του PSI+ του προγράμματος διαγραφής του 53,5% του δημοσίου χρέους, οι ελληνικές τράπεζες βρέθηκαν ουσιαστικά χωρίς κεφάλαια. Πώς έγινε αυτό; Οι τράπεζες, όπως παντού στον κόσμο, διατηρούσαν σημαντικά χαρτοφυλάκια ομολόγων, τα οποία μετά το κούρεμα απομείωσαν τα κεφάλαιά τους με αποτέλεσμα σήμερα να βρίσκονται με αρνητική καθαρή θέση η οποία επειγόντως πρέπει να αποκατασταθεί.
Οι συνθήκες δεν διευκολύνουν αυξήσεις μετοχικού κεφαλαίου. Μεγαλύτερο δε πρόβλημα και από την έλλειψη ρευστότητας από πλευράς των μετόχων, είναι η αβεβαιότητα που εξακολουθεί να κυριαρχεί, για την ικανότητα της χώρας να εξέλθει από την κρίση, άρα θέτει εν αμφιβόλω την επιτυχία ενός εγχειρήματος κάλυψης των κεφαλαιακών απωλειών από τους ιδιώτες μετόχους. Ποιος μικρός ή μεγάλος μέτοχος που σήμερα έχει χάσει πάνω από το 90% των χρημάτων που έχει επενδύσει στον πάλαι ποτέ κραταιό κλάδο της οικονομίας, θα προσέλθει να επενδύσει κι άλλα χρήματα και μάλιστα σε ένα τόσο αβέβαιο περιβάλλον; Λίγοι θυμούνται πως οι κάτοχοι τραπεζικών μετοχών εκτός από την αξία της επένδυσής τους που έχει εξανεμισθεί, δεν έχουν λάβει κανένα μέρισμα τα τελευταία 4 χρόνια. Τιμωρήθηκαν δηλαδή όλοι οι μέτοχοι, επειδή οι τράπεζες λόγω της δημοσιονομικής κρίσης υποχρεώθηκαν να δεχθούν κρατική βοήθεια.
Εύκολα θα αντικρούσει κανείς το παραπάνω επιχείρημα, λέγοντας πως εδώ έχασαν οι μισθωτοί και συνταξιούχοι, εργαζόμενοι βρέθηκαν στην ανεργία, οικογένειες δεν έχουν να ταϊσουν τα παιδιά τους και θα στενοχωρηθούμε τώρα για τους μετόχους των τραπεζών; Μήπως να θυμήσουμε όμως ότι το πιο εύρωστο υγιές ασφαλιστικό ταμείο της χώρας, αυτό των μηχανικών το ΤΣΜΕΔΕ είναι ο μεγαλύτερος μέτοχος μιας τράπεζας και έχει χάσει διπλά από το PSI+; Έχασε από το κούρεμα των δικών του ομολόγων αλλά και από το κούρεμα των ομολόγων της τράπεζας στην οποία είναι ο μεγαλύτερος μέτοχος; Κι επιπλέον έχει ήδη χάσει το μεγαλύτερο μέρος των κεφαλαίων που έχει επενδύσει για να αποκτήσει τις μετοχές αυτές, η αξία των οποίων σήμερα έχει εκμηδενιστεί; Ποιος τελικά υφίσταται το κόστος αυτής της τεράστιας ζημιάς; Μήπως οι χιλιάδες ασφαλισμένοι του ταμείου; Ομοίως τα ασφαλιστικά ταμεία κατέχουν το 15% και πλέον του μετοχικού κεφαλαίου της Εθνικής Τράπεζας κι αντιμετωπίζουν το ίδιο ακριβώς πρόβλημα. Ποιοι τελικά είναι οι χαμένοι;
Εύκολα πέφτει το ανάθεμα στους πλούσιους μετόχους αλλά ακόμη πιο εύκολα αποσιωπάται το τεράστιο πρόβλημα των εκατοντάδων χιλιάδων άλλων μετόχων, συμπεριλαμβανομένων των ασφαλιστικών ταμείων. Γιατί πρέπει να τιμωρηθούν σήμερα οι τράπεζες και οι μέτοχοί τους; Επειδή επένδυσαν σε ομόλογα δημοσίου;
Όμως το θέμα σήμερα είναι πολύ πιο σοβαρό απ’ όλα τα παραπάνω. ‘Ενας άλλος μεγαλύτερος κίνδυνος ελλοχεύει. Να μετατραπεί το σύνολο του τραπεζικού συστήματος στον πιο προβληματικό κλάδο της οικονομίας. Η κρατικοποίηση που προβάλλει ως δίκαιη επιλογή και αναγκαία λύση και αποτελεί εν όψει των εκλογών ένα εύλογο πολιτικό επιχείρημα, αφού θα δοθεί και πάλι κρατικό χρήμα στις τράπεζες, αποτελεί ένα εν δυνάμει τεράστιο σκάνδαλο.
Ένα τόσο σύνθετο πρόβλημα, δεν μπορεί να επιλυθεί με μια τόσο απλοϊκή λύση. Οσο κι αν το θέμα προσφέρεται προεκλογικά, το πολιτικό σύστημα οφείλει επιτέλους να επιδείξει την αρμόζουσα σοβαρότητα. Ποιο κράτος δίκην τιμωρού θα αναλάβει την κρατικοποίηση του τραπεζικού συστήματος; Ποιοί πολιτικοί θα διορίσουν ποιές διοικήσεις; Μήπως τους αποτυχημένους πολιτευτές των επικείμενων εκλογών, όπως έχουν κάνει κατά κόρον στο παρελθόν; Άλλος είναι ο ρόλος και η υποχρέωση του κράτους. Να ασκήσει αποτελεσματική εποπτεία, να μην επιτρέψει την εκτροφή νέων προβληματικών τραπεζών, να σταματήσει εγκαίρως μελλοντικές περιπτώσεις Proton Bank ή προβληματικών ΑΤΕ, να ελέγξει αποτελεσματικά τις διοικήσεις και να απαιτήσει από αυτές να παράξουν το καλύτερο δυνατό αποτέλεσμα, δημιουργώντας έτσι σοβαρές και ρεαλιστικές προοπτικές για να πάρει πίσω τα κεφάλαια που σήμερα επενδύει. Καμία οικονομία δεν μπορεί να λειτουργήσει χωρίς τραπεζικό σύστημα. Αλλά ποιό σύστημα θέλουμε; Ένα ρουσφετολογικό, αδιαφανές, ζημιογόνο και αναποτελεσματικό;
Δυστυχώς όλα συγκλίνουν ακριβώς σ’ αυτή την επιλογή και αποδεικνύουν πως το πολιτικό σύστημα δεν πήρε κανένα μάθημα. Εξακολουθεί να παίζει ένα επικίνδυνο παιχνίδι επειδή αυτό εξυπηρετεί προεκλογικές σκοπιμότητες. Θεωρούν οι πολιτικοί μας, πώς εάν δείξουν ότι τιμωρούν τις τράπεζες, τους τραπεζίτες και τους μετόχους, θα αμβλύνουν το τεράστιο κοινωνικό κόστος και θα ικανοποιήσουν τη δικαιολογημένη οργή των πολιτών. Μια τόσο κοντόφθαλμη πολιτική είναι μαθηματικώς βέβαιο πως όχι μόνο δεν θα λύσει κανένα πρόβλημα αλλά αντιθέτως θα οδηγήσει σε πολύ μεγαλύτερα προβλήματα. Είτε θα δημιουργήσει ένα σύστημα τέρας με το κράτος μοναδικό μέτοχο σε 15 περίπου τράπεζες, είτε στην καλύτερη περίπτωση ορισμένες εξ αυτών –και μάλλον οι μεγαλύτερες και καλύτερες- θα αλλάξουν χέρια σε βάθος χρόνου.
Ισως το πολιτικό μας σύστημα θεωρεί πώς π.χ. η Deutsche Bank είναι καλύτερος και πιο αξιόπιστος μέτοχος από τους σημερινούς και σίγουρα θα έχει μεγαλύτερο συμφέρον από τους έλληνες μετόχους να στηρίξει την ελληνική οικονομία και την αναπτυξιακή προσπάθεια. Πρέπει το πολιτικό σύστημα να πείσει πως μια τέτοια εξέλιξη αποτελεί αφενός επιλογή και αφετέρου πως είναι η καλύτερη επιλογή. Διαφορετικά όλα αυτά δεν είναι παρά ένα προεκλογικό πυροτέχνημα με σλόγκαν τη δίκαιη κρατικοποίηση ή «κοινωνικοποίηση» των τραπεζών, το οποίο όπως μπορεί να εξελιχθεί σε πυρκαγιά που τελικά μπορεί να κάψει την οικονομία, παραδίδοντας αμαχητί τον πλήρη έλεγχό της είτε σε ανίκανους είτε σε ξένους.
Όμως το θέμα σήμερα είναι πολύ πιο σοβαρό απ’ όλα τα παραπάνω. ‘Ενας άλλος μεγαλύτερος κίνδυνος ελλοχεύει. Να μετατραπεί το σύνολο του τραπεζικού συστήματος στον πιο προβληματικό κλάδο της οικονομίας. Η κρατικοποίηση που προβάλλει ως δίκαιη επιλογή και αναγκαία λύση και αποτελεί εν όψει των εκλογών ένα εύλογο πολιτικό επιχείρημα, αφού θα δοθεί και πάλι κρατικό χρήμα στις τράπεζες, αποτελεί ένα εν δυνάμει τεράστιο σκάνδαλο.
Ένα τόσο σύνθετο πρόβλημα, δεν μπορεί να επιλυθεί με μια τόσο απλοϊκή λύση. Οσο κι αν το θέμα προσφέρεται προεκλογικά, το πολιτικό σύστημα οφείλει επιτέλους να επιδείξει την αρμόζουσα σοβαρότητα. Ποιο κράτος δίκην τιμωρού θα αναλάβει την κρατικοποίηση του τραπεζικού συστήματος; Ποιοί πολιτικοί θα διορίσουν ποιές διοικήσεις; Μήπως τους αποτυχημένους πολιτευτές των επικείμενων εκλογών, όπως έχουν κάνει κατά κόρον στο παρελθόν; Άλλος είναι ο ρόλος και η υποχρέωση του κράτους. Να ασκήσει αποτελεσματική εποπτεία, να μην επιτρέψει την εκτροφή νέων προβληματικών τραπεζών, να σταματήσει εγκαίρως μελλοντικές περιπτώσεις Proton Bank ή προβληματικών ΑΤΕ, να ελέγξει αποτελεσματικά τις διοικήσεις και να απαιτήσει από αυτές να παράξουν το καλύτερο δυνατό αποτέλεσμα, δημιουργώντας έτσι σοβαρές και ρεαλιστικές προοπτικές για να πάρει πίσω τα κεφάλαια που σήμερα επενδύει. Καμία οικονομία δεν μπορεί να λειτουργήσει χωρίς τραπεζικό σύστημα. Αλλά ποιό σύστημα θέλουμε; Ένα ρουσφετολογικό, αδιαφανές, ζημιογόνο και αναποτελεσματικό;
Δυστυχώς όλα συγκλίνουν ακριβώς σ’ αυτή την επιλογή και αποδεικνύουν πως το πολιτικό σύστημα δεν πήρε κανένα μάθημα. Εξακολουθεί να παίζει ένα επικίνδυνο παιχνίδι επειδή αυτό εξυπηρετεί προεκλογικές σκοπιμότητες. Θεωρούν οι πολιτικοί μας, πώς εάν δείξουν ότι τιμωρούν τις τράπεζες, τους τραπεζίτες και τους μετόχους, θα αμβλύνουν το τεράστιο κοινωνικό κόστος και θα ικανοποιήσουν τη δικαιολογημένη οργή των πολιτών. Μια τόσο κοντόφθαλμη πολιτική είναι μαθηματικώς βέβαιο πως όχι μόνο δεν θα λύσει κανένα πρόβλημα αλλά αντιθέτως θα οδηγήσει σε πολύ μεγαλύτερα προβλήματα. Είτε θα δημιουργήσει ένα σύστημα τέρας με το κράτος μοναδικό μέτοχο σε 15 περίπου τράπεζες, είτε στην καλύτερη περίπτωση ορισμένες εξ αυτών –και μάλλον οι μεγαλύτερες και καλύτερες- θα αλλάξουν χέρια σε βάθος χρόνου.
Ισως το πολιτικό μας σύστημα θεωρεί πώς π.χ. η Deutsche Bank είναι καλύτερος και πιο αξιόπιστος μέτοχος από τους σημερινούς και σίγουρα θα έχει μεγαλύτερο συμφέρον από τους έλληνες μετόχους να στηρίξει την ελληνική οικονομία και την αναπτυξιακή προσπάθεια. Πρέπει το πολιτικό σύστημα να πείσει πως μια τέτοια εξέλιξη αποτελεί αφενός επιλογή και αφετέρου πως είναι η καλύτερη επιλογή. Διαφορετικά όλα αυτά δεν είναι παρά ένα προεκλογικό πυροτέχνημα με σλόγκαν τη δίκαιη κρατικοποίηση ή «κοινωνικοποίηση» των τραπεζών, το οποίο όπως μπορεί να εξελιχθεί σε πυρκαγιά που τελικά μπορεί να κάψει την οικονομία, παραδίδοντας αμαχητί τον πλήρη έλεγχό της είτε σε ανίκανους είτε σε ξένους.
Ακολουθήστε το protothema.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, τη στιγμή που συμβαίνουν, στο Protothema.gr